ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ.159/2011)

 

29 Απριλίου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΖΕΝΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Αιτητής

-         ΚΑΙ   -

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση

------------------------------------

Α. Μαρκίδης με Π. Παναγιώτου, για τον Αιτητή.

Ν. Παρτασίδου (κα) για Α. Τριανταφυλλίδη,

για την Καθ΄ ης η αίτηση.

------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η καθ΄ ης η αίτηση, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, (εφεξής «η Επιτροπή»), στη βάση του άρθρου 32 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου αρ. 73(Ι)/2009, που αντικατέστησε το Νόμο αρ. 64(Ι)/01, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»),  απηύθυνε επιστολή στον αιτητή ημερ. 6.7.2010 για συλλογή πληροφοριών σε σχέση με τη διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας αναφορικά με ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 13(1) του περί Δημοσίων Προτάσεων Εξαγοράς Νόμου αρ. 41(Ι)/07, (εφεξής «ο Νόμος του 2007»), για την απόκτηση από τον αιτητή στις 10.5.2010, 8.814.605 μετοχών της εταιρείας Liberty Life Plc Co Ltd,  έναντι του ποσού των €1.987.330. 

 

        Με την επιστολή καλείτο ο αιτητής να προσκομίσει «.. μέχρι την Πέμπτη 15.10.10, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν την πληρωμή από εσάς του αντιτίμου για την πιο πάνω αναφερόμενη αγορά μετοχών από την εταιρεία Jupiwind Ltd.».  Με υποσημείωση, όσον αφορά την πιθανότητα ενδεχόμενης παράβασης από τον αιτητή, η επιστολή κατέγραφε: «τελευταίος αποκτών μεταξύ προσώπων  που ενδεχομένως ενεργούσαν σε συνεννόηση - Elma Hodlings Plc Co Ltd και Ζένιος Δημητρίου.».  Επιστήθη η προσοχή του αιτητή στο ότι με βάση το άρθρο 32(2) του Νόμου, ενδέχετο να επιβληθούν κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με το αίτημα,  δηλαδή, με διοικητικό πρόστιμο μέχρι €350.000 και ή διοικητικό πρόστιμο μέχρι €850 ημερησίως για κάθε ημέρα που συνεχιζόταν η παράλειψη συμμόρφωσης.  Επεστήθη επίσης η προσοχή του αιτητή ότι με βάση το άρθρο 41, η παροχή ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και ή η απόκρυψη αυτών συνιστούν ποινικό αδίκημα, ενώ οι πληροφορίες που θα συλλέγονταν κατά τη διάρκεια της έρευνας θεωρούνται εμπιστευτικής φύσεως χρησιμοποιούμενες μόνο για σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.  Ανεφέρθη επίσης ότι δυνάμει του άρθρου 32(6), οι πληροφορίες που συλλέγει η Επιτροπή κατά την ενάσκηση των εξουσιών της, δυνατό να αποτελέσουν ικανή βάση για λήψη περαιτέρω μέτρων κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 35, 36, 37 και 38, του Νόμου. 

 

        Ο αιτητής αντέδρασε με επιστολή που στάληκε με τηλεομοιότυπο στην Επιτροπή στις 15.7.10, ζητώντας τη διευκρίνιση της φύσης της ισχυριζόμενης παράβασης κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 32(2), όπου στο αίτημα της Επιτροπής πρέπει να καθορίζεται ο σκοπός της έρευνας.  Κατά τον αιτητή, η επίκληση του άρθρου 13(1) του Νόμου του 2007, ήταν αόριστη και δεν εξαντλούσε το καθήκον της Επιτροπής για ακριβή καθορισμό του σκοπού της διεξαγόμενης έρευνας, θεωρώντας περαιτέρω την υποσημείωση ως περιπλέκουσα την προσπάθεια αιτιολόγησης του σκοπού της έρευνας της Επιτροπής.  Το περιεχόμενο της επιστολής της Επιτροπής απορριπτόταν εν πάση περιπτώσει κατηγορηματικά «.. στο μέτρο που δημιουργεί υπόνοιες περί παράνομης συμπεριφοράς μου.». 

 

        Η Επιτροπή με επιστολή της ημερ. 23.7.10, απάντησε ότι η επιστολή της ημερ. 15.7.10, περιείχε όλα τα στοιχεία που προνοεί η σχετική νομοθεσία προχωρώντας να τα συγκεκριμενοποιήσει.   Αναφέρθηκε ιδιαιτέρως ότι αφορούσε εξέταση στα πλαίσια προκαταρκτικής έρευνας κατά πόσο ο αιτητής ήταν πρόσωπο που ενεργούσε σε συνεννόηση με την εταιρεία Elma Holdings Plc Co. Ltd.  Έχοντας υπόψη την καταληκτική παράγραφο της επιστολής του αιτητή περί καλής  του διάθεσης για συνεργασία του με το αίτημα της Επιτροπής, η τελευταία του παραχώρησε παράταση μέχρι την Πέμπτη 29.7.10.  Ακολούθησε επιστολή από το δικηγόρο του αιτητή ημερ. 30.7.10, προς την Επιτροπή στην οποία αναφέρθηκε ότι για να υπάρχει παράβαση του άρθρου 13(1), θα έπρεπε ο αιτητής να είχε στην κατοχή του τίτλους εταιρείας οι οποίοι προστιθέμενοι στους ήδη υπάρχοντες τίτλους που ο αιτητής κατέχει και στους τίτλους που κατέχουν πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση με αυτόν, να του παρέχουν άμεσα ή έμμεσα ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 30%.  Σύμφωνα με την επιστολή του συνηγόρου, ο αιτητής δεν κατείχε οποιοδήποτε τίτλο της Liberty Life προηγουμένως και επομένως δεν ήταν δυνατό να είχε αποκτήσει ποσοστό πέραν του 30%.  Δεν υπήρχε λοιπόν πιθανότητα ο αιτητής να είχε παραβιάσει το άρθρο 13(1), ενώ ήταν επιτακτικό στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου να δοθούν και αποκαλυφθούν τα συγκεκριμένα εκείνα στοιχεία που δικαιολογούσαν την υπόνοια της ενδεχόμενης παράβασης. 

 

        Η Επιτροπή με επιστολή της ημερ. 5.8.10, ανταπάντησε ότι η αρχική της επιστολή για συλλογή πληροφοριών ήταν σαφέστατη ως προς το περιεχόμενο της, καλώντας τον αιτητή να συμμορφωθεί με το αίτημα της το αργότερο μέχρι την Παρασκευή 6.8.10, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την ερμηνεία που έδωσε ο αιτητής μέσω του συνηγόρου του επί του  άρθρου 13(1).  Συναφώς σημειώθηκε ότι η «συλλογή πληροφοριών», δεν εμπεριέχει οποιαδήποτε υπόνοια εναντίον του ατόμου από το οποίο ζητείται η συλλογή στοιχείων και πληροφοριών.  Ακολούθησαν παρόμοιες επιστολές από τον συνήγορο ημερ. 9.8.10 και από την Επιτροπή, ίδιας ημερομηνίας, σε απάντηση. 

 

        Η Επιτροπή αφού σημείωσε στη συνεδρία της ημερ. 24.8.10 τις πιο πάνω εξελίξεις, αποφάσισε όπως καλέσει τον αιτητή σε παραστάσεις για ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 32(3) και 32(5) του Νόμου, καθότι αρνήθηκε να συμμορφωθεί με το αίτημα της. Συναφώς απέστειλε σχετική επιστολή στον αιτητή ημερ. 14.10.10, αναφερόμενη στο ιστορικό και στις πρόνοιες της νομοθεσίας, καλώντας τον όπως εντός δεκαπέντε ημερών και το αργότερο μέχρι την Παρασκευή 29.10. 10, ώρα 12.00,  προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς αυτήν.  Σημειώθηκε ότι η Επιτροπή με βάση το άρθρο 38, είχε τη διακριτική ευχέρεια να καλέσει πρόσωπο ή να δεχθεί αίτημα του για προφορικές παραστάσεις, κατά την απόλυτη κρίση της, για την επεξήγηση γραπτών παραστάσεων, εάν αυτό ζητείτο.  Ακολούθησε αλληλογραφία, ζητήθηκε παράταση υποβολής των γραπτών παραστάσεων, οι οποίες και καταγράφηκαν εν τέλει σε επιστολή του συνηγόρου του αιτητή ημερ. 9.11.10.  Στην επιστολή ζητήθηκε να καθοριστεί ημέρα και ώρα για προφορικές παραστάσεις ενόψει των «... άκρως σημαντικών νομικών και άλλων σημείων, που εγείρονται, ...».

 

 Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 7.1.11, αποφάσισε, αφού κατέγραψε το ιστορικό και μελέτησε και συζήτησε τις γραπτές παραστάσεις εκ μέρους του αιτητή, να επιβάλει στον αιτητή για παράβαση των άρθρου 32(3) και 32(5), διοικητικό πρόστιμο ύψους €10.000 και ημερήσιο διοικητικό πρόστιμο ύψους €500  για κάθε ημέρα από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης αυτής, για την οποία ο αιτητής συνέχιζε να μην συμμορφώνεται με το αίτημα της για την προσκόμιση των αιτούμενων στοιχείων.  Με επιστολή της ημερ. 11.1.11, η Επιτροπή ενημέρωσε τον αιτητή για την απόφαση της σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι στη βάση των όσων στοιχείων προέκυπταν μέσα από τις επιστολές και τις γραπτές  του παραστάσεις, δεν ήταν αναγκαία η προφορική παράσταση προς περαιτέρω διευκρίνιση των θέσεων που ανέπτυξε ο αιτητής.   

 

        Οι ίδιοι λόγοι που προτάθηκαν προς την Επιτροπή περί της λανθασμένης ερμηνείας του άρθρου 13(1) του Νόμου του 2007, αναπτύχθηκαν και από τον αιτητή στην υπό κρίση προσφυγή, την οποία καταχώρησε με σκοπό την ακύρωση της απόφασης.  Ο αιτητής θεωρεί ότι το άρθρο 13(1) λανθασμένα ερμηνεύθηκε για τη διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας αναφορικά με ενδεχόμενη παράβαση, ιδιαιτέρως, διότι η απόφαση της Επιτροπής για τέτοια προκαταρκτική έρευνα βασίστηκε στο περιεχόμενο χειρόγραφης επιστολής από κάποιο Χάρη Χαριλάου ημερ. 19.6.10, η οποία ουδέποτε αποκαλύφθηκε στον αιτητή παρά μόνο στο στάδιο της καταχώρησης ένστασης από την Επιτροπή, όταν ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της επίδικης πράξης, αίτηση στην οποία τελικώς ο αιτητής δεν επέμενε, ενόψει της μεταξύ των διαδίκων συναντίληψης, με τη συγκατάθεση του Δικαστηρίου, για επίσπευση της καταχώρησης της ένστασης, της ανταλλαγής των εκατέρωθεν αγορεύσεων και της σύντομης εκδίκασης της ουσίας. 

 

Από την επιστολή Χαριλάου, σημειώνει ο συνήγορος του αιτητή, καταγγελλόμενος δεν παρουσιάζεται να είναι ο αιτητής, αλλά η εταιρεία Elma Holdings Plc Ltd και επομένως παρανόμως και πεπλανημένα η Επιτροπή άρχισε έρευνα εναντίον του ίδιου του αιτητή.  Σύμφωνα με τη θέση που αναπτύσσεται στη γραπτή αγόρευση του αιτητή, αυτός δεν έχει οποιαδήποτε συγγένεια με το Μιχαλάκη Ιωαννίδη, πρόεδρο της Liberty Life, δεν κατέχει μετοχές στην εταιρεία Elma Holdings Plc Co. Ltd, δεν ήταν ποτέ μέλος του διοικητικού συμβουλίου της, ούτε και έχει συγγένεια με οποιοδήποτε από τα μέλη αυτού.  Περαιτέρω, δεν είναι δυνατό να έχει παραβιαστεί το άρθρο 13(1), εφόσον στις 10.5.10 όταν απέκτησε μετοχές στην Liberty Life, δεν κατείχε οποιεσδήποτε άλλες μετοχές της ίδιας εταιρείας.  Συνάγεται, κατά τον αιτητή, ότι παρά το γεγονός ότι το πρόστιμο επιβλήθηκε δυνάμει του Νόμου, η όλη διαδικασία άρχισε με τη λανθασμένη επίκληση των προνοιών του άρθρου 13(1) του Νόμου του 2007. 

 

Περαιτέρω ο αιτητής εισηγείται ότι παραβιάζεται το    Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, ως προς το τεκμήριο της αθωότητας και το αντίστοιχο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ παραβιάστηκε και το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης.  Η δε απόφαση είναι προϊόν πραγματικής και νομικής πλάνης, ενώ δεν καθορίσθηκε επακριβώς και με λεπτομέρεια ο σκοπός της έρευνας.  Κατά τα άλλα, η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

 

Η Επιτροπή στη δική της αγόρευση διατείνεται ότι ήταν δικαίωμα της να συλλέξει πληροφορίες με βάση της εξουσίες που της παρέχει το άρθρο 32(3) του Νόμου και ότι η επιβολή του διοικητικού προστίμου ήταν για τη μη συμμόρφωση του αιτητή στις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου και όχι για παράβαση του άρθρου 13(1).   Η Επιτροπή στη βάση των στοιχείων που εξέτασε, ουδέποτε διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 13(1) και επομένως δεν τίθεται υπό εξέταση η ερμηνεία αυτού.  Συναφώς το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να εξετάσει την ερμηνεία του άρθρου 13(1), διότι σε τέτοια περίπτωση θα επενέβαινε στο έργο της Επιτροπής εφόσον δεν λήφθηκε απόφαση επ΄ αυτού, από την ίδια. Η Επιτροπή επίσης απορρίπτει τους υπόλοιπους ισχυρισμούς περί παραβίασης του Συντάγματος, του άρθρου 32(3) του Νόμου, καθώς και ότι η απόφαση λήφθηκε σε παραβίαση των αρχών του διοικητικού δικαίου ή υπό καθεστώς πραγματικής και νομικής πλάνης. 

 

Το άρθρο 13(1) του Νόμου του 2007, έχει ως εξής:

 

«13. - (1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (12), σε περίπτωση που πρόσωπο, λόγω της απόκτησης από το ίδιο ή από πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση με αυτό, έχει στην κατοχή του τίτλους εταιρείας, οι οποίοι, προστίθενται στους τυχόν ήδη υπάρχοντες τίτλους που κατέχει και στους τίτλους που κατέχουν πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση με αυτό, που παρέχουν άμεσα ή έμμεσα ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του τριάντα τοις εκατόν (30%) των υφιστάμενων κατά την ημέρα της κτήσεως δικαιωμάτων ψήφου στην εν λόγω εταιρεία, το πρόσωπο αυτό υποχρεούται να υποβάλει δημόσια πρόταση, η οποία πρέπει να απευθύνεται αμέσως προς όλους τους κατόχους των τίτλων αυτών, για όλους τους τίτλους που κατέχουν, σε δίκαιη αντιπαροχή κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 18.»

 

Το άρθρο 33(1)  του περί  Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου  Νόμου αρ. 73(Ι)/09, έχει ως εξής:

 

«33.-(1)  Η Επιτροπή έχει εξουσία να ζητά και να συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες ή χρήσιμες για την άσκηση των κατά νόμο αρμοδιοτήτων της και να απαιτεί με σχετικό γραπτό αίτημα την παροχή των πληροφοριών μέσα στην τασσόμενη προθεσμία από εκδότες που έχουν εισαγάγει τίτλους στο Χρηματιστήριο, μέλη του Χρηματιστηρίου, αναδόχους, σύμβουλους επενδύσεων, κάθε είδους επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, επενδυτικούς οργανισμούς και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εύλογα η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι σε θέση να δώσει τις απαιτούμενες πληροφορίες.»

 

Κρίνεται ότι ο αιτητής, στη βάση όλων των ανωτέρω, αδίκως παραπονείται για τις ενέργειες  της Επιτροπής, οι οποίες ήσαν καθόλα τα στάδια απόλυτα νόμιμες, ληφθείσες συμφώνως των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου.  Το άρθρο 33(1) παρέχει, ως απορρέει από τη φυσική γραμματική ερμηνεία του, ευρεία εξουσία προς αναζήτηση και συλλογή πληροφοριών.  Προς τούτο η Επιτροπή δύναται να τάσσει προθεσμίες, η αναζήτηση δε των πληροφοριών δύναται να επεκταθεί στα κατανομαζόμενα και εμπλεκόμενα με το Χρηματιστήριο πρόσωπα, αλλά και σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο «εύλογα», δηλαδή, στη βάση της λογικής των συγκεκριμένων περιστάσεων, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι δυνατόν να παρασχεθούν πληροφορίες ως προς το ζητούμενο.  Ο αιτητής δεν διαφωνεί βέβαια με την ευρύτατη παρεχόμενη εξουσία της Επιτροπής να αναζητά στοιχεία στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, κάτι που είναι και εύλογο και νομοθετικά επιτρεπτό.  (δέστε κατ΄ αναλογία  την απόφαση στην E & G Electricplus Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, υπόθ. αρ. 1198/08, ημερ. 25.9.2009 σε σχέση με ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 19 και 20(1)(γ) του Νόμου αρ. 116(Ι)/05, μετά από αναζήτηση πληροφοριών με βάση και πάλι το άρθρο 33 του Νόμου).

Στα πλαίσια της ευρείας  αυτής εξουσίας που κατέχει η Επιτροπή δεν ενέχει σημασία αν η επιδίωξη αναζήτησης πληροφοριών είχε ή όχι ως αφορμή τη χειρόγραφη επιστολή Χαριλάου, ούτε ακόμη και το επακριβές περιεχόμενο της.  Ήταν απόλυτο δικαίωμα της Επιτροπής στην ενάσκηση των εξουσιών της προς ευόδωση του ρόλου της, εποπτικού και άλλου, να απευθύνει την επιστολή ημερ. 6.7.10 προς τον αιτητή, επιστολή η οποία περιείχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία που καθορίζει το εδάφιο (2) του άρθρου 32, επιμελώς δε η Επιτροπή επανέγραψε και εξήγησε εκ νέου στην επόμενη επιστολή της ημερ. 23.7.10, ότι όλα τα απαιτούμενα στοιχεία είχαν ήδη ρητά καταγραφεί στην αρχική επιστολή.   Μάλιστα, η επιστολή ημερ. 6.7.10, ρητά στην υποσημείωση έδωσε και το στίγμα της όλης διερεύνησης, ότι, δηλαδή, ο αιτητής ενδέχετο να ήταν ο τελευταίος αποκτών μεταξύ προσώπων που ενδεχομένως ενεργούσαν σε συνεννόηση, αναφέροντας ρητά την Elma Holdings Plc Ltd, ως το νομικό πρόσωπο που πιθανόν να είχε έρθει σε συνεννόηση με τον αιτητή.

 

 Δεν ήταν ανάγκη η επιστολή Χαριλάου να περιείχε συγκεκριμένη αναφορά στο όνομα του αιτητή, (παρόλο που υπήρχε τέτοια αναφορά), ούτε ότι αυτός με την αγορά μετοχών υπερέβη το 30% ως το επιτρεπόμενο όριο, ούτε έπρεπε ο αιτητής να ήταν «καταγγελόμενος» για να αποκτήσει έρεισμα η Επιτροπή να διερευνήσει το θέμα.  Ήταν αρκετό ότι οι πληροφορίες που περιέχονταν στην επιστολή Χαριλάου ενεργοποίησαν την Επιτροπή να αποταθεί στον αιτητή προς συλλογή πληροφοριών.  Άλλωστε, το άρθρο 35(1) του Νόμου, δίδει το δικαίωμα στην Επιτροπή να προβεί, μεταξύ άλλων, στη συλλογή πληροφοριών και με αφορμή στοιχείων «.. που με οποιοδήποτε τρόπο τίθενται ενώπιον της ...», επιλαμβανόμενη η ίδια, ως έπραξε εδώ, της υπόθεσης κατά το εδάφιο 1(β) του άρθρου 35, αποφασίζοντας στη συνέχεια κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή προστίμου.  Η ύπαρξη συγκεκριμένης επιστολής ή «καταγγελίας», ή η άλλως πως από τρίτους κινητοποίηση της Επιτροπής, δεν αποτελεί προϋπόθεση της αναζήτησης στοιχείων και πληροφοριών συμφώνως του άρθρου 33(1).

 

Είναι περαιτέρω σαφές ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά την μη συμμόρφωση με το άρθρο 33(1), εξ ου και στην αρχική επιστολή της Επιτροπής ημερ. 6.7.09, τέθηκε και το υπόβαθρο ως ήταν υποχρέωση της, για την ενδεχόμενη επιβολή διοικητικού προστίμου σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.  Παρόλο που η ερμηνεία του άρθρου 13(1) δεν είναι στο επίκεντρο του προβλήματος που δημιουργήθηκε, η ερμηνευτική προσέγγιση που προώθησε ο συνήγορος του αιτητή, θέτει, με όλη την εκτίμηση, το θέμα πρωθύστερα. Ακόμη και δίκαιο να έχει στην τοποθέτηση του, δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για πραγματικό υπόβαθρο χωρίς την προηγούμενη πληροφόρηση επί των δεδομένων από τον ίδιο τον αιτητή.  Αυτός άλλωστε είναι ο σκοπός του άρθρου 33(1).  Όπως διαφάνηκε, ήδη, η Επιτροπή αναζητούσε πληροφορίες από τον αιτητή για πιθανή συνεννόηση του με την Elma Holdings  και όχι κατά πόσον ο ίδιος ο αιτητής είχε ή όχι προηγούμενες μετοχές οι οποίες προστιθέμενες θα έδιναν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 30%.  Αυτό, άλλωστε, θα ήταν εύκολο να διακριβωθεί.  Το ζητούμενο ήταν άλλο.   Περαιτέρω, το κατά πόσο ο αιτητής είχε ή όχι συγγένεια με τον Μ. Ιωαννίδη, Πρόεδρο της Elma Holdings ή με οποιοδήποτε από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της, ή, κατά πόσο υπήρξε ο ίδιος ποτέ μέλος αυτού, είναι μόνο μια ένδειξη, η απουσία δε των πιο πάνω δεν αποκλείει άνευ ετέρου οποιαδήποτε άλλη επιλήψιμη συνεννόηση.

 

Σε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμόν αντισυνταγματικότητα της προσβαλλόμενης πράξης ως παραβιάζουσα το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος και το Άρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων  Δικαιωμάτων, κρίνεται ότι η επιχειρηματολογία του αιτητή και οι αναφερόμενες από αυτόν αποφάσεις σε σχέση με το τεκμήριο της αθωότητας και το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, δεν έχουν καμία εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση.  Η όλη διαδικασία που εξελίχθηκε ουδόλως παραπέμπει σε οποιαδήποτε αντίληψη περί «ενοχής» του αιτητή και μάλιστα εκ προοιμίου. Η Επιτροπή αναζήτησε απλώς πληροφορίες στα πλαίσια των εξουσιών της, κάνοντας πάντοτε και με σαφήνεια λόγο για ενδεχόμενη παράβαση των σχετικών άρθρων του Νόμου, ως αποτέλεσμα της οποίας θα ήταν δυνατή η επιβολή διοικητικού προστίμου.  Οι θέσεις του αιτητή έχουν στην ουσία απαντηθεί από τη νομολογία σε ό,τι αφορά την εφαρμογή αντίστοιχων εννοιών του Ποινικού Δικαίου σε πράξεις που είναι αμιγώς διοικητικές.  Στην απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου E & G Electricplus Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου - ανωτέρω -  (δέστε και την Aspis Πρόνοια ΑΓΕΑ κ.ά. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, υπόθ. αρ. 1006/09, ημερ. 22.7.2010), λέχθηκαν τα εξής σε συνάρτηση με παρόμοιο επιχείρημα ότι το άρθρο 39 του προηγούμενου σε ισχύ Νόμου, δηλαδή, του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου αρ. 64(Ι)/2001, αντέβαινε στις διατάξεις του Άρθρου 12 του Συντάγματος;

 

«Δεν υπάρχει στην έννοια του άρθρου 39(1) του Νόμου, αντίληψη περί «ενοχής», ούτε και η Επιτροπή διαπιστώνει «ενοχή», αλλά μόνο «ενδεχόμενη παράβαση» έννοια που δεν παραπέμπει σε  διαπίστωση «ενοχής» κατά τα αντίστοιχα σε πειθαρχική δίκη ή ποινική δίωξη.  Η εξουσία που παρέχει ο Νόμος στην Επιτροπή για επιβολή ενδεχόμενου διοικητικού προστίμου είναι διάφορη από τις περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δύναται να καταγγείλει υπόθεση για δίωξη στο Ποινικό Δικαστήριο. Το διοικητικό πρόστιμο δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως «ποινή», εντός της εννοίας του Άρθρου 12 του Συντάγματος, ώστε να γίνεται λόγος για πρόσαψη ποινικών κατηγοριών ή διατύπωση και απαγγελία ποινικού κατηγορητηρίου, ως η εισήγηση του κ. Αγγελίδη. Το διοικητικό πρόστιμο δεν αποτελεί μέτρο αντίθετο προς το Σύνταγμα, επιβάλλεται δε στους ιδιώτες που δεν συμμορφώνονται προς διοικητική νομοθεσία, τηρουμένης όμως της αρχής της αναλογικότητας (δέστε την απόφαση της πλειοψηφίας στη Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 460 όπου στην εκεί κριθείσα πρόνοια του άρθρου 8 του Νόμου 77/85, χρησιμοποιείτο η λέξη «τιμωρείται» -  λέξη πιο ισχυρή από ό,τι η φράση «επιβολή διοικητικού προστίμου» - στα πλαίσια επιβολής χρηματικής ποινής).»

 

Η πιο πάνω θέση έχει επιβεβαιωθεί και από την Ολομέλεια σε σχέση με άλλη,  αλλά αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση με το άρθρο 39, στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Α.Ε. αρ. 58/07, ημερ. 7.7.2009, όπου αποφασίστηκε ότι το διοικητικό πρόστιμο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως «ποινή» ώστε να γίνεται λόγος για πρόσαψη στην ουσία ποινικών κατηγοριών, ενόψει του ότι το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται ως διοικητική κύρωση στις περιπτώσεις όπου ο νόμος επιβάλλει τη συμμόρφωση με ορισμένες πρόνοιες του, παράβαση των οποίων επιφέρει όχι ποινική, αλλά διοικητική επίπτωση.»

 

        Οι αναφορές του αιτητή στις υποθέσεις JB v. Switzerland  Appl. 31827/96 ημερ. 3.5.01, Funke v. France (1993) 16 EHRR 297 και Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1996) 4 Α.Α.Δ. 1393, έχουν ως υπόβαθρο πολύ διαφορετικά γεγονότα, από την παρούσα.  Στην JB ο αιτητής είχε παραδεχθεί την υπ΄ αυτού επένδυση χωρίς να είχε προηγουμένως δηλώσει το εισόδημα του, η δε αποφυγή καταβολής φόρου αποτελούσε ποινικό αδίκημα κάτω από τον ισχύοντα Ελβετικό Ομοσπονδιακό Νόμο, ενώ πρέπει να λεχθεί ότι το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Saunders v. United Kingdom (1997) 23 EHRR 313, δεν διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 6 της Σύμβασης επειδή οι κρατικές αρχές είχαν εξουσία να αναζητήσουν μαρτυρία για το κατ΄ ισχυρισμόν παράνομο σχέδιο μετοχικής υποστήριξης.  Αναφέρεται δε στους Jacobs & White: European Convention on Human Rights 3η έκδ. σελ. 175, ότι η απόφαση στη Saunders κρίνεται να είναι αντίθετη με την υπόθεση JBΕκείνο το οποίο είναι επιλήψιμο είναι η χρησιμοποίηση εγγράφων που αποκαλύπτονται σε μεταγενέστερη ποινική δίωξη και όχι η καθαυτή απόδοση της έγγραφης μαρτυρίας.

 

         Το δικαίωμα περαιτέρω της μη αυτοενοχοποίησης έχει τις καταβολές του στο ποινικό δίκαιο και είναι συνυφασμένο με το τεκμήριο αθωότητας.  (δέστε Jacobs, White & Ovey: The European Convention on Human Rights 5η έκδ. (2010) σελ. 281-282 και την υπόθεση R. V. Director of Serious Fraud Offcie, ex parte Smith (1992) 3 W.L.R. 66).  Στην Allen v. UK  αρ. 76574/01, hudoc D.A., αναγνωρίσθηκε ότι η υποχρέωση δήλωσης ως προς το εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία για σκοπούς καθορισμού της φορολογίας είναι κοινό στοιχείο στα φορολογικά συστήματα της Ευρώπης, τα οποία και θα ήταν δύσκολο να λειτουργήσουν χωρίς τέτοια υποχρέωση.  (Harris, O´Boyle & Warbrick: Law of the European Convention on Human Rights 2η έκδ. (2009) σε. 263).  Η Βασιλείου, από την άλλη, αφορούσε πειθαρχική δίωξη και αναγκαστική αφυπηρέτηση του διωκόμενου, με σαφώς διάφορα δεδομένα από την παρούσα.

 

        Απορρέει από τα ανωτέρω ότι δεν ευσταθεί ούτε το παράπονο για την επιβολή διοικητικού προστίμου εφόσον αυτό δεν κατηγοριοποιείται ως «ποινή» εντός της εννοίας του Άρθρου 12 του Συντάγματος ώστε να γίνεται λόγος για πρόσαψη ποινικών κατηγοριών ή για διατύπωση και απαγγελία ποινικού κατηγορητηρίου, έννοιες που απαντώνται κατ΄ εξοχήν στο ποινικό δίκαιο και όχι στο διοικητικό.   Όπως έχει αποφασιστεί το διοικητικό πρόστιμο δεν αποτελεί μέτρο αντίθετο προς το Σύνταγμα, αλλά επιβάλλεται στους ιδιώτες που δεν συμμορφώνονται με διοικητική νομοθεσία τηρουμένης πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας. (δέστε και Μυροφόρα (Μιράντα) Παπαγεωργίου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, υπόθ. αρ. 585/07, ημερ. 9.6.09 και Στέφανου Θεμιστοκλέους ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, υπόθ. αρ. 1315/07, ημερ. 14.9.10)

 

        Ούτε βέβαια το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης παραβιάζεται διότι, όπως έχει αποφασιστεί προηγουμένως, η Επιτροπή συμμορφώθηκε και τυπικά και ουσιαστικά με τα όσα προνοούνται στο εδάφιο (2) του άρθρου 32, εφόσον έχει καθορίσει τον σκοπό της έρευνας, τη διάταξη στην οποία βασιζόταν προς αυτή την κατεύθυνση η εξουσία της Επιτροπής, τάχθηκε προθεσμία για την παροχή των πληροφοριών και ρητά αναφέρθηκαν οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.   Αν ο αιτητής παρείχε τα ζητηθέντα στοιχεία, αυτά δε χρησιμοποιούνταν ανεπίτρεπτα από την Επιτροπή για απόδοση ποινικών ευθυνών, έξω από τα επιτρεπόμενα από το Νόμο πλαίσια, τότε ενδεχομένως να υπήρχε έδαφος για συζήτηση παράβασης του  δικαιώματος αυτοενοχοποίησης.  Όπως εξελίχθηκε όμως η υπόθεση, το θέμα αυτό παραμένει θεωρητικό.

          Στην ουσία η παράβαση της σχετικής νομοθεσίας από τον αιτητή είναι αυταπόδεικτη εφόσον αρνήθηκε να δώσει εκείνα τα στοιχεία τα οποία του ζητούντο.  Και όπως έχει εξηγηθεί, λανθασμένα ο αιτητής διασυνδέει την εξουσία της Επιτροπής να αναζητήσει πληροφορίες με τη χειρόγραφη επιστολή Χαριλάου, στην οποία εν πάση περιπτώσει γίνεται αναφορά στο όνομα του.  Αλλά και αυτεπάγγελτα και χωρίς την επιστολή Χαριλάου, η Επιτροπή είχε δικαίωμα να προβεί σε αναζήτηση πληροφοριών και στη συλλογή στοιχείων και σε καμιά περίπτωση δεν απηύθυνε σ΄ αυτόν «κατηγορία» ώστε να θεωρείται εν δυνάμει ένοχος κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου.

 

        Το παράπονο ότι παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης επίσης δεν ευσταθεί εφόσον στον αιτητή είχε δοθεί το δικαίωμα να προβεί σε παραστάσεις τόσο για το ενδεχόμενο παράβασης των προνοιών του Νόμο, όσο και προς το ύψος του διοικητικού προστίμου, ο δε αιτητής υπέβαλε τις παραστάσεις του γραπτώς διά του δικηγόρου του με αποτέλεσμα να έχει ακουστεί πλήρως πριν τη διαπίστωση της παράβασης και την επιβολή του προστίμου.  Όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται και στο άρθρο 38, η δυνατότητα που παρέχεται στο εδάφιο (4) αυτού, να κληθεί δηλαδή πρόσωπο για προφορικές παραστάσεις είναι δυνητική όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι το αίτημα για προφορικές παραστάσεις είναι απαραίτητο για την επεξήγηση των γραπτών παραστάσεων που έχουν ήδη κοινοποιηθεί.   Ούτε διαπιστώνεται υπό το φως όλων των ανωτέρω, η ύπαρξη πραγματικής ή νομικής πλάνης.  Η Επιτροπή ενήργησε σε πλήρη συμμόρφωση με το Νόμο, έχοντας υπόψη τα ορθά δεδομένα και ενεργώντας νομίμως.

 

        Ενόψει των όσων έχουν αναφερθεί, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή πλέον Φ.Π.Α. και υπέρ της καθ΄ ης ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

                                                Στ. Ναθαναήλ,

                                                          Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο