ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1112/2009)
8 Απριλίου, 2011
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΡΑΣΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Α. Ζερβού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Κατά τη διάρκεια της περιόδου Σεπτεμβρίου 2000 - Σεπτεμβρίου 2004, ο αιτητής απασχολείτο με σύμβαση την οποία είχε υπογράψει με το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, στην Κρατική Ορχήστρα ως μουσικός.
Την 1/9/2004, ο αιτητής διορίστηκε πάνω σε έκτακτη βάση, στη θέση καθηγητή μουσικής Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης, ενώ από την 1/9/2005 υπηρετεί στη μόνιμη θέση καθηγητή μουσικής.
Σε σχέση με την υπηρεσία του με σύμβαση στην Κρατική Ορχήστρα, ο αιτητής απηύθυνε, μέσω των δικηγόρων του, επιστολή στον Πρόεδρο και τα Μέλη της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στις 13/3/2009. Στην εν λόγω επιστολή οι δικηγόροι του αιτητή, αφού, με αναφορά σε μόνιμους εκπαιδευτικούς τους οποίους και κατονομάζουν, διατυπώνουν τη θέση ότι η απόσπαση στην Κρατική Ορχήστρα συνιστά στοιχείο που προσμέτρησε υπέρ τους ως υπηρεσία και μάλιστα «δυνάμει αυτής είχαν και προαγωγή», καταλήγουν ως εξής:
"Είναι λοιπόν δεδομένη πολιτική (αρθρ. 44(2) του Ν.158(1)/99) ότι, η υπηρεσία στην Κρατική Ορχήστρα, είναι αναγνωρισμένη.
Άρα τίθεται θέμα ίσης και/ή ανάλογης μεταχείρισης (αρθρ. 52(1) του Ν.158(1)/99) και της προϋπηρεσίας του πελάτη μου, που θα πρέπει να προσμετρά κατά την ίδια έννοια, κατά την ως υπηρεσία, επίσης αναγνωρισμένη.
Βέβαιος για την άμεση ρύθμιση του θέματος, επιφυλάσσω τα δικαιώματα του πελάτη μου."
Σε απάντηση της πιο πάνω επιστολής, απεστάλη στους δικηγόρους του αιτητή η πιο κάτω επιστολή, η οποία φέρει την υπογραφή «(Στέλλα Σπανού) για Πρόεδρο Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας», ημερομηνίας 17/6/2009:
"Θέμα: Θεόδωρος Κρασίδης (Μ16008)
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στις επιστολές σας με ημερομηνίες 13.3.2009 και 21.4.2009, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι, μετά από μελέτη του προσωπικού φακέλου του πελάτη σας, διαπιστώθηκε ότι αυτός ουδέποτε υπέβαλε αίτηση συνοδευόμενη με τα απαραίτητα πιστοποιητικά ούτως ώστε να εξεταστεί από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας το ενδεχόμενο αναγνώρισης της απασχόλησής του στην Κρατική Ορχήστρα, κατά την περίοδο 2000-2004, ως προϋπηρεσίας.
2. Συναφώς, όμως, πληροφορήστε ότι η απασχόληση στην Κρατική Ορχήστρα δεν εμπίπτει σε καμιά από τις περιπτώσεις αναγνωρίσιμης προϋπηρεσίας που αναλυτικά παρατίθενται στον Καν. 3 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 έως 2002.
3. Περαιτέρω, πληροφορείστε ότι σύμφωνα με τον Καν. 7(2) των προαναφερόμενων κανονισμών, όταν εκπαιδευτικός λειτουργός αποσπάται για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων ή παραχωρούνται οι υπηρεσίες του σε κρατική ή άλλη υπηρεσία, η χρονική διάρκεια της απόσπασης ή της παραχώρησης υπηρεσιών λογίζεται για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων υπηρεσία στη θέση την οποία κατέχει οργανικά.
4. Κατά την περίοδο που ο πελάτης σας εργάστηκε στην Κρατική Ορχήστρα δεν ήταν «εκπαιδευτικός λειτουργός» σύμφωνα με τον Καν. 2(1) των προαναφερόμενων κανονισμών, εφόσον δεν κατείχε οποιαδήποτε θέση για την πλήρωση της οποίας αρμόδια ήταν η Επιτροπή. Ως εκ τούτου, η περίπτωση του διαφέρει από την περίπτωση εκπαιδευτικών λειτουργών οι οποίοι, σύμφωνα με τον Καν. 7(2), αποσπάστηκαν για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων ή παραχωρήθηκαν οι υπηρεσίες του σε κρατική ή άλλη υπηρεσία (όπως η Κρατική Ορχήστρα), όπου η χρονική διάρκεια της απόσπασης ή παραχώρησης υπηρεσιών λογίστηκε για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων, για υπηρεσία στη θέση την οποία κατείχαν οργανικά.
(Στέλλα Σπανού)
για Πρόεδρο
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας."
Αντιδρώντας ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά:
"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ'ης η οποία στάληκε με επιστολή της καθ'ης ημερ. 17.6.2009 και με την οποίαν απέρριψε το αίτημα του αιτητή για αναγνώριση της προϋπηρεσίας του που είχε από τον Σεπτέμβριο 2000 έως τον Σεπτέμβριο 2004 στην Κρατική Ορχήστρα ως Μουσικός, ως υπηρεσία που κατά το Νόμο και τους Κανονισμούς πρέπει να συνυπολογιστεί στην υπηρεσία του στη Μέση Εκπαίδευση είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."
Οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η ακύρωση της επίδικης πράξης, όπως αυτοί προωθούνται στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων του αιτητή, είναι ως εξής:
(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν αναρμόδιου οργάνου με συνέπεια την «ανυπαρξία απόφασης».
Η επίδικη απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή 17/6/2009 δεν λήφθηκε, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, από το αρμόδιο συλλογικό όργανο που είναι η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Στην πραγματικότητα ουδέποτε η εν λόγω Επιτροπή επιλήφθηκε του αιτήματος του αιτητή, καθότι ουδέποτε το αίτημα τέθηκε ενώπιον της.
(β) Διαζευκτικά προς τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης, ο αιτητής εισηγείται ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν εσφαλμένης ερμηνείας του Νόμου και πλάνης περί τα πράγματα.
(γ) Η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως και την αρχή της καλής πίστης.
Στον αντίποδα η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση εισηγείται την απόρριψη της προσφυγής για τους εξής δύο λόγους, τους οποίους και εγείρει με τη μορφή προδικαστικών ενστάσεων.
1) Με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη/απόφαση, καθότι στην επιστολή ημερομηνίας 17/6/2009 «δεν περιέχεται οιαδήποτε πράξη με την οποία να δηλώνεται η βούληση των καθ'ων η αίτηση με σκοπό την παραγωγή εννόμου αποτελέσματος έναντι του Αιτητή αλλά, πληροφορείται απλώς ο Αιτητής για μια πραγματική κατάσταση και για τις πρόνοιες των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 έως 2002 (Κ.Δ.Π. 382/97)».
2) Ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος. Εφόσον ο αιτητής παρέλειψε, σύμφωνα με την κα Ζερβού, να υποβάλει αίτηση η οποία να συνοδεύεται με τα απαραίτητα πιστοποιητικά έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η εξέταση από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας το ενδεχόμενο αναγνώρισης της απασχόλησης του στην Κρατική Ορχήστρα ως μουσικού για την περίοδο Σεπτεμβρίου 2000 - Σεπτέμβριο 2004, ως προϋπηρεσίας, το αίτημα του ορθά δεν εξετάστηκε από τους καθ'ων η αίτηση και συνεπώς δεν νομιμοποιείται στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής.
Αναφορικά με την ουσία της προσφυγής οι καθ'ων η αίτηση, άνευ βλάβης των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων τους, απορρίπτουν τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης ως ανεδαφικούς και ανυπόστατους.
Η πλευρά του αιτητή απορρίπτει τόσο τις προδικαστικές ενστάσεις των καθ'ων η αίτηση, όσο και τις θέσεις που ο τελευταίος υιοθετεί αναφορικά με την ουσία της προσφυγής.
Προτού ασχοληθώ με την ουσία της προσφυγής και τις εκατέρωθεν επί του προκειμένου θέσεις και επιχειρήματα, θεωρώ ορθό να ασχοληθώ με τις προδικαστικές ενστάσεις, καθότι τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη προδικαστική ένσταση είναι συνυφασμένες άρρηκτα με τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και συνεπώς επιτυχία οποιασδήποτε από αυτές θα σημαίνει και τον τερματισμό της διαδικασίας σ' αυτό το προκαταρκτικό στάδιο, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης της ουσίας της προσφυγής.
Η έννοια του όρου «εκτελεστή διοικητική πράξη» έχει αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης κατ' επανάληψη από τη νομολογία μας. Εκείνο που προκύπτει από την εν λόγω νομολογία είναι πως το κριτήριο κατά πόσο πράξη ή απόφαση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εντός της εννοίας του άρθρου 146 του Συντάγματος «είναι η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ' αυτών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων» (βλ. Δημοκρατία ν. Sunoil Bankering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26). Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στην απόφαση της Ολομέλειας στην εν λόγω υπόθεση, «Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη παριστάμενες πριν την έκδοση της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεση τους». (Βλ. επίσης Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ 170, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 236-237, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο του Α.Ι. Τάχου, 4η Έκδοση, 1993, σελ 356).
Όπως έχει επισημανθεί σε μια σειρά υποθέσεων, πράξεις πληροφοριακού χαρακτήρα δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Στην υπόθεση Α. Γεναγρίτης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029, η Ολομέλεια, με αναφορά τόσο σε κυπριακή νομολογία όσο και σε απόφαση (2446/1968) του Συμβουλίου Επικρατείας, υπενθύμισε ότι πράξεις πληροφοριακού χαρακτήρα «όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη».
Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση επί του θέματος παραπέμπω στην απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 35/07, ημερομηνίας 26/6/2009, Αντιγόνη Αλεξάνδρου και άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών και/ή Επαρχιακής Διοίκησης Λάρνακας, στην οποία, με αναφορά σε σχετική νομολογία, την οποία θεωρώ περιττό να επαναλάβω, συζητείται η έννοια της πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της ευρύτερης έννοιας του όρου εκτελεστή διοικητική πράξη.
Διεξήλθα προσεκτικά τόσο το περιεχόμενο της επιστολής των δικηγόρων του αιτητή ημερομηνίας 13/3/2009, όσο και το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 17/6/2009, που απεστάλη στους δικηγόρους του αιτητή σε απάντηση της εν λόγω επιστολής τους, το οποίο είχε δώσει και το έναυσμα για καταχώριση της παρούσας προσφυγής. Η λειτουργός που συνέταξε για τον Πρόεδρο της Ε.Ε.Υ την επιστολή 17/6/2009, επισημαίνοντας ότι ο αιτητής ουδέποτε υπέβαλε αίτηση συνοδευόμενη από τα απαραίτητα έγγραφα ζητώντας την αναγνώριση της απασχόλησης του στην Κρατική Ορχήστρα ως προϋπηρεσίας, έτσι ώστε το αίτημα του να εξεταστεί από την Ε.Ε.Υ., γεγονός που ο αιτητής στην ουσία δεν αμφισβητεί, πληροφορεί τους δικηγόρους του αιτητή αναφορικά με την κρατούσα νομική θέση επί των όσων ο τελευταίος εγείρει μέσω των δικηγόρων του στην επιστολή 13/3/2009. Με άλλα λόγια, εκείνο που με την επιστολή 17/6/2009 διαβιβάζεται στους δικηγόρους του αιτητή και μέσω τους στον αιτητή, είναι η πληροφόρηση για μια κατάσταση πραγμάτων. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι σαφώς πληροφοριακή και ως τέτοια στερείται εκτελεστού χαρακτήρος, μη δυνάμενη να δημιουργήσει έννομα αποτελέσματα.
Αυτά όσον αφορά την πρώτη προδικαστική ένσταση. Αναφορικά με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση παρατηρώ τα πιο κάτω:
Το ζητούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κατά πόσο με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, το συμφέρον του αιτητή, είτε αυτό είναι ηθικό είτε είναι υλικό, έχει επηρεαστεί από την πράξη ή απόφαση της διοίκησης. Και στις δύο όμως περιπτώσεις, πρέπει να διακρίνεται από το γενικό συμφέρον και να συσχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της θέσης του προσφεύγοντα (βλ. Χ. Μορίτσης ν. Φ. Καρσερά, Α.Ε. 117/2006, 12/2/2009 και Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, του Ε. Σπηλιωτόπουλου, 5η Έκδοση, σελ 433).
Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται τόσο κατά το χρόνο καταχώρισης, όσο και κατά το χρόνο ακρόασης της προσφυγής. Όμως αυτές οι δύο προϋποθέσεις ικανοποιούνται αν κατά τους εν λόγω κρίσιμους χρόνους είναι σαφές ότι το ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτητή, παρόλο που δεν επηρεάζεται ευθέως, πρόκειται αναποφεύκτως να επηρεαστεί στο μέλλον. (Papasavvas v. Republic (1967) 3 C.L.R. 111).
Κατ' αρχήν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τις σχετικές πρόνοιες του Κανονισμού 6 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 382/97), οι οποίες μας ενδιαφέρουν:
"(1) Οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί μπορούν να υποβάλλουν κατά το διορισμό τους ή μέσα σε προθεσμία ενός χρόνου από την ημερομηνία του μόνιμου διορισμού τους όλα τα έγγραφα που υποστηρίζουν την αναγνώριση προϋπηρεσίας, σύμφωνα με τις υποπαραγράφους (β) (γ), (δ), (ε), (στ) και (ζ) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 3, ή τεχνικής πείρας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 5.
(2) Προϋπηρεσία ή τεχνική πείρα για την οποία δεν υποβάλλονται επαρκή και πλήρη στοιχεία μέσα στην προθεσμία που ορίζει η παράγραφος (1) δεν μπορεί να αναγνωριστεί."
Η επιστολή των δικηγόρων του αιτητή απεστάλη μετά την εκπνοή ενός έτους από την ημερομηνία του μόνιμου διορισμού του αιτητή.
Έχει βέβαια νομολογηθεί ότι ο χρονικός περιορισμός που ο πιο πάνω Κανονισμός θέτει για σκοπούς υποβολής των εγγράφων που υποστηρίζουν αίτημα για αναγνώριση προϋπηρεσίας είναι άκυρος, καθότι βρίσκεται έξω από το εξουσιοδοτικό πλαίσιο του Νόμου (Ιωάννης Μεγάλεμος ν. Ε.Ε.Υ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 667). Έχω την άποψη όμως ότι το γεγονός αυτό αφορά μόνο το χρονικό περιορισμό που προβλέπει ο Κανονισμός. Όπως πολύ ορθά σημειώνει η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, θέση με την οποία και συμφωνώ, «η υποχρέωση των εκπαιδευτικών λειτουργών, οι οποίοι επιδιώκουν την αναγνώριση προϋπηρεσίας, να υποβάλουν όλα τα έγγραφα που υποστηρίζουν το αίτημα τους και η, συνακόλουθα, μη αναγνώριση προϋπηρεσίας, για την οποία δεν έχουν υποβληθεί επαρκή και πλήρη στοιχεία, δεν έχει επηρεαστεί από τα κριθέντα στη Μεγάλεμος».
Στην κρινόμενη περίπτωση ο αιτητής ουδέποτε υπέβαλε αίτηση η οποία να συνοδεύεται με στοιχεία και/ή έγγραφα, με την οποία να ζητά αναγνώριση της απασχόλησης του στην Κρατική Ορχήστρα, ως προϋπηρεσίας, έτσι ώστε να επιβάλλεται η εξέταση της από την Ε.Ε.Υ. Κατά συνέπεια, ορθά η Ε.Ε.Υ. δεν προχώρησε να επιληφθεί της επιστολής των δικηγόρων του αιτητή 13/3/2009 και να εξετάσει το όποιο αίτημα του αιτητή υποβαλλόταν με την εν λόγω επιστολή. Επομένως, και η δεύτερη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.