ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1521/2009)
31 Μαΐου, 2011
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Δ. Στεφανίδης για Ιεροθέου και Καμπέρης, για τον Αιτητή.
Α. Σολουκίδου για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους Παναγιώτη Φοινίκεττου αντί του ίδιου, στη θέση Διοικητικού Λειτουργού στον καθ΄ου η αίτηση Οργανισμό, ο οποίος έγινε με απόφαση ημερομηνίας 7.9.2009, προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής.
Όπως συνάγεται από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, μετά από την προκήρυξη πλήρωσης της επίδικης θέσης, ακολούθησε η διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων σύμφωνα με τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο. Ετοιμάστηκε σχετικό σημείωμα από τη Γενική Διευθύντρια προς την Επιτροπή Προσωπικού με όλα τα σχετικά στοιχεία και πληροφορίες, η δε Επιτροπή Προσωπικού, αφού μελέτησε το σημείωμα, προχώρησε στη διεξαγωγή προφορικών συνεντεύξεων των διακριθέντων τριών υποψηφίων και επέλεξε για διορισμό το ενδιαφερόμενο μέρος προς τον οποίο και πρόσφερε διορισμό.
Με επιστολή του την οποία απηύθυνε προς τη Γενική Διευθύντρια του καθ΄ου η αίτηση, ο αιτητής ζήτησε επιθεώρηση και επανεξέταση του γραπτού του, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την βαθμολογία η οποία του είχε αποδοθεί, κυρίως στο θέμα των Ελληνικών. Απαντώντας και απορρίπτοντας το αίτημα του αιτητή, η Γενική Διευθύντρια με επιστολή της εξήγησε την ακολουθητέα με βάση το Νόμο διαδικασία η οποία, όπως ανέφερε, ακολουθήθηκε και στην υπό εξέταση περίπτωση και με βάση την οποία δεν επιτρεπόταν η επανεξέταση γραπτού ή αναβαθμολόγηση.
Με την προσφυγή του, ο αιτητής ήγειρε και προώθησε αριθμό λόγων ακύρωσης, τους οποίους απέρριψαν τόσο ο καθ΄ου η αίτηση όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος. Επιπρόσθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος ήγειρε προδικαστική ένσταση, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής δε νομιμοποιείται στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, εφόσον στερείται προς τούτο εννόμου συμφέροντος.
Προδικαστική ένσταση - Ανυπαρξία εννόμου συμφέροντος από τον αιτητή.
Σύμφωνα με τη θέση του ενδιαφερόμενου μέρους επί του θέματος τούτου, ο αιτητής δε νομιμοποιείται στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, για το λόγο ότι, με το αίτημά του που είχε υποβάλει για επαναξιολόγηση του γραπτού του, διαμαρτυρήθηκε μόνο ως προς τη βαθμολογία του στο θέμα των Ελληνικών. Επομένως, ακόμα και αν επαναξιολογείτο το γραπτό του στο θέμα εκείνο και πιστώνετο και με 10 μονάδες περισσότερες, και πάλι δεν θα περιλαμβανόταν στον κατάλογο των τριών πρώτων επιτυχόντων υποψηφίων οι οποίοι κλήθηκαν σε προφορική εξέταση.
Η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να ευσταθήσει, επειδή το υπόβαθρο στο οποίο αυτή εδράζεται δεν είναι ακριβές. Παρόλο ότι πράγματι ο αιτητής στην επιστολή-ένστασή του ημερομηνίας 3.8.2009, την οποία απηύθυνε προς τη Γενική Διευθύντρια του καθ΄ου η αίτηση, είχε προβεί σε ιδιαίτερη μνεία στο θέμα των Ελληνικών, εν τούτοις, το παράπονό του και το αίτημά του αναφερόταν γενικότερα σε ολόκληρο το γραπτό του.
Όπως σχετικά είχε αναφέρει στην επιστολή του:
". σκοπός της παρούσας επιστολής μου είναι η υποβολή ένστασης σχετικά με τη βαθμολόγηση του γραπτού μου κυρίως στο θέμα των Ελληνικών. Θα ήθελα να ξαναδώ το γραπτό μου και να ζητήσω επανεξέταση......."
Θα εξετάσω στη συνέχεια τους λόγους ακύρωσης που πρόβαλε ο αιτητής.
1ος Λόγος Ακύρωσης - Η απουσία από τους διοικητικούς φακέλους των γραπτών των υποψηφίων.
Σύμφωνα με τον αιτητή, από τους διοικητικούς φακέλους της υπόθεσης απουσιάζουν τα γραπτά των υποψηφίων, στοιχείο εγγενώς απαραίτητο για τη διακρίβωση των γεγονότων και την προβολή συναφών ισχυρισμών επί σοβαρότατου σημείου το οποίο ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη συμμετοχή ή τον αποκλεισμό υποψηφίου από την περαιτέρω διαδικασία, με τον αιτητή να έχει αποκλεισθεί.
Συνεπώς, υποστηρίζει ο αιτητής, δημιουργείται αβεβαιότητα, καθόσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες λήφθηκε η διοικητική απόφαση και η ακύρωσή της καθίσταται αναπόφευκτη.
Αντικρούοντας αυτό τον ισχυρισμό, ο καθ΄ου η αίτηση υποστήριξε ότι δεν είναι απαραίτητο τα γραπτά των υποψηφίων να περιέχονταν στους φακέλους, η δε απουσία τους δεν μπορεί να συνιστά λόγο ακυρότητας. Ο καθ΄ου η αίτηση εξήγησε τη νόμιμη διαδικασία την οποία ακολούθησε, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρεπόταν η επανεξέταση και/ή αναβαθμολόγηση του γραπτού του αιτητή και το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει και να υποκαταστήσει τον καθ΄ου η αίτηση ή να του υποδείξει πώς να ενεργήσει.
Με τη δική του αγόρευση, το ενδιαφερόμενο μέρος παραπέμπει στις σχετικές πρόνοιες των Νόμων αρ. 6(Ι)/1998 και 180(Ι)/2000 που εκθέτουν την ακολουθητέα διαδικασία και απαγορεύουν την επανεξέταση των γραπτών ή άλλη αναβαθμολόγηση. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο άρθρο 28(1) του Νόμου 180(Ι)/2000 που προβλέπει τα ακόλουθα:
"28.(1) Τα γραπτά μετά τη βαθμολόγηση τους επιστρέφονται στην Υπηρεσία Εξετάσεων και φυλάσσονται υπό την ευθύνη της για δύο τουλάχιστο χρόνια, εκτός αν υπάρχει δικαστική υπόθεση σε εξέλιξη, οπότε τα συγκεκριμένα γραπτά φυλάσσονται για όσο επιπρόσθετο χρόνο απαιτείται."
Επομένως, σύμφωνα με το ενδιαφερόμενο μέρος, ο καθ΄ου η αίτηση δεν έχει υποχρέωση να φυλάττει ο ίδιος τα γραπτά, αφού αυτά φυλάσσονται από την Υπηρεσία Εξετάσεων.
Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, θα πρέπει να παρατηρήσω τα ακόλουθα:
Το θέμα της απουσίας των γραπτών από τους διοικητικούς φακέλους, ή καλύτερα το θέμα τη μη κοινοποίησης των βαθμολογηθέντων γραπτών προς τους υποψηφίους και δη τον αιτητή, εγείρεται και πρέπει να απασχολήσει, κάτω από δύο ξεχωριστές πτυχές:
1. Ως προς τη δυνατότητα ή δικαίωμα κοινοποίησης, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η ορθότητα της ουσίας της προσβαλλόμενης απόφασης, και,
2. Ως προς τη δυνατότητα ή το δικαίωμα κοινοποίησης, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα της ακολουθηθείσας διαδικασίας η οποία απέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο καθ΄ου η αίτηση κάλεσε σε προφορική συνέντευξη τους τρεις υποψηφίους οι οποίοι πέτυχαν τη ψηλότερη βαθμολόγηση στη γραπτή εξέταση και δεν έλαβε υπόψη τους υπόλοιπους, μεταξύ των οποίων και τον αιτητή. Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε ήταν αυτή η οποία προνοείται στον περί Διεξαγωγής των Εισαγωγικών Εξετάσεων για τα Ανώτερα και Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Κύπρου και της Ελλάδας Νόμου του 2000. (Νόμος αρ. 180(Ι)/2000).
Με τις πρόνοιες του άρθρου 11 του ανωτέρω Νόμου, εκτίθεται η διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθείται για τη βαθμολόγηση των γραπτών των υποψηφίων, η οποία γίνεται από βαθμολογητές που ορίζει η Υπηρεσία Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού σε συνεννόηση με το αναθέτον αυτή την διεργασία διοικητικό όργανο. Είναι δε γεγονός ότι με τις πρόνοιες του εδαφίου (4) του άρθρου 11 του Νόμου, προβλέπεται ότι:
"(4) Επανεξέταση των γραπτών ή άλλη αναβαθμολόγηση δεν επιτρέπεται."
Με αυτή την απαγορευτική πρόνοια, εύλογα εκ πρώτης όψεως προβάλλεται το επιχείρημα ότι, εφόσον ο Νόμος απαγορεύει την επανεξέταση ή άλλη αναβαθμολόγηση των γραπτών, δεν θα είχε κανένα νόημα η επιμονή του αιτητή και η έγερση από τον ίδιο του λόγου τούτου ακύρωσης ο οποίος εδράζεται στη μη παρουσίαση του βαθμολογηθέντος γραπτού του. Όμως, όπως έχω προαναφέρει, πέραν της πτυχής της ουσίας του παραπόνου και αιτήματος του αιτητή, υπήρχε και η πτυχή της διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε. Όπως ο αιτητής είχε αναφέρει στην επιστολή-ένστασή του ημερομηνίας 3.8.2009 προς τον καθ΄ου η αίτηση, θα επιθυμούσε να ξαναδεί το γραπτό του για λόγους τους οποίους εξήγησε και πρόσθετε ότι κατά την προσωπική του άποψη, το γραπτό του "αξιολογήθηκε λανθασμένα". Όπως δε ειδικότερα ζητούσε στην προαναφερθείσα επιστολή του ο αιτητής, "... Θα ήθελα να ξαναδώ το γραπτό μου και να ζητήσω επανεξέταση."
Όπως είναι φανερό από τις πιο πάνω περικοπές, εκείνο το οποίο ζητούσε ο αιτητής από τον καθ΄ ου η αίτηση Οργανισμό, ήταν να δει το γραπτό του και να διαπιστώσει πώς ήταν που βαθμολογήθηκε, ιδιαίτερα στο θέμα των Ελληνικών. Όμως, ο καθ΄ου η αίτηση απλά του βεβαίωσε ότι ακολουθήθηκε η νενομισμένη διαδικασία και, δεδομένου ότι η επανεξέταση γραπτών ή άλλη αναβαθμολόγηση δεν επιτρέπεται, του απάντησε ότι δεν θα γινόταν οποιαδήποτε περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.
Ως αποτέλεσμα της άρνησης αυτής του καθ΄ου η αίτηση, ο αιτητής καταχώρησε εμπρόθεσμα την παρούσα προσφυγή προσβάλλοντας το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους αντί του ιδίου και εγείροντας, μεταξύ άλλων, και το θέμα της άρνησης αποκάλυψης του γραπτού του και του τρόπου βαθμολόγησής του ως εμποδίου στην προώθηση της πεποίθησης και θέσης του περί λανθασμένης βαθμολόγησής του, γεγονός βέβαια το οποίο είχε οδηγήσει στον αποκλεισμό της υποψηφιότητάς του από το επόμενο στάδιο των προφορικών συνεντεύξεων.
Κατά την άποψή μου, δικαίως ο αιτητής παραπονείται για τη μη παρουσίαση του γραπτού του και τη βαθμολόγησή του, έτσι ώστε να διακριβώσει την επακριβή κατάσταση πραγμάτων και να προωθήσει ή τεκμηριώσει την πεποίθησή του περί λανθασμένης βαθμολόγησής του. Η απάντηση της διοίκησης ότι ερεύνησε η ίδια το θέμα και ακολουθήθηκε η ορθή, νενομισμένη διαδικασία, δεν μπορεί να εξουδετερώσει την υποχρέωσή της για πλήρη διαφάνεια και αποκάλυψη όλων των στοιχείων που κατά στάδια λήφθηκαν υπόψη στην τελική λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ενώ παράλληλα καθιστά αδύνατο το δικαστικό έλεγχο της ορθότητας της διαδικασίας.
Όπως επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων ν. Κολιανδρή (2000) 3 ΑΑΔ 306, ο δικαστικός έλεγχος εκτελεστής διοικητικής πράξης "είναι εφικτός μόνο όταν παρέχεται η δυνατότητα διαπίστωσης των στοιχείων που καθοριστικά επενέργησαν στη διαμόρφωση της κρίσης και στη λήψη της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης/απόφασης.". Η δε ανυπαρξία κάποιων αναγκαίων στοιχείων αναπόφευκτα δημιουργεί ". έντονο το στοιχείο της αβεβαιότητας ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκε η επίδικη διοικητική πράξη."
Η νομοθετική απαγόρευση που τίθεται με την προαναφερθείσα πρόνοια στο άρθρο 11(4) του Νόμου αρ. 180(Ι)/2000 ως προς τη δυνατότητα επανεξέτασης/αναβαθμολόγησης ενός γραπτού δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση πλήρους και διαφανούς αποκάλυψης της διαδικασίας, ούτε καθιστά την απόδοση σημαντικών στοιχείων μάταιη.
Η πρόνοια στο άρθρο 28(1) του Νόμου την οποία επικαλείται το ενδιαφερόμενο μέρος σύμφωνα με την οποία τα γραπτά των υποψηφίων δεν φυλάσσονται από την ίδια αλλά επιστρέφονται στην Υπηρεσία Εξετάσεων, δεν απαλλάσσει τον καθ΄ου η αίτηση από την υποχρέωση όπως τα ζητήσει από την Υπηρεσία στην οποία η ίδια ανέθεσε τη διεξαγωγή της εξέτασης για να τα παρουσιάσει στον αιτητή και στο Δικαστήριο. Όχι για να επαναξιολογήσει ή επαναβαθμολογήσει το Δικαστήριο το γραπτό, αλλά μόνο για να είναι σε θέση να ελέγξει την ορθότητα της ακολουθηθείσας διαδικασίας βαθμολόγησης χωρίς να είναι υποχρεωμένο, είτε το Δικαστήριο, είτε ο αιτητής, να εκλαμβάνουν ως δεδομένη οποιαδήποτε διαβεβαίωση της διοίκησης. Εξάλλου, όπως ρητά αναφέρεται και στο προαναφερθέν άρθρο 28(1) του Νόμου, τα γραπτά των υποψηφίων φυλάσσονται από την Υπηρεσία Εξετάσεων ". για δύο τουλάχιστο χρόνια, εκτός αν υπάρχει δικαστική υπόθεση σε εξέλιξη, οπότε τα συγκεκριμένα γραπτά φυλάσσονται για όσο επιπρόσθετο χρόνο απαιτείται". Όπως δε προστίθεται στο εδάφιο (2) του ίδιου άρθρου 28 του Νόμου, η μετακίνηση γραπτών για ερευνητικούς σκοπούς ή εκπαιδευτικούς λόγους επιτρέπεται μόνο για γραπτά "για τα οποία δεν υπάρχει καμιά δικαστική εκκρεμότητα". Εύλογα, επομένως, προκύπτει το ερώτημα γιατί ο νομοθέτης θα προστάτευε τα γραπτά υποψηφίων για όσο διάστημα εκκρεμεί δικαστική διαδικασία αν παράλληλα απαγορευόταν η χρήση, διάθεση και έλεγχός τους στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας;
Κατά την άποψή μου, η ανυπαρξία παρουσίασης στον αιτητή και στο Δικαστήριο του βαθμολογημένου γραπτού του αιτητή, τον θέτει σε πραγματική αδυναμία να προωθήσει την αμφισβήτησή του κατά της ακολουθηθείσας διαδικασίας και δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δεν προωθήθηκε περαιτέρω η υποψηφιότητα του αιτητή και, συνακόλουθα, καθιστά το δικαστικό έλεγχο της διαδικασίας ανέφικτο.
Ο σχετικός λόγος ακύρωσης γίνεται δεκτός και μοιραία οδηγεί στην επιτυχία της προσφυγής, χωρίς την εξέταση άλλων λόγων.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται για τον πιο πάνω λόγο, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ