ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. αρ.1007/2009)
22 Mαρτίου, 2011
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146, 12, 23(5), 28 και 29 του Συντάγματος
ASPIS HΟLDINGS PUBLIC COMPANY LTD
Αιτητές,
-και -
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Καλλής και Καλλής ΔΕΠΕ: για τους Αιτητές.
Μ.Ιεροκηπιώτη (κα.) για Α. Τριανταφυλλίδη και Υιοί ΔΕΠΕ, για τους Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι καθ΄ων η αίτηση, ως έχοντες την ευθύνη εποπτείας της κεφαλαιαγοράς επέβαλαν στους αιτητές το διοικητικό πρόστιμο των €20,000.00, για παράβαση των άρθρων 5(στ), 6 και 17(1) του περί Δημοσίων Προτάσεων Εξαγοράς Νόμου, Ν.41(Ι)/07 στο εξής «ο Νόμος».
Τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η προσφυγή έχουν σε συντομία ως εξής:
Οι αιτητές υπέβαλαν έγγραφα δημοσίας πρότασης προς τους μετόχους (α) της Athos Diamond Center Public Company Ltd για απόκτηση μέχρι και του 100% του εκδομένου μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας (Ιανουάριος 2008) και (β) της Lemeco Silvex Industries Public Company Ltd για απόκτηση κατ΄ελάχιστον 50% πλέον μιας μετοχής και μέχρι το 100% του εκδομένου μετοχικού κεφαλαίου (Ιούλιος του 2007).
Η Επιτροπή των καθ΄ων η αίτηση σε συνεδρία ημερ. 4 Φεβρουαρίου 2008, αφού μελέτησε σχετικό σημείωμα Ανώτερης Λειτουργού των καθ΄ων η αίτηση αποφάσισε να καλέσει τους αιτητές και τους Διοικητικούς Συμβούλους σε υποβολή γραπτών παραστάσεων σε σχέση με ενδεχόμενες παραβάσεις των άρθρων 5(στ), 6 και 17(1) του Νόμου που έχουν άμεση σχέση με την έκδοση βεβαίωσης για το χρηματικό ποσό αντιπαροχής και τη διαθεσιμότητα του.
Η πιο πάνω απόφαση γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ. 13 Φεβρουαρίου 2008 και ταυτοχρόνως ορίστηκε ημερομηνία υποβολής των σχετικών παραστάσεων 25 Φεβρουαρίου 2008. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία ο Διευθύνων Σύμβουλος των αιτητών, με σχετική επιστολή του προς τους καθ΄ων η αίτηση, υποστήριξε ότι δεν υπήρξε, από πλευράς αιτητών, οποιαδήποτε παραβίαση της υφιστάμενης νομοθεσίας και ταυτοχρόνως ζήτησε όπως παραστεί για την υποβολή προφορικών παραστάσεων. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και ορίστηκε η 30η Μαϊου 2008 για το σκοπό αυτό. Τελικώς οι προφορικές παραστάσεις έλαβαν χώρα στις 6 Απριλίου 2009. Οι αιτητές πρόβαλαν ότι δεν είχαν πρόθεση να μην υποβάλουν την αναγκαία τραπεζική βεβαίωση αλλά αυτό θα το έπρατταν πριν την τελική έγκριση της Επιτροπής και ταυτοχρόνως δεν είχαν οποιαδήποτε πρόθεση καταδολίευσης των μετόχων των εν λόγω εταιρειών.
Η Επιτροπή των καθ΄ων η αίτηση αφού έλαβε υπόψη της τα γεγονότα, όπως αναφέρθηκαν πιο πάνω και τις προφορικές παραστάσεις των αιτητών κατέληξε στην αμφισβητούμενη απόφαση με την οποία κρίθηκαν οι αιτητές ένοχοι για παράβαση των άρθρων 5(στ), 6 και 17(Ι) του Νόμου.
Από το πρακτικό της συνεδρίας ημερ. 6 Απριλίου 2009 καταγράφεται ότι;
«Η Επιτροπή κατέληξε στη λήψη της πιο πάνω απόφασης αφού έλαβε υπόψη της τα ακόλουθα στοιχεία/γεγονότα.
- Σε ανακοίνωση της ημερομηνίας 03.01.2008, η Εταιρεία ανέφερε ότι διατυπώνει Δημόσια Πρόταση προς τους μετόχους της εταιρείας Athos Diamond Centre Public co Ltd (η 'υπό εξαγορά Εταιρεία') για απόκτηση μέχρι και του 100% του εκδομένου μετοχικού της κεφαλαίου.
- Η Εταιρεία κατέθεσε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσχέδιο του Εγγράφου Δημόσιας Πρότασης προς τους μετόχους της υπό Εξαγορά Εταιρείας στις 21.01.2008. Σύμφωνα με το ΄Εγγραφο, η ASPIS Bank A.T.E. είχε εκδώσει βεβαίωση ότι το χρηματικό ποσό αντιπαροχής των €2.895.701 ήταν διαθέσιμο και θα παρέμενε διαθέσιμο στην ASPIS Bank A.T.E. δεν είχε υποβληθεί, ούτε και είχε συμπεριληφθεί στο ΄Εγγραφο Δημόσιας Πρότασης, παρά τις επανειλημμένες υπενθυμίσεις λειτουργών της Επιτροπής.
- Η Επιτροπή, σε συνεδρία της ημερομηνίας 31.01.2008 αφού έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Εταιρεία δεν είχε υποβάλει τις προβλεπόμενες στο ΄Αρθρο 17 του Νόμου 41(Ι)/2007 βεβαιώσεις όσον αφορά το χρηματικό ποσό το οποίο ως προτείνων θα καλείτο να καταβάλει, αποφάσισε, ασκώντας την εξουσία της δυνάμει των ΄Αρθρων 17(2) και 19(3) του Νόμου 41(I)/2007, όπως απορρίψει το ΄Εγγραφο Δημόσιας Πρότασης και απαγορεύσει τη δημοσίευση του.
- Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, προκύπτει ότι η Εταιρεία δεν υποστήριξε την πρόταση της με την υποβολή βεβαίωσης και ως εκ τούτου δεν συμμορφώθηκε με τις γενικές αρχές που διέπουν κάθε δημόσια πρόταση, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου.»
Περαιτέρω, για τους λόγους που αναφέρονται στην ίδια απόφαση, κατέληξε στην επιβολή του τελικού προστίμου των €20,000.00 ήτοι:
«Για τον καθορισμό του ύψους του διοικητικού προστίμου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τους ακόλουθους παράγοντες:
- Τη σοβαρότητα που αποδίδει ο νομοθέτης σε παραβάσεις αυτού του είδους, η οποία αντικατοπτρίζεται από τη μέγιστη διοικητική κύρωση που προέβλεψε για παραβάσεις των άρθρων 5(στ), 6 και 17(Ι) στο άρθρο 46 του Νόμου 41(Ι)/2007, ήτοι διακόσιες χιλιάδες λίρες (τώρα 341.720 ευρώ).
- Τη βαρύτητα που αποδίδει η Επιτροπή στη διασφάλιση του ότι τα πρόσωπα που καλύπτει ο Νόμος 4(Ι)/2007 συμμορφώνονται πλήρως με τις πρόνοιες του. Γενικά η συμμόρφωση με τις διατάξεις του Νόμου 41(Ι)/2007 διασφαλίζει την προστασία των συμφερόντων των κατόχων τίτλων εταιρειών όταν οι εταιρείες αυτές αποτελούν αντικείμενο δημόσιας προσφοράς ή μεταβίβασης του ελέγχου τους.
- Η Εταιρεία επανήλθε με νέα Δημόσια Πρόταση προς τους μετόχους της εταιρείας Athos Diamond Centre Public Co Ltd.
- H Eταιρεία είχε τοιουτοτρόπως, τον Ιούλιο του 2007, μη υποβάλει τις προβλεπόμενες στο ΄Αρθρο 17 του Νόμου 41(Ι)/2007 βεβαιώσεις όσον αφορά το χρηματικό ποσό το οποίο ως προτείνων θα καλείτο να καταβάλει, και σε σχέση με το ΄Εγγραφο Δημόσιας Πρότασης που κατέθεσε για απόκτηση κατ΄ελάχιστο 50% πλέον μίας μετοχής και μέχρι το 100% του εκδομένου μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Lemeco Silvex Industries Public Company Limited".
Οι αιτητές ενημερώθηκαν για την πιο πάνω απόφαση με επιστολή ημερ. 25 Μαϊου 2009 και την ίδια ημερομηνία οι καθ΄ων η αίτηση προέβησαν σε δημοσία ανακοίνωση.
Οι αιτητές προβάλλουν ότι οι καθ΄ων η αίτηση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης για παράβαση των διατάξεων του Νόμου και στη συνέχεια για την επιβολή του προστίμου, έλαβαν υπόψη τους εξωγενείς παράγοντες. Ισχυρίζονται ότι λήφθηκε υπόψη προηγούμενη συμπεριφορά των αιτητών σε σχέση με άλλη εταιρεία, γεγονός το οποίο ήταν άσχετο και εξωγενές με την παρούσα περίπτωση. Επίσης ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και τα ΄Αρθρα 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αναφέρουν ότι στερήθηκαν του δικαιώματος να ακουστούν πριν την επιβολή του διοικητικού προστίμου ως προς προηγούμενη πρόσκληση για εξαγορά, την οποία, οι καθ΄ων η αίτηση έλαβαν υπόψη κατά την επιβολή του σχετικού προστίμου.
Όπως προκύπτει από το πρακτικό ημερ. 6 Απριλίου 2009 οι καθ΄ων η αίτηση κατά τη λήψη της απόφασης, για παράβαση των σχετικών διατάξεων του Νόμου, δεν συμπεριέλαβαν στο σκεπτικό ότι οι αιτητές ενήργησαν με τον ίδιο τρόπο και σε προηγούμενη περίπτωση άλλης εταιρείας. Τούτο λήφθηκε υπόψη κατά τον καθορισμό του διοικητικού προστίμου.
Οι καθ΄ων η αίτηση κατά τον καθορισμό του εν λόγω διοικητικού προστίμου, έλαβαν υπόψη τους την προγενέστερη συμπεριφορά των αιτητών και συγκριμένα ότι σε προηγούμενη πρόταση εξαγοράς, της εταιρείας Lemeco, παρέλειψαν και πάλι να συμπεριλάβουν Βεβαίωση της Τράπεζας στα Έγγραφα που υπέβαλαν. Οι αιτητές παραπονούνται ότι στερήθηκαν του δικαιώματος να ακουστούν κατά το στάδιο της επιβολής του διοικητικού προστίμου. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η διαδικασία ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση ήταν πειθαρχικής φύσεως, συνεπώς τυγχάνει εφαρμογής το ΄Αρθρο 12.5. του Συντάγματος και επομένως έπρεπε να τους είχε δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσουν τις θέσεις τους πριν τους επιβληθεί πρόστιμο.
Πρόβαλαν επίσης ως εσφαλμένη την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Εξέλιξη Επενδυτική (2006) 3 ΑΑΔ 310, ότι η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής αντιδιαστέλλεται από την ποινική, όπου απαιτείται αυστηρή τήρηση των προδιαγεγραμμένων τύπων, και αποτελεί, στις πλείστες περιπτώσεις, προϋπόθεση της νομιμότητας της διαδικασίας. Για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό τους παρέπεμψαν το Δικαστήριο σε δυο αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπινών Δικαιωμάτων. Δεν θεωρώ ότι οι αιτητές έχουν θέσει ενώπιον μου οτιδήποτε το οποίο να δικαιολογεί απόκλιση από το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης του εφετείου η οποία είναι δεσμευτική.
Επομένως, από τη στιγμή που η διαδικασία που ακολουθείται, σε περιπτώσεις, όπως την παρούσα, έχει καθοριστεί από τη νομολογία ως διοικητική, δεν επιβαλλόταν υποχρέωση στους καθ΄ων η αίτηση ν΄ακούσουν τους αιτητές πριν την επιβολή του προστίμου. Εν πάση περιπτώσει, οι καθ΄ων η αίτηση με την επιστολή τους ημερ. 13 Φεβρουαρίου 2008 καλούσαν τους αιτητές όπως προβάλουν τις παραστάσεις τους αναφορικά με ενδεχόμενη παράβαση του Νόμου καθώς και την συνακόλουθη συνέπεια επιβολής προστίμου. Στην ίδια επιστολή έγινε αναφορά και στην περίπτωση της εταιρείας Lemeco και επομένως οι αιτητές μπορούσαν να προβάλουν τις θέσεις τους αναφορικά και με το θέμα αυτό, χωρίς όμως να το πράξουν.
Πανομοιότυποι ισχυρισμοί έχουν τεθεί από τους αιτητές και στην Υπόθεση αρ. 1006/09 Aspis Πρόνοιας ΑΕΓΑ κ.ά ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, 22.7.2010, τους οποίους, ο Ναθαναήλ, Δ., απέρριψε. Παραθέτω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα:
«.στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Α.Ε. αρ. 58/07, ημερ. 7.7.2009, όπου αποφασίστηκε ότι το διοικητικό πρόστιμο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως «ποινή» ώστε να γίνεται λόγος για πρόσαψη στην ουσία ποινικών κατηγοριών, ενόψει του ότι το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται ως διοικητική κύρωση στις περιπτώσεις όπου ο νόμος επιβάλλει τη συμμόρφωση με ορισμένες πρόνοιες του, παράβαση των οποίων επιφέρει όχι ποινική, αλλά διοικητική επίπτωση.
Το παράπονο δε ότι παραβιάστηκαν εδώ οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης δεν ευσταθεί εφόσον στις αιτήτριες είχε δοθεί το δικαίωμα να προβούν σε παραστάσεις, τόσο για το ενδεχόμενο παράβασης των προνοιών του Νόμου, όσο και ως προς το ύψος του διοικητικού προστίμου, με δεδομένο ότι με τη σχετική επιστολή της Επιτροπής ημερ. 9.10.2008, Παράρτημα Γ στην ένσταση, η Επιτροπή σαφώς κάλεσε τις αιτήτριες να προβούν σε αυτές τις παραστάσεις τις οποίες θα λάμβανε υπόψη πριν την έκδοση απόφασης, η οποία απόφαση, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο της επιστολής, αποτελούσε προϋπόθεση της πρόθεσης της Επιτροπής «.. προς διερεύνηση και ενδεχομένως προς επιβολή διοικητικού προστίμου αναφορικά με την πιο πάνω ενδεχόμενη παράβαση.». Οι αιτήτριες υπέβαλαν αυτές τις παραστάσεις και γραπτώς και προφορικώς με αποτέλεσμα να έχουν ακουστεί πλήρως και ως προς τη διαπίστωση της ενοχής και ως προς το ενδεχόμενο της επιβολής προστίμου. Όπως αναφέρθηκε και στην απόφαση E & G Electricplus Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου - πιο πάνω - η όλη διαδικασία του άρθρου 39, έπεται της διαπίστωσης του ενδεχομένου παράβασης κατά το άρθρο 36 και επομένως η διερεύνηση της ενδεχόμενης παράβασης περιλαμβάνει και την ενδεχόμενη επιβολή προστίμου ως απόρροια της υπό διαπίστωσης παράβασης.»
Οι αιτητές προβάλλουν επίσης ότι πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση καθότι ήταν προϊόν κακής και/ή εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών άρθρων του Νόμου. Εισηγήθηκαν ότι, εφόσον οι καθ΄ων η αίτηση θεώρησαν ότι το έγγραφο που κατέθεσαν οι αιτητές ήταν προσχέδιο και όχι η επίσημη πρόταση, τότε δεν ήταν επιβαλλόμενο να συμπεριληφθεί σ΄ αυτό η τραπεζική βεβαίωση και εσφαλμένα κρίθηκε ότι οι αιτητές παραβίασαν το άρθρο 17(1) του Νόμου. Δεν συμφωνώ ότι η αναφορά από τους καθ΄ων η αίτηση σε προσχέδιο, αναιρεί την υποχρέωση των αιτητών σε συμμόρφωση με τις διατάξεις του Νόμου. Δεν αναφέρεται πουθενά στο Νόμο η δυνατότητα υποβολής προσχεδίου εγγράφου δημόσιας πρότασης. Επομένως, ο χαρακτηρισμός του εγγράφου ως προσχεδίου, δεν αλλοιώνει την νομική υπόσταση του εγγράφου. Οι ίδιοι οι καθ΄ων η αίτηση στα πρακτικά τους κάνουν στην αρχή αναφορά σε προσχέδιο αλλά στη συνέχεια αναφέρονται σε δημόσια πρόταση. Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε διαχωρισμός μεταξύ του εγγράφου που κατέθεσαν οι αιτητές και αυτού που προβλέπει ο Νόμος.
Οι αιτητές προβάλλουν ότι έστω και αν θεωρηθεί ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 17 (1), αυτή δεν ενεργοποιεί το άρθρο 46(1) του Νόμου. Εισηγούνται ότι κυρώσεις, με βάση το άρθρο 46(1), μπορούν να επιβληθούν μόνο σε περιπτώσεις παράβασης άρθρων τα οποία είναι απαγορευτικά.
Κρίνω ότι ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί. Το άρθρο 46(1) προβλέπει για διοικητικό πρόστιμο για παράβαση των διατάξεων του Νόμου. Δεν περιορίζει την εφαρμογή του στα άρθρα τα οποία περιέχουν απαγορεύσεις, όπως ήταν η εισήγηση.
Με έτερο λόγο ακυρώσεως προσβάλλεται η έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης. Ούτε και αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Οι καθ΄ων η αίτηση στα πρακτικά της συνεδρίας τους ημερ. 6 Απριλίου 2009, αναφέρουν τα στοιχεία και τους παράγοντες τους οποίους έλαβαν υπόψη, τόσο για τη λήψη της απόφασης όσο και για τον καθορισμό του προστίμου που επέβαλαν.
Οι αιτητές πρόβαλαν ότι η απόφαση λήφθηκε από όργανο του οποίου η σύνθεση και/ή συγκρότηση έπασχε, καθότι από τη συνεδρία που έλαβε χώρα στις 4 Φεβρουαρίου 2008, το μέλος Γιάγκος Δημητρίου απουσίαζε και δεν υπάρχει αποδεικτικό της πρόσκλησης του. Ούτε και αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Αναγράφεται στο πρακτικό της εν λόγω ημερομηνίας, ότι το συγκεκριμένο μέλος είχε δεόντως προσκληθεί αλλά δεν μπορούσε να παρευρεθεί, λόγω ειλημμένων υποχρεώσεων. Περαιτέρω, οι καθ΄ων η αίτηση έχουν προσκομίσει τη σχετική πρόσκληση και βεβαίωση παραλαβής της από το μέλος.
Εξέτασα παρόμοιο ισχυρισμό στην Υπόθ. αρ. 1315/07 Θεμιστοκλέους ν Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, 14 Σεπτεμβρίου 2010 όπου ανέφερα τα ακόλουθα:
«Ο αιτητής με την προσφυγή του εισηγείται ότι η σύνθεση των καθ΄ων η αίτηση δεν ήταν νόμιμη. Το πρώτο σκέλος της εισήγησης αφορά την απουσία του αντιπρόεδρου των καθ΄ων η αίτηση από τη συνεδρία ημερ. 5 Φεβρουαρίου 2007, κατά την οποία κρίθηκε ότι ο αιτητής ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 37(4) του Νόμου καθώς και κατά την συνεδρία ημερ. 16 Απριλίου 2007. ΄Ηταν ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο εν λόγω αντιπρόεδρος δεν είχε κληθεί νομότυπα για να παρευρεθεί στις συνεδρίες. Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Στα πρακτικά και των δυο συνεδρίων, καταγράφεται ότι ο αντιπρόεδρος είχε δεόντως προσκληθεί και αναφέρονται επίσης οι λόγοι απουσίας του κάθε φορά. Περαιτέρω, οι καθ΄ων η αίτηση προσκόμισαν τις σχετικές προσκλήσεις, καθώς και βεβαίωση από τον αντιπρόεδρο ότι είχε δεόντως κληθεί να παραστεί στις ανωτέρω συνεδρίες (Παράρτημα 1 της αγόρευσης των καθ΄ων η αίτηση). Πανομοιότυπος ισχυρισμός είχε προβληθεί και στην υπόθεση αρ 586/07 Θεμιστοκλέους (ανωτέρω), που αφορούσε την επιβολή προστίμου στον αιτητή για παράβαση του άρθρου 37(4) του Νόμου. Παραθέτω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κληρίδη Δ., το οποίο και υιοθετώ.
«Στην υπό εξέταση περίπτωση, από τα έγγραφα που έχει παρουσιάσει η Επιτροπή αποδεικνύεται ότι με ειδοποίηση ημερομηνίας 4.1.2007 προσκλήθηκε ο κ. Χ"Πιερής να παραστεί στη συνεδρία της 8.1.2007, ενώ με άλλη ειδοποίηση ημερομηνίας 1.2.2007 προσκλήθηκε να παραστεί στη συνεδρία της 5.2.2007. Και οι δύο επομένως προσκλήσεις έγιναν νομότυπα και εμπρόθεσμα. Είναι βέβαια γεγονός ότι στα ίδια έντυπα πρόσκλησης ακολουθεί στο κάτω μέρος βεβαίωση του προσκληθέντος μέλους ότι έχει κληθεί δεόντως αλλά δεν θα μπορέσει να παραστεί λόγω απουσίας του στο εξωτερικό, οι οποίες βεβαιώσεις φέρονται να έχουν υπογραφεί από τον ίδιο στις 12.1.2007 και 9.2.2007 αντίστοιχα, δηλαδή μετά τη διενέργεια των συνεδριάσεων. Όμως, εκείνο το οποίο ενέχει εδώ σημασία είναι το εάν και κατά πόσο το μέλος και κάθε μέλος ειδοποιήθηκε εμπρόθεσμα να παραστεί. Αυτό δε το γεγονός αποδεικνύεται ξεκάθαρα από τα έγγραφα που παρουσίασε η Επιτροπή.»»
Με άλλο λόγο ακυρώσεως οι αιτητές προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από όργανο το οποίο δεν ήταν ανεξάρτητο και αμερόληπτο. Στηρίζουν την εισήγηση της στο γεγονός ότι ο περί Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες Νόμος του 2001 (Ν. 64/01)) επιτρέπει τον επαναδιορισμό και την ανάκληση του διορισμού των μελών των καθ΄ων η αίτηση καθώς και ότι στις συνεδρίες των καθ΄ων η αίτηση συμμετέχουν εκπρόσωπος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και δημόσιοι υπάλληλοι, όπως ο Έφορος Εταιρειών.
Οι αιτητές επικαλούνται παραβίαση του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6.1 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως και στις πρόνοιες του άρθρου 42 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(Ι)/99).
Η όλη επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε, με αναφορά την υπόθεση Ringeisen v. Austria (Νο.1) (1971) 1 ΕΗRR455, έχει ως επίκεντρο τη συγκρότηση, τη σύνθεση, το αμερόληπτο και ανεξάρτητο των Δικαστηρίων και κατ΄επέκταση τα διοικητικά όργανα, ιδιαιτέρως όταν όπως εδώ ενδιαφέρει ο χαρακτήρας του επίδικου δικαιώματος και όχι ο χαρακτηρισμός του σώματος που θα επιληφθεί της διαφοράς.
Όπως τονίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ΑΕ76/2007 ημερ. 8 Φεβρουαρίου 2010, απαιτείται η αμερόληπτη άσκηση διοικητικής λειτουργίας από κάθε συμμετέχον διοικητικό όργανο, ώστε να φαίνεται ότι ενεργεί ορθά, καθιστώντας το κριτήριο αντικειμενικό. Αυτή την αμεροληψία θα την κρίνει το αναθεωρητικό Δικαστήριο, έχοντας πάντα υπόψη ότι το βάρος απόδειξης μεροληπτικής συμπεριφοράς το έχει αυτός που την επικαλείται. Με βάση τα πιο πάνω βρίσκω ότι οι αιτητές έθεσαν το θέμα αορίστως και χωρίς να υποδεικνύουν οτιδήποτε που να δικαιολογεί ότι η συγκεκριμένη συγκρότηση των καθ΄ων η αίτηση αποδεικνύει παραβίαση του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος. Ούτε επίσης προβλήθηκε οποιαδήποτε σύνδεση ή δεσμός των μελών των καθ΄ων η αίτηση με παράγοντα της διαδικασίας, ώστε να τεκμηριωθεί παραβίαση του άρθρου 42(2) του Ν.158(Ι)99. Πέραν από την απουσία παρουσίασης στοιχείων, οι αιτητές δεν έθεσαν ποτέ τέτοιο θέμα ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση.
Τέλος, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι οι καθ΄ων η αίτηση εσφαλμένα ερμήνευσαν το άρθρο 39 (3) του Περί Κεφαλαιαγοράς Νόμου (Ν.64(Ι)/01 και δεν άκουσαν τους αιτητές πριν την επιβολή του διοικητικού προστίμου. Εφόσον, όπως έχω ήδη αναφέρει πιο πάνω, η διαδικασία που ακολουθείται είναι διοικητικής φύσεως και όχι πειθαρχική δεν επιβαλλόταν όπως ακουστούν οι αιτητές. Εν πάση περιπτώσει, είχε δοθεί στους αιτητές η ευκαιρία να ακουστούν, αλλά δεν προέβηκαν σε οποιεσδήποτε παραστάσεις αναφορικά με το ενδεχόμενο επιβολής ποινής, επέλεξαν μόνο να προβούν σε παραστάσεις ως προς την ισχυριζόμενη παράβαση του Νόμου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.