ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CHRISTOU ν. REPUBLIC (1980) 3 CLR 437
MYTIDES AND ANOTHER ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1096
Papaleontjou Georghios ν. Andreas Karageorghis and Another (1987) 3 CLR 211
Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 ΑΑΔ 56
Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 598
Δημοκρατία ν. Πέτρου Σολωμού (1998) 3 ΑΑΔ 769
Κούλη Ανδρέας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 852
Χατζηχάννας Βραχίμης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2003) 3 ΑΑΔ 312
Nεοφύτου Xάρης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 8
Kυπριακή Δημοκρατία, Xρίστος Iωσηφίδης ν. (Αρ. 1) (2007) 3 ΑΑΔ 96
Kωνσταντίνου Zένιος Σ. και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 384
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γιώργου Παντέλα (2008) 3 ΑΑΔ 285
P. & R. Final Formation Ltd ν. Eφοριακού Συμβουλίου και Άλλων (2009) 3 ΑΑΔ 482
Λάρκου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 2917
Σολωμού Ιωάννης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 4 ΑΑΔ 881
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1376/2010, 28/12/2012
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ν. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1014/2010, 30 Μαρτίου 2012
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 308/2009)
15 Μαρτίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΠΡΟΣ Μ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
Αγ. Ευσταθίου (κα) και Γ. Γιωργαλλής, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Παναγιώτου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Στατιστικής διορίσθηκε από 1.2.2009 με απόφαση των καθ΄ ων το ενδιαφερόμενο μέρος, με αποτέλεσμα ο αιτητής να καταχωρήσει την υπό κρίση προσφυγή με την οποία επιδιώκει την ακύρωση της διοικητικής αυτής πράξης.
Τόσο ο αιτητής, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος είναι Λειτουργοί στη Στατιστική Υπηρεσία του Κράτους. Ο αιτητής γεννηθείς στις 29.9.1948, μετά την αποφοίτηση του από το Παγκύπριο Οικονομικό Λύκειο Λευκωσίας με βαθμό 17 2/13, απέκτησε δίπλωμα Οικονομικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1980, Prosgraduate Diploma in Population and Development από το Ινστιτούτο Κοινωνικών Σπουδών Χάγης, που διήρκεσε από το Σεπτέμβριο του 1990 μέχρι το Μάϊο του 1991 και συμπλήρωσε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Πληθυσμός και Ανάπτυξη», στο Centre of Population Planning του Πανεπιστημίου του Michingan που διήρκεσε από το Σεπτέμβριο του 1981 μέχρι το Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Έχει επίσης πιστοποιητικό απαλλαγής από τις εξετάσεις Preliminary (R.S.A.) του Ινστιτούτου Στατιστικολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου. Διορίσθηκε ως Βοηθός Στατιστικής 3ης Τάξης την 1.5.1971 και προήχθηκε στις διάφορες βαθμίδες με αποτέλεσμα, πριν το διορισμό του στην υπό κρίση θέση, να κατείχε τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Στατιστικής από 15.2.2006.
Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννηθείς στις 5.6.1950, μετά την αποφοίτηση του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο Νεάπολης με βαθμό 15 10/12, το 1969, απέκτησε δίπλωμα Οικονομικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1986, μεταπτυχιακό δίπλωμα «Development Planning Techniques» από το Ινστιτούτο Κοινωνικών Σπουδών Χάγης, διάρκειας από 22.9.1980 έως 16.4.1981, ενώ συμπλήρωσε και μεταπτυχιακή εκπαίδευση στο θέμα «Statistics for Development Policy» στο Ινστιτούτο Αναπτυξιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Sussex διάρκειας από 17.9.1990 μέχρι 14.12.1990. Έχει επίσης πιστοποιητικό εγγεγραμμένου Βοηθού Στατιστικής («R.S.A») του Ινστιτούτου Στατιστικολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου που απέκτησε το 1973, ενώ κατέχει και πιστοποιητικό αγγλικής γλώσσας, έκτου έτους, από τα Ινστιτούτα Ξένων Γλωσσών το 1979. Έχει επίσης επιτύχει στο θέμα Statistics στο επίπεδο Ordinary Level του G.C.E., 1972. Διορίσθηκε ως Βοηθός Στατιστικής 3ης Τάξης την 1.4.1978 και μετά την ανέλιξη του διορίσθηκε στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Στατιστικής στις 15.1.2003.
Από τη διαδικασία επιλογής προέκυψαν ως επικρατέστεροι από τους οκτώ ενδιαφερθέντες, τρία άτομα τα οποία προωθήθηκαν προς την Ε.Δ.Υ. από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, μεταξύ των οποίων, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος, τους οποίους και σύστησε προς επιλογή. Η Ε.Δ.Υ. μετά τη σχετική διαδικασία, επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος δικαιολογώντας την επιλογή αυτή στη βάση του ότι αυτός αξιολογήθηκε ως «σχεδόν εξαίρετος» κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως και οι υπόλοιποι υποψήφιοι και ως «εξαίρετος» από την ίδια την Ε.Δ.Υ., κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση. Ο αιτητής αξιολογήθηκε από την ίδια ως «πάρα πολύ καλός». Ο Διευθυντής Στατιστικής Υπηρεσίας, ο οποίος είχε παρευρεθεί στη σχετική συνεδρία της Ε.Δ.Υ., αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στη σχετική προφορική εξέταση χαρακτηρίζοντας τον μεν αιτητή ως «σχεδόν πάρα πολύ καλό», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως «εξαίρετο».
Κατά την απόφαση της Ε.Δ.Υ., το ενδιαφερόμενο μέρος επίσης είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή, δεν υστερούσε σε προσόντα από τους ανθυποψηφίους του, ήταν ίσος σε αξία με βάση τις τελευταίες, ιδιαιτέρως, ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, ενώ υπερείχε των υπολοίπων σε αρχαιότητα στην παρούσα θέση. Η Ε.Δ.Υ. σημείωσε στην απόφαση της ότι κατά την κρίση της το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως και οι ανθυποψήφιοι του, διέθετε τα μεταπτυχιακά προσόντα που απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας μνημονεύοντας και αξιολογώντας προς τούτο ειδικά το μεταπτυχιακό δίπλωμα του, καθώς και το μεταγενέστερο πιστοποιητικό επιτυχούς εκπαίδευσης, όπως θα αναφερθούν με λεπτομέρεια πιο κάτω. Προς τούτο έκρινε ότι η χρονική διάρκεια της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης του κάλυπτε εννέα μήνες και 23 ημέρες, γεγονός που τον ενέτασσε στην πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας ότι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση έπρεπε να ήταν διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.
Σύμφωνα με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, για τη θέση του Πρώτου Λειτουργού Στατιστικής (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής), απαιτούνται (i) πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στη στατιστική, μαθηματικά, οικονομικά ή άλλες συναφείς επιστήμες που κατονομάζονται ρητώς, (ii) μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους στη Στατιστική και άλλες συναφείς επιστήμες που επίσης ρητά καταγράφονται ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους και απόκτηση σχετικού διπλώματος σε ένα ή περισσότερους τομείς της Στατιστικής, (iii) δεκαετής τουλάχιστον μεταπτυχιακή πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα στατιστικής κ.ά. (iv) ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, κλπ., (v) πολύ καλή γνώση των οικονομικών και στατιστικών δεδομένων της Κύπρου και (vi) πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας ή της Γερμανικής ή της Γαλλικής γλώσσας.
Την αιχμή του δόρατος αποτέλεσε η κατοχή του προσόντος της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης από το ενδιαφερόμενο μέρος. Εισηγείται ο αιτητής ότι παρά την αρχή ότι η ερμηνεία ενός σχεδίου υπηρεσίας εναπόκειται στο διορίζον όργανο, εντούτοις εδώ η Ε.Δ.Υ., χωρίς να προβεί σε δέουσα έρευνα, με πλάνη περί τα πράγματα και με έλλειψη αιτιολογίας, έκρινε το ενδιαφερόμενο μέρος ως ικανοποιούν το προσόν αυτό, προσθέτοντας ανεπίτρεπτα τα δύο ξέχωρα εκπαιδευτικά του προγράμματα, ενώ το σχέδιο υπηρεσίας προϋποθέτει, ορθά ερμηνευόμενο, μια συνεχή περίοδο χρόνου. Μετέπειτα, το ένα προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους ταξινομήθηκε από την ίδια τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «άλλο προσόν», πέραν, δηλαδή, του μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου. Πρόσθετα, ο αιτητής παραπονείται ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση, ενώ ο Διευθυντής Στατιστικής Υπηρεσίας όφειλε να είχε εξαιρεθεί από την όλη διαδικασία εφόσον το 2007, ήταν ανθυποψήφιος του αιτητή για τη διευθυντική αυτή θέση.
Αντίθετες είναι βέβαια οι θέσεις τόσο της Ε.Δ.Υ., όσο και του ενδιαφερομένου μέρους. Εισηγούνται ότι η επιλογή του ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου, η οποία και ασκήθηκε ορθά, εντός των νομίμων παραμέτρων κρίσεως. Η αξιολόγηση του μεταπτυχιακού προσόντος του ενδιαφερομένου μέρους ουδόλως υστέρησε ή υποτιμήθηκε από πλευράς αξίας ή περιεχομένου λόγω της κατάταξης του ως «άλλο προσόν», ενώ περαιτέρω ορθά δόθηκε βαρύτητα στην προφορική εξέταση εφόσον πρόκειτο για θέση υψηλά στην ιεραρχία. Ο αιτητής, πρόσθετα, δεν έθεσε εξ αρχής ζήτημα εξαίρεσης του Διευθυντή, παρά επέλεξε να εγείρει το ζήτημα στα πλαίσια τη αγόρευσης των συνηγόρων του.
Αρχίζοντας την αξιολόγηση των εκατέρωθεν θέσεων των μερών, κρίνεται ότι ο αιτητής αδίκως εγείρει ζήτημα εξαίρεσης του Διευθυντή κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων. Η συνυποψηφιότητα τους το 2007 για τη θέση του Διευθυντή Στατιστικών Υπηρεσιών ουδόλως υποδεικνύει, άνευ ετέρου, προκατάληψη του Διευθυντή εναντίον του αιτητή ή παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Όπως έχει υποδειχθεί από τη νομολογία, ισχυρισμοί περί προκατάληψης βαρύνουν ως προς την απόδειξη τους τον διάδικο που τους προβάλλει, πρέπει δε να αποδεικνύονται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που απορρέουν από τους διοικητικούς φακέλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που προέρχονται ή εξάγονται από σχετικά γεγονότα (Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437 και Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 8). Ο αιτητής εγείρει το ζήτημα αυτό στα νομικά σημεία της προσφυγής του, με γενικότητα όμως (παρ. 21), χωρίς να εξηγείται περαιτέρω στην αγόρευση και χωρίς να δίνονται προς την κατεύθυνση αυτή οποιεσδήποτε συγκεκριμένες λεπτομέρειες, ενώ τέτοιες λεπτομέρειες είναι νομολογιακά αναγκαίες προς απόδειξη του ισχυρισμού (Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2007) 3 Α.Α.Δ. 96). Η περίπτωση δεν εμπίπτει σίγουρα στις πρόνοιες του άρθρου 42(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, ούτε και η υπόθεση Δημοκρατία ν. Πέτρου Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769, με την εκεί αναφορά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, έχει εδώ εφαρμογή. Δεν υπάρχει καμιά ιδιάζουσα σχέση μεταξύ Διευθυντή-αιτητή, ούτε συμφέρον έχει καταδειχθεί στην έκβαση της διοικητικής πράξης.
Το επόμενο θέμα είναι η στο στάδιο των διευκρινίσεων χορήγηση στο Δικαστήριο από το ενδιαφερόμενο μέρος επιστολής ημερ. 12.1.2011, από το Institute of Social Studies της Χάγης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε εγγραφεί στο Postgraduate Diploma Programme of Development Planning Techniques μεταξύ 22.9.1980-16.4.1981, το οποίο συμπληρώθηκε με επιτυχία λαμβάνοντας το σχετικό δίπλωμα στις 15.4.1981. Το πρόγραμμα αυτό και το χορηγηθέν δίπλωμα ισοδυναμεί, ως πιστοποιείται, λόγω της εντατικότητας του με εργασία ενός ακαδημαϊκού έτους και παρέχει την άδεια για συμμετοχή στο MA degree. Είναι όμως σαφές ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στην επιστολή αυτή, η οποία και ουσιαστικά θα πρέπει να αγνοηθεί. Αυτό, διότι δεν ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης. Ούτε η Ε.Δ.Υ. είχε διερευνήσει το ζήτημα ή είχε προβεί σε έρευνα σχετικά με το περιεχόμενο, ισοδυναμία ή άλλη αξία του σχετικού μεταπτυχιακού. Ως είναι νομολογιακά δεκτό, η αγόρευση δεν αποτελεί το μέσο για τη συμπλήρωση γεγονότων. (P & R Final Formation Ltd v. Εφοριακού Συμβουλίου κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 482, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384).
Όσον αφορά το προσόν που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας σε σχέση με το μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση διάρκειας επίσης ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους (παρ. 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας), παρατηρείται πρώτιστα ότι το προσόν της παραγράφου αυτής ικανοποιείται από ένα υποψήφιο είτε εάν κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους διάρκειας ή εάν έχει εκπαιδευτεί μεταπτυχιακά αποκτώντας σχετικό δίπλωμα σε εκπαίδευση διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους. Αναμφίβολα το διοικητικό όργανο, εδώ η Ε.Δ.Υ., έχει υπό την τελική ευθύνη της την ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας, χωρίς να δεσμεύεται από την ερμηνεία που τυχόν δίνει η Τμηματική ή Συμβουλευτική Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης της διοικητικής πράξης. Με βάση πάγια νομολογία, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ερμηνεία υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θεωρείται λογική υπό τις περιστάσεις και έχει εφαρμοστεί ορθά στα περιστατικά της υπόθεσης. (Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211, Mytides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1096 και Λάρκου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2917).
Η Ε.Δ.Υ. κρίνοντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το προσόν της παρ. 3(2), αναφέρθηκε σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα στις αποφάσεις Μαρία Γεωργιάδη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 694/99, ημερ. 19.1.2001 (Νικολάου, Δ.) και Μαρία Γεωργιάδη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 626/00, ημερ. 21.12.2001, (Νικολαΐδης, Δ). Οι αποφάσεις αυτές σημειώθηκαν για να στοιχειοθετήσουν την άποψη της Ε.Δ.Υ. ότι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους δύναται να αντληθεί ως προερχόμενη από διαφορετικά προγράμματα, διαφορετικής διάρκειας και διαφορετικού ιδρύματος, ούτως ώστε να μην είναι αναγκαίο εν κατακλείδι να είναι συνεχούς διάρκειας. Η Ε.Δ.Υ. παρατήρησε στη σχετική απόφαση της ότι το οικείο σχέδιο υπηρεσίας δεν καθορίζει ότι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση πρέπει να είναι συνεχούς διάρκειας, ούτε περιορίζεται σε ένα τομέα μόνο της στατιστικής. Αντίθετα, η διαζευκτική πρόνοια για την κατοχή του προσόντος καθορίζει ότι η μεταπτυχιακή αυτή εκπαίδευση διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, δύναται να είναι «... σε ένα ή περισσότερους τομείς της στατιστικής», με αποτέλεσμα στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους αυτό να θεωρήθηκε ότι κατέχει το προσόν λόγω του αθροίσματος της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης σε περισσότερους από ένα τομείς. Η Ε.Δ.Υ. έκρινε προς τούτο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει το μεταπτυχιακό δίπλωμα Development Planning Techniques του Ινστιτούτου Κοινωνικών Σπουδών της Χάγης, διάρκειας έξι μηνών και 25 ημερών, ενώ κατέχει και πιστοποιητικό επιτυχούς εκπαίδευσης στο θέμα Statistics for Development Policy του Ινστιτούτου Αναπτυξιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Sussex, διάρκειας δύο μηνών και 28 ημερών. Επομένως, το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κάτοχος μεταπτυχιακής εκπαίδευσης συνολικής διάρκειας εννέα μηνών και 23 ημερών, έτσι ώστε να ικανοποιείται το απαιτούμενο προσόν.
Κρίνεται ότι η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε υπό πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα. Οι προαναφερθείσες αποφάσεις στη Μαρία Γεωργιάδη, αφορούσαν την κατοχή προσόντος μεταπτυχιακής εκπαίδευσης σε οποιοδήποτε κλάδο της οδοντιατρικής «. συνολικής διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους ..». Οι λέξεις «συνολικής διάρκειας», προσδιόριζαν την μεταπτυχιακή εκπαίδευση που απαιτείτο εκεί κατά τρόπο ώστε να ήταν δυνατή η προσμέτρηση μιας περιόδου με μια άλλη περίοδο, με αποτέλεσμα το ακαδημαϊκό έτος, που κατά κανόνα θεωρείται διάρκειας εννέα μηνών, να συμπληρωνόταν. Διαφορετικά, έκριναν και τα δύο Δικαστήρια, οι λέξεις «συνολικής διάρκειας» θα παρέμειναν άνευ νοήματος. Στις υποθέσεις εκείνες δεν αμφισβητήθηκε ότι όντως το ακαδημαϊκό έτος είναι διάρκειας εννέα μηνών, εξ ου και εδώ η Ε.Δ.Υ. προσθέτοντας τις δύο περιόδους εκπαίδευσης του ενδιαφερομένου μέρους θεώρησε τη διάρκεια της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ως υπερβαίνουσα το ακαδημαϊκό έτος. Η ίδια κατάληξη είχε αχθεί και στην υπόθεση Λάρκου - πιο πάνω - όπου και πάλι στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας καθοριζόταν ως πλεονέκτημα η επιτυχής εκπαίδευση σε φορολογικά θέματα «συνολικής διάρκειας» ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους. Κρίθηκε ότι η συνολική αυτή διάρκεια μπορούσε να καλυφθεί είτε με συνεχή περίοδο χρόνου ή αθροιστικά με μικρότερες περιόδους χρόνου.
Η υπό κρίση περίπτωση διαφέρει ριζικά στο ότι το σχετικό προσόν της παρ. 3(2), δεν εμπεριέχει τις λέξεις «συνολικής διάρκειας». Επομένως, το συμπέρασμα που αβίαστα εξάγεται είναι ότι είτε ο υποψήφιος θα πρέπει να κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους συνεχόμενης εννοείται διάρκειας, ή, διαζευκτικά, θα πρέπει να κατέχει μεταπτυχιακή εκπαίδευση και πάλι συνεχόμενης διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους. Ο ίδιος ο αιτητής κατέχει αυτό το προσόν εφόσον είχε αποκτήσει τον Μάϊο του 1991 το Postgraduate Diploma in Production and Development από το Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών της Χάγης, το οποίο και δεν τέθηκε ποτέ σε αμφισβήτηση ότι ήταν όντως διάρκειας ενός ακαδημαϊκού έτους. Άλλωστε φαίνεται από τα ακαδημαϊκά του προσόντα στο σχετικό πίνακα που επισυνάπτεται στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. (Παράρτημα 8 στην ένσταση), ότι η διάρκεια φοίτησης προς απόκτηση του τίτλου αυτού κάλυπτε την περίοδο Σεπτεμβρίου 1990 - Μαΐου 1991. Το ίδιο, όμως, δεν συμβαίνει με το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο, όπως ήδη καταγράφηκε, για μεν τον τίτλο που απέκτησε από το Ινστιτούτο της Χάγης η διάρκεια του υπολοιπόταν κατά πολύ των εννέα μηνών, για δε το δίπλωμα που απέκτησε από το Sussex, η διάρκεια του ήταν λιγότερη των τριών μηνών. Δεν ήταν επομένως δυνατή η πρόθεση των δύο περιόδων χρόνου προς ικανοποίηση του σχεδίου υπηρεσίας.
Το έτερο λάθος που διαπιστώνεται στη σκέψη της Ε.Δ.Υ. ήταν η θεώρηση, χωρίς καμία απολύτως έρευνα, του πιστοποιητικού του Sussex ως μεταπτυχιακού προσόντος, διότι, ως ανέφερε στο σκεπτικό της, αυτό το πιστοποιητικό επιτυχούς εκπαίδευσης προαπαιτούσε την κατοχή πρώτου πτυχίου. Κατά πρώτο λόγο ορθά οι συνήγοροι του αιτητή παραπέμπουν στο ίδιο το πιστοποιητικό που χορηγήθηκε από το Sussex (ερυθρό 60 του διοικητικού φακέλου Τεκμ. Γ κατά τις διευκρινίσεις), το οποίο απλώς πιστοποιεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος «.. has attended and satisfactorily completed an approved course of study entitled Statistics for Development Policy». Δεν αναφέρεται ότι πρόκειται για οποιουδήποτε είδους μεταπτυχιακό προσόν ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση. Η νομολογία έχει καθορίσει διάκριση μεταξύ της φράσης «μεταπτυχιακό προσόν» και «μεταπτυχιακή εκπαίδευση». Σύμφωνα και με την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Παντέλα (2008) 3 Α.Α.Δ. 285, με αναφορά και στις υποθέσεις Σολωμού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 807/2000, ημερ. 29.6.2001 και Ηλιάδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 716/97, ημερ. 15.9.1998, «. μεταπτυχιακή εκπαίδευση συνεπάγεται συμπληρωματική εκπαίδευση που έπεται της βασικής και είναι σε επίπεδο ανώτερο από αυτή, από πλευράς ποιότητας και επιπέδου.». (Σχετική είναι και η υπόθεση Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56).
Η Ε.Δ.Υ. στο σκεπτικό της ορθά αναφέρθηκε στον ορισμό της «μετεκπαίδευσης» ως συμπληρωματικής εκπαίδευσης πέραν από την κανονική που χρονικά και πραγματικά ακολουθεί τη βασική εκπαίδευση, το επίπεδο της οποίας επίσης από πλευράς ποιοτικού περιεχομένου πρέπει να είναι συμπληρωματικό της κανονικής. Δεν εφάρμοσε όμως αυτή τη νομολογιακά ορθή παραπομπή στην υπό κρίση περίπτωση, καθότι το ίδιο το πιστοποιητικό από το Sussex δεν παρέχει καμία απολύτως ένδειξη ως προς το επίπεδο και το περιεχόμενο του, ενώ η χρονική απόσταση μεταξύ του πιστοποιητικού που λήφθηκε από το Sussex το 1990 και του πρώτου Postgraduate Diploma in Development Planning Techniques από τη Χάγη το 1981, ήταν τέτοια που θα έπρεπε να ευαισθητοποιήσει την Ε.Δ.Υ., ώστε να διερευνήσει κατά πόσο το πιστοποιητικό από το Sussex μπορούσε να θεωρηθεί ή να λογισθεί ως μεταπτυχιακού επιπέδου. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ελλιπής έρευνα ως προς τη διαπίστωση πρωτογενών δεδομένων που ήταν απαραίτητα για την περαιτέρω κρίση της Ε.Δ.Υ.
Διατείνεται περαιτέρω η Ε.Δ.Υ., αλλά και το ενδιαφερόμενο μέρος, ότι σ΄ αυτό έχει αναγνωριστεί ήδη η κατοχή του μεταπτυχιακού προσόντος ως αποκτηθέντος μετά από εκπαίδευση διάρκειας ενός ακαδημαϊκού έτους, για την προαγωγή του στην προηγούμενη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Στατιστικής. Προκύπτει κατά συνέπεια τεκμήριο μη δεχόμενο αμφισβήτησης. Όμως, εύστοχα παρατηρεί ο αιτητής στην απαντητική του αγόρευση, ότι η προηγούμενη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Στατιστικής είχε διαφοροποιημένο το απαιτούμενο προηγούμενο προσόν της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης για το οποίο δεν απαιτείτο και η απόκτηση σχετικού διπλώματος, ως η υπό κρίση θέση του Πρώτου Λειτουργού Στατιστικής. Μετέπειτα, απορρέει από το σχετικό Πίνακα που ήταν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ίδιας της Ε.Δ.Υ. ότι αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος είχαν προαχθεί στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού σε διαφορετικά χρονικά σημεία, ο μεν αιτητής στις 15.2.2006, το δε ενδιαφερόμενο μέρος στις 15.1.2003, ενώ για την υποβολή υποψηφιότητας για τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού προαπαιτείτο η συμπλήρωση τριών χρόνων στην προηγούμενη θέση του Λειτουργού Στατιστικής Α΄ στην οποία ο αιτητής είχε προαχθεί την 1.12.2000 και επομένως δεν είχε τότε την απαραίτητη τριετία προς διεκδίκηση της θέσης του Ανώτερου Λειτουργού.
Το κύριο όμως σημείο που προκύπτει είναι ότι σύμφωνα με τη νομολογία πρέπει το ζήτημα να είχε καταστεί επίδικο και να είχε εξεταστεί ως τέτοιο δικαστικά ώστε να αποτελεί μέρος κατ΄ ουσίαν του δεδικασμένου. Όπου λαμβάνεται ως δεδομένη η κατοχή κάποιου προσόντος, η Ε.Δ.Υ. δύναται ή και οφείλει να διερευνήσει την κατοχή του προσόντος εφόσον δεν είχε εγερθεί επ΄ αυτού ζήτημα προηγουμένως ή δεν υπήρξε επ΄ αυτού οποιαδήποτε απόφαση. (Δημοκρατία ν. Κούλουμου και Παπασάββα ν. Κούλουμου, Α.Ε. αρ. 195/07 και 202/07, ημερ. 16.6.2010, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 312 και Κούλη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852). Η Δημοκρατία εδώ και το ενδιαφερόμενο μέρος πέραν της γενικότητας του ισχυρισμού περί της τεκμαιρόμενης κατοχής του προσόντος, δεν απαντούν επί της ανάγκης ορθής διερεύνησης.
Υπό το φως των ανωτέρω, δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν και τα υπόλοιπα θέματα, της ορθότητας δηλαδή της σύστασης του Διευθυντή, της απόδοσης στην προφορική εξέταση, και της βαρύτητας που δόθηκε σ΄ αυτή, εφόσον και ο Διευθυντής και η Ε.Δ.Υ. λειτούργησαν στη βάση ουσιώδους πλάνης ως προς την επάρκεια των απαιτούμενων προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους και της κατοχής τους υπ΄ αυτού.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ