ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1082/2009)

 

 22 Μαρτίου, 2011

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Π. Παπαγεωργίου, για τον Αιτητή.

Μ. Χατζηγεωργίου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Ο Αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης των  Καθ' ων η αίτηση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 12.6.2009, με την οποία, κατόπιν επανεξέτασης, προήγαγαν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Λεωνίδα Μακρίδη (ΕΜ 1), Αντώνη Τουμαζή (ΕΜ 2) και Κώστα Παπαδήμα (ΕΜ 3), στη μόνιμη θέση Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες, αναδρομικά από 1.11.2004.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Στις 8.8.2008 το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε τις συνεκδικαζόμενες προσφυγές 1191/04 και 60/05 και ακύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ να προαγάγει τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, καθώς και την κα Ρέα Γιορδαμλή, στην επίδικη θέση.

 

Μετά από αυτή την εξέλιξη, η ΕΔΥ συμμορφούμενη με την ακυρωτική απόφαση, σε συνεδρία της στις 25.8.2008, προχώρησε στην επαναφορά των πραγμάτων στην προ της εσφαλμένης απόφασής τους κατάσταση, με σκοπό την επανεξέτασή της, ενώ ειδοποιήθηκαν σχετικά και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.  Επίσης αποφάσισε όπως το ζήτημα παραπεμφθεί στη Συμβουλευτική Επιτροπή για επανεξέταση και ετοιμασία νέας Έκθεσης, αφού το Δικαστήριο με την ακυρωτική του απόφαση, έκρινε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να τηρεί πρακτικά στην κάθε συνεδρία της.

 

Σχετικά ενημερώθηκε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών, ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής, ενώ το Υπουργικό Συμβούλιο ως αρμόδια αρχή με απόφασή του ημερ. 6.10.2008, έδωσε τη συγκατάθεσή του για τη νέα σύνθεση της Συμβουλευτικής, η οποία εξασφάλισε γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα ότι θα έπρεπε να προχωρήσει σε νέα προφορική συνέντευξη των υποψηφίων.  Στις 11.11.2008 συνεδρίασε η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία, αφού μελέτησε τον κατάλογο των Αιτητών, κατέληξε στους υποψηφίους που κατείχαν τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα.  Στη συνέχεια η Συμβουλευτική, επειδή το μέλος της κ. Πατσαλίδης απουσίαζε κατά την πιο πάνω συνεδρίασή της, συνήλθε εκ νέου στις 25.2.2009, για να τον ενημερώσουν για τις αποφάσεις που λήφθηκαν κατά την προηγούμενη συνεδρία.  Κατά την ίδια συνεδρία αποφάσισε να καλέσει, στις 2.4.2009, σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους.  Με την ολοκλήρωση της προφορικής εξέτασης, η Συμβουλευτική κατέγραψε την εντύπωσή της για την απόδοση του κάθε υποψηφίου.  Ακολούθως ο Γενικός Διευθυντής, ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με επιστολή του ημερ. 24.4.2009, υπέβαλε στην ΕΔΥ την Έκθεση της Συμβουλευτικής, με την οποία συστήνονταν για προαγωγή επτά υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη και ο Αιτητής.

 

Στις 7.5.2009 επιλήφθηκε του ζητήματος η ΕΔΥ, η οποία κατ' αρχάς έκρινε ότι κατά την επανεξέταση, με βάση το νέο άρθρο 34Α(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), όπως τροποποιήθηκε, θα έπρεπε:- (α) να ληφθεί υπόψη η νέα έκθεση της Συμβουλευτικής, εφόσον η προηγούμενη επηρεαζόταν από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου,  (β) η αρχική σύσταση του Γενικού Διευθυντή να παραμείνει έγκυρο στοιχείο, ενόψει του γεγονότος ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεν την επηρεάζει και (γ) να ληφθεί υπόψη η εντύπωση που αποκόμισε η ΕΔΥ για την προφορική εξέταση, υπό την προηγούμενη της σύνθεση.

 

Έτσι στις 19.5.2009 η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη τη νέα έκθεση της Συμβουλευτικής και την υπέρ των Ενδιαφερομένων Μερών σύσταση του τότε Γενικού Διευθυντή, τις οποίες υιοθέτησε, καθώς και όλα τα ενώπιόν της στοιχεία που αφορούσαν τους υποψηφίους και τα οποία ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, αποφάσισε ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων, προσφέροντάς τους προαγωγή και/ή διορισμό στην επίδικη θέση.

 

Να σημειώσω ότι ο Αιτητής μέσω της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου του, απέσυρε την προσφυγή εναντίον του ΕΜ 2, Αντώνη Τουμαζή και έτσι αυτή παραμένει εναντίον των ΕΜ 1 και 3.

Ο Αιτητής προβάλλει ουσιαστικά 3 λόγους για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης:- (1) ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη, (2) ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από τη ΕΔΥ τα τρία αξιολογικά κριτήρια, ενώ δόθηκε υπέρμετρη σημασία στην προφορική εξέταση και (3) ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα τόσο από πλευράς της Συμβουλευτικής όσο και από πλευράς της ΕΔΥ ως προς την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων από τα ΕΜ, ενώ παραγνωρίστηκε η κατοχή από μέρους του Αιτητή του πρόσθετου προσόντος της καλής γνώσης της Γαλλικής γλώσσας.

 

Αναιτιολόγητη σύσταση του Γενικού Διευθυντή - Λόγος ακύρωσης 1

Ο Αιτητής προβάλλει ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, εκτός του ότι δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, είναι και πολύ σύντομη, ασαφής και ελλιπής, αφού περιλαμβάνει μόνο γενικούς χαρακτηρισμούς, χωρίς να αιτιολογεί τους λόγους για την επιλογή του και χωρίς να προβαίνει σε σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ότι η σύσταση είναι σύμφωνη τόσο με το Νόμο όσο και με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Επειδή πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, βάσει του άρθρου 34(9) της σχετικής νομοθεσίας, ο Γενικός Διευθυντής δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει τη σύστασή του.  Όμως οι επιλογές του δεν μπορούν να παραγνωρίζουν τα στοιχεία των φακέλων.  Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η σύσταση σύμφωνα με το άρθρο 34Α του Νόμου δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένη, δεν επιδρά στο κύρος της (Χριστοδούλου ν. ΕΔΥ (2009) 3 ΑΑΔ 164, 168).  Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα στοιχεία των φακέλων, σε αξία τα τελευταία πέντε έτη, πριν από την προκήρυξη της επίδικης θέσης, ήτοι 1999-2003, ο Αιτητής και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη βαθμολογήθηκαν με 39 Ε και 40 Ε αντίστοιχα.  Δηλαδή η μεταξύ τους διαφορά σε αξία, είναι ελάχιστη.  Σε προσόντα τόσο Αιτητής όσο και Ενδιαφερόμενα Μέρη, εκτός από την άριστη γνώση της Αγγλικής, κατέχουν το επιπρόσθετο προσόν της γνώσης μιας άλλης ξένης γλώσσας, ήτοι της Γαλλικής.  Σε αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη από την επίδικη θέση, ο Αιτητής και το ΕΜ 3 προάχθηκαν την 1.5.2000, ενώ το ΕΜ 1 προάχθηκε στις 15.1.1999, έτσι η διαφορά είναι και εδώ μηδαμινή, εάν ληφθεί υπόψη ότι η αρχαιότητα έχει μικρή σημασία όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα.  Με βάση αυτά τα στοιχεία, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή που δεν χρειαζόταν να είναι αιτιολογημένη, με κανένα τρόπο δεν έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων και ούτε μπορεί να λεχθεί ότι αλλοιώνει την πραγματική εικόνα των υποψηφίων, όταν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, έστω και οριακά, υπερέχουν σε ορισμένα σημεία.

 

Όπως επισημαίνεται από τη νομολογία, η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου και ότι οι συστάσεις διατηρούν την εγκυρότητά τους όταν δεν αντιμάχονται προς τα στοιχεία των φακέλων (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 387, 399, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524, ημερ. 27.2.1997, Ρούσος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2064, ημερ. 21.7.1999, Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α., Α.Ε. 1974-75, ημερ. 31.3.1999 και Μάρκου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 224/2001, ημερ. 22.1.2002.  Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι υπό το πρίσμα της απόφασης Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695, η σύσταση του Προϊσταμένου έχει πλέον συμβουλευτικό χαρακτήρα.  Δεν παύει όμως να είναι η άποψη του Προϊσταμένου και η νομολογία επιτάσσει, σε περίπτωση απόκλισης από αυτή, να δίδεται ειδική αιτιολογία από το αποφασίζον όργανο (βλ. πρόσφατη απόφαση Παναγή κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 189/08 κ.α., ημερ. 4.3.2011). 

 

 

Δεν λήφθηκαν υπόψη από την ΕΔΥ τα τρία αξιολογικά κριτήρια, ενώ δόθηκε υπέρμετρη σημασία στην προφορική εξέταση - Λόγος ακύρωσης 2

Ο Αιτητής προβάλλει ότι παραγνωρίστηκαν η αρχαιότητα, η αξία και τα προσόντα του, ενώ δεν λήφθηκε υπόψη πείρα που απέκτησε όταν υπηρετούσε σε ορισμένες πρεσβείες, κάνοντας συγκεκριμένη αναφορά.   Επίσης ότι δόθηκε αποφασιστική βαρύτητα στην προφορική εξέταση, ενώ με βάση τις αξιολογήσεις του από το 1994 ήταν εξαίρετος.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τον ισχυρισμό αυτό και προβάλλουν ότι λήφθηκαν υπόψη αυτά στα οποία αναφέρθηκε ο Αιτητής.  Ο δικηγόρος τους, παραθέτει στοιχεία από το φάκελο για να δείξει ότι ο Αιτητής και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη βαθμολογούνται στη βάση των τριών αξιολογικών κριτηρίων.  Επίσης απορρίπτει ότι δόθηκε υπέρμετρη ή αποφασιστική βαρύτητα στην προφορική εξέταση, η οποία αν και έχει μεγαλύτερη βαρύτητα, επειδή η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, εντούτοις, όπως αναφέρει, είχε ληφθεί από την ΕΔΥ ως συμπληρωματικό και όχι ως καθοριστικό στοιχείο.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Όπως φαίνεται από την ίδια την απόφαση της ΕΔΥ, λήφθηκαν υπόψη τα τρία αξιολογικά κριτήρια, ενώ έγινε σύγκριση των προσόντων του Αιτητή με αυτά των Ενδιαφερομένων Μερών.  Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι σε αξία ο Αιτητής υστερεί κατά ένα «Εξαίρετος» έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών, έχει την ίδια αρχαιότητα με το ΕΜ 3, κ. Παπαδήμα, ενώ υστερεί κατά 1½ χρόνο έναντι του ΕΜ 1, κ. Μαρκίδη.  Ακόμη γίνεται αναφορά στο πρόσθετο προσόν του Αιτητή, που όμως κατέχουν και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.  Όσον αφορά τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή για παραγνώριση της πείρας του, ως εκ της άσκησης ειδικών καθηκόντων, κατά την άποψή μου αυτή δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, αφού η ανάθεση και άσκηση καθηκόντων αποτελεί εσωτερικό θέμα (Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, (2008) 3 ΑΑΔ 219).  Όπως επίσης προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης λειτούργησε συμπληρωματικά για το σχηματισμό της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων, παρόλο που το στοιχείο αυτό θα μπορούσε να είχε αποφασιστικό ρόλο, λόγω της φύσης της θέσης ως πρώτου διορισμού και προαγωγής (βλ. Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 390, Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 374 και Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2007) 3 ΑΑΔ 96).

 

Μη δέουσα έρευνα τόσο από τη Συμβουλευτική όσο και την ΕΔΥ ως προς την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη και τον Αιτητή - Λόγος ακύρωσης 3

Συγκεκριμένα ο Αιτητής προβάλλει ότι δεν υπήρξε καμία έρευνα ούτε από μέρους της Συμβουλευτικής, ούτε και από την ΕΔΥ, κατά πόσον τα Ενδιαφερόμενα Μέρη κατέχουν το απαιτούμενο προσόν της άριστης γνώσης της Αγγλικής γλώσσας και της ακεραιότητας χαρακτήρα, ενώ παραγνωρίστηκε χωρίς ειδική αιτιολογία η κατοχή από μέρους του Αιτητή, του πρόσθετου προσόντος της κατοχής της καλής γνώσης της Γαλλικής γλώσσας.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ότι η ΕΔΥ είχε ενώπιον της όλα τα απαιτούμενα στοιχεία και τεκμαίρεται ότι τα έχουν ερευνήσει δεόντως, ενώ ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει τον ισχυρισμό του και να ανατρέπει το τεκμήριο.  Τα ίδια προβάλλουν, προς αντίκρουση του λόγου ακύρωσης για πλάνη.  Όσον αφορά την χωρίς ειδική αιτιολογία παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος του Αιτητή, προβάλλουν ότι σύμφωνα με τη νομολογία, το στοιχείο αυτό μόνο οριακή σημασία μπορεί να έχει.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Με βάση τα στοιχεία των φακέλων και τα πρακτικά που τηρήθηκαν, φαίνεται ότι υπήρξε η απαιτούμενη έρευνα, με αποτέλεσμα τα δύο σώματα να είχαν ενώπιον τους όλα τα στοιχεία και προσόντα των υποψηφίων κατά την αξιολόγηση τους.  Υπό αυτές τις περιστάσεις, ήταν εύλογη η διαπίστωση, τόσο της Συμβουλευτικής όσο και της ΕΔΥ, ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα.  Καμιά πλάνη δεν διαπιστώνεται.  Ο δε Αιτητής, ο οποίος έχει και το βάρος της απόδειξης, δεν έχει προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει το αντίθετο.  Δεν ευσταθεί ούτε ο λόγος ακύρωσης που αφορά στο ότι, χωρίς ειδική αιτιολογία, παραγνωρίστηκε το πρόσθετο προσόν του Αιτητή για καλή γνώση της Γαλλικής.  Η ΕΔΥ στην απόφασή της και συγκεκριμένα κατά την σύγκριση της επιλεγείσας κας Ρ. Γιορδαμλή, έκανε σχετική μνεία στην κατοχή από τον Αιτητή του πρόσθετου προσόντος «της καλής γνώσης της Γαλλικής».  Εδώ θα ήθελα να επισημάνω ότι με βάση τα στοιχεία των φακέλων και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη κατέχουν το πρόσθετο αυτό προσόν.

 

  Μπορεί να είναι ορθό ότι ο Αιτητής διέθετε προσόντα (Master και Δίπλωμα Παιδαγωγικής Ακαδημίας) που δεν απαιτούντο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη κατείχαν Διπλώματα τα οποία δεν είναι απαιτούμενα και επομένως ούτε και σ' αυτόν τον τομέα, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής είχε ουσιαστικό προβάδισμα.  Εν πάση περιπτώσει, όλα τα προσόντα, τόσο του Αιτητή όσο και των Ενδιαφερομένων Μερών, λήφθηκαν υπόψη από την ΕΔΥ, η οποία φαίνεται να τα αξιολόγησε δεόντως.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η ΕΔΥ επιλέγοντας για προαγωγή τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, δεν ξέφυγε των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.  Όπως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί, για να επέμβει το Δικαστήριο στον τρόπο που η ΕΔΥ άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, θα πρέπει να πεισθεί ότι ο Αιτητής υπερείχε έκδηλα των Ενδιαφερομένων Μερών.  Το Δικαστήριο ποτέ δεν επεμβαίνει, στην απουσία έκδηλης υπεροχής, για να υποκαταστήσει την κρίση της διοίκησης με τη δική του, εκτός εάν ο Αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή (βλ. ΕΔΥ ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 ΑΑΔ 329 και Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3Γ ΑΑΔ 1318).  Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει αποδειχθεί τέτοια έκδηλη υπεροχή του Αιτητή.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο