ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1638/2008)
9 Μαΐου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΕΛΕΝΗ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ
2. ΑΒΡΑΑΜ ΘΩΜΑ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Γ. Π. Φαίδωνος, για τους Αιτητές.
Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση με την οποία αρνήθηκαν την επιστροφή σ΄ αυτούς ακινήτου υπ΄ αρ. τεμαχίου 286, του Φ/Σχεδίου LIV/41 στην Αγία Φύλαξη Λεμεσού, το οποίο απαλλοτριώθηκε με το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης υπ΄ αρ. Δ.Π. 1896, ημερ. 15.12.1989, για την ανάπτυξη και συμπλήρωση του οδικού δικτύου της πόλης Λεμεσού, χωρίς ο σκοπός να καταστεί εφικτός.
Η ανάπτυξη και συμπλήρωση του οδικού δικτύου της Λεμεσού περιλάμβανε πλέγμα αρτηριών πρωταρχικής σημασίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η απαλλοτρίωση αφορούσε την κατασκευή της αρτηρίας βορείως και παραλλήλως του νέου παρακαμπτήριου δρόμου Λεμεσού, με κατεύθυνση προς δυσμάς. Στους ιδιοκτήτες προσφέρθηκε ως αποζημίωση το ποσό των £77.725 και το κτήμα ενεγράφη επ΄ ονόματι της Δημοκρατίας.
Το ιστορικό της υπόθεσης είναι μακρύ. Το επίδικο τεμάχιο βρίσκεται στη συμβολή δύο βασικών δρόμων πρωταρχικής σημασίας για το Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού. Του βόρειου παράλληλου δρόμου Λεμεσού και της οδού 1ης Απριλίου, που αναβαθμίζεται σε βασική οδική αρτηρία, όπως και επίσης και της προέκτασής της.
Σκοπός της κατασκευής του βόρειου παράλληλου δρόμου Λεμεσού, είναι η κυκλοφοριακή σύνδεση των οικιστικών περιοχών του ΄Υψωνα, των Δήμων Λεμεσού, Κάτω Πολεμιδίων, Αγίου Αθανασίου, Μέσα Γειτονιάς και Γερμασόγειας. Προνοούνται ακόμα αρκετοί ακτινωτοί δρόμοι, με κατεύθυνση από την περιφέρεια προς το κέντρο της Λεμεσού.
Τα σχέδια χάραξης των πιο πάνω δρόμων ετοιμάστηκαν από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως και στάληκαν στις επηρεαζόμενες τοπικές αρχές το Γενάρη του 1984. Η δημοσίευση των σχεδίων έγινε με το αναθεωρημένο Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού και τη Γνωστοποίηση υπ΄ αρ. 1189 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υπ΄ αρ. 3091 και ημερομηνίας 4.10.1996.
Όταν οι αιτητές υπέβαλαν το 1984 αίτηση για άδεια οικοδομής στο Δήμο Λεμεσού, προέκυψε για πρώτη φορά θέμα απαλλοτρίωσης του τεμαχίου από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, εφ΄ όσον το τεμάχιο επηρεαζόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη διασταύρωση δύο δρόμων πρωταρχικής σημασίας. Έτσι, στις 2.6.1986 ο Δήμος Λεμεσού ενέκρινε την απαλλοτρίωση του τεμαχίου. Ενώ η διαδικασία απαλλοτρίωσης βρισκόταν σε εξέλιξη, στις 30.11.1987 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με επιστολή του προς το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, πληροφορούσε ότι η Υπουργική Επιτροπή που ορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο για να μελετήσει το όλο θέμα, αποφάσισε όπως το Τμήμα προβεί σε επανασχεδιασμό της χάραξης του δρόμου πρωταρχικής σημασίας, προφανώς για αποφυγή επηρεασμού μεγάλου αριθμού τεμαχίων.
Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως στις 16.1.1989 πληροφόρησε το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ότι μετά από ενδελεχή διερεύνηση του θέματος, δεν ήταν δυνατή ή εφικτή η σχεδίαση νέας χάραξης για την υπό συζήτηση αρτηρία και γι΄ αυτό σύστηνε την προώθηση της διαδικασίας για απαλλοτρίωση του επίδικου ακινήτου.
Στις 2.3.1989 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την απαλλοτρίωση του επίδικου ακινήτου των αιτητών για την εφαρμογή του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού, δηλαδή για την κατασκευή τμήματος της οδικής αρτηρίας πρωταρχικής σημασίας. Ακολούθησε η Γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 10.3.1989. Οι αιτητές καταχώρησαν ένσταση στις 30.3.1989.
Το Υπουργικό Συμβούλιο αφού έλαβε υπ΄ όψιν τις περιστάσεις και τις εισηγήσεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, έκρινε σκόπιμο να προχωρήσει στην απαλλοτρίωση της ακίνητης περιουσίας των αιτητών και διέταξε την απαλλοτρίωση του ακινήτου.
Μετά την πάροδο σχεδόν 19 χρόνων από την πιο πάνω απαλλοτρίωση, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση δεν κατέστη εφικτός και γι΄ αυτό με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 15.4.2008, ζήτησαν την επιστροφή του επίδικου κτήματος σύμφωνα με το ΄Αρθρο 23.5 του Συντάγματος.
Το αίτημά τους απορρίφθηκε με επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ημερομηνίας 11.8.2008 προς τους δικηγόρους των αιτητών, όπου τονίζεται ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε το τεμάχιο δεν έχει εγκαταλειφθεί. Η πιο πάνω απορριπτική απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Οι αιτητές επικαλούνται αριθμό νομικών ισχυρισμών για να επιτύχουν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίοι, όμως, συνοψίζονται στους πιο κάτω βασικούς ισχυρισμούς.
Υποστηρίζουν ότι οι καθ΄ ων η αίτηση κατά παράβαση των διατάξεων του ΄Αρθρου 23.5 του Συντάγματος και του άρθρου 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, Ν.15/62 και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, παρέλειψαν να τους επιστρέψουν το επίδικο ακίνητο. Σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, οι καθ΄ ων η αίτηση παραβίασαν την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της χρηστής διοίκησης, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω παράλειψης διενέργειας δέουσας έρευνας. Τέλος, η απόφαση είναι μη αιτιολογημένη και εκδόθηκε υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης.
Είναι ο ισχυρισμός των αιτητών ότι επί δεκαεννιά περίπου χρόνια το επίδικο απαλλοτριωθέν ακίνητο παρέμεινε εντελώς αχρησιμοποίητο, ενώ μόλις πρόσφατα και μετά το αίτημά τους για επιστροφή του, δόθηκαν οδηγίες για την ετοιμασία κατασκευαστικών σχεδίων. Η συνεχιζόμενη στέρηση της ιδιοκτησίας τους κατά παράβαση των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων, στηρίζεται στην παράλειψη να υλοποιηθεί εντός τριών ετών και, εν πάση περιπτώσει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση. Το επίδικο ακίνητο κρατείται ως απόθεμα με άγνωστο το χρόνο που θα χρησιμοποιηθεί. ΄Αγνωστη είναι επίσης και η έκταση της ιδιοκτησίας που θα χρησιμοποιηθεί. Επισημαίνουν ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση απλώς αναφέρεται ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε η επίδικη ιδιοκτησία δεν εγκαταλείφθηκε και ότι αυτή εξακολουθεί να είναι απαραίτητη.
Οι καθ΄ ων η αίτηση απορρίπτοντας τον πιο πάνω ισχυρισμό θα πρέπει να πούμε ότι μπέρδεψαν τα πράγματα στο βαθμό που ισχυρίστηκαν ότι οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ως αντισυνταγματική και ειδικότερα ως παραβιάζουσα το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα να παραπέμπουν στα ισχύοντα σχετικά με την επίκληση αντισυνταγματικότητας νόμου, ότι δηλαδή ένα τέτοιο θέμα θα πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι ο ισχυρισμός των αιτητών δεν είναι αυτός που νομίζουν οι καθ΄ ων η αίτηση. Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι εντός τριών ετών θα έπρεπε να αρχίσει η υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Στη συνέχεια οι καθ΄ ων η αίτηση τονίζουν ότι όπως έχει νομολογηθεί η μη ολοκλήρωση των σκοπών της απαλλοτρίωσης μέσα στην προβλεπόμενη τριετή περίοδο του Συντάγματος, δεν συνεπάγεται ότι ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση έχει καταστεί ανέφικτος. Εξ΄ άλλου, καταλήγουν, ως τεχνικό θέμα ο σχεδιασμός του οδικού δικτύου της πόλης Λεμεσού είναι ανέλεγκτος από το δικαστήριο.
Οι καθ΄ ων η αίτηση παραπέμπουν σε σειρά γεγονότων για να καταδείξουν ότι πρόκειται για ένα έργο τεράστιας κλίμακας για το οποίο υπήρξε σταθερή βούληση και επιδίωξη της διοίκησης να το ολοκληρώσει, προβαίνοντας ταυτόχρονα σε ενέργειες προς υλοποίηση του έργου.
Είναι, πράγματι, ένα μεγαλεπίβολο έργο που αφορά το οδικό δίκτυο της πόλης Λεμεσού. Είναι γεγονός ότι από την ημέρα απαλλοτρίωσης του ακινήτου στις 15.12.1989 μέχρι και την υποβολή αίτησης των αιτητών για επιστροφή του στις 15.4.2008, πέρασαν περίπου 19 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν έχει υλοποιηθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του συγκεκριμένου ακινήτου. Ακόμα κι΄ αν δεχτούμε ότι οι καθ΄ ων η αίτηση προέβηκαν σε ενέργειες που μπορεί να κριθούν ευλόγως ως αναγκαίες για υλοποίηση του έργου, δεν νομίζω ότι δικαιολογείται η πάροδος 19 ολόκληρων χρόνων χωρίς την αξιοποίηση του συγκεκριμένου τεμαχίου.
Στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166 τέθηκαν οι βάσεις του θέματος. Όπως έχει νομολογηθεί, το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή ότι κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως βεβαίως της περίπτωσης, θα κρίνονταν ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του ΄Αρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό.
Μπορεί το συγκεκριμένο τεμάχιο να βρίσκεται στη συμβολή δύο βασικών δρόμων πρωταρχικής σημασίας του βόρειου παράλληλου δρόμου Λεμεσού και της οδού 1ης Απριλίου, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την απαλλοτρίωσή του 19 ολόκληρα χρόνια πριν την έναρξη υλοποίησης του σκοπού. Είναι επίσης αλήθεια ότι η υλοποίηση του έργου γίνεται κατά φάσεις, αλλά, όπως είπαμε και προηγουμένως, αυτό δεν δικαιολογεί την παράλειψη χρήσης του ακινήτου για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όπως και οι ίδιοι οι καθ΄ ων η αίτηση παραδέχονται, η κατασκευή του έργου έχει αρχίσει να υλοποιείται κατά φάσεις με την αξιοποίηση του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου να εμπίπτει στη δεύτερη φάση των έργων.
Ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε δεν έχει μεν εγκαταλειφθεί, αλλά από την άλλη, φαίνεται ότι η απαλλοτρίωση έγινε πρόωρα, με αποτέλεσμα 19 χρόνια μετά την απαλλοτρίωση να μην έχουν γίνει οποιαδήποτε έργα μέσα στο συγκεκριμένο τεμάχιο.
Αν το σκοπούμενο έργο ήταν τόσο πολύπλοκο η Δημοκρατία θα έπρεπε να απαλλοτριώνει σταδιακά τα κτήματα τα οποία χρειαζόταν και όχι να τα δεσμεύει δεκαετίες πριν αυτά θα της ήταν χρήσιμα. Στο κάτω κάτω, είναι φανερό ότι και οι τιμές στα ακίνητα αυξάνονται, με τους ιδιοκτήτες να υφίστανται ουσιαστική οικονομική απώλεια. Το κράτος δεν μπορεί να απαλλοτριώνει κτήματα τα οποία σκοπεύει να χρησιμοποιήσει δεκαετίες αργότερα επωφελούμενο τη διαφορά στην αξία της γης. Δεν είναι ανάγκη να αποδειχθεί ότι ο σκοπός έχει καταστεί ανέφικτος, αλλά ότι η απαλλοτριούσα αρχή παρέλειψε να προβεί σε ενέργειες για υλοποίηση του έργου μέσα σε τρία χρόνια από της απαλλοτρίωσης.
Στην παρούσα περίπτωση, είναι χαρακτηριστικό ότι οδηγίες για την ετοιμασία κατασκευαστικών σχεδίων για υλοποίηση του έργου δόθηκαν μόλις στις 27.5.2008.
Όσο σημαντική και αν είναι η θέση του ακίνητου για το όλο έργο και όσο κι΄ αν η απαλλοτρίωσή του, υπό τις περιστάσεις, ήταν απαραίτητη και επιβαλλόμενη, εν τούτοις, οι καθ΄ ων η αίτηση θα έπρεπε να προβούν στην απαλλοτρίωση όταν η υλοποίηση του έργου αναφορικά με το συγκεκριμένο ακίνητο θα ήταν εντός των συνταγματικών χρονικών πλαισίων.
Κάτω από τις περιστάσεις η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα, υπέρ των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ