ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

[Υπόθεση Αρ. 1261/2008]

 

24 Μαρτίου, 2011

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΡΟΔΟΘΕΑ ΜΙΧΑΗΛ

Αιτήτρια

ν.

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

Καθ' ων η αίτηση

 

 

Δημήτρης Μιχαήλ για την αιτήτρια.

Ρούλα Ιάσωνος για τους καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,  Δ.:  Η αιτήτρια υπηρετεί στους καθ' ων η αίτηση ως Βοηθός Προϊστάμενος Οικονομικών Υπηρεσιών, στην Κλίμακα Α12+2, από το 1995.  Το 1998 άρχισε μαθήματα, όπως αναφέρει, του Σώματος Εγκεκριμένων Λογιστών, για να τη διευκολύνουν και βοηθήσουν στη διεκπεραίωση των καθηκόντων της αυτό δε και με την ενθάρρυνση του Διευθυντή των καθ' ων η αίτηση οι οποίοι, αρχικά, της κατέβαλλαν και δίδακτρα.

 

Με την επιτυχή συμπλήρωση των μαθημάτων και την απόκτηση του τίτλου του Certified Accountant Technician (CAT), υπέβαλε αίτημα για την περαιτέρω καταβολή διδάκτρων που πλήρωσε και για παραχώρηση προβλεπόμενης προσαύξησης.  Η αρνητική απάντηση, ημερομηνίας 8.5.08, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως η προσφυγή είναι απαράδεκτη επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική.  Πράγματι, το 2002, ακριβώς είχε αποφασιστεί και γνωστοποιηθεί στην αιτήτρια αρνητική απόφαση αλλά, όπως εισηγείται η αιτήτρια, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι είναι βεβαιωτική η προσβαλλόμενη τουλάχιστον σ' ό,τι αφορά στο αίτημα για προσαύξηση.  Αυτό είναι και το μόνο, όπως κρίνω, που είναι δυνατό τώρα να αναθεωρηθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη.  Δηλαδή, το ζήτημα της προσαύξησης.  Κατά τον Κανονισμό, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα, η προσαύξηση χορηγείται σε υπάλληλο «που αποκτά προσόντα» και δεν είναι νοητό να τίθεται ζήτημα εκτελεστής διοικητικής πράξης αρνητικού περιεχομένου, πριν από την απόκτηση του προσόντος.  Ως προς τα δίδακτρα δεν προβάλλει η αιτήτρια κάποιο συγκεκριμένο επιχείρημα και  θεωρώ πως η άρνηση το 2002, ήταν η εκτελεστή διοικητική πράξη που ήταν δυνατό να προσβάλει η αιτήτρια.  Το ζήτημα των διδάκτρων, παραπέμπει, βεβαίως, στο χρόνο πριν την απόκτηση του προσόντος, η μετέπειτα απόκτησή του δεν μπορεί να ταξινομείται ως νέο γεγονός ή στοιχείο και η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς αυτή την πτυχή, είναι βεβαιωτική.

 

O Kανονισμός 40 των περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και άλλες περιοχές) (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1996 (ΚΔΠ 111/96 όπως τροποποιήθηκε), κάτω από την επικεφαλίδα «Παραχώρηση προσαύξησης σε υπάλληλο που αποκτά προσόντα», προβλέπει ως ακολούθως:

 

«Σε υπάλληλο που αποκτά προσόντα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο Συμβούλιο παραχωρείται προσαύξηση εντός της μισθοδοτικής του κλίμακας, νοουμένου ότι το Συμβούλιο θα βεβαιωθεί ότι τα αποκτηθέντα προσόντα συνδέονται άμεσα με την υπηρεσία του υπαλλήλου».

 

 

Η αιτήτρια, ως υπάλληλος στην υπηρεσία των καθ' ων η αίτηση, απέκτησε το αναφερθέν προσόν και δεν αμφισβητείται πως αυτό ήταν προσόν με την έννοια του Κανονισμού που συνδέεται άμεσα με την υπηρεσία της. Η απόρριψη του αιτήματος αιτιολογήθηκε πάνω σε άλλη βάση.  Παραθέτω τη σχετική επιστολή ημερομηνίας 8.5.08:

 

«Με την παρούσα εκφράζουμε τα συγχαρητήρια μας για την επιτυχή συμπλήρωση του τίτλου «ACCA Accounting Technician».

 

Περαιτέρω, αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με σχετική απόφαση του Συμβουλίου, το αίτημά σας για κάλυψη διδάκτρων ή/και παραχώρηση επιπρόσθετων προσαυξήσεων δεν μπορεί να ικανοποιηθεί γιατί δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες των Όρων Υπηρεσίας Υπαλλήλων Κανονισμών του 1996 και τις υφιστάμενες Συλλογικές Συμβάσεις.»

 

Παραπέμπει, βεβαίως, η επιστολή και στους Κανονισμούς χωρίς όμως προσδιορισμό κάποιου από εκείνους που θα είχε αρνητική επίδραση στο αίτημα που υποβλήθηκε.  Ξεκαθαρίστηκε δε ενώπιόν μου, κατά τις διευκρινήσεις, πως στη βάση του πιο πάνω Κανονισμού, εφόσον θα κρινόταν ότι αυτός ρύθμιζε την περίπτωση, το αίτημα για προσαύξηση θα έπρεπε να είχε εγκριθεί.

 

Είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση πως ο Κανονισμός έχασε τη δύναμή του και πως, πλέον, διέπει το θέμα η συλλογική σύμβαση η οποία επιτρέπει τη χορήγηση τέτοιας προσαύξησης σε υπάλληλο «νοουμένου ότι υπηρετεί σε μισθοδοτική κλίμακα μέχρι Α7 συμπεριλαμβανομένης».  Ευστόχως η αιτήτρια παραπέμπει στην πάγια νομολογία μας πως οι συλλογικές συμβάσεις στερούνται νομικής ισχύος και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου εκτός αν υιοθετηθούν ως  Κανονισμοί.  Με συνακόλουθο το ότι δεν μεταβάλλουν αφ' εαυτών τους όρους υπηρεσίας, όταν μάλιστα, ως προς αυτούς, υπάρχουν άλλοι Κανονισμοί, αντίθετου περιεχομένου. (Βλ. Kontemeniotis v. CBC (1982) 3 CLR 1027, Mαραγκός ν. Θ.Ο.Κ. (1990) 3 ΑΑΔ 1351, Παπαδόπουλος κ.α. ν. ΡΙΚ κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 1 και Ζίζιρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 631, Κρίνος Χ»Γεωργίου ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Υπόθεση 43/02 ημερομηνίας 13.5.2003, Κάζανου ν. ΑΤΗΚ (2001) 3 ΑΑΔ 293, Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 ΑΑΔ 219).

 

Οι καθ' ων η αίτηση ορθώς δεν αντιτείνουν οτιδήποτε σε σχέση με τη γενική αρχή.  Θεωρούν όμως πως εφόσον οι συλλογικές συμβάσεις εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως έγινε εδώ με την απόφαση ημερομηνίας 29.9.97, αυτές «υπέχουν θέση νομοθετήματος και οι διατάξεις τους έχουν κανονιστικό χαρακτήρα».

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με αυτή την άποψη.  Η έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου τελειώνει τη σύναψη της σύμβασης και δεν την αποχαρακτηρίζει ως τέτοια.  Η απόφαση  Ηρακλέους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4Β ΑΑΔ 1366, που επικαλείται η αιτήτρια, αφορά ακριβώς το σημείο και με βρίσκει πλήρως σύμφωνο.  Όπως εξηγήθηκε εκεί από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν μεταβάλλει αφ' εαυτής το χαρακτήρα και τις νομικές συνέπειες της συμφωνίας και  «ό,τι εξασφαλίζει είναι την κύρωση της συμφωνίας από το αρμόδιο όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή το Υπουργικό Συμβούλιο».

 

Σημειώνω και τα ακόλουθα:  Οι Κανονισμοί αναφέρονται στις συλλογικές συμβάσεις, κάθε άλλο ως αναιρετικές ή διαφοροποιούσες οποιαδήποτε πρόνοιά τους.  Στον Κανονισμό 88 προβλέπεται πως οι συλλογικές συμβάσεις ισχύουν σε περίπτωση έλλειψης ή ασάφειας των Κανονισμών.  Εδώ δεν έχουμε είτε το ένα είτε το άλλο και, εν πάση περιπτώσει, δεν υπεβλήθη καν εισήγηση συναφώς.  Δεν υπάρχει συνεπώς υπόβαθρο για περαιτέρω εξέταση κάτω από τέτοιο πρίσμα.

 

Η αιτήτρια υπέβαλε και πρόσθετους ισχυρισμούς με αναφορά σε πρακτική ή έθιμο ή στην αρχή της χρηστής διοίκησης και της κακής πίστης ή στην αρχή της ισότητας.  Δεν νομίζω όμως ότι δικαιολογείται να επεκταθώ σ' αυτά.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς.  Η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τις προσαυξήσεις, ακυρώνεται.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας.  Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

 

/μσιαμπαρτά


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο