ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1512/2009)

 

7  Φεβρουαρίου, 2011

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ISSA E.B. ALYATIM ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΚΑΙ  ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Αντ. Σ. Παπαντωνίου, για τον Αιτητή.

Ι. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής ο οποίος κατάγεται από την Παλαιστίνη αφίχθηκε στην Κύπρο την 1.10.1997.  Εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής ως φοιτητής σε ιδιωτικό κολλέγιο, η οποία ανανεώθηκε επανειλημμένα μέχρι τις 28.2.2004.  Μέχρι τις 27.11.2006 υπέβαλλε εγκαίρως αίτηση για παράταση της άδειας παραμονής του, πάντοτε ως φοιτητής, άνκαι στη συνέχεια παρέλειψε να αποταθεί στο Τμήμα Μετανάστευσης για διευθέτηση της παραμονής του πριν τη λήξη της άδειάς του και παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα μέχρι τις 29.1.2007, ημερομηνία κατά την οποία υπέβαλε νέα αίτηση για απόκτηση άδειας παραμονής ως φοιτητής.  Η αίτηση απορρίφθηκε και ο αιτητής ενημερώθηκε ότι θα έπρεπε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία.  Παρά ταύτα συνέχισε να παραμένει παράνομα στην Κύπρο.  Στις 20.4.2007, μέσω του δικηγόρου του, ζήτησε επανεξέταση της αίτησής του για παραχώρηση άδειας παραμονής.  Το αίτημα έγινε αποδεκτό και του παραχωρήθηκε άδεια μέχρι και τις 31.7.2007.

 

Στις 7.8.2007 ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτηση για παράταση της άδειας παραμονής ως φοιτητής, η οποία όμως απορρίφθηκε αφού δεν είχε κατορθώσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του.  Του δόθηκε η δυνατότητα να ζητήσει άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτης η οποία και τελικά του παραχωρήθηκε μέχρι τις 31.1.2008.  Έκτοτε παραμένει στη Δημοκρατία παράνομα.

 

Στις 10.3.2006 ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας η οποία εξετάστηκε, αλλά απορρίφθηκε, γιατί κρίθηκε ότι δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα παραμονής, δηλαδή δεν συμπλήρωνε 7 χρόνια νόμιμης παραμονής στην Κύπρο.

 

Η απόφαση αυτή, η οποία προσβλήθηκε με την προσφυγή με αρ. 1531/2008, τελικά ανακλήθηκε και η αίτηση για πολιτογράφηση εξετάστηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος την απέρριψε στις 6.9.2009, λόγω της προσωρινής φύσης της παραμονής του στη Δημοκρατία, μια και είχε αφιχθεί στην Κύπρο ως φοιτητής, αλλά και επιπροσθέτως επειδή για τους ίδιους λόγους αποκλειόταν από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ για τους επί μακρόν διαμένοντες και συνεπώς δεν είναι λογικό να αναμένεται πολιτογράφηση όταν δεν πληρούνται καν οι προϋποθέσεις για εξασφάλιση καθεστώτος μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία.

 

Στην απόφαση απόρριψης επισημαίνεται ότι ο αιτητής δεν μιλά καθόλου την ελληνική και ότι ο βαθμός ένταξής του στο κοινωνικό σύνολο δεν μπορεί παρά να είναι χαμηλός.  Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία ήταν λακωνική αλλά σαφής.  Συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι η παραμονή του αιτητή στην Κύπρο ως φοιτητή ήταν προσωρινής φύσης και στο ότι δεν είχε ενσωματωθεί πλήρως στην κυπριακή κοινωνία.  Επισημαίνεται επίσης ότι ο αιτητής, παρά την δωδεκαετή διαμονή του εδώ, δεν είχε θελήσει ή κατορθώσει να μάθει την ελληνική γλώσσα, ενώ κανένα άλλο δεσμό δεν είχε με την Κύπρο.

 

Όπως έχει επισημανθεί και στην υπόθεση Ahmad Saeed ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 120/2007, ημερ. 14.5.2009, η αιτιολογία μιας απόφασης δεν εξετάζεται με κριτήριο το πόσο εκτενής είναι, αλλά από το κατά πόσο το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διαπιστώσει την επάρκειά της.

 

Εξ ίσου απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι προϊόν δέουσας έρευνας.  Ο ισχυρισμός αυτός συνδέεται κυρίως με τη θέση του ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του για ακρόαση αφού, όπως ισχυρίζεται, πουθενά δεν προκύπτει ότι του δόθηκε η ευκαιρία να προβάλει τις απόψεις του για τους ισχυρισμούς της Διευθύντριας  του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ότι δεν είχε προσαρμοστεί στην κυπριακή κοινωνία.

 

Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι ο αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη δύο φορές και συνεπώς είχε κάθε ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του.  Πέραν τούτου, η έρευνα η οποία έγινε φαίνεται να είναι ενδελεχής, αφού, εκτός από τις απόψεις του Επάρχου Λευκωσίας ζητήθηκαν και λήφθηκαν οι απόψεις του Αρχηγού της Αστυνομίας και του Διοικητή της ΚΥΠ.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει τέλος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με το νόμο αφού ικανοποιούνταν όλες οι προϋποθέσεις που αναφέρονταν στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν.141(Ι)/2002.  Όπως έχουμε πει και προηγουμένως, το γεγονός της κατοχής των προσόντων που προνοούνται στη νομοθεσία, δεν προσδίδει αφ΄ εαυτού δικαίωμα στον αιτητή για πολιτογράφηση. Ο Υπουργός Εσωτερικών, πέραν των προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος, εξετάζει κατά κύριο λόγο, το δημόσιο συμφέρον και εκτιμά αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας.  Κι΄ αυτό, στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει ποιους επιθυμεί να έχει ως πολίτες.

 

Όπως έχει τονιστεί και στην υπόθεση Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ.  Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009, δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου και η διερεύνηση τυχόν λόγου στο πρόσωπο του αιτητή που αφορά στη δημόσια τάξη και ασφάλεια.  Επιβάλλεται περαιτέρω η διερεύνηση άλλων παραγόντων όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσής του στο κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία να καταστεί Κύπριος πολίτης, η ικανοποιητική γνώση της ελληνικής γλώσσας, οι γνώσεις του για τον κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα, αλλά και η εν γένει συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής (βλέπε Δίκαιο Ιθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη-Πασιά, 7η έκδοση, σελ. 124-126).  Μόνη υποχρέωση, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, είναι η καλόπιστη εξέταση του αιτήματος και η διεξαγωγή της δέουσας έρευνας.

 

Όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307,  ο ασκών την εξουσία δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφασή του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε οτιδήποτε πέραν αυτής.  Εφ΄ όσον, λοιπόν, τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (βλέπε ακόμα Amanda Marga v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, 2587  και Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203).  ΄Ελλειψη καλής πίστης δεν έχει εγερθεί από πλευράς του αιτητή.

 

Κάθε κράτος ασκώντας την κυριαρχία του έχει το δικαίωμα να αποφασίζει σε ποια άτομα επιτρέπει να διαμένουν στην επικράτειά του, πολύ περισσότερο δε ποια άτομα επιθυμεί να γίνουν υπήκοοι του (Mahmood v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 254/2006, ημερ. 15.5.2007).

 

Όσον δε αφορά το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την Οδηγία 2003/109/ΕΚ, αρκεί να λεχθεί ότι η Οδηγία αυτή η οποία έχει ενσωματωθεί στο εθνικό μας δίκαιο, δεν αναφέρεται σε πολιτογράφηση, αλλά σε αιτήσεις για διαμονή αλλοδαπού στο έδαφος της Δημοκρατίας και συνεπώς, αφού ο αιτητής δεν έχει υποβάλει αίτημα για χορήγηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, δεν νομίζω ότι μπορεί να τον βοηθήσει.  Περαιτέρω, αρκεί να γίνει αναφορά στην επισήμανση της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ότι λόγω της προσωρινότητας της φύσης της παραμονής του ο αιτητής αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας.  Εξάλλου όπως έχει επισημανθεί από την πλειοψηφία στην υπόθεση Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29, η εφαρμογή του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος δεν ισχύει όπου η άδεια παραμονής αλλοδαπού είχε επίσημα περιοριστεί, όπως στην παρούσα περίπτωση.

 

Το τελευταίο επιχείρημα του αιτητή αναφέρεται στην παραβίαση, κατ΄ ισχυρισμόν, των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, αφού δεν του δόθηκε η ευκαιρία να υποβάλει τις απόψεις του.  Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί, αφού, όπως είδαμε και προηγουμένως, ο Υπουργός Εσωτερικών ασκώντας τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα ασκεί ευρεία διακριτική ευχέρεια και συνεπώς δεν έχει υποχρέωση να καλέσει οποιονδήποτε για ακρόαση πριν την έκδοση της σχετικής απόφασης, αφού έχει ενώπιόν του όλα τα στοιχεία τα οποία ο αιτητής θα έχει προσκομίσει.  Περαιτέρω, ούτε ο Νόμος επιβάλλει υποχρέωση στη διοίκηση να καλεί προς ακρόαση τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για πολιτογράφηση (Joudine κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 708/2005, ημερ. 20.7.2006  και Bigvand ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009).  Εξ άλλου, στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής παραδέχεται ότι κλήθηκε και παρέστη σε δύο συνεντεύξεις όπου και είχε κάθε ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του.

 

Εν όψει όλων των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.600 έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο