ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1586/09)
21 Μαρτίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
1.YOUHANNA SAMIR SOBHY MIKHAIEL,
2. ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Κ. Ανδρέου, για τους Αιτητές.
Ι. Δημητρίου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: O αιγυπτιακής καταγωγής αιτητής ήρθε στην Κύπρο ως επισκέπτης στις 1.5.98. Κατά καιρούς εξασφάλισε άδειες προσωρινής παραμονής αρχικά ως επισκέπτης και μετά για σκοπούς εργασίας. Στις 16.10.2003 νυμφεύθηκε την αιτήτρια η οποία είναι κύπρια πολίτης και ακολούθως υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής ως σύζυγος κύπριας διαμένουσας μονίμως στην Κύπρο. Η αίτηση του εγκρίθηκε και πήρε άδεια παραμονής μέχρι 19.10.2004 η οποία ανανεωνόταν διαδοχικά μέχρι τη λήξη της στις 13.8.2008. Παρενθετικά σημειώνω ότι το Σεπτέμβρη του 2006 ύστερα από έλεγχο της αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι οι αιτητές συζούσαν αρμονικά ως ανδρόγυνο κάτω από την ίδια στέγη.
Στις 22.12.2006 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για να του δοθεί η κυπριακή ιθαγένεια. Στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης, επαναδιερευνήθηκε μέσα στο 2008 η γνησιότητα του γάμου των αιτητών και διαπιστώθηκε ότι δεν ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη.
Η περίπτωση εξετάστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για τους εικονικούς γάμους η οποία στις 11.3.09 έκρινε ότι ο γάμος των αιτητών ήταν εικονικός καθότι δεν συζούσαν κάτω από την ίδια στέγη. Ενόψει τούτου, η αίτηση του αιτητή για παράταση της άδεια παραμονής του απορρίφθηκε. Στις 16.3.09 ο αιτητής, μέσω του δικηγόρου του, υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών κατά της απόφασης για την εικονικότητα του γάμου. Η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκε και οι αιτητές ενημερώθηκαν με επιστολή προς το δικηγόρο τους ημερ. 21.10.09. Στις 26.1.10 ο αιτητής κλήθηκε να αναχωρήσει από την Κύπρο. Δεν υπήρξε συμμόρφωση και στις 3.2.10 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα απέλασης και κράτησης.
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική τους προσφυγή και επικυρώθηκε η απόφαση του Τμήματος Μετανάστευσης για την εικονικότητα του γάμου τους. Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση εκδόθηκε αυθαίρετα και κακόπιστα διότι δεν στηρίχθηκε σε ικανοποιητικά στοιχεία ούτε τους δόθηκε δικαίωμα ακρόασης μέσω συνέντευξης, παρά το σχετικό αίτημα τους.
Ο αιτητής, επικαλείται τη νομιμότητα παραμονής του από το 1998 μέχρι το 2003 που αυτός και η σύζυγός του γνήσια δήλωσαν τη βούληση τους να συνάψουν γάμο μεταξύ τους και ενώ αυτός εργαζόταν νόμιμα στην Κύπρο. Οι αιτητές λέγουν επίσης ότι οι καθ' ων η αίτηση αμφισβήτησαν το γάμο τους περίπου έξι χρόνια μετά την τέλεση του, χωρίς να θέσουν οποιοδήποτε θέμα προηγουμένως κατά την ανανέωση της άδειας παραμονής του αιτητή επί 5 συνεχή έτη. Φαίνεται ακόμη να διαμαρτύρονται επειδή οι καθ' ων η αίτηση δεν κατέφυγαν στις διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 7Α έως 7Δ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105 (στο εξής «ο Νόμος»), ούτε ζήτησαν πληροφορίες από συγγενείς της αιτήτριας προκειμένου να διερευνηθεί βάσιμα και αντικειμενικά η γνησιότητα του γάμου.
Λέγουν επίσης ότι δεν εξετάστηκε εάν κατά τη χρονική περίοδο που έγιναν και οι δυο επισκέψεις στο σπίτι τους και η αιτήτρια απουσίαζε, αυτοί αντιμετώπιζαν πρόβλημα στη σχέση τους και προσωρινά διακόπηκε η συμβίωση τους. Υποβάλλουν επίσης ότι δεν διερευνήθηκε ο λόγος που επικαλέστηκε η αιτήτρια για την απουσία της από το συζυγικό οίκο κατά τις δυο επισκέψεις του κλιμακίου Αλλοδαπών Αμμοχώστου, δηλαδή, η μετάβαση της στα Λειβάδια καθημερινώς για περίθαλψη της μητέρας της και αυτό, παρά την προσκόμιση σχετικού ιατρικού πιστοποιητικού. Τέλος, όπως υποστηρίζουν, δε λήφθηκε υπόψη το γεγονός της συμμετοχής της αιτήτριας σε κοινό δάνειο με το σύζυγο της και τη συμβολή τους στη δημιουργία κοινής περιουσίας.
Η είσοδος και η διαμονή αλλοδαπών στο έδαφος ενός κράτους είναι ζητήματα τα οποία ρυθμίζονται από το ίδιο το κράτος ανάλογα και με βάση τη μεταναστευτική του νομοθεσία. Ανήκει στην κυριαρχική εξουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας το δικαίωμα απέλασης οποιουδήποτε αλλοδαπού (Balalas & Another v. Republic (1988) 3 CLR 2127 και Yousife Mohamad v. Δημοκρατίας, ΑΕ 59/07, ημερ. 1.2.10) νοουμένου ότι το εν λόγω δικαίωμα ασκείται με καλή πίστη.
Στη Nicolas ν. Δημοκρατίας κ.ά. Nicolas ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Β) ΑΑΔ 228, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 236)
«Η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον ουσιαστικό έλεγχο του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει στα γεγονότα και την εκτίμησή τους, αν τα συμπεράσματα της Διοίκησης είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, ή δεν είναι εύλογα, ή αν η Διοίκηση υπερβεί τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας, αφού λάβει υπόψη του το σύνολο των στοιχείων. Christoforos Constantinides v. The Republic of Cyprus, through the Minister of Finance and/or The Director of Customs & Excise (1988) 3 Α.Α.Δ. 2375, και Petros Matsas v. The Republic of Cyprus, through the Public Service Commission (1988) 3 C.L.R. 1448.»
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 2(1) του Νόμου, «εικονικός γάμος» σημαίνει:-
«γάμο ο οποίος τελέστηκε μεταξύ πολίτου της Δημοκρατίας ή αλλοδαπού που διαμένει νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με αλλοδαπό, με αποκλειστικό σκοπό την είσοδο και παραμονή του τελευταίου στη Δημοκρατία·»
Το ΄Αρθρο 7Α(1) του Νόμου προβλέπει:-
«7Α. - (1) Αν ο Διευθυντής διαπιστώσει με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και αφού συμβουλευθεί τη Συμβουλευτική Επιτροπή που ιδρύεται με το άρθρο 7Β του παρόντος Νόμου, ότι αλλοδαπός συνήψε εικονικό γάμο, τότε -
(α) Απαγορεύει στον εν λόγω αλλοδαπό να παραμείνει στη Δημοκρατία·
(β) ακυρώνει ή δεν ανανεώνει την άδεια διαμονής που παραχωρήθηκε στον αλλοδαπό και διατάζει την απέλασή του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14.»
Σε αντίθεση με τα ισχύοντα στο ελληνικό δίκαιο, όπου δεν αναγνωρίζεται εικονικότητα του γάμου, στον περί Γάμου Νόμο του 2003, (Ν. 104(Ι)/2003), ΄Αρθρο 19,[1] ο εικονικός γάμος αναγνωρίζεται και καθιστά το γάμο ανυπόστατο.
Στην προκειμένη περίπτωση ακολουθήθηκε κατά γράμμα η διαδικασία διαπίστωσης της εικονικότητας που προνοούν τα άρθρα 7Α έως 7Γ του Νόμου (όπως έχει τροποποιηθεί). Λήφθηκε αρμοδίως υπόψη η εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αφού είχε προηγηθεί δέουσα έρευνα. Λειτουργοί της ΥΑΜ διενήργησαν τρεις επισκέψεις στο διαμέρισμα που κατ΄ ισχυρισμό διέμεναν οι αιτητές (11.9.08, 17.9.08 και 24.9.08). Λήφθηκαν επίσης υπόψη τα στοιχεία που προέκυψαν από τη συζήτηση με τον αιτητή, την έρευνα του σπιτιού και τις καταθέσεις των γειτόνων. Όλα τα στοιχεία που προέκυψαν από τις πιο πάνω ενέργειες αξιολογήθηκαν και εύλογα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε κοινή συμβίωση. Τα εν λόγω στοιχεία είναι ότι δεν υπήρχαν καθόλου ρούχα και προσωπικά είδη της αιτήτριας στο διαμέρισμα καθώς και η μαρτυρία γειτόνων του διαμερίσματος στην πολυκατοικία όπου διέμενε ο αιτητής, όπως το ότι δεν κατάλαβαν κατά την 7ετή παραμονή τους εκεί ότι ο αιτητής συζούσε με γυναίκα ούτε είχαν δει ποτέ την αιτήτρια. Αυτά τα στοιχεία αποτελούσαν στοιχεία ανατρεπτικά της ύπαρξης βούλησης για σύναψη γνήσιου γάμου.
Κριτήριο για τη διαπίστωση στοιχείων της εικονικότητας ενός γάμου για τους σκοπούς του Νόμου, δεν είναι μόνο οι δηλώσεις των μερών, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, περιλαμβανομένης της συμπεριφοράς και των ενεργειών των μερών, πριν και μετά τη σύναψη του γάμου.
Ο αιτητής προέβαλε ως επιχείρημα ότι οι συνθήκες διαμονής του μέχρι την υποβολή της επίδικης αίτησης υπήρξαν νόμιμες και κατά συνέπεια δεν προέκυπτε ανάγκη τέλεσης γάμου για την εξασφάλιση νομιμότητας. Για το γεγονός αυτό δεν θα αποφανθεί το δικαστήριο πρωτογενώς αφού η νομιμότητα και διάρκεια της διαμονής του είναι ζήτημα το οποίο εξετάζει η διοίκηση στα πλαίσια της αίτησης για πολιτογράφηση. Ωστόσο, εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται ότι η διαμονή του αιτητή πριν από την υποβολή της επίδικης αίτησης να ήταν πάντοτε νόμιμη ώστε να μη συνδέεται η βούλησή του για σύναψη γάμου με την προοπτική απόκτησης άδειας για νόμιμη παραμονή.
Το γεγονός ότι, από την ημέρα σύναψης του γάμου μέχρι τον κρίσιμο χρόνο που διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής και η σύζυγός του δε διέμεναν μαζί, παρήλθαν 6 έτη, δεν αναιρεί το εύλογο της κατάληξης υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δηλαδή το ότι η αίτηση πολιτογράφησης, στα πλαίσια της οποίας διενεργήθηκε η νέα έρευνα της γνησιότητας του γάμου υποβλήθηκε το 2008. Βεβαίως, προβλημάτισε το γεγονός ότι είχε προηγηθεί έρευνα της γνησιότητας του γάμου κατά το 2006 στα πλαίσια της οποίας διαπιστώθηκε ότι υπήρχε κοινή αρμονική συμβίωση. Ωστόσο ούτε αυτό το γεγονός δεν μπορεί να ανατρέψει το κύρος της απόφασης, αφού η νέα έρευνα που έγινε κατά τον ουσιώδη χρόνο κατέδειξε εύλογα ότι τα δεδομένα άλλαξαν.
Δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός για παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, αφού οι αιτητές είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν αναλυτικά τους ισχυρισμούς τους με την ιεραρχική τους προσφυγή και ο Υπουργός Εσωτερικών, του οποίου η διακριτική ευχέρεια σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ευρεία, δεν έκρινε σκόπιμο να λάβει οποιαδήποτε περαιτέρω μαρτυρία.
Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει σαφή αιτιολογία που τεκμηριώνεται επαρκώς από τα στοιχεία του φακέλου και δεν προκύπτει οποιοδήποτε θέμα πλάνης ή κακής πίστης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.
[1] «19. - (1)Γάμος είναι ανυπόστατος -
(α) ...
(β) ...
(γ) αν είναι εικονικός·
(δ) ...
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, 'εικονικός γάμος' σημαίνει γάμο ο οποίος τελείται μεταξύ πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας ή αλλοδαπού, που διαμένει νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία και αλλοδαπό, με αποκλειστικό σκοπό την είσοδο και παραμονή του τελευταίου στην Κυπριακή Δημοκρατία.»