ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 565/2009)
29 Απριλίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
LOGICOM PUBLIC LTD,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργικού Συμβουλίου,
Καθ΄ ου η αίτηση.
----------------------------------
Π. Παναγιώτου για Α. Μαρκίδη, για την Αιτήτρια.
Α. Πανταζή-Λάμπρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
Ε. Μιχαήλ (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.,
για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές διατείνονται ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου άγνωστης ημερομηνίας που περιήλθε στη γνώση τους στις 3.3.2009, με την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε, χωρίς την προκήρυξη προσφορών, την ανάθεση στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου της σύμβασης για τη λειτουργία και συντήρησης σταθμού αφαλάτωσης στο Βασιλικό για την προμήθεια νερού και ή αφαλατωμένου νερού, είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα.
Οι αιτητές λέγουν ότι ως δημόσια εταιρεία έχουν συμπράξει με διάφορες άλλες αλλοδαπές εταιρείες και έχουν συμμετάσχει σε διαγωνισμούς για την προμήθεια νερού στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, κατονομάζουν δε τρεις τέτοιους διαγωνισμούς στην παράγραφο 2 της προσφυγής της. Επομένως η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να αναθέσει χωρίς την προκήρυξη προσφορών σύμβαση στην Α.Η.Κ. παραβιάζει τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, την αρχή της αναλογικότητας, το Νόμο αρ. 11(Ι)/06, τις βασικές ευρωπαϊκές αρχές στις οποίες στηρίζεται η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, δηλαδή, την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, το δικαίωμα εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ενώ είναι και προϊόν νομικής και πραγματικής πλάνης, χωρίς δέουσα έρευνα και χωρίς νόμιμη ή ειδική αιτιολογία.
Ο καθ΄ ου, ως Υπουργικό Συμβούλιο, εγείρει αριθμό προδικαστικών ενστάσεων εισηγούμενος ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ανύπαρκτος ή διαζευκτικά ότι δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, ούσα πράξη κυβερνήσεως, η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, οι δε αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος. Επί της ουσίας, ο καθ΄ ου ισχυρίζεται ότι ως Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του ημερ. 26.3.2008, ενέκρινε σειρά άμεσων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων για την αντιμετώπιση της υδατικής κατάστασης στη Δημοκρατία, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η «μελέτη της δυνατότητας χρήσης κινητών μονάδων αφαλάτωσης για κάλυψη υδατικών αναγκών σε συγκεκριμένες περιοχές, κατάλληλες για την περίπτωση αυτή.». Το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, (εφεξής «το Τμήμα»), σε εφαρμογή της πιο πάνω γενικής απόφασης, μελέτησε την εγκατάσταση κινητών μονάδων προς ενίσχυση των συστημάτων υδατοπρομήθειας των πόλεων Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας και ελεύθερης περιοχής Αμμοχώστου, τροφοδοτούμενα από το Ενιαίο Σχέδιο Νότιου Αγωγού, και άρχισε διαπραγματεύσεις με την Α.Η.Κ. με σκοπό τη σύναψη μνημονίου συναντίληψης και συνεργασίας. Το μνημόνιο αυτό διαλάμβανε την από μέρους του Τμήματος αγορά νερού από κινητή/πλωτή ή και από σταθερή μονάδα αφαλάτωσης που η Α.Η.Κ. θα εγκαθιστούσε προκηρύσσοντας εκείνη διαγωνισμό με βάση το Νόμο αρ. 11(Ι)/06.
Το Υπουργικό Συμβούλιο στη βάση πρότασης ημερ. 26.6.2008 που παρουσίασε προς αυτό ο Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, αποφάσισε τη λήψη μέτρων καλώντας το Τμήμα και την Α.Η.Κ. να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις τους. Ενέκρινε επίσης διάταγμα με βάση το οποίο η κινητή ή πλωτή μονάδα αφαλάτωσης κηρύσσετο ως έργο εξαιρετικά ιδιάζουσας φύσης, εξαιρούμενο έτσι από τις πρόνοιες του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμο αρ. 140(Ι)/2005, ενώ κάλεσε όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες να βοηθήσουν στην έκδοση όλων των αναγκαίων αδειών. Τέλος εξουσιοδότησε τον Υπουργό Γεωργίας να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για τη δημοσίευση πριν την υλοποίηση του έργου σχετικής γνωστοποίησης δυνάμει των προνοιών του άρθρου 3 του Νόμου και να ενημερώσει σχετικά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ως επακόλουθο των ανωτέρω, το Τμήμα και η Α.Η.Κ. υπόγραψαν μνημόνιο συναντίληψης και συνεργασίας στις 28.11.2008. Επομένως δεν υπάρχει απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 3.3.2009 ή σε οποιοδήποτε προγενέστερο χρόνο με την οποία να ανατίθεται στην Α.Η.Κ. οποιαδήποτε σύμβαση για τη λειτουργία και συντήρηση σταθμού αφαλάτωσης στο Βασιλικό. Ούτε το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του ημερ. 9.7.2008, ούτε με την υπογραφή του μνημονίου στις 28.11.2008, συνάφθηκε οποιαδήποτε σύμβαση μεταξύ του Τμήματος και της Α.Η.Κ. Το μνημόνιο προνοούσε ότι η Α.Η.Κ. θα προκήρυσσε διαγωνισμό, ανάλογα δε με τις προσφορές που θα υποβάλλονταν, και την αξιολόγηση τους, η Α.Η.Κ. θα άρχιζε διαπραγματεύσεις με το Τμήμα για τη σύναψη τελικής συμφωνίας για προμήθεια νερού. Ανάλογα με τη θετική κατάληξη των διαπραγματεύσεων, το Τμήμα θα αποδεχόταν ή όχι τη σύναψη τελικής συμφωνίας για αγορά αφαλατωμένου νερού από την Α.Η.Κ. Εκείνο που έγινε στις 13.3.2009, ήταν η υπογραφή τελικής συμφωνίας μεταξύ του Τμήματος και της Α.Η.Κ. για την προμήθεια αφαλατωμένου πόσιμου νερού, η οποία συμφωνία συνάφθηκε μετά από απόφαση του Τμήματος που συγκαταλέγηκε στους αναθέτοντες φορείς δυνάμει του Νόμου αρ. 11(Ι)/06, για την άσκηση τέτοιας δραστηριότητας, στη βάση της οποίας το Τμήμα ενήργησε πλέον ως αναθέτουσα αρχή.
Από την αιτήτρια αναπτύσσονται επιχειρήματα στη βάση των οποίων οι προδικαστικές ενστάσεις πρέπει να αποτύχουν διότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι καθόλα υπαρκτή, εφόσον με αυτή τροχιοδρομήθηκε η τελική ανάθεση της σύμβασης στην Α.Η.Κ. να λειτουργήσει σταθμό αφαλάτωσης χωρίς την προκήρυξη προσφορών. Στη σύγχρονη εξέλιξη του διοικητικού δικαίου, η πράξη ανάθεσης δημόσιας σύμβασης χωρίς την προκήρυξη διαγωνισμού δεν μπορεί να κριθεί ως πράξη κυβερνήσεως διότι η τάση είναι ο περιορισμός της κατηγορίας αυτής και όχι η διεύρυνση της. Η αιτήτρια με δεδομένο ότι είχε συμπράξει στο παρελθόν με άλλες αλλοδαπές εταιρείες και είχε συμμετάσχει σε διαγωνισμούς για την προμήθεια νερού στο Τμήμα, αποστερήθηκε με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, της δυνατότητας είτε μόνη, είτε με σύμπραξη, να υποβάλει προσφορά και επομένως κατέχει το αναγκαίο έννομο συμφέρον στην καταχώρηση της προσφυγής. Στη συνέχεια οι αιτητές επί της ουσίας θεωρούν ότι ο τρόπος ενέργειας του Υπουργικού Συμβουλίου παραβιάζει το Άρθρο 26 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ της 31.3.2004 για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων μεταξύ άλλων και στους τομείς του ύδατος, εφόσον παραβιάζονται οι θεμελιώδεις αρχές και ελευθερίες του Κοινοτικού Δικαίου.
Η επίδικη σύμβαση, αξίας εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, θα προσέλκυε αναμφίβολα το ενδιαφέρον διαφόρων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα παραγωγής πόσιμου νερού και αφαλάτωσης και επομένως δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η σύμβαση αφορά περιορισμένο οικονομικό ενδιαφέρον ή προκαλεί μόνο έμμεσες και τυχαίες συνέπειες. Η προκήρυξη της σύμβασης αγοράς νερού με συνοπτικές έστω διαδικασίες και η ανάθεση της με διαφανή κριτήρια δεν θα προκαλούσε μεγάλη καθυστέρηση στο βαθμό που να δικαιολογεί την πλήρη παράκαμψη της προκήρυξης προσφοράς. Περιορισμοί δε στις βασικές ελευθερίες όχι μόνο πρέπει να αιτιολογούνται πλήρως, αλλά και να εφαρμόζονται κατά τρόπο που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις. Προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αντίθετη με το Άρθρο 28 του Συντάγματος περί ίσης προστασίας και μεταχείρισης, ενώ στερείται επίσης αιτιολογίας, ληφθείσα περαιτέρω και χωρίς δέουσα έρευνα.
Η Δημοκρατία διά της δικής της γραπτής αγόρευσης απέσυρε την προδικαστική της ένσταση αναφορικά με το εκπρόθεσμο της προσφυγής, ενώ δεν προώθησε ούτε τη θέση περί πράξης Κυβερνήσεως, εφόσον η θέση αυτή ηγέρθηκε διαζευκτικά προς τις δύο βασικές προδικαστικές της ενστάσεις, ήτοι, την έλλειψη εννόμου συμφέροντος των αιτητών και του γεγονότος ότι με την προσφυγή προσβάλλεται απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ενώ τέτοια πράξη που να παρουσιάζει τα γνωρίσματα της εκτελεστής διοικητικής πράξης και η οποία να αφορά την ανάθεση σύμβασης στην Α.Η.Κ., δεν υπάρχει.
Επί της ουσίας, η Δημοκρατία θεωρεί ως παραδεκτό από τους αιτητές το γεγονός ότι η επίδικη σύμβαση εφόσον αφορά την αγορά ύδατος εμπίπτει στο πεδίο εξαιρέσεων του Νόμου αρ. 11(Ι)/06, διά του άρθρου 25(α), κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 26 παρ. (α) της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ. Ακολουθεί, κατά τη Δημοκρατία, ότι δεν υπάρχει υποχρέωση δημοσίευσης της προκήρυξης της σύμβασης εφόσον είναι εξαιρούμενη, με το βάρος της απόδειξης να μετατίθεται στους ώμους των αιτητών να αποδείξουν ότι συνέτρεχε λόγος δημοσίευσης. Με βάση τη νομολογία του Δ.Ε.Κ., ο ισχυριζόμενος ότι έχουν θιγεί τα συμφέροντα του από τη μη δημοσίευση πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον για την ανάληψη της σύμβασης, ότι εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος και ότι η μη δημοσίευση έχει ευθέως επηρεάσει τα συμφέροντα του.
Οι αιτητές δεν είναι επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτο μέλος και επομένως απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που είχαν. Στη βάση δε του άρθρου 25(α) του Νόμου αρ. 11(Ι)/06, ήταν απόλυτα θεμιτό για το Τμήμα να εκτιμήσει ότι δεν θα υπήρχε διασυνοριακό ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα η απευθείας επαφή με την Α.Η.Κ., για τους λόγους που αναλυτικά καθορίστηκαν στο μνημόνιο, να ήταν απόλυτα ορθή και δικαιολογημένη, ιδιαιτέρως έχοντας υπόψη τον γεωγραφικό χώρο του ηλεκτροπαραγωγού σταθμού στο Βασιλικό όπου θα έπρεπε να είχε την έδρα του ο οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος. Οι αιτητές, τέλος, δεν τελούσαν υπό τις ίδιες συνθήκες με την Α.Η.Κ. ώστε να γίνεται λόγος για άνιση μεταχείριση μεταξύ προσώπων που έχουν τις ίδιες συνθήκες εφόσον οι αιτητές δεν είναι ιδιοκτήτες μονάδων αφαλάτωσης στο Βασιλικό, ούτε και κατέχουν εκεί ακίνητη ιδιοκτησία.
Κρίνεται ότι ο καθ΄ ου έχει δίκαιο στις εναπομείνασες προδικαστικές του ενστάσεις. Σύμφωνα με πάγια νομολογία προσφυγή εναντίον διοικητικής πράξης πρέπει να εγείρεται με έννομο συμφέρον, αλλά και η ίδια η πράξη θα πρέπει να είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Σε σχέση με το τελευταίο, όπως αναφέρεται στον Π.Δ. Δαγτόλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 5η έκδ., σελ. 289, παρ. 538:
«Διοικητική είναι μόνο η πράξη που αναπτύσσει άμεση νομική ισχύ, δεσμεύει δηλαδή τον αποδέκτη της χωρίς την ανάγκη μεσολαβητικής πράξης άλλου οργάνου.»
Εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που δημιουργεί γένεση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δεν υφίσταντο πριν την έκδοση της ώστε η διοίκηση σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της να δύναται να προβεί σε διαδικασία εκτέλεσης χρησιμοποιώντας τα μέτρα του δικαίου. (Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 357 και Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26). Είναι φανερό από τα όσα έχουν καταγραφεί ήδη στο σκεπτικό και με λεπτομέρεια εξειδικεύονται στην ένσταση του καθ΄ ου, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ουδέποτε εξέδωσε σε σχέση με την υπό κρίση περίπτωση οποιαδήποτε εκτελεστή διοικητική πράξη. Με την απόφαση ημερ. 26.3.08 που έλαβε το Υπουργικό Συμβούλιο, ουδόλως εκπορεύθηκαν δικαιώματα και υποχρεώσεις, ούτε επηρεάστηκαν τα οποιαδήποτε δικαιώματα των αιτητών, αφού η απόφαση αυτή έθετε απλώς ένα πλαίσιο αντιμετώπισης των υδατικών προβλημάτων στη Δημοκρατία στο οποίο περιλαμβανόταν και η δυνατότητα χρήσης κινητών μονάδων αφαλάτωσης και αυτό υπό την αίρεση δέουσας μελέτης. Τα όσα ακολούθησαν αφορούσαν την εφαρμογή αυτής της γενικής πολιτικής που καθορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, αναθέτουσα δε αρχή σε ό,τι αφορούσε τη δημιουργία της μονάδας αφαλάτωσης ήταν το Τμήμα και όχι βέβαια το Υπουργικό Συμβούλιο. Η απόφαση επομένως που προσβάλλεται δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν έχει δημιουργήσει άμεσα δικαιώματα και υποχρεώσεις που να αφορούν τους αιτητές.
Παρά το εκτεταμένο των λόγων ένστασης σε ό,τι αφορά το ιστορικό της ανάθεσης της προμήθειας νερού, οι αιτητές επέλεξαν να μην διαφοροποιήσουν ούτε τον τίτλο της προσφυγής, ούτε το αιτητικό αυτής, ώστε, όπως ορθά υποδεικνύει η κα Πανταζή στη δική της γραπτή αγόρευση, η προσφυγή να στρέφεται κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων. Από τα έγγραφα τα οποία συνοδεύουν ως παραρτήματα την ένσταση, απορρέει σαφώς ότι το συμβόλαιο για την αγορά ποσίμου νερού από τη μονάδα αφαλάτωσης στο Βασιλικό υπογράφηκε στις 11.3.09 μεταξύ του Τμήματος και της Α.Η.Κ. Αυτή ήταν η πράξη που ενδεχομένως θα μπορούσε να νομιμοποιήσει προσφοροδότη να υποβάλει, αν είχε έννομο συμφέρον, προσφυγή.
Οι αιτητές εν πάση περιπτώσει δεν έχουν ούτε έννομο συμφέρον διότι όπως ορθά υποδεικνύει μέσα από την αγόρευση της η δικηγόρος του καθ΄ ου, η συγκεκριμένη ανάθεση της παροχής ύδατος μεταξύ του Τμήματος και της Α.Η.Κ. αφορά εξαιρούμενη σύμβαση δυνάμει του άρθρου 25 του Νόμου αρ. 11(Ι)/06, με αποτέλεσμα αυτή να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου. Εφόσον δεν συντρέχει λόγος ή υποχρέωση δημοσίευσης προηγούμενης προκήρυξης για ανάθεση της σύμβασης, αφού το πεδίο της εμπίπτει στο άρθρο 38(3) του Νόμου λόγω του ότι είναι εξαιρούμενη, τότε είναι οι αιτητές που θα έπρεπε να δείξουν ότι συντρέχει λόγος δημοσίευσης. Τέτοια δημοσίευση θα ήταν επιβεβλημένη εάν οι αιτητές πλήττονταν στο συμφέρον τους να αποταθούν στο διαγωνισμό για την ανάθεση της σύμβασης, εάν υπήρχε εκ μέρους τους βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον για την ανάληψη της σύμβασης. Αυτό σημαίνει ότι το αντικείμενο της σύμβασης έχει επαρκή σχέση με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, καθώς και ότι οι αιτητές εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος με αποτέλεσμα να έχουν θιγεί ευθέως τα συμφέροντα τους με βάση τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (σχετική είναι και η πρόταση της Γενικής Εισαγγελέως ημερ. 11.2.10 στην υπόθεση Ευρωπαϊκή Επιτροπή ν. Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπόθ. αρ. C-160/08). Ούτε τίθεται θέμα ανισότητας ή εφαρμογής της Ερμηνευτικής Εγκυκλίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την οποία επικαλούνται οι αιτητές, η οποία εν πάση περιπτώσει για τους λόγους που εξηγεί η Δημοκρατία στην αγόρευση της δεν έχει εφαρμογή σε πλήρως εξαιρούμενες συμβάσεις.
Οι αιτητές όμως δεν είναι επιχείρηση που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος και ούτε έχουν διασυνοριακό ενδιαφέρον εφόσον η σύμβαση αφορά την προμήθεια ύδατος από μονάδα αφαλάτωσης η οποία αναγκαστικά βρίσκεται στην επικράτεια της Δημοκρατίας. Εφόσον από αυτή τη μονάδα θα διατίθεται το αφαλατωμένο νερό, οι αιτητές θα έπρεπε να έχουν εγκαταστάσεις κοντά στο χώρο χρησιμοποίησης του νερού. Επομένως, η γεωγραφική θέση του τόπου εκτέλεσης της σύμβασης είναι καθοριστικής σημασίας, όπως αναγνωρίζεται και ευθέως από το άρθρο 26 του Προοιμίου της Οδηγίας.
Οι αιτητές διατείνονται ότι θα μπορούσαν σε σύμπραξη με άλλες αλλοδαπές εταιρείες να προβούν σε προσφορά για τη λειτουργία και συντήρηση σταθμού αφαλάτωσης στο Βασιλικό και ότι η μη διαφάνεια στην όλη διαδικασία με τη μη προκήρυξη της προσφοράς κατέστησε αδύνατη τη γνωστοποίηση της προσφοράς ώστε να επιδειχθεί το ανάλογο ενδιαφέρον. Προς τούτο μνημονεύουν τη σύμπραξη τους με διάφορες αλλοδαπές εταιρείες στο παρελθόν, ως αποτέλεσμα των οποίων συμμετέσχαν σε διαγωνισμούς για την προμήθεια νερού στο Τμήμα. Ο καθ΄ ου, όμως, απαντά στην αγόρευση του στην παρ. 8, ότι οι συμβάσεις στις οποίες οι αιτητές αναφέρονται αποτελούν συμβάσεις που είτε διεκδικήθηκαν, είτε ανατέθηκαν σε κοινοπραξίες νομικών προσώπων στις οποίες συμμετοχή είχαν οι αιτητές, αλλά ουδέποτε ανατέθηκαν τέτοιες συμβάσεις στους ίδιους τους αιτητές αυτόνομα. Στη δε παρ. 7 της ίδιας αγόρευσης, ο καθ΄ ου εισηγείται ότι οι αιτητές ως αυτοτελής νομική προσωπικότητα δεν είχαν ή έχουν την ικανότητα ή την εξουσία να παρέχουν προμήθεια ύδατος που ήταν το αντικείμενο της υπό κρίση σύμβασης μεταξύ του Τμήματος και της Α.Η.Κ., ώστε να είχαν σε οποιοδήποτε στάδιο συμφέρον να τους ανατεθεί η σύμβαση.
Αλλά και περαιτέρω στην παρ. 10 της αγόρευσης, εισηγείται ο καθ΄ ου ότι η έλλειψη εννόμου συμφέροντος των αιτητών διαπιστώνεται και από το γεγονός ότι ενώ η Α.Η.Κ προκήρυξε την ανάθεση της σύμβασης για το σχεδιασμό, ανέγερση, εγκατάσταση και συντήρηση μονάδων αφαλάτωσης για διάστημα 20 ετών στο Βασιλικό, οι αιτητές ουδέποτε εκδήλωσαν ενδιαφέρον. Επομένως, εφόσον δεν ενδιαφέρθηκαν για την κατασκευή μονάδων στο Βασιλικό, πώς θα μπορούσαν να προμηθεύσουν νερό στο Τμήμα από τη μονάδα αυτή. Οι αιτητές δεν απαντούν στην ουσία στα πιο πάνω δεδομένα. Σημειώνεται συναφώς και η τοποθέτηση του ενδιαφερόμενου μέρους στη δική του γραπτή αγόρευση, ότι η απόφαση αφορούσε την κατεπείγουσα ανάγκη ανέγερσης μονάδας στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό Βασιλικού και δεν υπήρχε χρόνος για απαλλοτρίωση άλλης ακίνητης περιουσίας. Το ακίνητο, ανήκει στην Α.Η.Κ. και επομένως μόνο εκείνη θα μπορούσε να προχωρήσει με αμεσότητα στη δημιουργία μονάδας επί του ακινήτου της.
Η αμεσότητα της συνδρομής του εννόμου συμφέροντος είναι βεβαίως απαραίτητη για την καταχώρηση προσφυγής. Στη Joannou & Paraskevaides v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 341, λέχθηκε ότι η καταχώρηση προσφυγής υπό την ιδιότητα αντιπροσώπου κοινοπραξίας δεν είναι παραδεκτή. (δέστε και Epsilon Electromechanical Ltd ως αντιπροσώπου της Hawker Siddely Switchgear Ltd v. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 379). Επίσης στην Επιστημονικό Τεχνολογικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου (2006) 3 Α.Α.Δ. 666, λέχθηκε ότι δεν αποκτάται έννομο συμφέρον εκεί που κατά τα άλλα δεν υπάρχει εκ του λόγου και μόνο της συμμετοχής σε διαδικασία (δέστε και Δήμος Έγκωμης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 346).
Από τις πιο πάνω αυθεντίες απορρέει ότι οι αιτητές θα έπρεπε να συγκεκριμενοποιήσουν τον τρόπο με τον οποίο ενδεχομένως να υπέβαλλαν προσφορά για να διαφαινόταν η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Η πρόθεση και μόνο και η δυνατότητα υποβολής προσφοράς μέσω ή με σύμπραξη με αλλοδαπές εταιρείες, παραμένει στη σφαίρα του υποθετικού και εξ αυτού επίσης του λόγου δεν προκύπτει έννομο συμφέρον.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ του καθ΄ ου όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ