ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1599/2009)
1 Μαρτίου 2011
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ Δ.Ε. ΛΤΔ,
Αιτήτρια,
ν.
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΩΝ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ
ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ
2. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ
ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Καθ΄Ων η Αίτηση.
_________
Κ. Βελάρης και Α. Μαρκίδης, για την Αιτήτρια.
Μ. Θεοκλήτου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Ελληνική Τράπεζα, ενυπόθηκος δανειστής ακινήτων, ήταν ο πλειοδότης στον οποίο τα ακίνητα κατακυρώθησαν στα πλαίσια δημόσιου πλειστηριασμού για αναγκαστική πώληση τους για το ποσό των €900.000. Τα κτήματα ανεγράφησαν επ΄ονόματι της Τράπεζας αφού κατέβαλε το ποσό της πώλησης, δεν της κατεβλήθη όμως ως ενυπόθηκου δανειστή όλο το προϊόν του εκπλειστηριάσματος αφού, εκτός από τα έξοδα του πλειστηριασμού και άλλα οφειλόμενα ποσά, αφαιρέθη και το αναλογούν ποσό των κεφαλαιουχικών κερδών. Η προσφυγή αμφισβητεί το δικαίωμα του κράτους να κατακρατήσει το ποσό αυτό, στη βάση ότι αυτό οφείλεται όχι από την Τράπεζα αλλά από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες ως πραγματοποιήσαντες το κεφαλαιουχικό κέρδος. Η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι η αποκοπή έγινε σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία.
Στην πορεία της υπόθεσης, το Δικαστήριο ήγειρε θέμα εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, κατά πόσο δηλαδή δεν πρόκειται περί εκτελεστής πράξης ή παράλειψης αλλά περί χρηματικής διαφοράς στη βάση ότι, αν η Τράπεζα δεν έχει η ίδια παρά μόνο ο ιδιοκτήτης υποχρέωση καταβολής κεφαλαιουχικών φόρων, η κατακράτηση του εν λόγω ποσού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα της στο προϊόν της πώλησης ως προς την υποχρέωση εκείνη παρά μόνο συνιστά ακριβώς κατακράτηση για παράλληλη οφειλή προς το κράτος κατά προτεραιότητα, θέμα που εμπίπτει στα πλαίσια του ιδιωτικού δικαίου. Η διεκδίκηση του εν λόγω ποσού λοιπόν θα πρέπει να γίνει με αγωγή, και στα πλαίσια τέτοιας αγωγής είναι που μπορούν να εγερθούν και οποιαδήποτε θέματα που αφορούν το δικαίωμα του κράτους να κατακρατεί χρήματα που συνιστούν προϊόν αναγκαστικής πώλησης προς κάλυψη του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών που οφείλεται από τον πωλητή ιδιοκτήτη.
Η Δημοκρατία στην αγόρευσή της εισηγείται ότι πρόκειται περί χρηματικής διαφοράς και παραπέμπει σε σχετική νομολογία - Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 470, Μαυρογένης ν. Δημοκρατίας (1984) 3 ΑΑΔ 1140, Ευαγγέλου ν. ΥπουργούΕργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ.α. (1996) 4(Β) ΑΑΔ 1370, Δημοκρατίας ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26. Εισηγείται, στη βάση των αρχών της νομολογίας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της κατακράτησης μέρους του προϊόντος της πώλησης δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για την Τράπεζα ούτε και επηρεάζει υφιστάμενα ουσιαστικά δικαιώματα της. Παρατηρεί μάλιστα ότι η ίδια η προσφυγή βασίζεται σε παράβαση, μεταξύ άλλων, του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, που παραπέμπει στο ιδιωτικό δίκαιο.
Η Τράπεζα, από την άλλη, εισηγείται ότι ουσιαστικά επιβαρύνθηκε με φόρο οφειλόμενο από άλλο πρόσωπο, τον ιδιοκτήτη, ώστε να πρόκειται για θέμα δημοσίου δικαίου. Παραπέμποντας στην ίδια νομολογία, την οποία και σχολιάζει αναλόγως, εισηγείται ότι το ερώτημα δεν είναι κατά πόσο πρόκειται περί χρηματικής διαφοράς αλλά κατά πόσο από την προσβαλλόμενη πράξη προκύπτουν έννομες συνέπειες που να επηρεάζουν τον πολίτη.
Ασφαλώς το ερώτημα που απασχολεί δεν εξαντλείται στην έννοια της χρηματικής διαφοράς. Κάθε διαφορά που αφορά οικονομικές απαιτήσεις είναι σε τελευταία ανάλυση χρηματική διαφορά. Για να εμπίπτει όμως η χρηματική διαφορά στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, η νομολογία προβαίνει στη διατύπωση του κριτηρίου κατά πόσο η ενέργεια της διοίκησης διαμορφώνει η ίδια κατάσταση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ώστε να είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, ή αφορά μόνο υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις, οπότε όντως μιλούμε για χρηματική διαφορά που ενδέχεται να συνιστά και πράξη εκτέλεσης. Φρονώ ότι η αρχή της νομολογίας συνοψίζεται στη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd, ανωτέρω, σε. 27:
«Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η γένεση από αυτή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στον διοικούμενο οι οποίες δεν υφίσταντο πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δίκαιου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ' εαυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός προς υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης.»
Πρέπει λοιπόν να εξετασθεί η βάση της ενέργειας του Κτηματολογίου. Όπως προκύπτει από την επιστολή της 13.10.2009 που απέστειλε προς την Τράπεζα και που περιέχει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και την επιστολή της 30.10.2009 που ακολούθησε προς επεξήγηση, η αποκοπή έγινε στη βάση της σχετικής νομοθεσίας, που είναι ο περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμος του 1985, Ν. 9/1965, και δη τα άρθρα 42(3) και 18(3). Το άρθρο 43(2) καθορίζει τη σειρά προτεραιοτήτων διάθεσης του εκπλειστηριάσματος πώλησης ακινήτου με δημόσιο πλειστηριασμό. Η σειρά είναι:
1. Τα τέλη, δικαιώματα και άλλες δαπάνες της πώλησης.
2. Τα τέλη, οι φόροι και τα δικαιώματα που αφορούν το ακίνητο και που νόμος προνοεί ότι εισπράττονται κατά προτεραιότητα έναντι άλλων βαρών.
3. Οιαδήποτε προηγούμενη υποθήκη για την οποία υπήρξε δικαστική απόφαση.
4. Η υποθήκη δυνάμει της οποίας εζητήθη η πώληση.
5. Οποιεσδήποτε επόμενες υποθήκες κατά σειρά.
6. Οποιεσδήποτε δικαστικές αποφάσεις.
Το οποιοδήποτε υπόλοιπο καταβάλλεται στον ιδιοκτήτη.
Το δε άρθρο 18(3) προνοεί ότι δεν διενεργείται μεταβίβαση ακινήτου παρά μόνο με την προσκόμιση απόδειξης ότι τα δικαιώματα, τα τέλη και οι φόροι που είναι ήδη πληρωτέοι έχουν καταβληθεί.
Το Κτηματολόγιο, συνδυάζοντας τα άρθρα 18(3) και 42(3), θεώρησε λοιπόν ότι ο φόρος κεφαλαιουχικών κερδών ήταν πληρωτέος πριν από τη μεταβίβαση, δοθέντος και του άρθρου 16 του περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980, Ν. 52/1980, το οποίο ρητώς προνοεί ότι ο διαθέτης υποχρεούται να καταβάλει το φόρο κεφαλαιουχικών κερδών κατά τη διάθεση του ακινήτου, αλλά και του άρθρου 17(2) το οποίο προνοεί ότι δεν διενεργείται μεταβίβαση ακινήτου πριν από την πληρωμή του οφειλόμενου φόρου κεφαλαιουχικών κερδών.
Προκύπτει λοιπόν ότι η κατακράτηση του φόρου από το εκπλειστηρίασμα έγινε σε συμμόρφωση με τα ως άνω νομοθετήματα και ως προϋπόθεση της μεταβίβασης και εγγραφής του ακινήτου στην Τράπεζα. Είναι σαφές, και κοινό έδαφος, ότι ο φόρος εβάρυνε τον ιδιοκτήτη ως διαθέτη, και είναι ως έτσι οφειλόμενο από τον ιδιοκτήτη που κατακρατήθηκε από το προϊόν του εκπλειστηριάσματος, κατά προτεραιότητα έναντι της υποθήκης αφού προηγείται της μεταβίβασης. Με αυτά τα δεδομένα, φρονώ ότι η προσβαλλόμενη ενέργεια του Κτηματολογίου δεν μπορεί να συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Η κατακράτηση από το εκπλειστηρίασμα του οφειλόμενου φόρου, που χρησιμοποιήθηκε για την εξόφληση του ώστε να καθίστατο δυνατή η μεταβίβαση, βασίσθηκε στα ήδη ορισθέντα ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, και δη την υποχρέωση του ιδιοκτήτη να καταβάλει το φόρο κεφαλαιουχικών κερδών που προέκυπτε από το νόμο και που μάλιστα καθόρισε όχι το Κτηματολόγιο αλλά ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (και επί τούτου είναι σχετική και η παρατήρηση της Δημοκρατίας ότι η απόφαση του Διευθυντή δεν προσβάλλεται), και δεν δημιούργησε οποιαδήποτε νέα κατάσταση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Κατά πόσο η κατακράτηση του ποσού του φόρου από το εκπλειστηρίασμα ήταν νόμιμη ή όχι, λοιπόν, δεν είναι θέμα δημοσίου αλλά ιδιωτικού δικαίου. Στο επαρχιακό δικαστήριο θα κριθεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός της Τράπεζας ότι η κατακράτηση προς πληρωμή του φόρου δεν ήταν νόμιμη, με όλες τις διαστάσεις που το θέμα μπορεί να έχει ως προς τις πρόνοιες για τις προτεραιότητες πληρωμής ή την πρόνοια για πληρωμή του φόρου πριν από τη μεταβίβαση.
Η κατάληξη αυτή καθορίζει την τύχη της προσφυγής η οποία και απορρίπτεται.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
/ΚΧ"Π