ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 812/2008)
12 Απριλίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΠΠΑΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
1. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ
ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
--------------------------------
Αγ. Ευσταθίου (κα), για τον Αιτητή.
Ε. Θεοφάνους (κα) για Κ. Χατζηϊωάννου,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση 1.
Α. Πανταζή (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση 2.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής παραπονείται για την απόφαση των καθ΄ ων 1 (εφεξής «ο Οργανισμός»), όπως αυτή περιέχεται σε επιστολή ημερ. 17.3.2008, με την οποία του εγκρίθηκε η προσόστωση απ΄ ευθείας πωλήσεων γάλακτος ύψους 2,700 λίτρων, αντί της παραχώρησης σ΄ αυτόν 70.000 λίτρων μέχρι τη συμπλήρωση ποσόστωσης ύψους 400,000 λίτρων. Ο αιτητής διατείνεται ότι η απόφαση αυτή τον πλήττει οικονομικά διότι η επιχείρηση κτηνοτροφικής μονάδας που διατηρεί από 35ετίας δεν καθίσταται έτσι βιώσιμη, ούτε και ανταποκρίνεται στην πραγματική δυνατότητα παραγωγής γάλακτος.
Προς κατανόηση του εγερθέτνος προβλήματος αναφέρεται ότι ο Οργανισμός ιδρύθηκε δυνάμει του περί Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας Νόμου αρ. 4/69, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»), έχοντας υπό την ευθύνη του να συμβουλεύει τον καθ΄ ου 2 (εφεξής «ο Υπουργός»), να προβαίνει στην κατανομή γάλακτος με βάση τις ανάγκες της επικράτειας στη Δημοκρατία. Πριν την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο κάθε παραγωγός γάλακτος είχε μια και μόνο ποσόστωση, δηλαδή, την ποσότητα που δικαιούτο να παράγει έκαστο έτος. Με την ένταξη δημιουργήθηκαν δύο είδη ποσοστώσεων με βάση την εθνική ποσόστωση, ήτοι, το δικαίωμα στην παραγωγή γάλακτος ως χώρα. Η πρώτη κατηγορία αφορά τις «απευθείας πωλήσεις», δηλαδή την ποσότητα γάλακτος που επεξεργάζονται οι ίδιοι οι παραγωγοί και που δικαιούνται να προσφέρουν απευθείας στον καταναλωτή και η δεύτερη κατηγορία αφορά τις «ποσοστώσεις παράδοσης», δηλαδή την ποσότητα γάλακτος που παράγεται από τους παραγωγούς και προσφέρεται στη βιομηχανία για περαιτέρω επεξεργασία.
Ο Οργανισμός εξηγά περαιτέρω στη γραπτή του αγόρευση ότι κατά τη διαδικασία ένταξης έγιναν διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τρόπο ώστε να επιτρέπεται στους παραγωγούς που προηγουμένως επεξεργάζονταν οι ίδιοι το γάλα και το διέθεταν απευθείας στον καταναλωτή, να έχουν την ποσόστωση της «απευθείας πώλησης», σύμφωνα με το ύψος της παραγωγής τους πριν την ένταξη, ενώ για εκείνους που παρήγαγαν γάλα παράδοσης διαθέτοντας το στη βιομηχανία, τους δόθηκαν «ποσοστώσεις παράδοσης».
Η υπό κρίση απόφαση αφορά μια τρίτη στην ουσία κατηγορία που σχετίζεται με εκείνες τις ποσότητες που περιστασιακά παρέμεναν αδιάθετες από τους παραγωγούς λόγω αργιών, αδειών, εορτών και Σαββατοκυρίακων, και οι οποίες δεν απορροφούνταν από τις βιομηχανίες. Αυτές οι αδιάθετες ποσότητες επηρέαζαν όλους τους παραγωγούς γάλακτος και έτυχαν διαπραγμάτευσης ως μέρος της εθνικής ποσόστωσης για «απευθείας πωλήσεις». Δικαιούχοι, επομένως, ήταν όλοι οι παραγωγοί, η ποσότητα δε αυτή στο σύνολο της παρέμεινε σε εθνικό επίπεδο προς όφελος όλων των παραγωγών και προς κατανομή της σε μεταγενέστερο στάδιο.
Ο Υπουργός, τη συμβουλή του Οργανισμού, εξέδωσε στις 14.9.2007, Διάταγμα δυνάμει του άρθρου 58Β του Νόμου, που δημοσιεύτηκε ως Κ.Δ.Π. 367/07, με το οποίο καθόρισε την ισομερή κατανομή του εναπομείναντος γάλακτος σ΄ όλους τους παραγωγούς. Η όλη διαδικασία έγινε στη βάση του Καν. 7 του Κανονισμού αρ. 1788/2003 της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προνοεί ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους αναγκαίους εκείνους κανόνες για την κατανομή στους παραγωγούς βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία κοινοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτή η κατανομή αφορά το εθνικό απόθεμα.
Η θέση του αιτητή είναι απλή και περιέχεται στη σύντομη γραπτή του αγόρευση. Εισηγείται ότι η Κ.Δ.Π. 367/07, δεν έδινε και δεν δίδει στον αιτητή ανεξάρτητη βάση για προσφυγή, (όπως διατείνονται αμφότεροι οι καθ΄ ων), η απόφαση δε που λήφθηκε από τον Υπουργό, βασισμένη στην εν λόγω Κανονιστική Πράξη, δεν έχει έρεισμα διότι παρερμήνευσε την Ευρωπαϊκή Οδηγία και είναι προϊόν ελλειπούς και/ή καθόλου έρευνας. Ο αιτητής είχε παλαιότερα από τον Οργανισμό ποσόστωση 330.000 λίτρων ετησίως, αιτήθηκε δε την παραχώρηση απ΄ ευθείας πωλήσεων από το δημιουργηθέν εθνικό απόθεμα με βάση την παραγωγή του τα προηγούμενα έτη. Αντί να δοθεί στον αιτητή ποσόστωση 70.000 λίτρων προς συμπλήρωση των 400.000 λίτρων που αυτός δικαιούτο, για να καταστεί η επιχείρηση του βιώσιμη, του δόθηκαν μόνο 2.700 λίτρα, ποσόστωση που εδόθη αδιακρίτως σ΄ όλους σχεδόν τους παραγωγούς. Η απόφαση πάσχει λοιπόν ως ερχόμενη σ΄ αντίθεση με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό εφόσον πουθενά δεν προβλέπεται ισομερής κατανομή, αλλά αντίθετα η κατανομή όφειλε να γίνει στη βάση των κριτηρίων βιωσιμότητας των επιχειρήσεων.
Τόσο ο Οργανισμός, όσο και ο Υπουργός, εγείρουν σειρά προδικαστικών ενστάσεων. Η βασική εισήγηση τους είναι ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση για την παροχή ποσόστωσης 2.700 λίτρων απ΄ ευθείας πώλησης, διότι αυτή η απόφαση αποτελεί πράξη εκτελέσεως και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη. Τέτοια εκτελεστή πράξη είναι η ίδια η δημοσίευση της Κ.Δ.Π. 367/07, η οποία και καθόριζε την παροχή ποσόστωσης απ΄ ευθείας πωλήσεων σε ισομερή βάση, την οποία ο αιτητής όφειλε να προσβάλει εάν δεν ήταν σύμφωνος με αυτή. Η παροχή των 2.700 λίτρων είναι απλώς η μηχανιστική-μαθηματική πράξη, αποτέλεσμα της Κ.Δ.Π. 367/07. Και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση μεθ΄ εννόμου συμφέροντος, τότε αυτός το απώλεσε διότι αποδέχθηκε το περιεχόμενο της Κ.Δ.Π. 367/07, ως του κοινοποιήθηκε με επιστολή του Οργανισμού ημερ. 4.12.2007, ενώ ταυτόχρονα υπέβαλε και αίτηση προς παροχή της ποσόστωσης, στο έντυπο δε αναφερόταν ότι αυτή θα ήταν «ισομερής» αλλά και «χαριστική». Επομένως δεν είναι δυνατόν να αποδέχεται από τη μια το περιεχόμενο του εντύπου και από την άλλη να εναντιώνεται σ΄ αυτό. Εν πάση δε περιπτώσει, η χορηγηθείσα ποσόστωση ήταν χαριστική και άρα ο αιτητής ευνοήθηκε από την απόφαση στο ποσό της δοθείσας σ΄ αυτόν ποσόστωσης.
Ανεξάρτητα από τις προδικαστικές ενστάσεις, επί της ουσίας, οι καθ΄ ων λέγουν ότι ο αιτητής δεν απέδειξε γιατί η ισομερής κατανομή είναι αντίθετη με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό, ο οποίος και δεν προβλέπει οπουδήποτε περί οικονομικά βιώσιμης μονάδας ή επιχείρησης ως κριτήριο, όπως λανθασμένα εισηγείται ο αιτητής.
Συναφώς, πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά οι προδικαστικές ενστάσεις. Το επιχείρημα πως η Κ.Δ.Π. 367/07, είναι η μόνη εκτελεστή πράξη στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ εκτελεστών πράξεων και πράξεων εκτελέσεως. Η πρώτη αφορά τη δημιουργία, διαφοροποίηση, αλλοίωση ή κατάργηση νομικώς της υπόστασης του πολίτη ως διοικούμενου έναντι της διοίκησης. Επηρεάζει με άλλα λόγια τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του διοικούμενου. Εάν η απόφαση της διοίκησης είναι πλήρης ως προς την πληροφόρηση της, ούτως ώστε ο διοικούμενος να γνωρίζει με ακρίβεια τη μεταβολή που έχει συντελεσθεί με τη διοικητική πράξη, τότε η οποιαδήποτε περαιτέρω μηχανιστική ενέργεια, ως αποτέλεσμα της εκδόσεως της διοικητικής πράξης, θεωρείται ως πράξη εκτελέσεως, αναγκαία για να θέσει σε μηχανισμό τη διαδικασία εκτέλεσης της και δεν είναι ως εκ τούτου προσβλητή με προσφυγή. Συνήθως οι πράξεις που θέτουν γενικό κανόνα δικαίου εμπίπτουν στις λεγόμενες κανονιστικές ρυθμίσεις και δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Στη Δήμος Λευκωσίας ν. A.V.CH. Turbo κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 330, αποφασίστηκε ότι η απόφαση του Δήμου για την τοποθέτηση πασσάλων στη συμβολή οδών ώστε να αποφεύγεται η οχληρία και η ηχορύπανση για την οποία παραπονούντο οι περίοικοι, ήταν πράξη κανονιστικού περιεχομένου διότι επηρέαζε όχι μόνο τους βιοτέχνες της περιοχής, αλλά γενικά όλους όσους χρησιμοποιούν τους δρόμους της συγκεκριμένης περιοχής. Όταν η πράξη απευθύνεται σε σύνολο επηρεαζομένων, ρυθμίζοντας κατά πανομοιότυπο ή σχεδόν παρόμοιο τρόπο, μια ομοειδή ομάδα ή κατάσταση πραγμάτων, τότε ελλείπει η διακριτική ευχέρεια που κατά κανόνα χαρακτηρίζει την εκτελεστή διοικητική πράξη, πάνω σε ατομική βάση.
Χαρακτηριστικό επίσης της εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι η γνωστοποίηση αυτής στο διοικούμενο, ώστε να δύναται να την προσβάλει κατά τη διαδικασία του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η Κ.Δ.Π. 367/07, παρά τη δημοσίευση της στην Επίσημη Εφημερίδα, δεν στόχευε στη δημιουργία συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων. Όπως τέθηκε στη Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 357, με αναφορά στη Δημοκρατία v. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης είναι η γένεση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δεν υφίσταντο πριν την έκδοση της, ώστε η διοίκηση σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της να δύναται να προβεί σε διαδικασία εκτέλεσης χρησιμοποιώντας τα μέτρα του δικαίου. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα ότι: «Το αντικείμενο της εκτέλεσης είναι μορφοποιημένο και δεκτικό εφαρμογής ως έχει». Αυτή η κατάσταση πραγμάτων παραπέμπει σε πράξη εκτέλεσης, σε αντιδιαστολή με την εκτελεστή πράξη.
Εδώ, η δημοσίευση και μόνο της Κ.Δ.Π. 367/07, έθετε ένα γενικό κανόνα και δεν επηρέαζε συγκεκριμένα τους παραγωγούς ατομικά, ούτε ήταν άμεσα δεκτική εκτέλεσης. Όπως και στην απόφαση της Ολομέλειας στην P.A. College v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 187, η απόφαση της δημοσίευσης από μόνη της δεν παρήγαγε άμεσα αποτελέσματα. Στην P.A. College, η απόφαση γενικά του Υπουργού Παιδείας να προδιαγράψει τους καταληκτικούς τίτλους σπουδών που θα ήταν δυνατόν να παρασχεθούν από σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τα στοιχεία που αυτοί έπρεπε να περιλαμβάνουν, δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη διότι η απόφαση δεν προκαθόριζε τους τίτλους σπουδών που θα μπορούσαν να χορηγήσουν οι εφεσείοντες. Προδιαγραφόταν μόνο η διαδικασία και το πλαίσιο έγκρισης τίτλων σπουδών. Όπως λέχθηκε:
«Για να είναι εκτελεστή απόφαση της Διοίκησης, η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων για τα δικαιώματα των διοικουμένων πρέπει να είναι άμεση και όχι να πιθανολογείται ως ενδεχόμενο του μέλλοντος.»
Και στον Π.Δ. Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδ. σελ. 289, παρ. 538, αναφέρεται ότι:
«Διοικητική είναι μόνο η πράξη που αναπτύσσει άμεση νομική ισχύ, δεσμεύει δηλαδή τον αποδέκτη της χωρίς την ανάγκη μεσολαβητικής πράξης άλλου οργάνου.»
Εδώ, δεν ήταν άμεσα δεσμευτική η πράξη με μόνη τη δημοσίευση της. Το ότι δεν παράγονταν νόμιμα αποτελέσματα για τον αιτητή, είναι άλλωστε φανερό και από το γεγονός ότι ο Οργανισμός απηύθυνε επιστολή ημερ. 4.12.2007 προς τον αιτητή, γνωστοποιώντας σ΄ αυτόν την έκδοση του Διατάγματος από τον Υπουργό, πληροφορώντας τον ως προς τα βασικά του Διατάγματος. Καλούσε δε τον αιτητή, αν ενδιαφερόταν, να υπόβαλλε αίτηση σε συγκεκριμένο έντυπο, που θα μπορούσε να λάβει από τα γραφεία του Οργανισμού και υπό την προϋπόθεση ότι πληρούσε τα αναγκαία κριτήρια. Ήταν επομένως αναγκαία η συνδρομή του ιδίου του αιτητή με την υποβολή αίτησης για να εκδοθεί συγκεκριμένη, ατομική, διοικητική πράξη, που να τον επηρέαζε. Η ισομερής κατανομή η οποία αναφέρεται στην Κ.Δ.Π. 367/07, δεν οδηγούσε αυτόματα σε μια απλή μαθηματική πράξη διότι: (i) ο Οργανισμός θα έπρεπε να ελέγξει κατά πόσο ο αιτητής (ή ο οποιοσδήποτε αιτητής), πληρούσε τα κριτήρια, (ii) αν ήταν κατά τα άλλα δικαιούχος και (iii) η επακριβής ποσόστωση θα εξαγόταν από την ολική διαθέσιμη ποσότητα σε συνδυασμό με τον αριθμό των παραγωγών δικαιούχων που θα υπέβαλλαν αίτηση.
Ως εκ τούτου, η υπό κρίση περίπτωση διαφέρει από την υπόθεση Lordos Hotel (Holdings) Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου (2004) 3 Α.Α.Δ. 188, την οποία επικαλείται ο Υπουργός, στο ότι εκεί η συμμετοχή του διοικούμενου διά της υποβολής αιτήματος προς τη διοίκηση δεν αποτελούσε αφενός προϋπόθεση και αφετέρου ο προσδιορισμός των αποχετευτικών τελών γινόταν αυτοματοποιημένα με σταθερό το δεδομένο της επιβολής 6.40 τοις χιλίοις επί της εκτιμημένης αξίας του ακινήτου, όπως αυτή ήταν ήδη καταχωρημένη στα κτηματολογικά βιβλία. Δεν υπήρχε δηλαδή εκεί ούτε το στοιχείο της κρίσης κατά πόσο ένας ήταν ή όχι υπόλογος στα αποχετευτικά τέλη. Εδώ, όπως εξηγήθηκε, η παροχή της ποσόστωσης συναρτάτο με την αποδοχή από τον Οργανισμό ότι όντως ο αιτητής ήταν δικαιούχος, πληρών τα κριτήρια. Να σημειωθεί ότι στη Lordos Hotel (Holdings) Ltd, (απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας), δεν ανεφέρθη η Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου (ανωτέρω), όπου υπήρχαν συναφή δεδομένα. Εκεί είχε επιβληθεί φορολογία βάσει του άρθρου 17(9) του Κεφ. 96, αντιπροσωπεύουσα τη συνεισφορά των εφεσειόντων για την κατασκευή δρόμου, εντός του οποίου ήταν και η ακίνητη ιδιοκτησία τους. Η Ολομέλεια ανέτρεψε την πρωτόδικη κρίση ότι η επιβολή της φορολογίας ήταν πράξη εκτελέσεως με το σκεπτικό ότι αποσκοπούσε στην εκτέλεση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που λήφθηκε δυνάμει του άρθρο 17(6) του ιδίου Νόμου, με την οποία εγκρίθηκαν τα σχέδια και οι προδιαγραφές του προτεινόμενου προς κατασκευή δρόμου. Όπως λέχθηκε:
«Το γεγονός ότι ο αρχικός υπολογισμός της δαπάνης παρείχε ενδείξεις για το ποσό το οποίο μπορούσε να κληθεί ο ιδιοκτήτης να συνεισφέρει, δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα ή τη δραστικότητα της τελικής απόφασης, ως προς τον προσδιορισμό της φορολογίας.»
Και προηγουμένως:
«Ο καθορισμός της δαπάνης και, κατ΄ ακολουθίαν, της συνεισφοράς είναι εξ αντικειμένου αδύνατος πριν την οριστικοποίηση των σχεδίων και προδιαγραφών με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Μετά τον καθορισμό τους, όπως ρητά προβλέπεται από το Άρθρο 18(9), η αρμόδια αρχή προβαίνει στον τελικό καταμερισμό της δαπάνης μεταξύ της αρχής και των ιδιοκτητών αφενός, και μεταξύ των ιδίων των ιδιοκτητών, αφετέρου. Η απόφαση η οποία προκύπτει είναι γενεσιουργός υποχρεώσεων για την καταβολή του χρηματικού ποσού, το οποίο επιμερίζεται στον κάθε ένα ιδιοκτήτη. Πριν την έκδοση της, δεν υπάρχει οποιαδήποτε απόφαση επί του θέματος.»
Η προσφυγή θα πρέπει όμως να απορριφθεί ενόψει της έτερης προδικαστικής ενστάσεως, αυτής, δηλαδή, της μη παραγωγής ζημιογόνων αποτελεσμάτων στον αιτητή. Όπως εξηγείται από τους καθ΄ ων, η ποσόστωση αυτή ήταν χαριστική απορρέουσα από το περίσσευμα της εθνικής ποσόστωσης και ήταν αποτέλεσμα της δεύτερης κατανομής, μεταβάλλοντας θετικά τη θέση του αιτητή. Ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση στον Υπουργό για πρώτη κατανομή στη βάση του άρθρου 4 του Νόμου με επιστολή του ημερ. 1.2.2008, η οποία απερρίφθη στις 22.2.2008, (συνημμένα 6 και 7 στη γραπτή αγόρευση εκ μέρους του Υπουργού). Η απόρριψη είχε ως λόγο το γεγονός ότι δεν ήταν δικαιούχος στην έννοια της διάταξης 3(1)(β) της Κ.Δ.Π. 367/07, εφόσον του είχαν κατανεμηθεί από την εθνική ποσόστωση 316.095 λίτρα, πέραν δηλαδή των 200.000 λίτρων που είχε ορισθεί ως επιτρεπόμενη κατανομή την 1.4.2004. Επομένως, επειδή ο αιτητής ωφελήθηκε από την πράξη δεν έχει έννομο συμφέρον στην προσβολή της. Η δεύτερη κατανομή όπως περιέχεται στη διάταξη 7(2) της Κ.Δ.Π. 367/07, προσφέρεται χαριστικώς μετά την παραχώρηση των ποσοτήτων αναφοράς των απ΄ ευθείας πωλήσεων, ως υπόλοιπο αφού αφαιρεθεί η ποσότητα που προσδιορίζεται στη διάταξη 7(1) και κατανέμεται ισομερώς στους δικαιούχους. Και αυτό ανεξάρτητα από την ποσόστωση που κατέχουν.
Στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτοπούλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος ΙΙ, 12η έκδ. σελ. 83 παρ. 456, αναφέρεται ότι το έννομο συμφέρον για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως υπάρχει με τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων, η πρώτη των οποίων, που ενδιαφέρει εδώ, ικανοποιείται όταν η προσβαλλόμενη πράξη έχει προκαλέσει ηθική ή υλική βλάβη, με αποτέλεσμα, ως εξηγείται στη σημείωση 10, να μην υφίσταται έννομο συμφέρον αν εκείνος που ζητεί την ακύρωση της πράξης ωφελείται απ΄ αυτήν. Και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 260, αναφέρεται ότι για τη νομιμοποίηση του αιτούμενου την ακύρωση διοικητικής πράξης απαιτείται όπως το συμφέρον αυτού θίγεται, έτσι ώστε απαραδέκτως προσβάλλεται πράξη η οποία δεν βλάπτει τον αιτούντα, ή ωφελούσας ή ικανοποιούσας αυτόν. Ακόμη και η ακύρωση πράξεως που δεν θα ωφελέσει ή θα βλάψει τον αιτούντα, επίσης απαραδέκτως προσβάλλεται.
Εδώ, με την προσφυγή του ο αιτητής μέμφεται τη μη απόδοση σ΄ αυτόν περισσότερης ποσόστωσης, χωρίς να αρνείται όμως ότι η παραχωρηθείσα ποσόστωση ήταν χαριστική, γεγονός που καθιστά την προσφυγή μη παραδεκτή. Άλλωστε, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση στο συγκεκριμένο έντυπο αναμένοντας ότι οτιδήποτε του αποδιδόταν θα ήταν χαριστικώς εφόσον αυτό ακριβώς αναφερόταν στο έντυπο της αίτησης το οποίο περιείχε υπεύθυνη δήλωση του ότι συμφωνούσε με τα κριτήρια και τους όρους κατανομής που αναφέρονταν στην Κ.Δ.Π. 367/07, και που περαιτέρω επεξηγήθηκαν ρητώς με την επιστολή του Οργανισμού ημερ. 4.12.2007 προς τον αιτητή. Αποδέχθηκε, επομένως, εν πάση περιπτώσει ο αιτητής, με την υποβολή της αίτησης του ότι οποιαδήποτε ποσόστωση του παραχωρείτο, αυτή θα ήταν πάνω σε χαριστική βάση και θα ωφελείτο έτσι από ποσότητα γάλακτος την οποία άλλως πως, χωρίς δηλαδή την υποβολή της αίτησης, δεν θα λάμβανε. Δεν είναι δυνατόν επομένως να παραπονείται για ποσόστωση που ο ίδιος αποδέχθηκε ότι θα έπαιρνε χαριστικά στη βάση των κριτηρίων που εξηγείτο στην επιστολή ημερ. 4.12.2007.
Αλλά και επί της ουσίας, ο αιτητής για να ξεπεράσει το πρόβλημα της χαριστικής ποσόστωσης εισηγείται ότι παρανόμως χαρακτηρίστηκε από τους καθ΄ ων η παροχή αυτή ως τέτοια, χωρίς μάλιστα να υπάρχει βάση εδραζόμενη επί αντικειμενικών κριτηρίων. Παραγνωρίζεται, όμως, ότι η Κ.Δ.Π. 367/07, θεσπίστηκε ως αποτέλεσμα του Κανονισμού 1788/03 στη βάση της επιταγής του Άρθρου 7 αυτού, ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους αναγκαίους κανόνες για την κατανομή στους παραγωγούς βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, για το σύνολο ή το μέρος της ποσότητας που προέρχεται από το εθνικό απόθεμα το οποίο προβλέπεται στο Άρθρο 14. Το τελευταίο αυτό άρθρο προδιαγράφει τη δημιουργία εθνικού αποθέματος «.. ιδίως για τους σκοπούς της κατανομής των ποσοτήτων που προβλέπονται στο άρθρο 7.». Έπεται ότι, η Κ.Δ.Π. 367/07, όχι μόνο θεσπίσθηκε με βάση τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό, αλλά και έθεσε ως αντικειμενικό κριτήριο την ισομερή κατανομή του διαθέσιμου αποθέματος, κριτήριο που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης ως προς την ισότιμη μεταχείριση όλων όσων ήταν δικαιούχοι με επίσης αντικειμενικά κριτήρια που ανάγονταν στον αριθμό των τελικών δικαιούχων και την ποσότητα που παρέμενε αδιάθετη. Ο χαρακτηρισμός λοιπόν της ποσόστωσης ως «χαριστικής» δεν αποτελεί ισοπεδωτική αντιμετώπιση ως ισχυρίζεται ο αιτητής στην απαντητική του αγόρευση. Το αν κοινοποιήθηκε ή όχι το κριτήριο αυτό στην Επιτροπή, δεν αλλοιώνει τη νομιμότητα του, εφόσον δεν υπόκειτο στην έγκριση της Επιτροπής, αλλά απαιτείτο μόνο η κοινοποίηση του. Η χαριστικώς διατεθείσα ποσόστωση αποτελούσε επίσης ρύθμιση που ήταν δυνατή από τους καθ΄ ων, εφόσον η επιφύλαξη της διάταξης 6(1) της Κ.Δ.Π. 367/07, προνοεί ότι ο Οργανισμός, με την έγκριση του Υπουργού, δύναται κατά την κρίση του ακόμη και να μην προβεί σε οποιαδήποτε κατανομή του εθνικού αποθέματος.
Πουθενά στην Κ.Δ.Π. 367/07, ούτε στον Κανονισμό 1788/03, δεν προνοείται ότι η βιωσιμότητα της επιχείρησης του παραγωγού, έμφαση ή κριτήριο που είναι εν πάση περιπτώσει εγγενώς τόσο γενικό και αόριστο, συναρτώμενο με πολλούς παράγοντες, εθνικούς, οικονομικούς, ατομικούς, επιχειρησιακούς κ.α., αποτελεί ή δύναται να αποτελέσει αντικειμενικό κριτήριο. Είναι δε φανερό ότι τα όσα αναφέρονται από τον αιτητή ως βασιζόμενα στα προηγούμενα έτη παραγωγής γάλακτος, συναρτώνται με την πρώτη κατανομή και την επ΄ αυτής απόφαση, (επισυνημμένα 6 και 7 στην αγόρευση του Υπουργού), η οποία, ως συνάγεται, δεν προσεβλήθη διά προσφυγής.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ αμφοτέρων των καθ΄ ων και εναντίον του αιτητή, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ