ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 760/2009)
29 Απριλίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΩΤΕΙΝΗ Κ. ΤΣΟΥΛΟΜΙΤΗ
(Ή ΑΛΛΩΣ ΝΤΙΑΝΑ ΦΩΤΕΙΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ),
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ου η αίτηση
---------------------------------
Α. Σιακαλλή (κα) για Χρ. Χριστάκη, για την Αιτήτρια.
Ε. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η απόφαση του καθ΄ ου να αρνηθεί με επιστολή του ημερ. 27.4.2009 τη χορήγηση στην αιτήτρια, σύνταξης χηρείας.
Τα ουσιώδη γεγονότα που αποτελούν το υπόβαθρο της προσβαλλόμενης πράξης έχουν ως εξής: Η αιτήτρια και ο αποβιώσας σύζυγος της Μιχάλης Βασιλείου παντρεύτηκαν στις 8.11.1993 στη Λεμεσό. Από το 2004 ο σύζυγος της αιτήτριας αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας με αποτέλεσμα στις 10.5.2008 να εισαχθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού με ανακοπή καρδίας, αποβιώνοντας στις 13.6.2008. Η θυγατέρα του αποβιώσαντος Έλενα Βασιλείου, υπέβαλε αίτημα για βοήθεια κηδείας στις 24.6.2008 επισυνάπτοντας και βεβαίωση του κοινοτάρχη της ενορίας όπου διέμενε ο αποβιώσας ημερ. 19.6.2008, σύμφωνα με την οποία, αυτή είχε καταβάλει τα έξοδα κηδείας. Περαιτέρω στην ίδια βεβαίωση ο κοινοτάρχης βεβαίωνε ότι ο αποβιώσας βρισκόταν σε διάσταση με την αιτήτρια, πρώην σύζυγο του, προ ενός έτους. Στις 23.6.2008, η δικηγόρος Αθηνά Παπαδοπούλου-Σπύρου από τη Λεμεσό, στο δικηγορικό γραφείο της οποίας είναι συνεργάτης η θυγατέρα του αποβιώσαντος, απέστειλε επιστολή στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι ο αποβιώσας τους είχε διορίσει δικηγόρους με εξουσιοδότηση να καταχωρήσουν αγωγή διαζυγίου ενόψει του ότι η αιτήτρια από τις αρχές Ιουνίου 2007 είχε εγκαταλείψει τον σύζυγο της και την οικογενειακή εστία, παίρνοντας μαζί της όλα τα προσωπικά της αντικείμενα. Αυτό, προφανώς, λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης υγείας του συζύγου της τον οποίο δεν μπορούσε πλέον να φροντίζει. Στην επιστολή επίσης αναφέρεται ότι η κα Σπύρου είχε μιλήσει προσωπικά με την αιτήτρια και τον υιό της από προηγούμενο γάμο ότι θα καταχωρείτο αίτηση διαζυγίου, η οποία όμως ουδέποτε κατεχωρήθη, εφόσον στο μεταξύ ο Μιχάλης Βασιλείου απεβίωσε.
Με τα πιο πάνω ο καθ΄ ου τερμάτισε στις 31.7.2008 τη σύνταξη γήρατος του αποβιώσαντος και ενέκρινε την πληρωμή βοηθήματος κηδείας στη θυγατέρα του. Στις 5.8.2008, όμως, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για σύνταξη χηρείας, καθώς και αίτηση για βοήθημα κηδείας. Επισύναψε δε και βεβαίωση από τον ίδιο κοινοτάρχη με την οποία η αιτήτρια φερόταν να συζούσε με το σύζυγο της κατά το χρόνο του θανάτου του. Αρμόδιος λειτουργός του καθ΄ ου αφού επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον κοινοτάρχη ενόψει της διάστασης στις δύο βεβαιώσεις, έλαβε την επιβεβαίβωση του κοινοτάρχη ότι το ζεύγος ήταν όντως σε διάσταση ζητώντας να αγνοηθεί η παρουσιασθείσα δεύτερη βεβαίωση από την αιτήτρια. Υπό το φως των ανωτέρω, στις 10.9.2008 ο καθ΄ ου απέρριψε την αίτηση για σύνταξη χηρείας διότι συμφώνως των στοιχείων που υπήρχαν αυτή δεν ήταν εξαρτώμενη από το σύζυγο της, ούτε και συζούσε με αυτόν, προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 39 του σχετικού περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 41/80, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»), για το δικαίωμα σε σύνταξη χηρείας.
Στις 23.9.2008, η πρώην δικηγόρος της αιτήτριας ζήτησε με επιστολή της να χορηγηθεί η σύνταξη χηρείας, ισχυριζόμενη ουσιαστικά ότι η αιτήτρια κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της, συζούσε με αυτόν και ήταν η σύζυγος του επισυνάπτοντας και το σχετικό δημοσίευμα ανακοίνωσης της κηδείας στον ημερήσιο τύπο όπου ως οικογένεια φερόταν μεταξύ άλλων και η αιτήτρια ως σύζυγος. Ο καθ΄ ου ενόψει των αναφερθέντων ανέβαλε να επεκτείνει περαιτέρω την έρευνα σε σχέση με το θέμα συμβίωσης ή και συντήρησης της αιτήτριας. Η έρευνα που ακολούθησε η οποία ολοκληρώθηκε το Φεβρουάριο του 2009 αποκάλυψε, σύμφωνα με τον καθ΄ ου, ότι το ζευγάρι δεν συζούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο του θανάτου του συνταξιούχου συζύγου της, ούτε η αιτήτρια ήταν σε θέση να αποδείξει ότι συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτόν. Απερρίφθη λοιπόν το αίτημα με την επιστολή ημερ. 27.4.2009, η οποία αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη.
Κύριο έρεισμα της προσφυγής είναι η έλλειψη δέουσας έρευνας από τον καθ΄ ου και τους λειτουργούς του, πλάνη περί τα πράγματα και λανθασμένη ερμηνεία του άρθρου 39 του Νόμου. Ο νυν δικηγόρος της αιτήτριας αναφέρεται στο γεγονός ότι η επιστολή που απεστάλη από τη δικηγόρο Αθηνά Παπαδοπούλου-Σπύρου αποτελούσε μια εκ των υστέρων προσπάθεια να φανεί ότι το ζευγάρι δεν είχε αρμονικές σχέσεις και ότι είχαν δοθεί οδηγίες για καταχώρηση αγωγής διαζυγίου με αποτέλεσμα ο καθ΄ ου να μην δώσει έμφαση στο ότι η θυγατέρα του αποβιώσαντος Έλενα Βασιλείου είναι συνεργάτης στο εν λόγω δικηγορικό γραφείο, ότι η επιστολή δεν είχε κάποιο αίτημα να υποβάλει, αλλά δημιουργούσε μόνο προσχηματικά το θεμέλιο για ύπαρξη δήθεν διάστασης μεταξύ του ζεύγους και ότι η κατ΄ ισχυρισμόν αργοπορία στην καθυστέρηση της αίτησης διαζυγίου ήταν η δήθεν επιθυμία του αποβιώσαντος να συνομιλήσει δικηγόρος του γραφείου με την αιτήτρια και τον υιό της, ώστε το διαζύγιο να εκδοθεί όσον το δυνατό ανώδυνα και πολιτισμένα. Ο συνήγορος τονίζει τη διάσταση στις καταθέσεις που λήφθηκαν από τους λειτουργούς του καθ΄ ου, σε σχέση με τηλεφώνημα το οποίο η Αθηνά-Παπαδοπούλου Σπύρου καταγράφει στην επιστολή της ότι είχε γίνει στις 9.5.2008, χωρίς να ερωτηθούν η αιτήτρια και ο υιός της σε σχέση με αυτό.
Η νέα επεκταθείσα έρευνα από τον καθ΄ ου δεν ήταν πλήρης, η δε λειτουργός σε έκθεση της ημερ. 5.12.2008, κατέγραψε ότι από τις πληροφορίες που είχε λάβει από γείτονες του ζεύγους η αιτήτρια φαινόταν να επισκεπτόταν καθημερινά το σύζυγο της κατά τη διάρκεια που βρίσκονταν σε διάσταση, η οποία διάσταση προήλθε εκ του γεγονότος ότι οι θυγατέρες του αποβιώσαντος με την εχθρική τους συμπεριφορά την ανάγκασαν να εγκαταλείψει το συζυγικό οίκο για να μην δημιουργούνται προβλήματα. Η εχθρική αυτή συμπεριφορά εκδηλώθηκε όταν οι θυγάτερες του και ιδιαίτερα η Έλενα, αντιλαμβανόμενες ότι ο πατέρας τους επρόκειτο να αποβιώσει, ήθελαν ελεύθερη την κατοχή του διαμερίσματος στο οποίο το ζεύγος διέμενε και το οποίο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα των θυγατέρων, με σκοπό να το πωλήσουν. Η λειτουργός του καθ΄ ου σε συμπληρωματική της έκθεση ημερ. 12.2.2009, κατέγραψε επίσης ότι η θυγατέρα του αποβιώσαντος Έλενα δημιουργούσε προβλήματα προς την αιτήτρια ελέγχοντας το ψυγείο του πατέρα της, όπου έβρισκε τρόφιμα που δεν αφορούσαν τη διαίτα του με αποτέλεσμα να τα πετά, χωρίς να υπολογίζει ότι στο σπίτι κατοικούσαν ακόμα τρία άτομα, δηλαδή, η αιτήτρια και οι δύο οικιακοί βοηθοί που το ζεύγος είχε φέρει μετά τα προβλήματα υγείας του αποβιώσαντος, εκ των οποίων η μια ήταν εγγεγραμμένη επ΄ ονόματι της αιτήτριας και η άλλη επ΄ ονόματι του αποβιώσαντος.
Στην ουσία η αιτήτρια διέμενε στο σπίτι αφού κοιμόταν και έτρωγε εκεί και περνούσε τις περισσότερες ώρες της, αποχωρώντας μόνο κατά τις πρωϊνές ώρες όταν έρχονταν οι θυγατέρες του αποβιώσαντος, για να επιστρέψει όμως μετά. Γίνεται λόγος στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας ότι με τα δεδομένα αυτά στην ουσία η αιτήτρια δεν έπαυσε να συζεί με τον αποβιώσαντα, διότι η λέξη «συζούσε» στο άρθρο 39 του Νόμου, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τις διατάξεις του Οικογενειακού Δικαίου.
Ο καθ΄ ου θεωρεί αντίθετα ότι η απόφαση που λήφθηκε ήταν απόλυτα ορθή στη βάση των δεδομένων που υπήρχαν και των γεγονότων που αποσαφηνίστηκαν μετά τις έρευνες που έγιναν από τους αρμόδιους λειτουργούς. Η έρευνα ήταν πλήρης υπό τις περιστάσεις και μάλιστα επεκτάθηκε ώστε να ήταν όλα τα δεδομένα υπόψη, του καθ΄ ου πριν τη λήψη της επίδικης πράξης. Η διαφορετική εκτίμηση των δεδομένων από την αιτήτρια δεν συνιστά πλάνη περί τα πράγματα, ενώ η ερμηνεία που δίδεται στη λέξη «συζούσε» δεν είναι ορθή ενόψει του ότι πρέπει να αναγνωσθεί στη φυσική και συνήθη ερμηνεία της και όχι υπό το φως εννοιών του διοικητικού δικαίου.
Το άρθρο 39 του Νόμου επί του οποίου και εδράζεται η προσβαλλόμενη πράξη, έχει ως εξής:
«39(1) Χήρα, η οποία, κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της, συζούσε με αυτόν ή συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτόν, δικαιούται σε σύνταξη χηρείας, αν
(α) .................. ή
(β) ................... »
Κρίνεται ότι ο καθ΄ ου εύλογα και ορθά θεωρεί ότι το εν λόγω άρθρο με τις επίμαχες λέξεις του «συνέζη» και «συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο», πρέπει να τύχουν της φυσικής, γραμματικής ερμηνείας που οι ίδιες οι λέξεις μεταφέρουν εντασσόμενες στη νομοθεσία περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Σκοπός του άρθρου αυτού είναι, όπως απορρέει από την πρόδηλη έννοια του, η παροχή σύνταξης χηρείας εφόσον «κατά τον χρόνο του θανάτου» (και ενέχει τη δική του σημασία ο σαφής προσδιορισμός της χρονικής στιγμής εφαρμογής του άρθρου), η χήρα συζούσε με τον σύζυγο της αμέσως πριν το θάνατο ή διαζευκτικά συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από τον αποβιώσαντα προ του θανάτου. Η στόχευση της πρόνοιας αυτής επιδιώκει στην παροχή σύνταξης χηρείας ως προέκταση της εξάρτησης της συζύγου από τον αποβιώσαντα σύζυγο της αμέσως προ του θανάτου. Και αυτό κατά το Νόμο θεωρείται να συμβαίνει εφόσον είτε η χήρα συζούσε με τον αποβιώσαντα, είτε έστω και αν δε συζούσε, συντηρείτο κατ΄ ουσίαν απ΄ αυτόν. Η λέξη «συζώ» δεν είναι στο Νόμο προσδιορίσιμη με έννοιες οικογενειακού δικαίου, ιδιαιτέρως όπως την επεξηγεί με λεπτομέρεια η αιτήτρια στις αγορεύσεις της. Τίποτε στο Νόμο δεν παρέχει ούτε κατ΄ ελάχιστον την ένδειξη ότι στη λέξη αυτή αποδίδεται ανάλογη έννοια όπως στην οικογενειακή νομοθεσία. Αν κάτι τέτοιο επεδίωκε ο νομοθέτης, αναμφιβόλως θα το καθόριζε ρητά είτε στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου ή με παραπομπή σε νόμο από τις οικογενειακές διαφορές.
Το να αποδίδεται λοιπόν στη λέξη «συζούσε», η έννοια που επιχειρείται από την αιτήτρια, παραπέμποντας στη θέση ότι αυτή εξ ανάγκης δεν κατοικούσε στο διαμέρισμα με τον αποβιώσαντα σύζυγο της λόγω προβλημάτων που της προκάλεσαν οι θυγατέρες του, και επομένως δεν διεκόπη ποτέ η συμβίωση, αποτελεί στρέβλωση της έννοιας, πάντοτε βεβαίως από πλευράς του αντικειμένου της υπό κρίση υπόθεσης για προσδιορισμό του δικαιώματος της αιτήτριας σε σύνταξη χηρείας. Δεν γίνεται αντιληπτή η σημασία της θέσης της αιτήτριας ότι εξαναγκάστηκε να φύγει από το συζυγικό σπίτι. Το ζητούμενο δεν είναι ο λόγος που δεν συζούσε με το σύζυγο της κατά το χρόνο του θανάτου του, όπως στην ουσία παραδέχεται και η ίδια, αλλά αυτή τούτη η μη συμβίβωση. Εφόσον αυτό αποτελεί γεγονός, τότε παρέλκει η εξέταση των λόγων. Ο νομοθέτης για σκοπούς της σύνταξης χηρείας, προνόησε, ακριβώς διότι το θέμα δεν εξετάζεται από την άποψη του οικογενειακού δικαίου, ότι ακόμη και σε περίπτωση που το ζεύγος δεν συζεί, η χήρα δεν παύει από του να δικαιούται σε σύνταξη χηρείας, αν συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από τον αποβιώσαντα. Το κυρίαρχο επομένως στοιχείο που απορρέει από τη νομοθετική διάταξη είναι η οικονομική εξάρτηση είτε λόγω συμβίωσης, είτε λόγω συντήρησης της συζύγου.
Υπό το φως των ανωτέρω, δεν διαπιστώνεται ελλιπής έρευνα από πλευράς του καθ΄ ου. Το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταη της διοικητικής κρίσης από το αναθεωρητικό Δικαστήριο, το οποίο δεν εξετάζει ούτε αποφασίζει πρωτογενώς γεγονότα, αλλά κατά πόσο η διοίκηση στη λήψη της απόφασης βασίστηκε σε ορθά δεδομένα χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο, υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. (Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο 5η έκδ. σελ. 205, παρ. 362). Η έρευνα θεωρείται πλήρης ή επαρκής όταν επεκτείνεται σε όλους τους ουσιώδεις και αναγκαίους τομείς και λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες. (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Όπου η διοίκηση έχει ενώπιον της όλα τα αναγκαία στοιχεία, το ιστορικό της υπόθεσης και τη σχετική αλληλογραφία, θεωρείται ότι η απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα και πλήρη έρευνα (Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 339). Η μορφή της έρευνας είναι επίσης ανάλογη με τα περιστατικά της υπόθεσης, η δε έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλει αναλόγως του υπό εξέταση θέματος. (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Ε.Δ.Υ. ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Κυθραιώτης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 99). Η συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων πρέπει να παρέχουν βάση για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
Τα όσα ο συνήγορος της αιτήτριας με πολλή λεπτομέρεια αναλύει στην αγόρευση του σε σχέση με την έλλειψη δέουσας έρευνας, δεν ευσταθούν. Ακριβώς ο καθ΄ ου ανέλαβε να επεκτείνει την έρευνα του μετά την επιστολή της πρώην δικηγόρου της αιτήτριας ημερ. 23.9.08. Η επέκταση της έρευνας συναρτήθηκε με τη λήψη καταθέσεων από γείτονες του ζεύγους τον Τάσο Κωνσταντίνου (ερ. 104 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α») ημερ. 17.11.08 και τη Λούλλα Πουργουρίδου (ερ. 103), ημερ. 4.12.08. Και οι δύο πιστοποιούν στην ουσία ότι η αιτήτρια δεν συζούσε με τον αποβιώσαντα, λέγοντας μάλιστα (η Πουργουρίδου), ότι τον τελευταίο χρόνο ήταν σε διάσταση. Αυτό το δεδομένο, ασχέτως της θέσης ότι η αιτήτρια τον επισκεπτόταν, και είχε αγάπη γι΄ αυτόν (όπως αναφέρεται και στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, σελ. 11), το πιστοποίησε και η ίδια η αιτήτρια, όπως απορρέει από τη δική της κατάθεση, (ερ. 107), ημερ. 11.11.08, όπου ρητά ανέφερε ότι έφυγε από το σπίτι, έστω και αν αποδίδει το γεγονός αυτό στις προσβολές που δεχόταν από τις θυγατέρες του αποβιώσαντος, οι οποίες και έγιναν μαζί της επιθετικές μετά την ασθένεια του πατέρα τους.
Η λειτουργός Νίκη Ποτονίδου στην έκθεση της ημερ. 5.12.08 (ερ. 108-109), αναφέρεται σ΄ αυτή τη διάσταση του ζεύγους ασχέτως αν προσθέτει την υποκειμενική στην ουσία δική της θέση, ότι οι θυγατέρες του αποβιώσαντος φαίνεται να «.. την ανάγκασαν να τον εγκαταλείψει ...».
Περαιτέρω, διερευνήθηκε από το γραφείο κηδειών ότι τα έξοδα κηδείας είχαν πληρωθεί από τη θυγατέρα του αποβιώσαντος Έλενα Βασιλείου (ερ. 112), το οποίο και στην επιστολή του ημερ. 10.2.09, βεβαίωσε, μεταξύ άλλων, ότι η αιτήτρια παραδέχθηκε στην παρουσία υπαλλήλων του γραφείου ότι ήταν σε διάσταση με το σύζυγο της. Ταυτόχρονα, ιατροί και φυσιοθεραπευτές που είχαν υπό την παρακολούθηση τους τον αποβιώσαντα, βεβαίωσαν ότι ήταν οι θυγατέρες του που τον συνόδευαν στα ιατρεία και τα φυσιοθεραπευτήρια (ερ. 114-118). Επίσης, από τη δεύτερη έκθεση της ιδίας λειτουργού Νίκης Ποτονίδου ημερ. 12.2.09, (ερ. 125), προκύπτει ότι όντως η αιτήτρια δεν συζούσε με τον αποβιώσαντα. Όσον αφορά τη βεβαίωση του κοινοτάρχη (ερ. 134), που αναιρεί στην ουσία την πρώτη βεβαίωση (ερ. 54), παρατηρείται ότι ο καθ΄ ου διερεύνησε τη διαφορά αυτή και σημείωσε επί του ερ. 134, ότι ο κοινοτάρχης ανέφερε ότι όντως η αιτήτρια ήταν σε διάσταση με το σύζυγο της ζητώντας να ακυρωθεί η προηγούμενη βεβαίωση. Το γεγονός αναφέρεται και στην έκθεση ημερ. 2.2.10, που ο καθ΄ ου υπέβαλε στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, (ερ. 152-154). Άλλωστε, στην κατάθεση του κοινοτάρχη που λήφθηκε στις 11.11.08, (ερ. 102), βεβαιώνεται ότι η αιτήτρια δεν συζούσε με το σύζυγο της, και όπως η ίδια φερόταν να λέγει (καθώς και κάποιοι γείτονες της), επισκεπτόταν τον αποβιώσαντα κατά τη διάρκεια της μέρας. Τη δε βεβαίωση ότι δεν συζούσε την έδωσε διότι όλες οι αποδείξεις για τα έξοδα κηδείας ήταν επ΄ ονόματι της θυγατέρας του αποβιώσαντος.
Όλα τα πιο πάνω βεβαιώνουν την επάρκεια της έρευνας. Τα όσα η δικηγόρος Αθηνά Παπαδοπούλου-Σπύρου κατέγραψε στη δική της επιστολή περί προτιθέμενου διαζυγίου και του τηλεφωνήματος που προηγήθηκε πριν το τελευταίο και μοιραίο εγκεφαλικό του αποβιώσαντος, στην ίδια την αιτήτρια και την κατ΄ ισχυρισμό της αιτήτριας μεθόδευση που υπήρχε στην αποστολή της, αλλά και τη μη διερεύνηση με την ίδια την αιτήτρια και τον γιο της κατά πόσο πράγματι έλαβε χώραν τέτοιο τηλεφώνημα, δεν διαφοροποιούν τα δεδομένα που και η ίδια η αιτήτρια δέχεται, τη μη συμβίωση της, δηλαδή, με τον αποβιώσαντα. Η διερεύνηση του τηλεφωνήματος ή ακόμη και η αναζήτηση ερείσματος ότι η επιστολή της δικηγόρου ήταν όντως στοχευμένη (εγχείρημα εξ αντικειμένου δύσκολο, αν όχι αδύνατο), δεν θα διαφοροποιούσε τα επαρκή δεδομένα που είχε η διοίκηση εν πάση περιπτώσει υπόψη της και τα οποία συναφώς συνεκτίμησε, ασκώντας επ΄ αυτών ουσιαστική κρίση. (Χριστάκης Κώστα ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Α.Ε. αρ. 52/08, ημερ. 18.3.11, ως προς την επάρκεια έρευνας για εισφορές στις κοινωνικές ασφαλίσεις). Η προτιθέμενη καταχώρηση αιτήσεως διαζυγίου που ουδέποτε εν τέλει καταχωρήθηκε λόγω της επιδείνωσης της υγείας του αποβιώσαντος, τείνει να προσθέσει στο υλικό που ο καθ΄ ου είχε στη διάθεση του αναφορικά με τη διάσταση και το γεγονός ότι το ζεύγος δεν συζούσε. Σ΄ αυτό το διαθέσιμο υλικό ήταν και η επιστολή-βεβαίωση του υιού του αποβιώσαντος, Γιώργου Βασιλείου (ερ. 113), που φαίνεται να αποστάληκε με τηλεομοιότυπο από τη Θεσσαλονίκη, όπου αναφέρεται ότι ο ίδιος είχε προσωπική συνομιλία με την αιτήτρια μετά την άσχημη ψυχολογική κατάσταση στην οποία περιήλθε ο πατέρας του μετά την εγκατάλειψη του από αυτήν (εξ ου και χρειάστηκε και ψυχολογική στήριξη), κατά την οποία του είπε ότι δεν ήθελε να συνεχίσει αυτό το γάμο και ότι δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι.
Όσον αφορά την πτυχή της συντήρησης εξ ολοκλήρου ή κατά κύριο λόγο, της αιτήτριας υπό του αποβιώσαντα, και πάλι φαίνεται ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο αποβιώσας όντως τη συντηρούσε παρόλο που δεν συζούσαν. Η ίδια ανέφερε ότι λάμβανε από αυτόν ένα μικρό ποσό το μήνα για τη διαβίωση της, αλλά δεν είχε αποδείξεις. (ερ. 38 - έκθεση της λειτουργού Ποτονίδου) και κατάθεση της ίδιας της αιτήτριας (ερ. 37).
Όσον αφορά το ζήτημα της αιτιολογίας δεν διαπιστώνεται έρεισμα στη θέση της αιτήτριας. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί η αιτιολογία μπορεί να είναι και λακωνική, φθάνει να είναι επαρκής ως προς τους λόγους που καταγράφονται για να μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος. Η αιτιολογία επίσης μπορεί να συμπληρώνεται από τα σύγχρονα στοιχεία του διοικητικού φακέλου με γνώμονα πάντοτε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. (Σταυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 648 και Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672). Η προσβαλλόμενη πράξη (Παράρτημα 7 στην αίτηση), όχι μόνο δεν είναι λακωνική, αλλά παρέχει τα στοιχεία εκείνα που συνάδουν και με τη νομοθετική πρόνοια του άρθρου 39(1) και επεκτείνονται στο να αναφέρουν ότι είχε γίνει επανεξέταση της υπόθεσης της αιτήτριας ιδιαίτερα αναφορικά με το θέμα της συμβίωσης ή της συντήρησης από το σύζυγο της, με αποτέλεσμα να διαπιστωθεί ότι «.. όντως κατά το χρόνο του θανάτου του μ. συζύγου σας δεν συζούσατε με αυτόν αλλά ούτε και συντηρείστο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτόν.».
Στην προσβαλλόμενη αυτή πράξη η οποία αυτόνομα περιέχει όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα ως αιτιολογία, γίνεται αναφορά και στην αίτηση για σύνταξη χηρείας που υποβλήθηκε και την επιστολή της τότε δικηγόρου της αιτήτριας Χριστίνας Χρίστου ημερ. 23.9.08, στη βάση της οποίας οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων επανεξέτασαν την υπόθεση επεκτείνοντας τη σχετική έρευνα. Επομένως η παραπομπή στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου είναι και εύλογη και επιτρεπτή και προσθέτει στην αιτιολογία όλα τα δεδομένα τα οποία λήφθηκαν υπόψη από τον καθ΄ ου. Δεν θα ήταν άλλωστε εύλογο να αναμένεται η πλήρης καταγραφή των δεδομένων και των στοιχείων που οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησης στην επιστολή του καθ΄ ου.
Προστίθεται ότι ο Νόμος δεν προνοεί οπουδήποτε για οποιαδήποτε συγκεκριμένη αιτιολογία πέραν της ευλόγως αναμενόμενης με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου, ούτε η αιτήτρια στις αγορεύσεις της αναφέρεται σε συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου που να καθιστά τέτοια εξειδικευμένη αιτιολογία, απαραίτητη.
Η επόμενη αιτίαση της αιτήτριας ότι στερήθηκε του δικαιώματος σε προηγούμενη ακρόαση επίσης στερείται ερείσματος. Ο Νόμος δεν προνοεί για την υποχρέωση της διοίκησης για την παροχή ευκαιρίας προηγούμενης ακρόασης και όπως επισημάνθηκε και στην υπόθεση Σκυροποιία Συμεών Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 1226, η υποχρέωση της διοίκησης ως προς την παροχή της ευκαιρίας ακρόασης προς τον πολίτη συσχετίζεται με την υποχρέωση για διεξαγωγή επαρκούς έρευνας. Άλλωστε η υπό κρίση απόφαση δεν αφορά διοικητικό μέτρο πειθαρχικής φύσης ή μέτρο που ενέχει το χαρακτήρα της κύρωσης ώστε να είναι συζητήσιμη η ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 (δέστε και τη Σταύρος Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας (μέσω 1. Υπουργείου Εσωτερικών και 2. Προέδρου Επιτροπής Στεγαστικής Βοήθειας, υπόθ. αρ. 609/07, ημερ. 15.5.08).
Περαιτέρω, το δικαίωμα ακρόασης στο διοικητικό δίκαιο ικανοποιείται κατά κανόνα και με γραπτή παράσταση χωρίς την ανάγκη προφορικής ακρόασης. Σημασία έχει η διοικητική αρχή πριν τη λήψη της απόφασης να λαμβάνει τις απόψεις του επηρεαζομένου, να τις εξετάζει και να αποφασίζει αρμοδίως επ΄ αυτών. (δέστε Μελέτης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 347, Πετρίδης ν. Υπουργού Οικονομικών (1992) 3 Α.Α.Δ. 609, Ελένη Αγαθοκλή Πιερή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 640/06, ημερ. 23.12.08 και Σάββας Λοϊζίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας και Άννα Μαρία Παναγιώτη Φούτρου ν. Δημοκρατρίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 616/09 και 633/09, ημερ. 12.4.11). Στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 72/89, ημερ. 27.12.1990, επιβεβαιώθηκε ότι δικαίωμα ακρόασης υπάρχει όπου ο Νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (δέστε και G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155).
Στην προκείμενη περίπτωση η διοίκηση είχε ενώπιον της την αίτηση της αιτήτριας με τα δεδομένα που καταγράφησαν επί του σχετικού εντύπου ημερ. 1.7.08, καθώς και όσα πρόσθετα αναφέρθηκαν από την επιστολή της τότε συνηγόρου της ημερ. 23.9.08. Λήφθηκε επίσης κατάθεση από την ίδια την αιτήτρια. Επομένως η διοίκηση δεν χρειάστηκε να ακούσει την αιτήτρια σε οποιαδήποτε προφορική παράσταση, η οποία άλλωστε ουδέποτε ζητήθηκε. Να σημειωθεί συναφώς ότι η αιτήτρια δεν έκαμε χρήση των προνοιών του άρθρου 78 του Νόμου για την άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού από οποιαδήποτε απόφαση εξεταστή απαιτήσεων ληφθείσα δυνάμει των διατάξεων του Νόμου, δυνατότητα που ρητώς αναφέρθηκε στην προσβαλλόμενη πράξη. Παρατηρείται δε ότι η επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου 78, δίνει τη δυνατότητα στον Υπουργό πριν εκδώσει την απόφαση του επί της ιεραρχικής προσφυγής, να δώσει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους της προσφυγής του. Κάτι τέτοιο, όπως προαναφέρθηκε, δεν έγινε από την αιτήτρια.
Τέλος, δεν ευσταθούν ούτε οι εν πολλοίς γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη. Τίποτε το ιδιαίτερο δεν αναφέρεται στους λόγους αυτούς που να υποστηρίζει τις θέσεις της αιτήτριας και όπως ορθά σημειώνει και ο καθ΄ ου στη δική του αγόρευση, από τη στιγμή που έγινε η δέουσα έρευνα, η καλή πίστη ως αυτόνομη αρχή, δεν μπορεί να υπερακοντίσει τη νομιμότητα ή τη σύννομη λειτουργία της διοίκησης εφόσον κατά τα άλλα η διακριτική ευχέρεια αυτής ασκήθηκε εύλογα και νόμιμα. (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ του καθ΄ ου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ