ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1647/2007)

 

28 Φεβρουαρίου, 2011

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

 

Αιτητές,

 

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Αιτητές.

Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Αλ. Ευαγγέλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση  (στο εξής «η Αρχή»), ημερομηνίας 10.1.2007, με την οποία κρίθηκαν ένοχοι για κατ΄ ισχυρισμόν παραβάσεις του ΄Αρθρου 26(Ι)(β) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998, Ν.7(Ι)/1998, όπως τροποποιήθηκε και των κανονισμών 21(1), 21(5), 21(6) και 33(2) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, Κ.Δ.Π. 10/2000.

 

Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, νόμιμα εγγεγραμμένη.  Είναι ιδιοκτήτες του αδειούχου τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού σταθμού ΑΝΤΕΝΝΑ.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 26.1.2005, κοινοποίησαν στους αιτητές πρόθεσή τους να διερευνήσουν πιθανή διάπραξη παραβάσεων εκ μέρους του σταθμού των αιτητών κατά τη διάρκεια της ειδησεογραφικής εκπομπής «Αποκάλυψη Τώρα», η οποία μεταδόθηκε την 1.10.2004.  Οι παραβάσεις εξετάστηκαν από την Αρχή αυτεπαγγέλτως.  Η διαδικασία άρχισε με το διορισμό λειτουργού για διερεύνηση της υπόθεσης.

 

Στη συνεδρία ημερομηνίας 12.1.2005, η Αρχή εξέτασε το πόρισμα της λειτουργού που είχε εκδοθεί στις 19.10.2004 και αποφάσισε όπως η υπόθεση προωθηθεί, σύμφωνα με τον κανονισμό 42(6), με ενημέρωση των αιτητών.

 

Τελικά στη συνεδρία της Αρχής ημερομηνίας 10.1.2007, η Αρχή έκρινε ότι σημειώθηκαν παραβάσεις του άρθρου 26(Ι)(β) του Νόμου 7(Ι)/1998 και των κανονισμών 21(1) και 21(5), 21(6), 22(1) και 33(2) της Κ.Δ.Π. 10/2000.  Αποφάσισε επίσης όπως επιβάλει στο σταθμό διοικητικό πρόστιμο £3.000 για τις παραβάσεις του άρθρου 26(Ι)(β) του Νόμου και του κανονισμού 21(6) της Κ.Δ.Π. 10/2000.

 

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της πιο πάνω απόφασης.  Οι αιτητές υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι η διαδικασία άρχισε παράνομα αφού δεν έχει προηγηθεί απόφαση της Αρχής, ως συλλογικό όργανο, καταγεγραμμένη σε πρακτικό, για αυτεπάγγελτη διερεύνηση της υπόθεσης, κατά παράβαση του άρθρου 7 του Νόμου 7(Ι)/1998, αλλά και του κανονισμού 42(3) της Κ.Δ.Π. 10/2000.  Όπως φαίνεται στα πρακτικά η διαδικασία άρχισε με τον ορισμό λειτουργού της Αρχής, με γραπτές οδηγίες του διευθυντή, ημερομηνίας 5.10.2004.

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η Αρχή ασκώντας τη δυνατότητα που της παρέχει το άρθρο 9(7) του Νόμου 7(Ι)/1998 και ο κανονισμός 42(3) της Κ.Δ.Π. 10/2000, μεταβίβασε στο διευθυντή την εξουσία να ορίζει λειτουργό της Αρχής για διερεύνηση παραπόνου ή παράβασης.  Έτσι, με βάση την εκχώρηση αυτή, υποστηρίζουν, ο διευθυντής έχει εξουσία να μελετήσει ο ίδιος την υπόθεση και να αποφασίσει αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως παράβαση και να προχωρήσει να ορίσει λειτουργό για διερεύνηση.

 

Το θέμα με έχει απασχολήσει και προηγουμένως.  Στην υπόθεση ΑΝΤΕΝΝΑ Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υποθ. υπ΄ αρ. 67/2007, ημερ. 31.7.2009, είχα καταλήξει ότι εκείνο το οποίο σαφώς και ρητώς εκχωρήθηκε από την Αρχή στο διευθυντή είναι η εξουσία να ορίζει λειτουργό για διερεύνηση παραπόνου ή παράβασης.  Και τούτο σύμφωνα με το άρθρο 9(7) του Ν.7(Ι)/1998, το οποίο προνοεί ότι η Αρχή μπορεί να μεταβιβάζει αρμοδιότητές της στο διευθυντή ή σε επιτροπές που αποτελούνται από μέλη της Αρχής.

 

Παρ΄ όλα αυτά στην απόφαση ΑΝΤΕΝΝΑ Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α.Ε. 76/07, ημερ. 8.2.2010, η Ολομέλεια έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η διαδικασία άρχισε ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση νόμιμα και σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 9 (7) (8) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998, Ν. 7(1)/1998, όπως τροποποιήθηκε και του κανονισμού 42 (3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, Κ.Δ.Π.10/2000.

 

Παρά τη διαφορετική γνώμη την οποία εξακολουθώ να έχω επί του θέματος είμαι δεσμευμένος από την πιο πάνω απόφαση και γι΄ αυτό θα προχωρήσω στην εξέταση των υπόλοιπων ισχυρισμών που επικαλούνται οι αιτητές για να πετύχουν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προέχει η εξέταση των αναφερομένων στη νομιμότητα της σύνθεσης των καθ΄ ων η αίτηση.  Ο ισχυρισμός των αιτητών συνίσταται σε δύο σκέλη. Ισχυρίζονται ότι τα μέλη της Αρχής Νίκος Παπαμιχαήλ και ΄Αλεξ Ευθυβούλου δεν συμμετείχαν στη συνεδρία της Αρχής υπ΄ αρ. 2/2005, ημερ. 12.1.2005, κατά την οποία κρίθηκε η προώθηση της υπόθεσης των αιτητών, ενώ δεν φαίνεται αν τα συγκεκριμένα μέλη κλήθηκαν νομότυπα να παραστούν στη συνεδρία αυτή.

 

Κατ΄ ανάλογο τρόπο απουσίαζε το μέλος Ν. Παπαμιχαήλ και από τις συνεδρίες ημερ. 18.1.2006 και 10.1.2007, χωρίς να φαίνεται πουθενά στο φάκελο ότι κλήθηκε νομότυπα να παραστεί στις συνεδρίες αυτές.

 

Η Αρχή έχει αποφασίσει όπως συνέρχεται σε τακτικές συνεδρίες κάθε Τετάρτη.  Ο πρόεδρος της Αρχής διατηρεί το δικαίωμα να συγκαλεί πρόσθετες συνεδρίες, όπως προνοεί το άρθρο 7 του Νόμου 7(Ι)/1998, όπως τροποποιήθηκε.

 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι τρεις συνεδρίες για τις οποίες υπήρξε αμφισβήτηση έλαβαν μέρος ημέρα Τετάρτη.  Γίνεται επίσης παραπομπή στο άρθρο 21 (3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/1999, όπου προνοείται ότι για να συνεδριάσει νόμιμα ένα συλλογικό όργανο πρέπει να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη του στη συνεδρία, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που το συλλογικό όργανο συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών επέμενε ότι στην παρούσα περίπτωση το γεγονός ότι οι συνεδρίες της Αρχής ήταν καθορισμένες σταθερά, δεν σημαίνει ότι ενεργοποιείται η εξαίρεση του κανόνα που απαιτεί νομότυπες κλήσεις, γιατί πρέπει να είναι γνωστά τα θέματα προς συζήτηση, δηλαδή να υπάρχει ημερήσια διάταξη.

 

Θα πρέπει να επισημάνω ότι ο σχετικός Νόμος 158(Ι)/1999 δεν αναφέρεται σε ημερήσια διάταξη και επιτρέπει την παράλειψη κλήσης των μελών του συλλογικού οργάνου όταν το όργανο συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες.

 

Σημειώνω επίσης τη διαφορά από την υπόθεση Sigma Radio T.V Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (αρ.1) (2007) 3 Α.Α.Δ. 258, 260, όπου το πρακτικό της Αρχής εκεί καθόριζε την Τετάρτη ως την ημέρα που θα λειτουργούσαν τα γραφεία της Αρχής για καλύτερη εξυπηρέτηση, δεδομένου ότι οι συνεδρίες της Αρχής διεξάγονταν κατά κανόνα Τετάρτη.

 

Στην παρούσα υπόθεση στο αντίστοιχο πρακτικό ημερομηνίας  23.6.2004 κατά την οποία έγινε γενική ενημέρωση από τον πρόεδρο για τη λειτουργία της Αρχής, καθορίστηκε ότι η Αρχή θα συνέρχεται σε συνεδρίες κάθε Τετάρτη και ώρα 4.00 μ.μ. στα γραφεία της, στη Λευκωσία, με τον πρόεδρο να διατηρεί το δικαίωμα να συγκαλεί πρόσθετες συνεδρίες. Ενώ στην περίπτωση της υπόθεσης Sigma Radio T.V Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ανωτέρω, οι συνεδριάσεις κατά κανόνα διεξάγονταν την Τετάρτη, στην παρούσα υπόθεση φαίνεται ότι η Αρχή συνεδρίαζε σε τακτές συνεδρίες κάθε Τετάρτη.  Συνεπώς, ο ισχυρισμός για παράνομη σύνθεση λόγω μη πρόσκλησης των μελών της Αρχής Παπαμιχαήλ και Ευθυβούλου απολήγει, εν όψει των ανωτέρω, αβάσιμος.

 

Το δεύτερο σκέλος σχετικά με τη νομιμότητα της σύνθεσης της Αρχής αναφέρεται στην αποχώρηση του κ. ΄Αλεξ Ευθυβούλου κατά τη συνεδρία της Αρχής, ημερ. 18.1.2006, η οποία χαρακτηρίζεται ως παράνομη και κατά παράβαση του άρθρου 22 του Ν.158(Ι)/ 99.

 

Είναι παραδεκτό ότι κατά την πρώτη συνεδρία της Αρχής ημερομηνίας 12.1.2005, ο κ. Ευθυβούλου δεν παρευρέθηκε λόγω επαγγελματικής υποχρέωσης.  Κατά τη συνεδρία αυτή εξετάστηκαν προκαταρκτικά θέματα, όπως τα πορίσματα που υπέβαλαν οι λειτουργοί που ανέλαβαν τη διερεύνηση των διαφόρων υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης και αυτής εναντίον των αιτητών και παράλληλα αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, και η προώθηση της υπόθεσης εναντίον τους.

 

Ακολούθησε η συνεδρία της Αρχής ημερομηνίας 18.1.2006, όπου σε σχέση με την υπόθεση υπ΄ αρ. 8/05(1) εναντίον των αιτητών, η Αρχή, αφού εξέτασε τις προδικαστικές ενστάσεις που έθεσε ενώπιόν της ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου των αιτητών γραπτώς και ο δικηγόρος του σταθμού, προφορικώς, αποφάσισε να τις απορρίψει, αναφέροντας και τους λόγους απόρριψής τους.

 

Στο πρακτικό της συνεδρίας αυτής, καταγράφεται ότι ο κ. Ευθυβούλου αποχώρησε από τη συνεδρία «καθότι ήταν αδύνατο να ενημερωθεί πλήρως για όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης, λόγω του ότι οι αποφάσεις για προώθηση υποθέσεων υλοποιούνται το ταχύτερο δυνατό και στην προκειμένη περίπτωση η υπόθεση είχε ήδη προωθηθεί».

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα ήταν δυνατή η ενημέρωση του κ. Ευθυβούλου και συνεπώς με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 22 του Ν.158(Ι)/1999, η σύνθεση της Αρχής ήταν παράνομη.

 

Αντίθετα, οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν πως αφού η πλήρης ενημέρωση του Ευθυβούλου ήταν αναγκαία αλλά αδύνατη, η σύνθεση ήταν νόμιμη.

 

Το άρθρο 22 προβλέπει ότι:

 

 «Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου.  Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε.  Αυτό δεν απαιτείται όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης».

 

Προκύπτει ότι οφείλεται εξέταση από το συλλογικό όργανο, όπως αυτό είναι συγκροτημένο.  Η μη συμμετοχή μέλους κατά πλάνη ως προς τη δυνατότητα συμμετοχής, επάγεται παράνομη σύνθεση.  Το ίδιο και η καταχρηστική μη συμμετοχή, προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού.

 

Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από τα γεγονότα, παρεισέφρησε πλάνη αναφορικά με τη δυνατότητα συμμετοχής του κ. Ευθυβούλου.  Είναι δεδομένο ότι σύμφωνα με το νόμο και τις ισχύουσες νομολογιακές αρχές (βλέπε μεταξύ άλλων ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υποθ. Αρ. 437/08, ημερομηνίας 4.10.2010) η συμμετοχή του κ. Ευθυβούλου δεν αποκλειόταν.

 

Στην παρούσα υπόθεση προβλήθηκε ως λόγος η αδυναμία ενημέρωσης χωρίς να συζητηθεί το ενδεχόμενο επανάληψης της διαδικασίας.  Επισημαίνω την εξήγηση για την αδυναμία συμμετοχής, η οποία, σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ ων η αίτηση, ήταν η ανάγκη για προώθηση και υλοποίηση των υποθέσεων το ταχύτερο δυνατό.

 

Όμως, από τις 18.1.2006 μέχρι τις 10.1.2007, ημερομηνία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, παρήλθε ένας ολόκληρος χρόνος, ενώ ένας άλλος χρόνος χώριζε τη 12.1.2005, ημερομηνία της πρώτης συνεδρίας, από τη 18.1.2006, ημερομηνία της επόμενης συνεδρίας.

 

Εν όψει των πιο πάνω, δηλαδή την ενασχόληση της Αρχής με την παρούσα υπόθεση μία φορά το χρόνο, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ταχύτητα η οποία  δεν άφηνε περιθώρια για ενημέρωση του κ. Ευθυβούλου.

 

’ξιο σημείωσης είναι και το γεγονός ότι οι αιτητές υπέβαλαν τις πρώτες παραστάσεις τους στις 16.3.2005 και τις τελικές σχετικά με την επιβολή κυρώσεων στις 2.11.2006.

 

Καταλήγω, εν όψει των πιο πάνω, ότι η σύνθεση ήταν παράνομη λόγω μη συμμετοχής του μέλους  ’λεξ Ευθυβούλου (βλέπε ακόμα Κόρτας κ.α. ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 67 και  Καρακόκκινος κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αρ. 110/2003 κ.α., ημερομηνίας 15.11.2004).

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα εναντίον των καθ΄ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο