ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 1365/2009
1718/2009 ΚΑΙ 267/2010
5 Απριλίου, 2011
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 28,33, 34, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Υπόθεση αρ. 1365/2009
ΕΛΕΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΩΝ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ
ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Καθ' ων η αίτηση
.....................
Υπόθεση αρ. 1718/2009
1. ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
2. ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
3. ΕΛΕΝΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
4. SYLVANA COLLUMBINE
5. ANDROULA SLAVEN
6. GEORGE FYFE
Αιτητές
. ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΩΝ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ
ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Καθ' ων η αίτηση
...................................
Υπόθεση αρ. 267/2010
1. WINFRED ΛΟΥΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗΣ
2. ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ - ΓΙΟΡΔΑΜΛΗ
3. ΡΩΞΑΝΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ
4. ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ
5. ΛΟΥΙΖΑ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ
6. ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ
7. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ
8. ΔΑΦΝΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΩΝ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ
ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Καθ' ων η αίτηση
..........................................
Γ. Φαίδωνος, για τους αιτητές σε όλες τις προσφυγές
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθ' ων η αίτηση
...............................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Οι αιτητές σε όλες τις προσφυγές ζητούν από το δικαστήριο ότι η «απόφαση και/ή η άρνηση και/ή συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα παράλειψη» των καθ' ων η αίτηση να επιστρέψουν σ' αυτούς μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας τους που είχε απαλλοτριωθεί αλλά δεν έχει χρησιμοποιηθεί για το σκοπό της απαλλοτρίωσης, είναι παράνομη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Οι παρούσες προσφυγές συνεκδικάσθηκαν, σύμφωνα με διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 26/3/2010, αφού παρουσιάζουν ταυτότητα πραγματικών και νομικών λόγων.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Οι αιτητές ήταν αντίστοιχα ιδιοκτήτες των τεμαχίων υπ' αρ. 105/2 και 102, (υπόθ. 1365/2009), 107 (υποθ. 1718/2009) και 91/3 (υπόθ. 267/2010), όλα του Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου LIV.51 στο χωριό Άγιος Αθανάσιος της επαρχίας Λεμεσού, μέρος των οποίων απαλλοτριώθηκε από το 1976 από τους καθ' ων η αίτηση για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, ήτοι για την προαγωγή και ανάπτυξη της βιομηχανίας. Στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης (αρ. 101, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος ΙΙ της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, ημερ. 6/2/1976), αναφέρεται ότι η απαλλοτρίωση είναι αναγκαία για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας και επιβάλλεται για την κατασκευή δρόμου προσπέλασης στη βιομηχανική περιοχή Αγίου Αθανασίου ή για οποιοδήποτε άλλο σκοπό ο οποίος συντελεί στην ανάπτυξη της βιομηχανίας. Οι καθ' ων η αίτηση κατέβαλαν στους αιτητές την καθορισθείσα αποζημίωση και οι απαλλοτριωθείσες περιουσίες ενεγράφησαν στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Οι αιτητές, ζήτησαν με αντίστοιχες επιστολές τους την επιστροφή του απαλλοτριωθέντος μέρους της περιουσίας τους, το οποίο, καθώς ισχυρίστηκαν, ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε ή για οποιοδήποτε άλλο σκοπό, παρόλο ότι παρήλθαν 33 χρόνια από τότε που έγινε η απαλλοτρίωση. Η απάντηση που πήραν ήταν αρνητική. Η αιτιολογία δε που δόθηκε, η οποία ας σημειωθεί ήταν πανομοιότυπη για όλους, ήταν η ακόλουθη:
«.................................................................................
2. Ο ισχυρισμός σας ότι η ακίνητη ιδιοκτησία που απαλλοτριώθηκε δεν έχει χρησιμοποιηθεί για το σκοπό της απαλλοτρίωσης δεν ευσταθεί. Ο δρόμος εκτελέστηκε κατά τρόπο ώστε να είναι απολύτως αναγκαία για την ολοκλήρωση του η διατήρηση της υπόλοιπης απαλλοτρίωσης. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εγκαταλείφθηκε ή κατέστει ανέφικτος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης.»
Με τις προσφυγές προσβάλλεται η άρνηση και/ή παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να επιστρέψουν στους αιτητές τα ζητηθέντα προαναφερόμενα μέρη της περιουσίας τους.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών στις γραπτές του αγορεύσεις (αρχικές και απαντητικές) προωθεί τους εξής λόγους ακύρωσης: Οι αποφάσεις (α) είναι αντίθετες με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και τα άρθρα 4(1), 14 και 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, (Ν. 15/62, όπως έχει τροποποιηθεί), (β) παραβιάζουν το άρθρο Ι του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (γ) παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, (δ) στερούνται της δέουσας αιτιολογίας και/ή της δέουσας έρευνας, (ε) τελούν υπό πραγματική και νομική πλάνη και (στ) παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 48, 51(2) και 55(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(1)/99).
Από πλευράς των καθ' ων η αίτηση υποστηρίζεται η ορθότητα και νομιμότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Προχωρούν μάλιστα να εισηγηθούν ότι οι προσφυγές είναι προδήλως αβάσιμες και το δικαστήριο, αφού ακούσει τους διαδίκους θα πρέπει να απορρίψει αυτές, άνευ δημοσίας συζητήσεως, με βάση το Άρθρο 134.2 του Συντάγματος.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Κατ' αρχήν αναφέρω ότι διαφωνώ με την εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση ότι οι προσφυγές είναι προδήλως αβάσιμες ούτως ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 134.2 του Συντάγματος. Γιαυτό θα προχωρήσω στην εξέταση των προσφυγών.
Από τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης, κρίνω σκόπιμο να εξετάσω πρώτα την υπό (δ) πιο πάνω εισήγηση των αιτητών περί μη επαρκούς αιτιολογίας των επίδικων αποφάσεων και μη δέουσας έρευνας.
Αρχίζω από τον ισχυρισμό ότι δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα έρευνα. Κατά τη γνώμη μου, από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά και όπως αυτά προκύπτουν από τους φακέλους της διοίκησης που έχουν κατατεθεί, ως τεκμήρια, φαίνεται ξεκάθαρα, ότι οι καθ' ων η αίτηση, προχώρησαν στην έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων χωρίς προηγουμένως να διεξάγουν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Ενώ οι επίδικες αποφάσεις φέρουν αντίστοιχα ημερ. 15/9/2009, 21/10/2009 και 22/12/2009, η συνεδρία κατά την οποία αποφασίστηκε όπως όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ετοιμάσουν ενημερωτικό σημείωμα για το θέμα και το υποβάλουν στο Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού έπεται χρονικά των εν λόγω ημερομηνιών. Συγκεκριμένα η υπό αναφορά συνεδρία πραγματοποιήθηκε στις 3/3/2010. Επίσης το σημείωμα του Δήμου Αγίου Αθανασίου για το όλο ζήτημα, σ' ότι αφορά τις δικές του αρμοδιότητες φέρει ημερ. 26/4/2010. Πώς λοιπόν η διοίκηση κατέληξε στις επίδικες αποφάσεις χωρίς να έχει ενώπιον της τις απόψεις όλων των εμπλεκομένων μερών;
Είναι πάγια νομολογημένο πως το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. (Βλ. μεταξύ άλλων Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270), Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. (Βλ. Μotorways Ltd. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Από τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω προκύπτει πως στην παρούσα περίπτωση δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.
Όσον αφορά τώρα την εισήγηση των αιτητών περί απουσίας αιτιολογίας των επίδικων αποφάσεων, είναι η άποψή μου πως και αυτή ευσταθεί. Το ουσιαστικό κείμενο της αρνητικής απάντησης των καθ' ων η αίτηση στο αίτημα των αιτητών έχει ήδη παρατεθεί πιο πάνω. Σύμφωνα με τη νομολογία η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Απλή επανάληψη των προνοιών του νόμου δεν είναι αρκετή. (Βλ. μεταξύ άλλων Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Στη σελ. 273 της πιο πάνω υπόθεσης διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).
Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»
Βέβαια υπάρχει νομολογία και συγγράμματα που υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων της διοίκησης. Όμως αυτό τότε μόνο πρέπει να γίνεται «εφόσον ευθέως και αμέσως προκύπτει από το φάκελο χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και στάθμιση των στοιχείων του φακέλου». Αυτά υποστηρίζονται, μεταξύ άλλων υποθέσεων και από την απόφαση του Καλλή Δ. στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 1223/03-1227/03 Χαράλαμπος Πετεινός κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 4/6/04 με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες μεταξύ των οποίων και στην προαναφερθείσα υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας.
Το θέμα διέπεται και από τα άρθρα 26-28 του προαναφερθέντος Ν. 158(1)/99. Στο άρθρο 28(2) διαλαμβάνεται ρητά ότι δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση, ούτε και η απλή αναφορά των γενικών όρων του Νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η περίπτωση μας είναι τέτοια που η αιτιολογία συμπληρώνεται από το φάκελο της διοίκησης.
Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, όπου η Πλήρης Ολομέλεια ανασκόπησε τη νομολογία αναφορικά με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και ειδικά για τα όρια του εφικτού και ανέφικτου του σκοπού της απαλλοτρίωσης, το καθοριστικό κριτήριο για τυχόν επιστροφή ακίνητης ιδιοκτησίας που απαλλοτριώθηκε δεν είναι αν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί εντός των προβλεπομένων τριών ετών, αλλά αν ο σκοπός αυτός είναι εφικτά πραγματοποιήσιμος, με τη διοίκηση να υποχρεούται να έχει προβεί σε ενέργειες, αναλόγως της περίπτωσης, οι οποίες είναι ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Ο πρώην ιδιοκτήτης (εδώ οι αιτητές) βαρύνεται να αποδείξει όχι ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή ότι κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν έχει προβεί στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως της περίπτωσης, θα κρίνονταν ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου.
Στις παρούσες υποθέσεις καθίσταται σαφές από το κείμενο των προσβαλλομένων αποφάσεων πως η αιτιολογία που δόθηκε στην προκείμενη περίπτωση είναι ανεπαρκής και τέτοια που το δικαστήριο να μην είναι σε θέση να αναθεωρήσει τις αποφάσεις αφού σε αυτές δεν περιέχεται ούτε η νομική πτυχή αλλά ιδιαίτερα ούτε τα γεγονότα που τις στηρίζουν. Αν δε ληφθεί υπόψη και το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τότε που έγινε η απαλλοτρίωση (από το 1976) θεωρώ πως η ανάγκη για επαρκή αιτιολογία καθίστατο στην περίπτωση αυτή ακόμα πιο επιτακτική. Με απασχόλησε κατά πόσο μπορεί να εντοπιστεί αιτιολογία στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν ενώπιον μου. Με τη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση δεν γίνεται οποιαδήποτε παραπομπή σε σχετικά μέρη του φακέλου που να βοηθούν το δικαστήριο να καταλήξει ότι υπάρχει αιτιολογία. Επίσης με την αγόρευση τους οι καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ισχυρισμούς όπως, για παράδειγμα, ότι αν ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις θα δημιουργηθεί μεγάλο πρόβλημα στους καθ' ων η αίτηση, που κατά την άποψη μου είναι άσχετοι με το θέμα που εξετάζουμε. Τα κριτήρια είναι όπως καθορίστηκαν στην προαναφερθείσα υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ. ν. Δημοκρατίας, και με τα γεγονότα που έχω ενώπιον μου δεν είναι εύκολο να εξεταστεί η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ενόψει της επιτυχίας των συγκεκριμένων λόγων ακύρωσης (έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας) δεν το θεωρώ αναγκαίο να εξετάσω τους υπόλοιπους ισχυρισμούς που προβάλλονται.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη, με την κάθε προσφυγή, απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑΣ