ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.1132/2008)

 

17 Μαΐου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΑΝΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------------

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

-----------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 27.6.2008, με την οποία προήχθη το ενδιαφερόμενο μέρος αναδρομικά από 15.5.2004, αντί του ιδίου, στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Επιθεώρησης Εργασίας ως άκυρη και χωρίς νόμιμο αποτέλεσμα. 

 

Η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί απόφαση μετά από επανεξέταση κατ΄ ακολουθίαν απόφασης της Ολομέλειας στις Δημοκρατία μέσω Ε.Δ.Υ. ν. Πανίκου Δημητριάδη και Σάββα Κλεάνθους ν. Πανίκου Δημητριάδη (2007) 3 Α.Α.Δ. 589, με την οποία απορρίφθησαν οι εφέσεις εναντίον της πρωτόδικης κρίσης ότι το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρήθηκε να κατέχει το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, χωρίς επαρκή έρευνα.  Κατά την επανεξέταση, η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 2.6.2008, καθοδηγούμενη από το σκεπτικό της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των όσων ίσχυαν ως πραγματικό και νομικό καθεστώς κατά τον ουσιώδη χρόνο, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν προάξιμος στην πιο πάνω θέση, κατέχον την πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, προσφέροντας του επομένως προαγωγή σ΄ αυτήν με αναδρομική ισχύ από 15.5.2004.

 

  Σε αυτή την κρίση προέβη αφού έλαβε υπόψη επιστολή του Fulbright Commission, θεωρώντας ότι αυτή διευκρίνιζε τη σημασία της σημείωσης «written test not administered», που περιεχόταν στο δελτίο αποτελεσμάτων της σχετικής εξέτασης TOEFL που γινόταν πριν το 1989, ως βασιζόμενης σε εξέταση στο γραπτό λόγο είτε με γραπτή έκθεση, είτε στη βάση multiple choice, στην τελευταία δε περίπτωση αναγραφόταν στο δελτίο αποτελεσμάτων η πιο πάνω ένδειξη.  Η επιτυχία του ενδιαφερομένου μέρους στις εξετάσεις TOEFL με βαθμό 550, αποτελούσε σύμφωνα με τη σχετική εγκύκλιο της Ε.Δ.Υ., αποδεκτό τεκμήριο για την κατοχή  της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.

 

 Στην απόφαση της η Ε.Δ.Υ. έλαβε επίσης υπόψη τη σύσταση του διευθυντή κατά την αρχική διαδικασία, η οποία παρέμεινε αναλλοίωτη σε ισχύ εφόσον δεν είχε σχολιαστεί από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής θεωρείτο ως καταλληλότερος προς προαγωγή στην επίδικη θέση διότι, παρόλον που υστερούσε σε αρχαιότητα κατά πέντε μήνες έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, εντούτοις υπερτερούσε σε διευθυντική και διοικητική ικανότητα σύμφωνα με τα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων δεδομένου ότι το ενδιαφερόμενο μέρος τον τελευταίο χρόνο είχε μειωμένη τέτοια ικανότητα.  Η Ε.Δ.Υ. δεν υιοθέτησε τελικώς τη σύσταση του διευθυντή για τον αιτητή, κρίνοντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερούσε από οποιονδήποτε σε αξία ή και υπερείχε σε αυτή έναντι όλων των συνυποψηφίων του, ενώ διέθετε υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα και προηγείτο σε αρχαιότητα έναντι όλων, περιλαμβανομένου και του αιτητή. 

Ο αιτητής προβάλλει σειρά λόγων από τους οποίους αναφύεται κατ΄ ουσίαν η θέση ότι ο αιτητής είχε οριακή υπεροχή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, έστω στο τελευταίο έτος αξιολόγησης το 2003 πριν την προαγωγή, είχε υπέρ του τη σύσταση του διευθυντή, είχε δε και υπεροχή έστω οριακά σε προσόντα, με αποτέλεσμα το μικρό προβάδισμα του ενδιαφερομένου μέρους σε αρχαιότητα να υποχωρεί έναντι των υπολοίπων.  Η Ε.Δ.Υ., κατά τη θέση του αιτητή, χωρίς ειδική αιτιολογία παραγνώρισε τη σύσταση του διευθυντή, ενώ λανθασμένα κατέληξε και στην κρίση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.  Η διερεύνηση δε που έγινε από την Ε.Δ.Υ. εκ των υστέρων ήταν πλημμελής ενόψει του ότι το πιστοποιητικό TOEFL δεν αποτελούσε τεκμήριο κατοχής της επάρκειας της γλώσσας, ούτε στο γραπτό ούτε στον προφορικό λόγο.  Η έρευνα που διεξήγαγε η Ε.Δ.Υ. αφορούσε το γραπτό λόγο και μόνο, η δε απάντηση που λήφθηκε δεν ήταν ουσιαστικά από το Fulbright Commission, αλλά από το ETS-TOEFL.  Με δεδομένο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος σπούδασε στη Γερμανία και δεν κατέχει κανένα άλλο πιστοποιητικό γνώσης της αγγλικής γλώσσας, η Ε.Δ.Υ. λανθασμένα δέχθηκε την απάντηση που έλαβε ως επαρκή για την κατοχή της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας. 

 

Η αντίθετη θέση της Ε.Δ.Υ. βασίζεται στο ότι ορθά αποφασίστηκε η αναδρομική προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη βάση της απόφασης της Ολομέλειας και αφού προηγήθηκε η δέουσα έρευνα με το πλέον αρμόδιο σώμα, το Fulbright Commission.  Εφόσον από την απαντητική επιστολή που η Ε.Δ.Υ. έλαβε, η φράση «written test not administered» σήμαινε ότι απλώς πριν το 1998 δεν προσφερόταν γραπτή εξέταση στα TOEFL, η δε γνώση της αγγλικής γλώσσας αποδεικνυόταν όσον αφορά το γραπτό λόγο, τη γραμματική και το λεξιλόγιο, με απαντήσεις σε ερωτήσεις τύπου multiple choice, τότε η θέση της Ε.Δ.Υ. ότι ικανοποιείτο το σχέδιο υπηρεσίας ήταν ορθή.  Περαιτέρω, η επιτυχία στην εξέταση με βαθμό 550, ήταν σύμφωνα με τη σχετική εγκύκλιο της Ε.Δ.Υ. αποδεκτό τεκμήριο κατοχής της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας με αποτέλεσμα το ενδιαφερόμενο μέρος να ήταν προάξιμος.

 

Τα ίδια επισημαίνει και το ίδιο το ενδιαφερόμενο μέρος στη δική του γραπτή αγόρευση, επικαλούμενο μάλιστα και επεξηγηματική επιστολή ημερ. 9.1.08 από το Fulbright Commission ως προς την έννοια της φράσης «written test not administered».

 

Πρέπει κατ΄ αρχάς να διευκρινιστεί το πεδίο συζήτησης της υπό κρίση προσφυγής.  Αυτό, διότι πέραν των πιο πάνω, απόρροια της απόφασης της Ολομέλειας, συζητούνται εκ νέου από τους διαδίκους πλείστα όσα θέματα, περιλαμβανομένης της σύστασης του Διευθυντή και της παράκαμψης της από την Ε.Δ.Υ., τα στοιχεία της αρχαιότητας, της αξίας και των εν γένει προσόντων, αλλά και ζητήματα όπως η θέση του αιτητή ότι το δελτίο αποτελεσμάτων στην εξέταση TOEFL διαρκούσε μόνο για 2 έτη από τη χορήγηση του, με αποτέλεσμα να όφειλε ο αιτητής να παρακαθήσει εκ νέου σε εξετάσεις γνώσης της γλώσσας για σκοπούς εισδοχής στη δημόσια ή άλλη υπηρεσία. 

 

Παρά τις διάφορες αιτιάσεις που τέθηκαν κατά την άσκηση της προσφυγής υπ΄ αρ. 720/04, το πρωτόδικο Δικαστήριο (Νικολαΐδης, Δ.), αποδέχθηκε την προσφυγή ακυρώνοντας την τότε προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους μόνο στη βάση του ότι η Ε.Δ.Υ. δεν προέβηκε σε δέουσα έρευνα σ΄ ότι αφορούσε την επάρκεια της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας υπό το φως της φράσης στην επιτυχή εξέταση TOEFL που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, «written test not administered».  Αυτό, καθώς κρίθηκε, υπό το φως της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η γνώση μιας γλώσσας στοιχειοθετείται με την κατοχή της τόσο στο γραπτό, όσο και στον προφορικό λόγο. (Χατζηγιάννη Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 και Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145).  Περαιτέρω, ότι η ερμηνευτική εγκύκλιος της Ε.Δ.Υ. με την οποία επιτυχία με       500 μονάδες θεωρείται ως ικανοποιούσα την ανάγκη για πολύ καλή γνώση της γλώσσας, αποτελεί εσωτερική διοικητική ρύθμιση που δεσμεύει τους δημόσιους υπαλλήλους και όχι το Δικαστήριο το οποίο εφόσον διαπιστώνει έλλειψη έρευνας ακυρώνει τη σχετική πράξη.

 

Τόσο η Δημοκρατία, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος εφεσίβαλαν την απόφαση.  Είναι γεγονός ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιορίστηκε στα ανωτέρω, η δε απόφαση της Ολομέλειας, περιορίστηκε στην διαπίστωση ότι η πρωτόδικη απόφαση, υπό το φως των δεδομένων που υπήρχαν ήταν ορθή.  Διαπιστώθηκε ακριβώς ότι η νομολογία (Χατζηγιάννη και Συμεωνίδου ανωτέρω, αλλά και στη Μαρία Αντωνίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 162/00, ημερ. 20.9.01), οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η Ε.Δ.Υ. όφειλε να διερευνήσει περαιτέρω την επάρκεια του πιστοποιητικού TOEFL και όχι να αρκεστεί στην κατά τεκμήριο, λόγω της απόκτησης του πιστοποιητικού, πολύ καλή γνώση.  Ούτε και η ερμηνευτική εγκύκλιος βοηθούσε προς την κατεύθυνση αυτή ενόψει του ότι οι εγκύκλιοι γενικώς δεν παράγουν εξωτερική δέσμευση.  Ούτε, αποφασίστηκε, ήταν δυνατή η συζήτηση της υπόθεσης με βάση στοιχεία και έγγραφα που δεν ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. κατά τον ουσιώδη χρόνο, ώστε να αποδιδόταν σ΄ αυτή οποιαδήποτε συναφής διαπίστωση.  Τέλος, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν τεκμαίρετο να κατείχε το προσόν της πολύ καλής γνώσης ενόψει του ότι οι δύο προηγούμενες θέσεις που κατείχε δεν απαιτούσαν, εν πάση περιπτώσει, πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, αλλά μόνο καλή γνώση.

 

Ο αιτητής με την υπό κρίση προσφυγή εγείρει εκ νέου ζητήματα για εξέταση, τα οποία δεν αποφασίσθηκαν από το ακυρωτικό Δικαστήριο, επί των οποίων όμως κατεχώρησε αντέφεση στα πλαίσια των εφέσεων που τόσο η Δημοκρατία, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, είχαν υποβάλει.  Η νομολογία όντως αποκαλύπτει ότι επιτυχών διάδικος δυνατόν να ασκήσει έφεση για να αποφασιστούν ζητήματα ακυρότητας που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, αλλά δεν είχαν αποφασισθεί.  Όπως το έθεσε η Ολομέλεια στη Σωτήρης Χ"Γεωργίου ν. Κυπριανού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών, ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ (2008) 3 Α.Α.Δ. 82, τέτοια ζητήματα μπορούν να τίθενται «... εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος προς βλάβη του εφεσείοντα.»   Στη δε Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 796, αποφασίσθηκε ότι επανεξέταση μπορεί να γίνει ενόψει δεδικασμένου εάν επηρεάζεται το συμφέρον του διαδίκου.  Αν όμως ο επιτυχών διάδικος δεν αμφισβητήσει με έφεση τη σχετική δικαστική κρίση, παραμένει δεσμευμένος από αυτήν [(δέστε και Γεώργιος Παπά ν. Αρχή Λιμένων Κύπρου, υπόθ. αρ. 2/09, ημερ. 15.9.10 (Νικολάτος, Δ.) και Ανδρέας Δημοσθένους ν. Ε.Δ.Υ., υπ΄ αρ. 968/09, ημερ. 30.9.10].  Σχετικές είναι και οι αποφάσεις της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Τούλα Κούλουμου και Ευανθία Παπασάββα ν. Τούλας Κούλουμου, Α.Ε. αρ. 195/07 και 202/07, ημερ. 16.6.2010, όπου έγινε με επιδοκιμασία αναφορά στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2003)3 Α.Α.Δ. 625, ως προς την αναγνώριση των αρχών του δεδικασμένου και στο διοικητικό δίκαιο. Σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης προκύπτει δέσμευση έναντι πάντων (Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Ρεβέκκας Παπαδάκη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140, 146).  Το διοικητικό όργανο κατά την επανεξέταση δεσμεύεται από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα, οι δε διάδικοι δεν είναι ελεύθεροι, σύμφωνα με την Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008)3 Α.Α.Δ. 413, «. να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων».  Στην δε  Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, η Πλήρης Ολομέλεια διευκρίνισε ότι το διοικητικό όργανο διενεργεί την επανεξέταση «.. στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος  (βλ. Ιωσηφίδη κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδης κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 61.)».

 

Εδώ, δεν λέχθηκε οτιδήποτε σχετικό από τους διαδίκους ως προς τα ανωτέρω.  Με δεδομένο όμως ότι η Ολομέλεια στην απόφαση της δεν κατηύθυνε την προσοχή της επί της αντέφεσης και δεν προέβη σε οποιαδήποτε σχετική διαπίστωση, ο αιτητής δικαιούται σήμερα, παρά την πάροδο πολλών ετών, σε κρίση επί των θεμάτων που ήγειρε  πρωτοδίκως στην υπ΄ αρ. 720/04 προσφυγή και με την αντέφεση του και τα οποία ουδέποτε εξετάστηκαν.  Τέτοια είναι η αιτιολογία που δόθηκε για την παράκαμψη της σύστασης του διευθυντή, η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ως προς την καταλληλότητα του ενδιαφερομένου μέρους για προαγωγή σε συνάρτηση με τα κριτήρια επιλογής, δηλαδή, την αξία, τα προσόντα τα οποία και αμφισβητούνται ότι κατέχονται από το ενδιαφερόμενο μέρος, και την αρχαιότητα και την καθαυτή κρίση ως προς το λόγο προαγωγής του, έναντι του αιτητή.  Εξαίρεση αποτελεί το ζήτημα της ισχύος της διάρκειας του πιστοποιητικού TOEFL, για το οποίο θα γίνει λόγος κατωτέρω.

 

Ο αιτητής γεννήθηκε στις 8.8.52, διορίστηκε την 15.1.91 ως Βιομηχανικός Υγιειονολόγος 2ης Τάξης και την 1.2.93 προήχθηκε σε 1ης Τάξης (θέση που αργότερα μετονομάσθηκε σε Λειτουργό Επιθεώρησης Εργασίας 1ης Τάξης).  Μετά το απολυτήριο που έλαβε από το Γυμνάσιο Πάφου, απέκτησε  δίπλωμα Χημικού Μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο το 1977 και το Master of Engineering (Chemical and Process Engineering) από το Πανεπιστήμιο του Kent το 1985.  Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννήθηκε στις 15.6.55 και διορίστηκε την 1.9.90 ως Επιθεωρητής Περιβαλλοντικής Ρύπανσης 2ης Τάξης, προαχθείς σε 1ης Τάξης την 1.9.92 (θέση που επίσης μετονομάσθηκε σε Λειτουργό Επιθεώρησης Εργασίας 1ης Τάξης).  Μετά την αποφοίτηση του από το Γυμνάσιο Πάφου, απέκτησε από το Πανεπιστήμιο Fridericiana, Karluhe της Γερμανίας, δίπλωμα Χημικής Μηχανικής το 1979, το Diplom-Ingenieur Χημικής Μηχανικής το 1981,  ενώ έλαβε και αποδεικτικό Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Περιβαλλοντική Μηχανική το 1986.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε ως προς τα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους κρίνοντας ότι το Diplom-Ingenieur είναι μεταπτυχιακού επιπέδου και άρα οι δύο υποψήφιοι ισοδυναμούσαν σε προσόντα αφού διέθεταν πρώτο και δεύτερο, μεταπτυχιακό, προσόν.  Λέγει ο κ. Κωνσταντίνου ότι η Ε.Δ.Υ. αγνόησε βεβαίωση ημερ. 6.9.89 που το ίδιο το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αποστείλει προς αυτή με την οποία η ΔΙΚΑΤΣΑ (Διαπανεπιστημιακό Κέντρο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών της Αλλοδαπής), της Ελλάδας με την οποία το Diplom-Ingenieur από το Πανεπιστήμιο της Καρλσρούης θεωρείτο ισότιμο προς τα απονεμόμενα από τα Τμήματα Χημικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου.  Ο δε τίτλος B.Sc. in Chemical Engineering δεν θεωρείται τίτλος ισότιμος με τα διπλώματα που χορηγούν τα εν λόγω Τμήματα.

 

 Επομένως στην ουσία, κατά τη θέση του αιτητή,  το ενδιαφερόμενο μέρος είχε ένα τίτλο επιπέδου Master, ενώ ο αιτητής κατέχει δύο τίτλους επιπέδου Master και επομένως οι δύο υποψήφιοι δεν ισοβαθμούσαν σε ακαδημαϊκά προσόντα.  Αυτή τη θέση ο αιτητής την είχε εκφράσει στην προσφυγή υπ΄ αρ. 720/04, την επαναλαμβάνει δε και στην παρούσα προσφυγή με ελαφρώς διαφοροποιημένο τρόπο, εισηγούμενος ότι το επιπλέον προσόν του ενδιαφερομένου μέρους είναι στην ουσία βασικό πανεπιστημιακό δίπλωμα, ενώ το επιπλέον προσόν του αιτητή είναι μεταπτυχιακό τύπου Master.  Οι καθ΄ ων και το ενδιαφερόμενο μέρος απαντούν με αναφορά στη νομολογία ότι για την αξιολόγηση των βασικών ακαδημαϊκών προσόντων είναι σημαντικός ο καθορισμός του επιπέδου αυτών με αναφορά στην υπόσταση που έχουν από τη χώρα που εκδίδει ή χορηγεί τα ανάλογα διπλώματα ή πτυχία.  Παραπέμπουν επίσης σε πιστοποίηση της Πρεσβείας της Γερμανίας ημερ. 5.8.87,  ότι το Diplom-Ingenieur που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ισότιμο με το αγγλικό Master of Science, ενώ παρόμοιες πιστοποιήσεις υπάρχουν και από αρμόδιες Γερμανικές Υπηρεσίες αντίστοιχες του ΚΥΣΑΤΣ.  Βοηθητική προς αυτή την κατεύθυνση είναι και  η συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ Γερμανίας-Κύπρου στις 25.4. 2004 ότι ο εν λόγω τίτλος του ενδιαφερομένου μέρους είναι τίτλος σπουδών δευτέρου επιπέδου, ισοδύναμου με Master που απονέμεται από το Πανεπιστήμιο Κύπρου.  Το ενδιαφερόμενο μέρος προσθέτει στην αγόρευση του και πιστοποιητικό αναγνώρισης ισοτιμίας και αντιστοιχίας τίτλου σπουδών που εκδόθηκε στις 10.10.06, από το ΚΥΣΑΤΣ, με το οποίο το Diplom-Ingenieur του συγκεκριμένου πανεπιστημίου αναγνωρίζεται ως ισότιμο και αντίστοιχο με πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο του Χημικού Μηχανικού, αλλά και ως τίτλος ισότιμος προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master.

 

Ορθά ο κ. Κωνσταντίνου αναφέρει στην απαντητική του αγόρευση ότι οτιδήποτε δεν ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και επομένως θα πρέπει να αγνοηθούν τόσο η μεταγενέστερη διακρατική συμφωνία Γερμανίας-Κύπρου, όσο και το πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ.  Εκείνο όμως που παραγνωρίζεται από τον αιτητή είναι ότι η Ε.Δ.Υ. στη σχετική απόφαση της έλαβε υπόψη και μάλιστα ρητά τη συναφή βεβαίωση της Πρεσβείας της Γερμανίας που βρισκόταν στον υπηρεσιακό φάκελο του ενδιαφερομένου μέρους ως προς την ισοτιμία του Diplom-Ingenieur με μεταπτυχιακό δίπλωμα.  Αυτή η βεβαίωση από την Πρεσβεία ευλόγως λήφθηκε υπόψη εφόσον με βάση τη νομολογία πράγματι αποκτά σημασία ως προς την κατοχή τίτλου σπουδών και του επιπέδου αυτού, το πώς η ίδια η χώρα που χορήγησε το δίπλωμα ή το πτυχίο το αναγνωρίζει.  (Δημοκρατία ν. Υψαρίδη (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347).  Όπως δε λέχθηκε σε πληθώρα υποθέσεων, η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, ανάγεται στην εξουσία του διοικητικού οργάνου, το δε αναθεωρητικό Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν η ερμηνεία που δόθηκε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή ή διαπιστώνεται αυθαιρεσία ή πλάνη.  (Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, Δαυϊδ Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 603 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102.

 

Στο διοικητικό φάκελο Τεκμ. Γ(2), που αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος, στο ερυθρό 109, απαντάται η εν λόγω πιστοποίηση της Πρεσβείας της Γερμανίας ημερ. 5.8.87 που επιβεβαιώνει ακριβώς και ευθέως ότι το Diplom το οποίο έλαβε το ενδιαφερόμενο μέρος ισοδυναμεί με το αγγλικό Master of Science, παραπέμπει δε το πιστοποιητικό αυτό σε δύο άλλα πιστοποιητικά, ένα από τη Γραμματεία του Standing Conference of Ministers of Education and Cultural Affairs of the Laender in the Federal Republic of Germany και ένα από την Ακαδημία του Πανεπιστημίου του ενδιαφερομένου μέρους.  Αυτά εξηγούν με λεπτομέρεια το πρόγραμμα που ακολουθείται στο Diplom και την ισοδυναμία αυτού με την αγγλική εκπαίδευση.  Ορθά λοιπόν και εντός της διακριτικής της ευχέρειας, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη το πιστοποιητικό της Πρεσβείας με τα αναφερθέντα σε αυτό έγγραφα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διαθέτει υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα επιπέδου Master.  Σε σύγκριση δε με τον αιτητή έκρινε ότι διαθέτει και αυτός όπως και ο αιτητής μεταπτυχιακά προσόντα και άρα  είναι ίσος σε αξία. Δεν υπήρχε λόγος για την Ε.Δ.Υ. να αναφερθεί ιδιαιτέρως στην επιστολή της ΔΙΚΑΤΣΑ.  Αυτό διότι υπήρχε για την περίπτωση του ενδιαφερομένου μέρους απευθείας θέση από τη Γερμανική Πρεσβεία, ως ανωτέρω αναλύθηκε, αλλά και διότι η ΔΙΚΑΤΣΑ, όπως αναφέρει η ίδια η επιστολή της, δεν ήταν σε θέση, ως αναρμόδια, να συγκρίνει ξένους τίτλους σπουδών μεταξύ τους.  Επομένως δεν υπήρχε απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο το  Diplom-Ingenieur ήταν ισοδύναμο με M.Sc.  Περαιτέρω, το πιστοποιητικό της ΔΙΚΑΤΣΑ προφανώς αφορούσε την αντιστοιχία του Diplom-Ingenieur με τις Ελληνικές Σχολές ή Πανεπιστήμια και αφορούσε τα εν Ελλάδι δεδομένα και όχι τα ισχύοντα  και απορρέοντα από το ίδιο το Γερμανικό σύστημα σπουδών που ήταν βεβαίως το πλέον αρμόδιο να κρίνει.

 

Περαιτέρω, εύστοχα τόσο η Ε.Δ.Υ., όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος παραπέμπουν στο επιπλέον προσόν του τελευταίου, αυτό της κατοχής αποδεικτικού μεταπτυχιακών σπουδών στην Περιβαλλοντική Μηχανική, στο οποίο ο αιτητής δεν αναφέρθηκε.  Να σημειωθεί ότι το σχέδιο υπηρεσίας δεν καθορίζει συγκεκριμένα ακαδημαϊκά ή άλλα επαγγελματικά προσόντα, παρά μόνο τριετή τουλάχιστον πείρα στη θέση των Λειτουργών Επιθεώρησης Εργασίας 1ης τάξης, ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία, καθώς και πολύ καλή γνώση της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας, στο οποίο θα γίνει εκτεταμένη αναφορά αργότερα.  Η Ε.Δ.Υ. επομένως, εύλογα μπορούσε να εξετάσει το σύνολο των προσόντων που διέθετε το κάθε μέρος ώστε να προβεί στην ανάλογη κρίση.  Όλα τα στοιχεία ήταν εν πάση περιπτώσει ενώπιον της και δεν ήταν ανάγκη να υπάρχει εξειδικευμένη αναφορά, εφόσον έγινε η ιδιαίτερη σύγκριση των δύο υποψηφίων.  (Χαραλάμπους ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου - ανωτέρω -).

 

Όσον αφορά τη σύσταση του Διευθυντή η οποία παρέμεινε αναλλοίωτη από την απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και της Ολομέλειας και η οποία αναπαράχθηκε κατά την επανεξέταση από την Ε.Δ.Υ., είναι φανερό ότι ο Διευθυντής σύστησε τον αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους διότι υπερείχε σε διευθυντική και διοικητική ικανότητα όπως αυτή η υπεροχή αντικατοπτριζόταν στην τελευταία υπηρεσιακή έκθεση του 2003.  Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι δύο υποψήφιοι τα τελευταία πέντε έτη πριν την προαγωγή είχαν ισοβαθμία σε όλες τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις, εκτός από την τελευταία όπου το ενδιαφερόμενο μέρος υστέρησε σε ένα «εξαίρετα» στο στοιχείο της διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας.  Ο συνήγορος του αιτητή αναδεικνύει με βάση τη νομολογία την υπεροχή έστω και οριακά του αιτητή στις υπηρεσιακές εκθέσεις με αποτέλεσμα και η σύσταση του διευθυντή να μην είναι πεπλανημένη, αλλά αντίθετα να είναι σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.

 

 Αναγνωρίζει βέβαια ο συνήγορος ότι η υπεροχή του αιτητή στις ετήσιες εκθέσεις είναι «εντελώς οριακή».  Πράγματι, η νομολογία έχει με σταθερότητα αναδείξει ότι μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις είναι οριακές, ώστε να παραμένει ουσιαστικά η ισοδυναμία των εμπλεκομένων.  Έτσι, στη Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, ακόμη και διαφορά σε πέντε «εξαίρετα» κατά τη διάρκεια μιας πενταετίας, θεωρήθηκε οριακή, ενώ στη Δημοκρατία ν. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141, τρία «εξαίρετα» περισσότερα σε μια πενταετία δεν παροσέδιδαν οποιαδήποτε ιδιαίτερη υπεροχή σε αξία, προς αντιστάθμισμα της υπέρτερης αρχαιότητας του εφεσίβλητου.  Αποφάσεις επίσης όπως η Μάρθα Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 495, Δημοκρατία ν. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473 και Μαρούλλα Θεοδότου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 23/07,            ημερ. 18.1.10, δείχνουν ότι διαφορές σε τρία μέχρι πέντε «εξαίρετα», θεωρήθηκαν οριακές.  Πόσο μάλλον εδώ όπου η διαφορά είναι ένα μόνο «εξαίρετα».

 

Αυτή η «εντελώς οριακή» υπεροχή δεν δίνει οποιοδήποτε ιδιαίτερο προβάδισμα στον αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, ενόψει του ότι βαρύνει στη σκέψη του διορίζοντος οργάνου το σύνολο της υπηρεσίας των υποψηφίων.  (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485,  Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431 και πιο πρόσφατα Χαράλαμπος Χαραλάμπους ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Α.Ε. 147/07, ημερ. 12.4.2011).  Τα ίδια αναφέρονται και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959 στη σελ. 355, όπου τονίζεται ότι το διοικητικό όργανο κατά τις  προαγωγές  θα πρέπει να σταθμίζει το σύνολο της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων. Επομένως                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               δεν τίθεται εδώ θέμα, ως εισηγούνται η Ε.Δ.Υ. και το ενδιαφερόμενο μέρος ομού, ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αντίθετη με τους διοικητικούς φακέλους και άρα είχε μικρή ή μηδενική αξία ώστε εύλογα η Ε.Δ.Υ. να μπορούσε να την παρακάμψει. Αυτή δεν ήταν άλλωστε η καταγραφείσα δικαιολογία της ίδιας της Ε.Δ.Υ.  Αντίθετα η Ε.Δ.Υ έκρινε, ευλόγως, ότι μπορούσε να αποστεί από τη σύσταση του Διευθυντή ενόψει της ισοδυναμίας του αιτητή με το ενδιαφερόμενο μέρος στα προσόντα και στην αξία έχοντας υπόψη και την έστω μικρή αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους έναντι του αιτητή.  Έδωσε δε προς τούτο σε αντίθεση με όσα εισηγείται ο αιτητής και επαρκή ειδική αιτιολογία διότι κατηύθυνε τη σκέψη της ακριβώς στο θέμα αυτό, θεωρώντας ότι μεταξύ των δύο, το ενδιαφερόμενο μέρος είναι καταλληλότερο για προαγωγή υπό το φως της ευρύτερης ισοδυναμίας τους, με μόνη διαφορά την πολύ οριακή κατά ένα «εξαίρετα» στο σύνολο μιας πενταετίας, αξία του αιτητή.  Σύμφωνα με τη νομολογία νοουμένου ότι απόκλιση από τη σύσταση δικαιολογείται επαρκώς, η Ε.Δ.Υ. δύναται να μην την ακολουθήσει.  (Δημοκρατία ν. Χριστούδη  (1995( 3 Α.Α.Δ. 267).  Η παράθεση πειστικών λόγων αντισταθμίζει τη σύσταση (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432).

 

 Η κρίση αυτή ήταν εντός της διακριτικής της ευχέρειας εφόσον με βάση τη νομολογία η αρχαιότητα έχει τη δική της σημασία και ορθά λαμβάνεται υπόψη όταν τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ισοδύναμα.  Η αρχαιότητα δεν παύει να αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια στο οποίο πρέπει να αποδίδεται η δέουσα σημασία (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, 412), ενώ δύναται να χρησιμοποιηθεί ακόμη και ως λόγος για απόκλιση από τη σύσταση του προϊσταμένου (Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71, 79 και Αντωνιάδης ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 222/09, 223/09 και 224/09, ημερ. 18.10.10, (Νικολαΐδης, Δ.)).  Αρχαιότητα 11 μόνο μηνών προσμέτρησε ως μέτρο αξίας στις Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410, 418 και Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164. Με την αρχαιότητα αναγνωρίζεται και συνακόλουθη πείρα (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 740, Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 921 και Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915).  Ακόμη, στη Δημοκρατία ν. Αργυρούλα  Βασιλείου (1990) 3 Α.Α.Δ. 226, αναγνωρίσθηκε ότι η αρχαιότητα δυνατό να ισοζυγίσει ακόμη και ελαφρώς καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις.

 

Παραμένει επομένως να συζητηθεί κατά πόσον η Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση, στη βάση της απόφασης της Ολομέλειας, προέβηκε όντως σε νέα δέουσα έρευνα σε ό,τι αφορά την υπό του ενδιαφερομένου μέρους κατοχή του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.  Η Ε.Δ.Υ. στην υπό κρίση συνεδρία της ημερ. 2.6.08, κατέγραψε ρητά ότι το Ανώτατο Δικαστήριο πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, είχε κρίνει ότι η Ε.Δ.Υ. «..παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα ως προς την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας που απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, επισημαίνοντας ότι βασικό σημείο της απόφασης ήταν η διαπίστωση ότι το πιστοποιητικό TOEFL, βάσει του οποίου το Ενδιαφερόμενο Μέρος κρίθηκε ότι κατείχε την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, αναφέρει "writing test not administered" που δηλοί ότι ο υποψήφιος δεν είχε παρακαθήσει σε σχετική γραπτή εξέταση.»

Η Ε.Δ.Υ. στη συνέχεια έλαβε ως κρίσιμο στοιχείο της απόφασης της, κατά την επανεξέταση, το περιεχόμενο επιστολής από το Fulbright Commission ημερ. 15.5.08, που απαντούσε σε ερωτήματα που η ίδια η Ε.Δ.Υ. είχε θέσει αναφορικά με τις εξετάσεις TOEFL.  Η Ε.Δ.Υ. είχε ζητήσει συγκεκριμένη πληροφόρηση σε σχέση με την όλη εξέταση TOEFL, το δε Fulbright Commission απάντησε, ως κατεπείγον θέμα, στις 15.5.08 (μέρος της ένστασης).  Το ουσιώδες μέρος της απάντησης έχει, επί λέξει, ως εξής, με αναφορά στο πιστοποιητικό του ενδιαφερομένου μέρους που λήφθηκε πριν το 1998:

 

«The TOEFL test has undergone significant change since 1980´s.  Until 1998 the TOEFL test contained three sections:

 

·         Listening Comprehension, which measured the ability to understand spoken English

·         Structure and Written Expression, which measured the ability to recognize language that is appropriate for standard written English.

·         Reading Comprehension, which measured the ability to understand non-technical reading material.

 

In addition, until 1998, the Test for Written English (TWE), a 30-minute essay, was offered on an optional basis to TOEFL test takers at five administration dates per year.  It is likely that the phrase "Writing Test Not Administered" appeared on a score report prior to 1998 for a test date when the essay was not offered.  Test takers demonstrated their knowledge of writing structure, grammar and vocabulary via multiple-choice questions.»

Η Ε.Δ.Υ. στην απόφαση της μελέτησε την πιο πάνω αναφορά κρίνοντας ότι η σημείωση στο πιστοποιητικό «written test not administered» επεξηγήθηκε «σαφώς» εφόσον όλοι «.. οι συμμετέχοντες στην εξέταση TOEFL (πριν το 1989), εξετάζονταν και στο γραπτό λόγο είτε με βάση γραπτή έκθεση, είτε με βάση multiple-choice, στην περίπτωση δε αυτή, όπου δηλαδή χρησιμοποιείται η μέθοδος multiple-choice, στο δελτίο αποτελεσμάτων αναγράφεται η ένδειξη «Written Test not Administered».

 

Στη βάση των ανωτέρω, η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε με επάρκεια την πολύ καλή γνώση με βάση τις εξετάσεις TOEFL στην οποία είχε λάβει βαθμό 550 (ερυθρό 13 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Γ(2)» κατά τις διευκρινίσεις).  Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η Ε.Δ.Υ. προέβη σε δέουσα έρευνα για την κατοχή της πολύ καλής γνώσης της γλώσσας, συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα που επιβεβαιώθηκε και από την Ολομέλεια.  Η επάρκεια και ο τρόπος της έρευνας επαφίεται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο σύμφωνα με τη νομολογία.  Η μορφή της έρευνας είναι ανάλογη με τα περιστατικά της υπόθεσης και η διαδικασία της έρευνας που θα ακολουθηθεί ποικίλει αναλόγως του υπό εξέταση θέματος.  (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Ε.Δ.Υ. ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Κυθραιώτης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 99).

 

Η Ε.Δ.Υ. προχώρησε μετά την ακυρωτική απόφαση στην αυτονόητη ενέργεια να αναζητήσει εξηγήσεις ως προς το πιστοποιητικό TOEFL από το ίδιο το Fulbright Commission,  το πλέον αρμόδιο σώμα για να δώσει διευκρίνιση ως προς ορισμένα στοιχεία του πιστοποιητικού και ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά την ένδειξη «Writing test not administered», που ήταν και το ζήτημα στο οποίο το ακυρωτικό Δικαστήριο, (επικυρωθέν ως προς την κρίση του και από την Ολομέλεια), έκρινε ότι η Ε.Δ.Υ. δεν είχε επαρκή στοιχεία και όφειλε να προβεί σε έρευνα.  Η σχετική επιστολή την οποία η Ε.Δ.Υ. απέστειλε στο Fulbright Commission με ημερ. 8.5.08 (ερυθρό 149 του Τεκμ. Γ(1), είναι αρκούντως διαφωτιστική και αναζητά ακριβώς, μεταξύ άλλων, αυτή τη λεπτομέρεια.

 

Η απάντηση που δόθηκε από το Fulbright Commission ημερ. 15.5.08 (ερυθρό 151), που καταγράφηκε στο ουσιώδες μέρος της πιο πάνω, εξηγεί με επάρκεια ότι η προαναφερθείσα φράση εμφανιζόταν στην έκθεση αποτελεσμάτων πριν από το 1998, όταν η σχετική περίοδος εξέτασης δεν ήταν μια από τις πέντε εκείνες διοικητικά ορισθείσες ετήσια ημερομηνίες για την παρακάθηση στο διαγωνισμό στις οποίες προσφερόταν και εξέταση στο γραπτό λόγο («test of written English»), υπό τύπο έκθεσης διάρκειας 30 λεπτών. Αυτή η δυνατότητα προσφερόταν προαιρετικά στις πέντε αυτές προκαθορισμένες ημερομηνίες.  Εκείνοι οι οποίοι δεν παρακάθονταν σε τέτοια καθορισθείσα εξέταση, επιδείκνυαν τη γνώση τους «... of writing structure, grammar and vocabulary via multiple-choice questions».  Προηγουμένως δε στην ίδια επιστολή ρητώς αναφέρεται ότι μέχρι το 1999 (υπενθυμίζεται ότι το πιστοποιητικό του ενδιαφερομένου μέρους λήφθηκε το 1989), η εξέταση TOEFL περιελάμβανε εκτός από την ακουστική κατανόηση της γλώσσας και την ικανότητα κατανόησης κειμένων και «structure and written expression».  

 

Υπό το φως των ανωτέρω η κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε το επίπεδο της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, στη βάση και της δικής της ερμηνευτικής εγκυκλίου, (η οποία μπορούσε πλέον να χρησιμοποιηθεί εφόσον προϋπήρξε η δέουσα έρευνα), αποτελούσε υπό τις περιστάσεις κρίση εύλογη και εντός της διακριτικής της ευχέρειας. 

 

Ο συνήγορος του αιτητή επισημαίνει στη γραπτή του αγόρευση και τη σημείωση που εμφανίζεται στην ανάλυση αποτελεσμάτων η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ότι: «Scores more than two years old cannot be verified.».  Αυτό κατά τον συνήγορο δεν απασχόλησε την Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση και ούτε ζητήθηκε διευκρίνιση από το Fulbright Commission.  Η θέση της Ε.Δ.Υ. και του ενδιαφερομένου μέρους είναι ότι το ζήτημα αυτό δεν ηγέρθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία στην προσφυγή αρ. 720/04 και επομένως ο αιτητής κωλύεται τώρα από του να το εγείρει.  Ο κ. Κωνσταντίνου ανταπαντά ότι είχε θίξει ρητά το σημείο αυτό κατά τη διάρκεια της έφεσης στο σχετικό περίγραμμα του, (παρόλο που στην αρχική του αγόρευση γίνεται λόγος ότι το θέμα είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στην «αρχική διαδικασία»), χωρίς να εγερθεί οποιαδήποτε ένσταση από τη Δημοκρατία ή το ενδιαφερόμενο μέρος, παραθέτει δε το σχετικό μέρος του περιγράμματος αγόρευσης του ενώπιον της Ολομέλειας.  Προχωρεί δε ο κ. Κωνσταντίνου να εισηγηθεί ότι το επιχείρημα του καταγράφηκε και στην απόφαση της Ολομέλειας.  Με επέκταση της θέσης ότι το πιστοποιητικό TOEFL του ενδιαφερομένου μέρους ίσχυε μόνο μέχρι τον Αύγουστο του 1991, μετά δε το χρόνο αυτό το ενδιαφερόμενο μέρος έπρεπε να παρακαθήσει εκ νέου σε εξέταση.  Συνακόλουθα, δεν μπορούσε η Ε.Δ.Υ. να λάβει υπόψη τέτοιο πιστοποιητικό. 

 

Το επιχείρημα του αιτητή δεν είναι βάσιμο.  Πρωτίστως διότι όντως κατά την πρωτόδικη  διαδικασία  στην   προσφυγή αρ. 720/04, τέτοιο θέμα δεν ηγέρθη, γεγονός που δεν αμφισβητεί ο  αιτητής.  Περαιτέρω,   όμως,  η   αναφορά που   έγινε   από  την  Ολομέλεια  δεν  είχε  την  εμβέλεια  την οποία εισηγείται ο κ. Κωνσταντίνου εφόσον προκύπτει ότι ήταν μια εν παρόδω αναφορά («obiter»), η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία (Χαράλαμπος Μορίτσης ν. Φίλιππας Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109), δεν δημιουργεί δεδικασμένο.  Το επακριβές λεκτικό στο θέμα αυτό από την Ολομέλεια, έχει ως εξής:

 

«Αντ΄ αυτού η Ε.Δ.Υ. περιορίστηκε σε ό,τι κατά τεκμήριο προέκυπτε από το πιστοποιητικό το οποίο, μάλιστα, αποκτήθηκε το 1989, δηλαδή πολλά χρόνια πριν τον ουσιώδη χρόνο και σ΄ αυτό αναγράφεται ότι "scores more than two years old cannot be verified".»

 

Αυτή ήταν και η μοναδική αναφορά χωρίς να κριθεί η σημασία  της  φράσης  αυτής ή η επίπτωση της στο πιστοποιητικό που κατείχε το   ενδιαφερόμενο μέρος.  Δεν υπήρξε από την Ολομέλεια κρίση επ΄ αυτών που εισηγήθηκε ο     κ. Κωνσταντίνου και επαναλαμβάνει και σήμερα, ότι, δηλαδή, η φράση αυτή είχε ως επακόλουθο την αναγκαιότητα το ενδιαφερόμενο μέρος να παρακαθήσει εκ νέου σε εξέταση.  Η αναφορά της Ολομέλειας έγινε εν παρόδω και συσχετίζεται φυσιολογικά ως προς την τότε θεώρηση από την Ε.Δ.Υ. ότι το κατεχόμενο πιστοποιητικό ήταν επαρκές, τονίζοντας ακριβώς ότι αποκτήθηκε προ πολλού χρόνου.

 

Η Ε.Δ.Υ. στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος όπως επικυρώθηκε και από την Ολομέλεια, δεν είχε υποχρέωση να αναζητήσει διευκρίνιση επί του πιο πάνω.  Η Ολομέλεια μάλιστα στην απόφαση της τόνισε ότι το θέμα που απασχόλησε πρωτόδικα και ενώπιον της με τις εφέσεις που άσκησαν η Δημοκρατία και το ενδιαφερόμενο μέρος, αφορούσε το κατά πόσο εξαγόταν τεκμήριο γνώσης στο απαιτούμενο επίπεδο από την κατοχή του TOEFL.  Αυτό, όμως, όχι σε συνάρτηση με τη φράση περί της ενδεχόμενης επαλήθευσης αποτελεσμάτων που ήταν πέραν των δύο ετών εφόσον τέτοιο θέμα ουδέποτε συζητήθηκε πρωτόδικα.  Η Ε.Δ.Υ. επομένως δεν ήταν δυνατό να κατευθύνει την προσοχή της και προς αυτό το θέμα ενόψει του ότι η νέα έρευνα διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος.  (Χαρίλαος Χατζηγέρου ν. Α.Η.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 345). 

 

Όσον αφορά την εκφρασθείσα θέση του αιτητή ότι η Ε.Δ.Υ. δεν κατηύθυνε την προσοχή της κατά την επανεξέταση περί της επάρκειας της γνώσης της αγγλικής γλώσσας και στον προφορικό λόγο, πρέπει να σημειωθεί ότι η Ε.Δ.Υ. παρά το γεγονός ότι η κύρια επιχειρηματολογία επικεντρώθηκε στην κατοχή του γραπτού λόγου, ενόψει της φράσης «written test not administered», χωρίς να γίνει ιδιαίτερη συζήτηση στον προφορικό λόγο στο σκεπτικό της Ολομέλειας, με μόνη την καταγραφή ότι η κατοχή μιας ξένης γλώσσας προϋποθέτει γνώση και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, εντούτοις η Ε.Δ.Υ. είχε υπόψη της κατά την επανεξέταση και τη γνώση στον προφορικό λόγο.  Στην επιστολή της ημερ. 8.5.08, (ερ. 149, Τεκμ. Γ1), η Ε.Δ.Υ. αναζήτησε τη θέση του Fulbright Commission εφ΄ όλης της ύλης και της εμβέλειας της εξέτασης του TOEFL, (παρ. 2), αναφερόμενη ιδιαιτέρως και στη σημασία της φράσης «written test not administered» (παρ. 3).  Το Fulbright Commission στην απάντηση του ημερ. 15.5.08 (ερ. 151 του Τεκμ. Γ1), αναφέρθηκε ολοκληρωμένα στην εξέταση TOEFL, που περιελάμβανε εξέταση και στον προφορικό λόγο ήτοι: «Listening Comprehension, which measured the ability to understand spoken English.».  Επομένως,  όταν η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το όλο θέμα ανέφερε ότι «.. μελέτησε ενδελεχώς το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 15.5.08 ..» και έκρινε ότι «.. με βάση τα όσα αναφέρονται στην πιο πάνω επιστολή, προκύπτει σαφώς ότι όλοι οι συμμετέχοντες στην εξέταση TOEFL (πριν το 1989) εξετάζονταν και στο γραπτό λόγο ..». (η έμφαση προστέθηκε).  Συνάγεται από το περιεχόμενο της επιστολής ότι υπήρξε πλήρης έρευνα για την επάρκεια της κατοχής της αγγλικής γλώσσας και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω,  η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το       Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                             Στ. Ναθαναήλ,

                                       Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο