ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.696/2009)
20 Απριλίου, 2011
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 23, 25, 26, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΚΑΠΟΥΛΛΑΡΟΣ,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ
ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Τ. Κυρμίτσης για Τσίτσιος & Συνεργάτες, για τον Αιτητή.
Ε. Γαβριήλ, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 10.4.2009 και με την οποία επληροφορείτο περί της απόρριψης της ιεραρχικής του προσφυγής εναντίον αρνητικής απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής στην αίτησή του για χορήγηση άδειας ανέγερσης οικίας στο Παραλίμνι, προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής.
Οι λόγοι οι οποίοι είχαν οδηγήσει στην απόρριψη του αιτήματος του αιτητή από την Πολεοδομική Αρχή ήσαν οι ακόλουθοι:
"(500) Το υπό ανάπτυξη τεμάχιο δεν διαθέτει προσπέλαση που να ικανοποιεί τις πρόνοιες της Εντολής 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών και κατ΄ επέκταση τις πρόνοιες της υποπαραγράφου 1(γ) της Πολιτικής 3(Α) της Δήλωσης Πολιτικής. Συγκεκριμένα, το εγγεγραμμένο προς όφελος του προτεινόμενου προς ανάπτυξη τεμαχίου δικαίωμα διάβασης, πλάτους 3,66 μέτρων, εξυπηρετεί αυξημένο αριθμό κατοικιών που στο σύνολο τους αποτελούν έντονη μορφή ανάπτυξης (αυξημένης έντασης) για την οποία η προσπέλαση με δικαίωμα διάβασης περιορισμένου πλάτους δεν είναι ικανοποιητική επειδή ξεφεύγει από το πνεύμα των προνοιών του περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμού 15Β(1), ο οποίος, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες των παραγράφων 2.5 και 3.0 της Εντολής 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών, λαμβάνεται υπόψη ως ουσιώδης παράγοντας κατά τη μελέτη της αίτησης.
(501) Ο συντελεστής δόμησης και το ποσοστό κάλυψης της προτεινόμενης ανάπτυξης υπολογιζόμενα στο καθαρό εμβαδό του τεμαχίου ανέρχονται σε 0.30:1 και 0.18:1 αντίστοιχα, αντί όχι περισσότερο από 0.2:1 και 0.15:1 που είναι τα ανώτατα επιτρεπόμενα, με βάση τις πρόνοιες της υποπαραγράφου 2(δ) της Πολιτικής 9(Γ)(β) της Δήλωσης Πολιτικής.
(502) Η προτεινόμενη ανάπτυξη εκτελείται σε τεμάχιο διαμέσου του οποίου δεν έχουν διασφαλιστεί οι απαραίτητες συνθήκες ανάπτυξης της περιοχής στην οποία αυτό ευρίσκεται (το οδικό δίκτυο), κατά παράβαση των προνοιών της υποπαραγράφου 1(β) της Πολιτικής 3(Α) της Δήλωσης Πολιτικής.
(503) Η προτεινόμενη οικοδομή, όπως δείχνεται στα υποβληθέντα χωρομετρικά σχέδια, επεμβαίνει στο οδικό δίκτυο, αντί να απέχει τουλάχιστον 3,00 μέτρα από τα νέα οδικά σύνορα, κατά παράβαση των προνοιών της παραγράφου 10.1(ε) της Πολιτικής 3(Α) της Δήλωσης Πολιτικής.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Πέραν των πιο πάνω παρατηρήσεων υπάρχουν και άλλες δευτερευούσης σημασίας παρατηρήσεις σε σχέση με την προτεινόμενη ανάπτυξη."
Η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή, η οποία επιλήφθηκε της ιεραρχικής προσφυγής, έκρινε ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ήταν ορθή, σύννομη και εντός των πλαισίων της Εντολής 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών και της Δήλωσης Πολιτικής και απέρριψε την προσφυγή.
Προσβάλλοντας τη νομιμότητα αυτής της απόφασης, ο αιτητής πρόβαλε σειρά λόγων ακύρωσης, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.
1ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από το Σύνταγμα.
Όπως εισηγείται ο αιτητής, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τα Άρθρα 23, 26 και 28 του Συντάγματος.
Με το Άρθρο 23 του Συντάγματος διασφαλίζεται το δικαίωμα απόκτησης, κατοχής, χρήσης, απόλαυσης και διάθεσης ιδιοκτησίας και ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόρριψη του αιτήματός του για έκδοση πολεοδομικής άδειας, για τους λόγους που προβλήθηκαν, συνιστά στέρηση της ιδιοκτησίας του. Διαφωνεί ότι το δικαίωμα διάβασής του εξυπηρετεί αυξημένο αριθμό κατοικιών - έντονη ανάπτυξη, γεγονός που, εν πάση περιπτώσει, δεν βαρύνει τον ίδιο.
Με το Άρθρο 28 του Συντάγματος διασφαλίζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών και ο αιτητής ισχυρίζεται ότι αυτή η αρχή παραβιάσθηκε στην περίπτωσή του με την απόρριψη της ιεραρχικής του προσφυγής. Ότι δηλαδή συνιστά κατάφωρη δυσμενή διάκριση εις βάρος του εν σχέσει προς ιδιοκτήτες που παρόλο ότι τα τεμάχια που κατέχουν εξυπηρετούνται από το ίδιο δικαίωμα διάβασης με αυτό που διαθέτει το τεμάχιο του αιτητή, έχουν ήδη τύχει οικιστικής ανάπτυξης και τους έχουν χορηγηθεί οι σχετικές άδειες.
Το Άρθρο 26 του Συντάγματος διασφαλίζει την ελευθερία του συμβάλλεσθαι. Ο αιτητής δεν προώθησε στην αγόρευσή του επιχειρηματολογία επ΄ αυτού του θέματος και ορθά βέβαια, αφού καμιά σχέση δεν φαίνεται να έχει αυτό το δικαίωμα με την περίπτωση του αιτητή.
Διαφωνώντας με τις πιο πάνω θέσεις του αιτητή περί παραβίασης συνταγματικών του δικαιωμάτων, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση παρέπεμψε σε νομολογία σύμφωνα με την οποία η επιβολή περιορισμών στη χρήση ακίνητης περιουσίας και, συγκεκριμένα, η απόρριψη αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας δεν συνιστούν πράξεις στερητικές των συνταγματικών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τα Άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος.
Η θέση των καθ΄ων η αίτηση επί του θέματος τούτου, είναι ορθή. Στην υπόθεση Α. Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 85 τονίστηκαν και τα ακόλουθα από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου:
"Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους. Η οικοδομική ανάπτυξη είναι αλληλένδετη με τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Στη Simonis and Another v. Imp. Board Latsia (1984) 3 C.L.R., κρίθηκε ότι η χρήση γης για οικοδομικούς σκοπούς και, γενικά, η οικοδομική ανάπτυξη αποτελεί κοινοτική υπόθεση, υποκείμενη στο πολεοδομικό σχέδιο της περιοχής στην οποία ευρίσκεται. Η απόφαση στη Simonis υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ορθή έκφραση του δικαίου στις υποθέσεις Lanitis E.C. Estates Ltd. και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλου (ανωτέρω), και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση Αρ. 63/82, κ.ά. - 5/4/1990)."
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι αυτός έτυχε δυσμενούς ή άνισης μεταχείρισης, αφού σε ιδιοκτήτες παρακείμενων ακινήτων χορηγήθηκε άδεια οικοδομής με τα ίδια δεδομένα πρόσβασης, οι καθ΄ων η αίτηση επεξήγησαν ότι εκείνες οι άδειες οικοδομής είχαν εκδοθεί από το Δήμο Παραλιμνίου με βάση τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96, πριν από την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος. Όπως δε ορθά παρατηρούν οι καθ΄ων η αίτηση, εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι στο παρελθόν είχαν χορηγηθεί κάποιες άδειες με βάση το ισχύον τότε καθεστώς, αυτό δεν τεκμηριώνει λόγο για παραβίαση των βασικών αρχών που διέπουν την ανάπτυξη στην περιοχή, με βάση τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής. Σύμφωνα δε με την Παράγραφο 1(β) της Πολιτικής 3Α (Βασικές Αρχές που διέπουν την Ανάπτυξη) της Δήλωσης Πολιτικής, ανάπτυξη θα επιτρέπεται εφόσον εκτελείται σε τεμάχια διαμέσου του οποίου έχουν διασφαλιστεί οι απαραίτητες συνθήκες ανάπτυξης της περιοχής στην οποία αυτό ευρίσκεται (απαραίτητο οδικό δίκτυο, χώροι πρασίνου και άλλοι αναγκαίοι χώροι). Στην περίπτωση δε του αιτητή, το προς ανάπτυξη τεμάχιό του επηρεάζεται από σχέδιο διάνοιξης δρόμου, με αποτέλεσμα η προτεινόμενη οικοδομή να επεμβαίνει στον υπό διάνοιξη δρόμο, αντί να απέχει τουλάχιστο τρία μέτρα από τα όριά του.
Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
2ος Λόγος Ακύρωσης - Ισχυρισμός περί πάσχουσας διαδικασίας εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής.
Σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, ο Κανονισμός 7(5) της Κ.Δ.Π. 55/90 προβλέπει ότι, κατά τη διαδικασία εξέτασης ιεραρχικής προσφυγής, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέσει σε άλλο όργανο την εξέταση "ορισμένων θεμάτων" σχετικών με την προσφυγή, όχι όμως και την εξέταση ολόκληρης της προσφυγής, όπως έγινε εδώ, και εν πάση περιπτώσει, δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο από τους καθ΄ων η αίτηση οποιοδήποτε έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται η ανάθεση της εξέτασης προς Υπουργική Επιτροπή.
Απαντώντας σ΄ αυτές τις θέσεις, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση επισύναψε στην αγόρευσή της αντίγραφα των σχετικών αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου για την εκχώρηση εξουσιών προς την Υπουργική Επιτροπή για εξέταση ιεραρχικών προσφυγών βάσει των άρθρων 31 και 32 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου.
Σύμφωνα με τις σχετικές γνωστοποιήσεις οι οποίες δημοσιεύτηκαν στις αντίστοιχες Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις δυνάμει του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμος αρ. 23/1962, οι εξουσίες για τη λήψη απόφασης σε ιεραρχική προσφυγή που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 31(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, εκχωρήθηκαν σε τετραμελή αρχικά και τριμελή αργότερα Υπουργική Επιτροπή. Επομένως, η λήψη απόφασης επαφίεται στην Υπουργική Επιτροπή, όπως βέβαια και η όλη εξέταση του θέματος, και όχι στο Υπουργικό Συμβούλιο. Είναι δε η Υπουργική Επιτροπή η οποία δύναται, δυνάμει του προαναφερθέντος Κανονισμού, να αναθέτει την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή προτού εκδώσει την απόφασή της. (Βλ. Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α ΑΑΔ 72, Ανθή Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 85).
Άλλο, συναφές θέμα το οποίο επίσης ήγειρε και προώθησε ο αιτητής κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, αφορά στην ανάμειξη του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής ο οποίος, χωρίς ειδική προς τούτο ανάθεση, επιλήφθηκε του θέματος και διεξήγαγε έρευνα.
Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο αιτητής, η ανάμειξη στην ιεραρχική προσφυγή του Υπουργείου Εσωτερικών υπό διπλή ιδιότητα, δηλαδή αυτή του εισηγούμενου με έκθεσή του την απόρριψη της προσφυγής και του λαμβάνοντος μέρος στην απορριπτική απόφαση, καθιστά την όλη διαδικασία παράνομη.
Προσεκτική μελέτη της νομολογίας καταδεικνύει ότι σε αριθμό αποφάσεων τόσο της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όσο και Μονομέλειας, πανομοιότυπα με αυτά επιχειρήματα έχουν απορριφθεί. Στην απόφασή μου στην Υπόθεση αρ. 1007/2008, Ελένη Ιωαννίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 24.11.2009, είχα ασχοληθεί με το θέμα τούτο και είχα αναφέρει και τα ακόλουθα:
"Αυτή η εισήγηση των αιτητριών παρουσιάζεται υπό δύο πτυχές:
Ότι δεν μπορούσε η Υπουργική Επιτροπή που εξέτασε την προσφυγή να ανέθετε εξουσίες της προς διερεύνηση στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ούτε υπήρξε νόμιμα τέτοια ανάθεση.
Ότι δεν μπορούσε το Υπουργείο Εσωτερικών να λάμβανε μέρος και σε έρευνα με υποβολή εισήγησης προς την αποφασίζουσα Επιτροπή και ταυτόχρονα να συμμετείχε και στην ίδια την Υπουργική Επιτροπή.
Ως προς την πρώτη πτυχή του λόγου τούτου ακύρωσης, οι αιτήτριες υπέβαλαν ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο είναι το αρμόδιο όργανο που επιλαμβάνεται ιεραρχικών προσφυγών, μπορούσε μεν να εκχωρήσει την εξουσία του σε Υπουργική Επιτροπή με βάση την ΚΔΠ196/93 πλην όμως, σύμφωνα με τον Κανονισμό 7(5) της ΚΔΠ55/90, η Επιτροπή μπορούσε να αναθέσει η ίδια την εξέταση μόνο ορισμένων θεμάτων που σχετίζονταν με την προσφυγή και την υποβολή σ΄ αυτήν πορίσματος, εάν η Επιτροπή έκρινε τούτο αναγκαίο. Στην υπό εξέταση περίπτωση όμως, σύμφωνα πάντα με τις αιτήτριες, το Υπουργείο Εσωτερικών και ο Γενικός του Διευθυντής, αναρμόδια και ετσιθελικά υφάρπασαν την αρμοδιότητα της Υπουργικής Επιτροπής και χωρίς εντολή ή εξουσιοδότηση προέβηκαν σε δική τους ολοκληρωμένη έρευνα, όχι μόνο επί καθορισμένων θεμάτων.
Το δίπτυχο τούτο θέμα, που ενσωματώνεται στον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης, είχε επίσης εγερθεί και απασχολήσει κατά την εκδίκαση της προαναφερθείσας προσφυγής των ίδιων αιτητριών με αρ. 975/2007. Το ακόλουθο απόσπασμα από τις σελ. 4 και επόμενα της εκδοθείσας απόφασης του Γαβριηλίδη Δ. είναι σχετικό και το παραθέτω αυτούσιο:
"Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε πάσχει λόγω του ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με δική του πρωτοβουλία και αναρμόδια, ανέλαβε να εξετάσει το θέμα και να ετοιμάσει, όπως και ετοίμασε, σχετικό σημείωμα προς την Υπουργική Επιτροπή. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Το ζήτημα έχει απαντηθεί πλειστάκις από τη νομολογία. Στη Χριστοδούλου ν. Έπαρχου Λευκωσίας (2001) 3 ΑΑΔ 810 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Η παραπάνω ανάμειξη του Υπουργείου των Εσωτερικών αποτελεί την κύρια βάση της έφεσης. Διαπιστώθηκε πρωτόδικα - και η Δημοκρατία δεν το αμφισβητεί - ότι προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση, το Υπουργείο ζήτησε, εκτός από την κατάθεση των εγγράφων στα οποία αναφέρθηκε ο δικηγόρος των αιτητών για υποστήριξη της προσφυγής και έκθεση από την Πολεοδομική Αρχή, καθώς και το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Ο πρώτος ουσιαστικά επανέλαβε τους λόγους για τους οποίους εναντιώθηκε στη μεταβολή χρήσης και απέρριψε την αίτηση ενώ ο δεύτερος, εισηγούμενος επίσης απόρριψη, υπέδειξε ότι η ικανοποίηση του αιτήματος θα δημιουργούσε ή θα επέτεινε και πρόβλημα "ανεξέλεγκτης στάθμευσης" οχημάτων στην οδό Ενότητος.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά ακριβώς τις ενέργειες αυτές του Υπουργείου και τελικά την υποβολή του παραπάνω Σημειώματος. Η εμπλοκή του με αυτό τον τρόπο, κατά το δικηγόρο των εφεσειόντων, προσκρούει στις διατάξεις του Κανονισμού 7(5), με αναπόφευκτο επακόλουθο την ακυρότητα της απορριπτικής απόφασης. Η απουσία εντολής διερεύνησης προς το Υπουργείο, κατέστησε την πρωτοβουλία και την όλη δράση του Υπουργείου στο ζήτημα, παράνομη. Η Υπουργική Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο και την εξουσία που της παρέχει με αποτέλεσμα τον αυτοεγκλωβισμό της σε ότι "προκατασκεύασε" - προκαλεί απορία η χρήση της λέξης αφού το Σημείωμα περιέχει βασικά εξιστόρηση των όσων προηγήθηκαν - άλλο αναρμόδιο όργανο, στο οποίο δεν δόθηκε σχετική εντολή.
Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε τις παραπάνω και άλλες όμοιες αιτιάσεις. Στηρίχθηκε γι' αυτό και στην απόφαση του Καλλή, Δ. στην υπόθεση αρ. 683/97, Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6/7/98, την οποία ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι κακώς ακολούθησε. Όμως η Ολομέλεια με την απόφασή της στην Α.Ε. 2687, Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72, επικύρωσε την απόφαση. Ας σημειωθεί ότι η εισήγηση ήταν ταυτόσημη:-
(ο συνήγορος του εφεσείοντα) "Εισηγήθηκε πως το Υπουργείο Εσωτερικών και οι υπ' αυτό αρμόδιες υπηρεσίες παρανόμως, γιατί δεν τους ζητήθηκε κάτι τέτοιο, έθεσαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή τα διάφορα στοιχεία και τις δικές τους απόψεις που αφορούν στην υπόθεση. Ο δικηγόρος διατείνεται πως το Υπουργείο Εσωτερικών ήταν εμπλεκόμενο ως "αντίδικος" στην υπόθεση και επομένως δεν είχε δικαίωμα, χωρίς να του ζητηθεί από την Υπουργική Επιτροπή, να θέσει ενώπιον της τα πιο πάνω στοιχεία, και μάλιστα να εισηγείται απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής.".
Η Ολομέλεια την απέρριψε παρατηρώντας ότι:-
"Κρίνουμε ολωσδιόλου αβάσιμη την εισήγηση. Αντίθετα με αυτή, έχουμε τη γνώμη πως ορθά ενήργησε το Υπουργείο Εσωτερικών, γιατί καθηκόντως όφειλε να θέσει ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής, που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στην υπόθεση.".
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο Κανονισμός 7(5) δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας. Ο κανονισμός δεν δικαιολογεί μια τέτοια σχολαστική προσέγγιση. Η εναρκτήρια φράση: "Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει" εισάγει, αναμφίβολα, διακριτική εξουσία, η οποία στην περίπτωσή μας ασκείται από την Υπουργική Επιτροπή. Ο κανονισμός, όπως διατυπώνεται, δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους, όταν μάλιστα εμπλέκονται εξαρχής (όπως εδώ το Υπουργείο Εσωτερικών) στη διαδικασία. Και, περαιτέρω, έχουν, όπως και οι άλλοι φορείς που ρωτήθηκαν, την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου. Σε καμιά δε περίπτωση δεν επικρίθηκε η διεξαχθείσα έρευνα ως ελλιπής ή στρεβλωτική της κατάστασης. Όπως θα προσέξει ένας, το Σημείωμα περιέχει και κάθε στοιχείο σχετιζόμενο με τη μεταγενέστερη αλλαγή των χρήσεων της ζώνης, που βρίσκονται τα επίδικα καταστήματα. Δόθηκε ολοκληρωμένη και πιστή εικόνα.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ανθή Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, στην οποία παραπέμπει ο πρωτόδικος δικαστής, έχει λεχθεί ότι:-
"Η αναζήτηση των απόψεων τρίτων, στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων, προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας η οποία εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δε συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων.".
Η άλλη πλημμέλεια - που αποτελεί τη βάση του δεύτερου λόγου έφεσης - αφορά κατά βάση τη διαδικασία της έρευνας με κάποιες παραλλαγές ή προσθήκες. Συνοπτικά η εισήγηση είναι ότι η Υπουργική Επιτροπή όφειλε να ενεργήσει κατά τον κανονισμό 7(5), ο οποίος δεν αφήνει δυνατότητα οποιασδήποτε πρωτοβουλίας σε άλλο όργανο. Έπρεπε να είχε προηγηθεί εντολή. Η παρέμβαση του Υπουργείου απλώς εμπέδωσε τη θέση της Δημοκρατίας. Η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε ο πρωτόδικος Δικαστής έχει ως βάση απόφαση για εξέταση θεμάτων από λειτουργό Υπουργείου συνδεδεμένων με την ιεραρχική προσφυγή. Ο κ. Αγγελίδης έψεξε επίσης την αναφορά στα παράπονα των κατοίκων, υπαινισσόμενος πως η υπόθεση δεν εξετάστηκε υπό το πρίσμα του ισχύοντος Τοπικού Σχεδίου.
Το πρώτο μέρος της εισήγησης έχει ήδη απαντηθεί. Η ανάμειξη του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν νόμιμη αν όχι απαραίτητη, δοθέντος, όπως παρατηρεί ο Καλλής, Δ. στην παραπάνω απόφασή του, ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διαθέτει γραμματεία για τους σκοπούς εξέτασης ιεραχικών προσφυγών. Η νομολογία δε θέτει ως προαπαιτούμενο για τη βοήθεια από άλλα όργανα ή λειτουργούς ειδικής εντολής προς αυτούς. Δεν είναι αυτό το πνεύμα της. Εξάλλου δεν μας έχει παραπέμψει ο συνήγορος σε απόφαση, που θέτει ένα τέτοιο άτεγκτο κανόνα.»
Η πιο πάνω παράθεση των νομικών αρχών και η εφαρμογή τους στα περιστατικά της υπόθεσης με βρίσκουν σύμφωνο και πιστεύω ότι εφαρμόζονται πλήρως και στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής. (Δέστε επίσης Στρούθου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 72, Υποθέσεις 737/06 κ.ά Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, 31.7.2008, Υπόθεση 1268/99 ΔΟΜΟΚΟΣ Λτδ ν. Δημοκρατίας, 12.10.2000)."
Ως προς τη δεύτερη πτυχή του θέματος, η οποία αναφέρεται στη διπλή εμπλοκή του Υπουργείου Εσωτερικών, τόσο στη συλλογή στοιχείων και υποβολή σημειώματος προς την Υπουργική Επιτροπή, όσο και στη συμμετοχή του στη σύνθεση της Επιτροπής, και αυτό το θέμα εξετάστηκε και αποφασίστηκε στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 975/2007. Στη σελ. 8 της απόφασης είχαν λεχθεί και τα εξής:
"Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αντικειμενικότητας της Υπουργικής Επιτροπής διότι σ΄ αυτή συμμετείχε και ο Υπουργός Εσωτερικών. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με το Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Εκχώρηση Εξουσιών) Διάταγμα του 1996 (ΚΔΠ 53/96) ο Υπουργός Εσωτερικών εκχώρησε τις εξουσίες του για πολεοδομικό έλεγχο στους Επαρχιακούς Λειτουργούς. Επί του θέματος σχετική είναι η απόφασή μου στην Χαπέρη ν. Υπουργείου Εσωτερικών, Προσφυγή 1283/2007, 17.12.2008, όπου αναφέρω τα ακόλουθα:
"Προβάλλεται, τέλος, στην απαντητική αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας, ο ισχυρισμός ότι πάσχει η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής, καθότι δεν φαίνεται στο σχετικό πρακτικό εάν συμμετείχε ο Υπουργός Εσωτερικών. Εάν όντως συμμετείχε, τότε η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αντικειμενικότητας της Υπουργικής Επιτροπής. Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72, όπως τροποποιήθηκε) "η Πολεοδομική Αρχή είναι, αναλόγως της περιπτώσεως, ο Υπουργός ή οιαδήποτε αρχή εις την οποίαν έχουσι μεταβιβασθή αρμοδιότητες". Η εκχώρηση αρμοδιοτήτων θεσμοθετήθηκε με το περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Εκχώρηση Εξουσιών) Διάταγμα του 1996 (Κ.Δ.Π. 53/96) από το οποίο προκύπτει με σαφήνεια ότι, στις περιοχές οι οποίες δεν εμπίπτουν στα δημοτικά όρια των Δήμων, οι οποίοι κατονομάζονται στη διάταξη, μεταξύ των οποίων και ο Δήμος Παραλιμνίου, οι εξουσίες του Υπουργού Εσωτερικών για πολεοδομικό έλεγχο, στο υπό συζήτηση ζήτημα, εκχωρήθηκαν στους "κατά τόπο αρμόδιους Επαρχιακούς Λειτουργούς". Πολεοδομική Αρχή, στην περίπτωση της αιτήτριας, ήταν ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου. Όχι ο Υπουργός Εσωτερικών. Το ότι ο Υπουργός Εσωτερικών είναι η προϊσταμένη αρχή δεν επηρεάζει την αποκλειστική αρμοδιότητα της Πολεοδομικής Αρχής. Την επίδικη απόφαση εξέδωσε αρμόδια, ως Πολεοδομική Αρχή, ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου, χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη του Υπουργού Εσωτερικών. Δεν στοιχειοθετείται, επομένως, ο ισχυρισμός ότι η συμμετοχή του Υπουργού Εσωτερικών στην Υπουργική Επιτροπή συνέβαλε στη δημιουργία δυσμενών αποτελεσμάτων για την αιτήτρια, ότι, δηλαδή, ο Υπουργός Εσωτερικών εστερείτο των εχέγγυων αμεροληψίας. (Βλ. Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ).""
Το πιο πάνω απόσπασμα, με το οποίο συμφωνώ, έχει εφαρμογή και στην παρούσα υπόθεση. Είναι δε εν πάση περιπτώσει ορθή και η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση σύμφωνα με την οποία η προεργασία και ετοιμασία ενημερωτικού υλικού υπό κάποιο τμήμα ή όργανο της διοίκησης και η υποβολή του υπό μορφή σημειώματος προς το αποφασίζον όργανο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση ή συμμετοχή στη λήψη απόφασης, ή να θεωρηθεί ότι με οποιονδήποτε τρόπο τείνει να προκαταλάβει τη ληφθησόμενη απόφαση από το αρμόδιο όργανο."
Συνακόλουθα, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.
3ος Λόγος Ακύρωσης - Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Οι επακριβείς λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αιτηθείσα από τον αιτητή πολεοδομική άδεια, έχουν παρατεθεί αυτολεξί στην αρχή της παρούσας Απόφασης. Περαιτέρω, με το Σημείωμα για την Υπουργική Επιτροπή, ημερομηνίας 3.3.2009, το Υπουργείο Εσωτερικών φαίνεται να εξέτασε λεπτομερώς τα θέματα που εγείρονταν στο πλαίσιο της προσφυγής και εισηγήθηκε την απόρριψή της.
Σύμφωνα με τον αιτητή, η Πολεοδομική Αρχή (προφανώς εννοεί το Υπουργείο Εσωτερικών) παρέμεινε μεροληπτικά προσκολλημένη στα όσα αποφάσισε προηγουμένως, ο δε Διευθυντής Πολεοδομίας συμφωνεί, χωρίς να αναφέρει κάτι άλλο. Επομένως, εισηγείται ο αιτητής, δεν δόθηκε νόμιμη αιτιολογία για την απόρριψη της αίτησης και προσφυγής του. Πιο συγκεκριμένα, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση παραγνώρισαν το γεγονός ότι ο δρόμος στον οποίο εφάπτεται το τεμάχιο του αιτητή είναι δημόσιος δρόμος εγγεγραμμένος, ότι επί τόπου είναι δυνατή η προσπέλαση στο τεμάχιό του, ότι υφιστάμενες κατοικίες εξυπηρετούνται από αυτό το δρόμο κλπ.
Ο λόγος αυτός ακύρωσης είναι έκδηλα αβάσιμος. Μελέτη όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αποκαλύπτει τόσο τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας όσο και την απόδοση επαρκούς αιτιολογίας. Αναφορικά με εισήγηση του αιτητή ότι ουσιαστικά η Υπουργική Επιτροπή, χωρίς δική της έρευνα, υιοθέτησε τις απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής, επανειλημμένα έχει νομολογηθεί ότι δεν είναι απαραίτητη η διεξαγωγή έρευνας από το ίδιο το όργανο που αποφασίζει. Το αποφασίζον όργανο μπορεί να αναθέσει σε άλλο όργανο τη διερεύνηση μιας περίπτωσης, τη συλλογή στοιχείων, εγγράφων και απόψεων, έτσι ώστε αυτά, κατάλληλα αξιολογούμενα, να το οδηγήσουν στη λήψη της ορθής και δίκαιης απόφασης (Δημοκρατία ν. Κοινότητα Πυργών κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζαμπόγλου (1997) 3 ΑΑΔ 270).
Ως προς την επάρκεια της αιτιολογίας επισημαίνεται κατ΄ αρχάς ότι ρητά αναφέρεται στην απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής ημερομηνίας 9.3.2009 ότι η Επιτροπή είχε ενώπιόν της και μελέτησε το άρτιο σε περιεχόμενο Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, εξέτασε τα πραγματικά και τα νομικά χαρακτηριστικά που σχετίζονταν με την αίτηση, έλαβε υπόψη της τις απόψεις αρμοδίων τμημάτων, καθώς επίσης και τις παραστάσεις του δικηγόρου του αιτητή και, αξιολογώντας αυτά τα στοιχεία, κατέληξε στην απόφασή της.
Όσον αφορά το θέμα της προσπέλασης προς το ακίνητο του αιτητή και τον τρόπο αντίκρυσης του θέματος από τη διοίκηση, θα πρέπει να επισημανθεί ότι πρόκειται για ένα τεχνικής φύσεως ζήτημα που, ως τέτοιο, δεν υπάγεται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 113, Κουτσού ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 ΑΑΔ 311).
Επομένως, η λεπτομερής αιτιολογία είναι παρούσα, είτε άμεσα, είτε με παραπομπή στο περιεχόμενο των εγγράφων στα οποία αυτή αναφέρεται.
Εξάλλου, μια τέτοια αιτιολογία, όπως επίσης και διεξαχθείσα έρευνα, κρίθηκαν ως επαρκείς σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων Ολομέλειας και Μονομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Καθόλου δε, δεν ευσταθεί ο περαιτέρω ισχυρισμός του αιτητή ότι η Υπουργική Επιτροπή ενήργησε ως Εφετείο σε δικαστική διαδικασία επειδή έκρινε ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ήταν ορθή. Όπως έχω ήδη διαπιστώσει, η Επιτροπή διεξήγαγε πλήρη και επαρκή έρευνα μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών, έλαβε υπόψη της όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, περιλαμβανομένων των παραστάσεων του αιτητή, συνεκτίμησε τα δεδομένα και έλαβε μια απόφαση η οποία δεν διαφέρει απ΄ εκείνη που είχε λάβει το αρμόδιο όργανο. Τίποτε το μεμπτό δεν μπορώ να διακρίνω στον τρόπο που ενήργησε η Επιτροπή.
4ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό αποστέρηση του δικαιώματος ακρόασης.
Πέραν του γεγονότος ότι ο αιτητής είχε προβάλει μέσω του δικηγόρου του τις παραστάσεις τις οποίες επιθυμούσε ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής, είναι η θέση του αιτητή ότι θα έπρεπε να είχε ακουσθεί και σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού γινόταν γνώστης των αποτελεσμάτων της διερεύνησης που είχε διεξαχθεί από το Υπουργείο Εσωτερικών.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7(4) της Κ.Δ.Π. 55/1990, το Υπουργικό Συμβούλιο (και ασφαλώς και η Υπουργική Επιτροπή λόγω της εκχώρησης) εξετάζει την προσφυγή του αιτητή και αποφασίζει επ΄ αυτής, αφού προηγουμένως "αν το κρίνει σκόπιμο, ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή."
Επομένως, το αν θα απαιτηθεί ή όχι η υποστήριξη ή η περαιτέρω υποστήριξη των λόγων στους οποίους βασίστηκε η προσφυγή, αυτό είναι θέμα που επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής. (Βλ. Θέκλα Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υπόθεσης 951/2006, ημερομηνίας 28.3.2008, Μαρίνα Πίκολου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8.8.2008). Η Επιτροπή είχε ενώπιόν της τις παραστάσεις του αιτητή, τις οποίες είχε εγείρει και υποστηρίξει με οκτασέλιδη επιστολή του ο δικηγόρος του αιτητή και δεν αισθάνθηκε ότι, ως αποτέλεσμα των υπαρχόντων στοιχείων, απαιτείτο η περαιτέρω υποστήριξη των λόγων που ήγειρε ο αιτητής.
Τελικά, διαφαίνεται ότι δεν μπορεί να ευσταθήσει κανένας από τους εγερθέντες λόγους ακύρωσης.
Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ