ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
&nb sp; ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 589/2009
8 Φεβρουαρίου, 2011
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ
ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΩΝ
Καθ΄ών η αίτηση
.............................
Α. Ανδρέου με Ν. Οικονόμου (κα), για την αιτήτρια
Ελ. Γαβριήλ, (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ´ών η αίτηση
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά τις πιο κάτω θεραπείες, που παραθέτω αυτούσιες:
«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 26/10/2006 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1) με την οποία οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα της αιτήτριας για έκδοση και/ή ανανέωση επ' ονόματι της την ετήσια άδεια για χρήση δασικής γης με αρ. 113/67/2 στο δάσος Ξυλοτύμπου είναι άκυρη και/ή χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Β. Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται η ως άνω απόφαση στην ολότητα της.»
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Στην αιτήτρια μαζί με τους δύο αδελφούς της Ανδρέα και Στέλιο Α. Παπά εκδόθηκε στις 15/5/1987 ετήσια άδεια χρήσης δασικής γης με αρ. 113/67/2, με σκοπό τη χρήση δασικής αρδεύσιμης γης έκτασης 26,5 δεκαρίων στο δάσος Ξυλοτύμπου. Η άδεια αυτή ανανεωνόταν σε ετήσια βάση μέχρι το 2005. Οι πιο πάνω ενοικιαστές (περιλαμβανομένης και της αιτήτριας) με γραπτή αίτηση τους ημερ. 9/5/2005 ζήτησαν την ακύρωση της ανωτέρω αναφερόμενης άδειας χρήσης δασικής γης. Ταυτόχρονα, η αιτήτρια με ξεχωριστή αίτηση της ημερ. 9/5/2005 ζήτησε να της εκδοθεί ετήσια άδεια χρήσης δασικής γης για όλο το τεμάχιο, έκτασης 26,5 δεκαρίων. Από τις πιο πάνω αιτήσεις, εξαγόταν το συμπέρασμα ότι οι δύο αδελφοί της αποσύρονταν από τη διεκδίκηση της άδειας για χρήση της δασικής γης.
Ο Περιφερειακός Δασικός Λειτουργός Λευκωσίας, Λάρνακας, Αμμοχώστου με σχετική επιστολή του ημερ. 24/10/2006 πληροφόρησε όλους τους ενοικιαστές δασικής γης στην ίδια περιοχή, ότι το Τμήμα Δασών θα προχωρούσε σε προγραμματισμένες εργασίες «αποκατάστασης/ δάσωσης/χλόασης λατομείου», οι οποίες θα επηρέαζαν την ευρύτερη δασική γη, γι' αυτό όλες οι άδειες χρήσης κρατικής δασικής γης, θα ακυρώνονταν από την 1/1/2006. Μεταξύ των ενοικιαστών, επηρεάζονταν και η αιτήτρια μαζί με τους δύο αδελφούς της.
Στις 26/10/2006 η αιτήτρια ενημερώθηκε με σχετική επιστολή από τον Περιφερειακό Δασικό Λειτουργό Λευκωσίας, Λάρνακας, Αμμοχώστου, ότι το αίτημα της για έκδοση και/ή την ανανέωση της άδειας χρήσης επ' ονόματι της, δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί, γιατί το Τμήμα Δασών προτίθεται να προχωρήσει στην «αποκατάσταση/δάσωση/χλόαση λατομείου» στην περιοχή που επηρεάζει το αιτούμενο τεμάχιο.
Σύμφωνα με τους όρους και κανονισμούς που διέπουν την έκδοση ετήσιων αδειών χρήσης δασικής γης και ειδικότερα τον όρο 10, η άδεια ισχύει για ένα χρόνο και η παραχώρηση της δεν συνεπάγεται οποιοδήποτε δικαίωμα για ανανέωσή της.
Η αιτήτρια μέσω του δικηγόρου της, απέστειλε σχετική επιστολή ημερ. 2/11/2006 με την οποία ζητούσε την αναθεώρηση της ανωτέρω απόφασης του Τμήματος Δασών, το οποίο απάντησε με σχετική επιστολή ημερ. 1/12/2006, με την οποία επέμεινε στην απόφαση της 26/10/2006 η οποία και προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
Η αιτήτρια έχει καταχωρήσει την προσφυγή με αρ. 13/2007 με την οποία προσέβαλλε μεταξύ άλλων και την ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία ακυρώθηκε η άδεια χρήσης της δασικής γης, στην οποία εξεδόθη η απορριπτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 5/5/2009.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της αιτήτριας με τη γραπτή τους αγόρευση εισηγούνται την ακύρωση της επίδικης απόφασης για τους εξής λόγους: (α) ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμοδιο όργανο κατά παράβαση του Νόμου, της υπάρχουσας νομολογίας και των γενικών αρχών διοικητικού δικαίου, (β) ότι λήφθηκε χωρίς να διενεργηθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και (γ) ότι στερείται επαρκούς αιτιολογίας.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Αναφορικά με τον (α) πιο πάνω λόγω είναι ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου δικηγόρου της αιτήτριας ότι την απόφαση υπογράφει κάποιος Ιωάννης Κωνσταντίνου που υπογράφει για τον Περιφερειακό Δασικό Λειτουργό Λευκωσίας-Λάρνακας-Αμμοχώστου και όχι ο Διευθυντής ή άλλο «προσηκόντως εξουσιοδοτημένως πρόσωπο», πράγμα που αντιβαίνει στο άρθρο 8 του περί Δασών Νόμου του 1967 (Ν. 14/67 ως έχει τροποποιηθεί). Παραβιάζει επίσης και το άρθρο 17(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99 ως έχει τροποποιηθεί) αφού δεν υπάρχει εδώ εξουσιοδότηση του Διευθυντή Τμήματος Δασών. Εισηγείται περαιτέρω ότι αυτός είναι αρκετός λόγος για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Από πλευράς των καθ' ων η αίτηση με την γραπτή τους αγόρευση εγείρεται για πρώτη φορά προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου αλλά του ιδιωτικού και επομένως δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου τούτου με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος. Επικαλείται η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση διάφορες αποφάσεις και ιδιαίτερα την υπόθεση Ελένη Α. Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας προσφ. αρ. 1078/2001 ημερ. 18/4/2003.
Είναι ορθό όπως αποφασίσω πρώτα την προδικαστική ένσταση ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου αλλά του ιδιωτικού. Πρέπει όμως πρώτα να αναφέρω επί του προκειμένου τα ακόλουθα:
Της παρούσας προσφυγής και για το ίδιο ουσιαστικά θέμα, είχε προηγηθεί η υπόθεση 13/2007 με την ίδια αιτήτρια στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 5/5/2009. Τότε εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση δεν ηγέρθηκε θέμα ότι δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη γιαυτό άλλωστε το δικαστήριο προχώρησε και άκουσε την υπόθεση. Η μόνη προδικαστική ένσταση που ηγέρθηκε τότε από πλευράς των καθ' ων η αίτηση, ήταν ότι συμπροσβάλλονταν δυο μη συναφείς αποφάσεις, ένσταση που έγινε δεκτή και διατάχτηκε διαχωρισμός δικογράφου, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής που προέκυψε από την 13/2007.
Με τα πιο πάνω υπόψη προχωρώ να εξετάσω το θέμα που έχει εγερθεί αφού τούτο αφορά θέμα δημόσιας τάξης που θα μπορούσε να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο από τη στιγμή που φερόταν τούτο σε γνώση του και γιατί στις γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων αναπτύχθηκε και αυτό το θέμα. Οι συνήγοροι των διαδίκων παρόλο που επικαλέστηκαν τα ίδια κριτήρια ως προς το πότε μια απόφαση της διοίκησης εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου προέβαλαν αντίθετες εισηγήσεις αναφορά με το τι ισχύει στην παρούσα υπόθεση.
Αναφορικά με την προαναφερθείσα υπόθεση Ελένη Α. Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας (η οποία σημειώνω ότι δεν έχει εφεσιβληθεί) που επικαλέστηκε η πλευρά των καθ'ων η αίτηση παρόλο που δεν είναι δεσμευτική, εντούτοις κρίνω ότι τα όσα εκεί αποφασίστηκαν, τυγχάνουν ανάλογης εφαρμογής και στην παρούσα περίπτωση. Μπορεί εκεί η παραχώρηση κρατικής γης για σκοπούς καλλιέργειας να είχε γίνει με βάση άλλο νόμο και όχι τον περί Δασών Νόμο που έγινε στην παρούσα, αλλά η αρχή που προκύπτει είναι η ίδια. Το ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω υπόθεση είναι σχετικό:
«Στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου εμπίπτουν όχι μόνο πράξεις διαχείρισης δημόσιας αρχής ή οργάνου, αλλά και μονομερείς πράξεις κρατικής εξουσίας που έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση ή διακανονισμό δικαιωμάτων στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου (The Greek Registrar of the Co-operative Societies v. Nicolaides (1965) 3 C.L.R. 164 και Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ανωτέρω).
Ο σημαντικός και αποφασιστικός παράγοντας στο διαχωρισμό μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου συμφέροντος είναι η φύση και ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης λειτουργίας, που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής. Όπου η λειτουργία του διοικητικού οργάνου έχει ως πρωταρχικό σκοπό την προαγωγή του δημόσιου σκοπού, ο σκοπός αυτός έχει θεωρηθεί ως χαρακτηριστικό πράξης ή απόφασης εντός της έννοιας του δημόσιου δικαίου (βλέπε Valana v. Republic 3 R.S.C.C. 91). Ακόμα μια πράξη που πρωτίστως επηρεάζει ιδιωτικά δικαιώματα μπορεί να ενταχθεί στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, λόγω κάποιου ιδιαίτερου συμφέροντος του κοινού στη σωστή εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης (βλέπε επίσης Republic v. M.D.M. Estate Developments Ltd (1982) 3 C.L.R. 642, 655).
Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου ανάγεται στην ουσία σε διαχείριση της κρατικής περιουσίας και σαν τέτοια εμπίπτει εκτός του αναθεωρητικού ελέγχου του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το γεγονός ότι η εποπτεία και διάθεση της ανηκούσης στη Δημοκρατία περιουσίας συνιστά εκτελεστική εξουσία με βάση το Άρθρο 54 δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της πράξης. Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Δρ. Γεωργίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ανωτέρω, πράξη μπορεί να εκδοθεί από διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εκτελεστικής ή διοικητικής του λειτουργίας και εν τούτοις να εκφεύγει του ελέγχου του δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος, επειδή ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται με την πράξη δεν είναι δημοσίου συμφέροντος, αλλά ο καθορισμός των αστικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Η προσβαλλόμενη πράξη δεν σκοπεί στην παραγωγή δημόσιου σκοπού και το κοινό έχει, αν έχει, πολύ απομακρυσμένο ενδιαφέρον γι' αυτή. Συνεπώς η πράξη ανάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου συνιστά διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του κράτους. Δεν ελήφθη για σκοπούς γενικού δημόσιου συμφέροντος και συνεπώς δεν εμπίπτει στο δημόσιο, αλλά στο ιδιωτικό δίκαιο.
Αν η εκμίσθωση κρατικής ακίνητης περιουσίας εμπίπτει στα πλαίσια του ιδιωτικού δικαίου, πολύ περισσότερο η διάθεση και αποξένωση της κρατικής γης, όταν βεβαίως δεν γίνεται για το γενικό δημόσιο συμφέρον.»
Ενόψει των πιο πάνω η προδικαστική ένσταση γίνεται δεκτή και κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται.
Παρόλο που το θέμα εδώ τελειώνει, ενόψει του ότι, όπως ήδη ανάφερα, η παρούσα προσφυγή προέκυψε από διαχωρισμό της 13/2007 προχωρώ να πω ότι και αν ακόμα αποφάσιζα ότι η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί, η προσφυγή θα απορρίπτετο και στην ουσία της για τους λόγους που ανάφερα στην 13/2007 που ουσιαστικά είναι οι ίδιοι με την παρούσα (βλ. Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 13/2007 ημερ. 5/5/2009).
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑΣ