ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1380/2009)

 

25 Φεβρουαρίου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD,

Αιτητές,

-         ΚΑΙ  -

 

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------

Γ. Ζαχαρίου (κα)  για τους Αιτητές.

Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους

Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:   Με εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής και άλλης τελωνειακής οφειλής, οι καθ΄ ων επέβαλαν στους αιτητές με επιστολή τους ημερ. 27.3.2008 φορολογία ύψους €36.284, καθώς και χρηματική επιβάρυνση ύψους €3.628, πλέον 8% ετήσιο τόκο.  Η απόφαση λήφθηκε στη βάση της κατάπλευσης  την 1.3.2008 του πλοίου «KATERINA M» στο λιμάνι της Λάρνακας προερχομένου από τη Γεωργία, μεταφέροντας ακάθαρτο πετρέλαιο εσωτερικής καύσης.  Ενώ στο δηλωτικό φορτίου είχε δηλωθεί ότι το πλοίο μετέφερε στο λιμάνι Λάρνακας 2.999,596 μετρικούς τόνους (in vacaum) ακάθαρτο πετρέλαιο σε υγρή χύμα μορφή που αντιστοιχούσε σε 3.529,451 λίτρα σε θερμοκρασία 15° κελσίου, καθώς και 9.202,255 μετρικούς τόνους (in vacaum) ακάθαρτο πετρέλαιο εσωτερικής καύσης, αντίστοιχο σε 9.186,524 λίτρα σε θερμοκρασία 15° κελσίου, οι καταμετρήσεις από τους αιτητές ή τον αντιπρόσωπο τους στις δεξαμενές στεριάς της φορολογικής αποθήκης τους, κατέδειξαν ότι υπήρχε έλλειμμα 86.191 λίτρα (ποσοστό 2,44%) και 22.576 (ποσοστό 0,20%) αντιστοίχως. 

 

        Οι καθ΄ ων απέστειλαν σχετική έκθεση παραλαβής και ελλειμμάτων στους αιτητές στις 15.3.2008 για να δοθούν εξηγήσεις για το παρουσιασθέν έλλειμμα.  Έχοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και με δεδομένο ως κρίθηκε  ότι το έλλειμμα δεν οφειλόταν σε ανωτέρα βία ή τυχαίο περιστατικό, ενώ απουσίαζαν και στοιχεία ότι ο προμηθευτής των αιτητών ή το Τελωνείο αποστολής αποδέχθηκαν οποιαδήποτε υφιστάμενη διαφορά που να δείχνει λανθασμένη φόρτωση, επεβλήθη η ως άνω φορολογία.  Η φορολογία αυτή επεβλήθη μετά την αφαίρεση από τους καθ΄ ων της αποδεκτής απώλειας 0,06%  που το Τμήμα Τελωνείων εφαρμόζει από 1.4.2006 για παραλαβές ακάθαρτου πετρελαίου εσωτερικής καύσης, δυνάμει του άρθρου 13 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91(Ι)/2004 (εφεξής «ο Νόμος») και την εκδοθείσα δυνάμει αυτού, Κ.Δ.Π. 181/06. 

 

        Διατείνονται οι αιτητές ότι η πιο πάνω απόφαση είναι λανθασμένη και άκυρη λόγω παρερμηνείας των προνοιών της νομοθεσίας και των Κανονισμών, θεωρώντας ότι το έλλειμμα ενέπιπτε στην έννοια του όρου «φύρα», ενώ στην πραγματικότητα πρόκειτο για έλλειμμα δυνάμει των προνοιών του Καν. 13(1)(α)(1), ενώ λανθασμένα επίσης οι καθ΄ ων αποφάσισαν ότι δεν παρουσιάστηκαν εκ μέρους των αιτητών στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο προμηθευτής έχει αποδεχθεί οποιαδήποτε υφιστάμενη διαφορά λόγω λανθασμένης φόρτωσης, που ούτε ο Νόμος, ούτε οι Κανονισμοί επιβάλλουν.  Λανθασμένα επίσης επεβλήθη φορολογία επί προϊόντων που οι αιτητές ουδέποτε παρέλαβαν και οι εξηγήσεις που έδωσαν κακώς δεν έγιναν δεκτές από τους καθ΄ ων.  Οι αιτητές εγείρουν επίσης θέμα παραβίασης του Συντάγματος και των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρώντας ότι η υφιστάμενη νομοθεσία και οι Κανονισμοί στο μέτρο που επιβάλλουν φορολογία με τη μορφή φόρου και δασμών κατανάλωσης σε προϊόντα που δεν καταναλώθηκαν, είναι αντισυνταγματική.

 

        Στη γραπτή τους αγόρευση οι αιτητές προβάλλουν πρωτίστως και κατά ουσιαστικό τρόπο το θέμα της αντισυνταγματικότητας της προσβαλλόμενης πράξης, προερχόμενης από την επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης με βάση τη νομοθεσία ως αντίθετη με το Άρθρο 23.1 του Συντάγματος.  Οι αιτητές, κατ΄ ισχυρισμόν, αποστερούνται σοβαρού δικαιώματος και περιορίζονται ανεπίτρεπτα στην απόκτηση κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας που προστατεύεται από το Άρθρο 23.1 του Συντάγματος, με την επιβολή φορολογίας σε προϊόντα ή επί ποσότητας προϊόντων που απλά δεν παραλήφθηκαν. Η διαφορά που προέκυψε μεταξύ του δηλωτικού φορτίου και του παραληφθέντος στην πράξη εμπορεύματος διαπιστώθηκε κατά το χρόνο της παραλαβής και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί  αυτό το έλλειμμα ως «φύρα», αλλά ως πρόβλημα ή λάθος του μεταφέροντος την ποσότητα πλοίου.  Περαιτέρω, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που προνοείται από τη νομοθεσία οφείλεται «κατά περίπτωση» από διαφορετικά πρόσωπα και ως εκ τούτου θα έπρεπε να είχε αναζητηθεί από το άτομο που φέρει την ευθύνη για το έλλειμμα αυτό.  Συνάγεται ότι οι καθ΄ ων δεν προέβηκαν σε δέουσα έρευνα ώστε να αποφασιστούν οι λόγοι της διαφοροποίησης στην ποσότητα που παραλήφθηκε, ενώ και το έντυπο το οποίο απεστάλη έχει ενδείξεις επ΄ αυτού που δεν συνδέονται με την επίδικη παραλαβή.  Έπεται ότι χωρίς καμία ουσιαστική αξιολόγηση των δεδομένων και χωρίς να διαφαίνεται η ευθύνη των αιτητών, επεβλήθη  φορολογία αναιτίως. 

 

        Διαφορετική είναι η θέση των ιδίων των καθ΄ ων ως προς τα εγερθέντα σημεία με κατ΄ εξοχήν το σημείο της αντισυνταγματικότητας.  Οι καθ΄ ων στη δική τους γραπτή αγόρευση παραπέμπουν το Δικαστήριο σε αριθμό παρομοίων υποθέσεων στις οποίες οι ίδιοι οι αιτητές ήγειραν παρόμοιο ζήτημα αντισυνταγματικότητας, το οποίο απερρίφθη είτε διότι το σημείο ηγέρθηκε ανεπαρκώς, είτε και επί της ουσίας του προτεινόμενου ισχυρισμού.  Ο κοινοτικός νομοθέτης επέβαλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να φορολογούν ελλείμματα, μεταξύ των οποίων και στα πετρελαιοειδή, ενώ σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απορρίπτει τη θέση ότι δεν μπορεί να φορολογείται προϊόν που δεν έχει καταναλωθεί.  Όσον αφορά την έλλειψη δέουσας έρευνας, οι καθ΄ ων θεωρούν ότι η έρευνα που έγινε ήταν πλήρης στα δεδομένα και περιστατικά της όλης υπόθεσης, το δε βάρος εναποτίθεται στους ώμους των αιτητών να δώσουν ικανοποιητικές εξηγήσεις στο Τελωνείο για το διαπιστωθέν έλλειμμα και την τύχη αυτού.  Δεν εξηγήθηκε όμως σε οποιοδήποτε ικανοποιητικό βαθμό από τους αιτητές ότι η απώλεια ή το έλλειμμα οφειλόταν σε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρα βία.  Οι μετρήσεις των ενεργειακών προϊόντων έγιναν από υπαλλήλους των αιτητών και συμφωνήθηκαν με τους καθ΄ ων, το δε έντυπο που απεστάλη ήταν ορθά συμπληρωμένο από το Τελωνείο και σαφώς αναφερόταν στη συγκεκριμένη παραλαβή από τους αιτητές, η οποία αφορούσε το φορτίο πετρελαιοειδών  που μεταφέρθηκε με το συγκεκριμένο πλοίο. 

 

        Το πρώτο σημείο που πρέπει να τύχει εξέτασης είναι αυτό της κατ΄ ισχυρισμόν αντισυνταγματικότητας του άρθρου 13 του Νόμου και της Κ.Δ.Π. 181/06.  Παρατηρείται, όπως ορθά εισηγούνται οι καθ΄ ων, ότι το σημείο της αντισυνταγματικότητας δεν έχει εγερθεί με τη δέουσα επάρκεια που προδιαγράφει η νομολογία σε σχέση με ένα τέτοιο σοβαρό θέμα.  Αναφέρεται με μεγάλη γενικότητα και αοριστία στην    παρ. 1 των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως απλώς ότι η προσβαλλόμενη πράξη και οι προπαρασκευαστικές αυτής,  «.. εξεδόθησαν κατά προφανή παράβαση του Συντάγματος, της σχετικής νομοθεσίας, των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δυνάμει τούτων εκδοθέντων Κανονισμών ως επίσης και των Κανονισμών των καθορισθέντων από πλευράς καθ΄ ων η αίτηση.».  Κατά παρόμοιο τρόπο και στα γεγονότα στην παρ. 6, αναφέρεται ότι οι Κανονισμοί και η νομοθεσία στο μέτρο που επιβάλλουν φορολογία σε προϊόντα που δεν καταναλώθηκαν είναι παράνομοι, αντισυνταγματικοί και αντίθετοι προς την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και Οδηγίες. 

 

        Οι πιο πάνω θέσεις ουδόλως ανταποκρίνονται στην επιτακτική ανάγκη που διαχρονικά έχει καθορίσει η νομολογία, όπως οι  προβαλλόμενοι λόγοι αντισυνταγματικότητας εγείρονται με τη δέουσα λεπτομέρεια και να προωθούνται και αποδεικνύονται με πειστικά στοιχεία.  Έχει λεχθεί, μεταξύ άλλων, και στην Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, στη σελ. 667, ότι ζητήματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται ευκρινώς στην αίτηση ακυρώσεως υιοθετώντας και προηγούμενη σχετική νομολογία όπως τη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533.  Οι αιτητές έχουν προβάλει παρόμοιους ισχυρισμούς και σε άλλες σχετικές με την υπό κρίση υπόθεση προσφυγές, όπως τις Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, υπόθ. αρ. 441/08, ημερ. 24.11.2009, (Κληρίδης, Δ.) Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, υπόθ. αρ. 1613/08, ημερ. 6.9.2010 (Κραμβής, Δ.), Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, υπόθ. αρ. 994/08, ημερ. 21.10.2009, (Φωτίου, Δ.),  Petrolina  (Holdings)  Ltd v. Υπουργού Οικονομικών,  υπόθ.  αρ. 634/08, ημερ. 7.10.2009, (Φωτίου, Δ.) και Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, υπόθ. αρ. 609/09, ημερ. 16.12.2010, (Χατζηχαμπής, Δ.), όπου οι ισχυρισμοί και πάλι δεν τέθηκαν με σαφήνεια με αποτέλεσμα να μην εξεταστούν ή και εν πάση περιπτώσει να θεωρηθούν ως ανίσχυροι για να προσβάλουν τη συνταγματικότητα του Νόμου ή των Κανονισμών. 

        Και εδώ η απλή και αόριστη αναφορά σε αντισυνταγματικότητα κατά τον τρόπο που αποτυπώθηκε προηγουμένως, αντίκειται και στη νομολογία, αλλά και στον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος προδιαγράφει ότι τα νομικά σημεία που εκτίθενται στις έγγραφες προτάσεις πρέπει να αιτιολογούνται πλήρως.  Καμία αναφορά δεν γίνεται σε συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου ή του Κανονισμού είτε της ημεδαπής νομοθεσίας, είτε του κοινοτικού δικαίου ώστε να τίθεται με σαφήνεια το υπό κρίση άρθρο ως προς την αντισυνταγματικότητα του, ούτε και αναφέρεται λόγος γι΄ αυτό τον ισχυρισμό.  Παρά ταύτα οι αιτητές αναλώνουν αρκετή από τη γραπτή τους αγόρευση για να εισηγηθούν αντισυνταγματικότητα με ιδιαίτερη αναφορά στο άρθρα 6(3) και 13(1) του Νόμου, ως ερχόμενα κατ΄ ισχυρισμόν, σε αντίθεση με το Άρθρο 23.1 του Συντάγματος.  Επί τούτου, αρκεί να λεχθεί ότι ορθά οι καθ΄ ων εισηγούνται ότι και αν ακόμη κηρυσσόταν το άρθρο 13 αντισυνταγματικό, αυτό θα ήταν αλυσιτελές για τους αιτητές εφόσον η επιβολή της φορολογίας γίνεται στη βάση των άρθρων 4 και 5 του Νόμου.  Όσον αφορά το ζήτημα του περιορισμού της κατοχής ή απόλαυσης περιουσίας διότι επιβάλλεται φορολογία, είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό γιατί η κατά τα άλλα διά νόμου επιβολή φορολογίας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και μάλιστα στη βάση νομοθεσίας που είναι αποτέλεσμα εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, όπως ιδιαιτέρως αναπτύσσουν οι καθ΄ ων στη δική τους γραπτή αγόρευση, περιορίζει με οποιοδήποτε τρόπο το συνταγματικό αυτό δικαίωμα.  Και ορθά έχει υποδειχθεί στις προαναφερθείσες αποφάσεις υπ΄ αρ. 1613/08 και 441/08, ότι δεν μπορεί να τίθεται καν ζήτημα αντισυνταγματικότητας εφόσον το άρθρο 13 του Νόμου εισήχθηκε στην ημεδαπή νομοθεσία στη βάση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 92/12/ΕΚ του Συμβουλίου που υπερισχύει του Συντάγματος με βάση την Πέμπτη Τροποποίηση αυτού με το Νόμο αρ. 127(Ι)/06. 

 

        Ο συναφής ισχυρισμός των αιτητών ως προς την αντισυνταγματικότητα της Κ.Δ.Π. 181/06, εκτός του ότι απαντάται με τα προλεχθέντα, είναι εξίσου ανυπόστατος διότι η έκδοση της Γνωστοποίησης που περιέχεται στην Κ.Δ.Π. 181/06 και που δημοσιεύθηκε από το Διευθυντή Τελωνείων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 20.4.2006, αποτελεί στην ουσία κανονιστική ρύθμιση που δεν ελέγχεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο εφόσον δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.  Έχει κριθεί στις Δ. Νικολάου & Υιοι Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 300, σελ. 306 και Αλέκτωρ Φαρμακευτική Λτδ ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 250, ότι ο καταρτισμός και η έκδοση νομοθεσίας είτε πρώτου, είτε δεύτερου βαθμού, δεν εμπίπτει στο πεδίο δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος εφόσον πρόκειται για νομοθετική διεργασία.  Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε και απορρίφθηκε από το παρόν Δικαστήριο στην BP Eastern Mediterranean Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 520/08, ημερ. 25.9.2009.  Άλλωστε, όπως ορθά υποδεικνύει η Δημοκρατία, ο καθορισμός αποδεκτού ποσοστού απώλειας έγινε στη βάση τεχνοκρατικής μελέτης και ως εκ τούτου δεν ελέγχεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο στη βάση πάγιας νομολογίας (δέστε Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας, (2008) 3 Α.Α.Δ. 113 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59 σελ. 227).  Επομένως δεν μπορεί να γίνεται ισχυρισμός για αυθαίρετο καθορισμό του ποσοστού του 0,06% και εν πάση περιπτώσει οι αιτητές δεν εισηγούνται άλλο ποσοστό ως το ορθό, τυχόν δε κήρυξη της Κ.Δ.Π. 181/06 ως αντισυνταγματικής και πάλι δεν θα προσέφερε οποιοδήποτε όφελος στους αιτητές διότι θα φορολογείτο  μεγαλύτερη ποσότητα ελλείμματος, μη αφαιρουμένου, δηλαδή, του καθορισθέντος ως άνω ποσοστού αποδεκτής απώλειας.

 

        Ως προς την ουσία του θέματος και κατά πόσο η απώλεια του ενεργειακού προϊόντος οφειλόταν σε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρα βία, η νομολογία και ιδιαιτέρως οι προαναφερθείσες υποθέσεις που αφορούν και πάλι τους αιτητές, αλλά και η υπόθεση BP Eastern Mediterranean Ltd v. Υπουργού Οικονομικών - ανωτέρω - έχει σαφώς καθορίσει ότι το βάρος απόδειξης ότι η απώλεια οφείλεται σε μια από τις περιπτώσεις που καλύπτει το άρθρο 13(1)(α) το έχουν οι αιτητές και επομένως εναπόκειται στους ώμους των ιδίων να το αποδείξουν.  Οι διατάξεις που αφορούν φορολογική απαλλαγή πρέπει να ερμηνεύονται εν πάση περιπτώσει στενά ως εξαιρέσεις του κανόνα της καθολικότητας της φορολογίας.  (Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348). 

 

        Οι αιτητές ουδέν ουσιαστικό ανέφεραν που να τείνει στην έστω και κατά πιθανολόγηση υπόδειξη ότι το ελλειμματικό φορτίο όντως απωλέσθηκε λόγω αμέλειας του πλοίου ή λόγω προβλήματος στη μεταφορά ή ακόμη και λόγω λανθασμένης δήλωσης στη φορτωτική κατά τη φόρτωση των πετρελαιοειδών στο εν λόγω πλοίο.  Δεν είναι αρκετό να γίνεται μια γενικευμένη αναφορά ότι πρόκειται για πρόβλημα ή λάθος του πλοίου ή φόρτωσης λιγότερης ποσότητας χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση. Άλλωστε, όπως ορθά υποδεικνύει και η Δημοκρατία, τα έγγραφα τα οποία υποβλήθηκαν από τον αντιπρόσωπο των αιτητών που ήταν οι φορτωτικές («bills of lading»), τα σχετικά διατακτικά παράδοσης, το σχετικό τιμολόγιο και το ηλεκτρονικό δηλωτικό, έδειχναν με ακρίβεια την ποσότητα που φορτώθηκε και η οποία βεβαίως αναμενόταν να ξεφορτωθεί με την άφιξη του πλοίου στη Δημοκρατία.  Όπως έχει υποδειχθεί και στη BP Eastern Mediterranean Ltd v. Δημοκρατίας - πιο πάνω - το δηλωτικό φορτίου είναι ένα απαραίτητο στοιχείο που  κάθε άλλο παρά τυχαίο έγγραφο είναι, ενώ και το δηλωτικό εισαγωγής εμπεριέχεται και στα διαλαμβανόμενα από την Κ.Δ.Π. 181/06.

 

 Όπως σημειώθηκε στην προσβαλλόμενη πράξη, δεύτερη σελίδα, οι αιτητές παρέλειψαν να παρουσιάσουν οποιοδήποτε στοιχείο ότι είτε ο προμηθευτής τους, είτε το Τελωνείο αποστολής, διαπίστωσαν ή αποδέχθηκαν οποιαδήποτε  υφιστάμενη διαφορά που να οφείλεται σε λανθασμένη φόρτωση.  Με δεδομένη τη νομολογιακή εναπόθεση στους ώμους των αιτητών να δείξουν την προέλευση του προβλήματος, οι αιτητές οφείλουν πρωτίστως να παρουσιάσουν έστω εκ πρώτης όψεως στοιχεία ότι η προκύψασα διαφορά οφείλεται στον ένα ή τον άλλο παράγοντα, ώστε το βάρος να μετακυλιστεί, τρόπον τινα, στους καθ΄ ων για να διερευνήσουν περαιτέρω τα γεγονότα.  Οι αιτητές δεν μπορούν απλώς λαμβάνοντας τη θέση ότι εφόσον το έλλειμμα διαπιστώθηκε κατά την παραλαβή του φορτίου, αυτό συνεπάγεται αυτόματα απεμπλοκή τους από την υπόθεση διότι κατά λογική ακολουθία το φορτίο πρέπει να χάθηκε είτε κατά τη φόρτωση, είτε καθ΄ οδόν.  Ακόμη και παραστάσεις προς τους προμηθευτές στις οποίες είχαν προβεί οι ίδιοι αιτητές στην Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, υπόθ. αρ. 639/09, ημερ. 16.12.2010,  (ανωτέρω) κρίθηκαν ως μη επαρκείς.

 

  Η σοφία του άρθρου 13 έγκειται στο ότι η εναπόθεση του βάρους στους ίδιους τους αιτητές γίνεται για καλό λόγο:  φυσιολογικά είναι οι ίδιοι οι αιτητές που θα πρέπει να γνωρίζουν τα δεδομένα, βρισκόμενα στην αποκλειστική δική τους γνώση ή τουλάχιστον μπορούν να αναζητήσουν τις σχετικές πληροφορίες εφόσον είναι δικό τους  το φορτίο και η όλη διαδικασία μεταφοράς ελέγχεται από αυτούς ή είναι στη σφαίρα επιρροής τους. Ούτε και προέκυψε από το σύνολο των γεγονότων οποιοδήποτε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρα βία που, όπως ορθά αναφέρει η   κα Θεοκλήτου στη γραπτή της αγόρευση, οι έννοιες αυτές ερμηνεύονται στη βάση του κοινοτικού πλέον δικαίου ως αυτόνομες έννοιες ώστε να μην υπάρχει ανομοιόμορφη εφαρμογή του.  (σχετική είναι η απόφαση του Δ.Ε.Κ. ημερ. 18.12.2007 στην υπόθεση C-314/06 Societe Pipeline Mediterranee et Rhone (SPMR) κατά Administratrion des douanes et droits indirects και Direction nationale du reseignement et des eenquetes douanieres (DNRED)).

 

Όσον αφορά την εισήγηση των αιτητών ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης οφείλεται «κατά περίπτωση» από το πρόσωπο που πραγματοποιεί την παράδοση, ή από άλλα πρόσωπα ως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 6(3) του Νόμου, παρατηρείται ότι οι καθ΄ ων είχαν κάθε δικαίωμα να αναζητήσουν τη φορολογία από τους αιτητές ως το πρόσωπο που βρίσκεται στην επικράτεια της Δημοκρατίας και άρα υπό τον έλεγχο των καθ΄ ων.  Άλλωστε είναι οι αιτητές που θέτουν τα εμπορεύματα σε κυκλοφορία στη Δημοκρατία.  Το «κατά περίπτωση» διασυνδέεται και με το βάρος που έχουν οι αιτητές, ως ανωτέρω εξηγήθηκε.  Αν οι αιτητές στοιχειοθετούσαν τη θέση τους ότι άλλοι είναι οι υπαίτιοι για την απώλεια ή ότι πρόκειτο για περιστατικό οφειλόμενο σε τυχαία δεδομένα ή σε ανωτέρα βία (υπό την προϋπόθεση ότι δίδονταν στοιχεία ως προς αυτά), τότε οι καθ΄ ων θα μπορούσαν να αναζητήσουν την οφειλή από άλλο πρόσωπο. 

 

        Οι αιτητές ισχυρίζονται στη γραπτή τους αγόρευση και τέθηκε το θέμα και κατά τις διευκρινίσεις με αναφορά στην αναγκαιότητα ενδεχόμενης προσαγωγής μαρτυρίας από πλευράς των καθ΄ ων, ότι δεν έλαβαν ποτέ το έντυπο C-168 που είναι το λεγόμενο «Ship´s Outturn Report and Discrepancies List», Παράρτημα 10 στην ένσταση.  Η θέση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.  Πρόκειται για ένα εξειδικευμένο ισχυρισμό που θα έπρεπε να τεθεί εξ αρχής στην ίδια την αίτηση ακυρώσεως τόσο στα νομικά σημεία, όσο και στα γεγονότα στη βάση του προαναφερθέντος Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.  Δεν επαρκεί η αριστόλογη αναφορά στην αίτηση ακυρώσεως ότι οι καθ΄ ων έλαβαν την προσβαλλόμενη πράξη χωρίς δέουσα έρευνα ή στη βάση ανακριβών γεγονότων. Θα αναμενόταν ο σαφής προσδιορισμός του συγκεκριμένου προβλήματος ώστε και οι καθ΄ ων να μπορούν να το εξετάσουν και να απαντήσουν αναλόγως στην ένσταση.  Το ζήτημα, επομένως, ανεπίτρεπτα έτυχε αναφοράς για πρώτη φορά στην αγόρευση των αιτητών και συνεπώς δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

 

 Εν πάση όμως περιτπώσει προκύπτει και αντιφατικός ισχυρισμός από πλευράς των αιτητών ότι δεν παρελήφθη το συγκεκριμένο έντυπο διότι αυτό έχει λανθασμένη αναφορά σε αριθμό 62/2008, λανθασμένη διεύθυνση ή όνομα αιτητών, καθώς και λανθασμένη συσχέτιση με το συγκεκριμένο πλοίο.  Συναφώς εξηγείται όμως από τους καθ΄ ων, με υποστηρικτικά έγγραφα τα συνημμένα 1, 2 και 3 στην αγόρευση τους, αλλά και στα Παραρτήματα 7 και 8 της ένστασης, ότι το Report ROT. No 62/2008, είναι αριθμός που αφορά το κάθε πλοίο που μεταφέρει πετρελαιοειδή εισερχόμενο στο λιμάνι Λάρνακας/Δικέλειας και δίνεται από τον Κλάδο Πετρελαιοειδών του Τελωνείου Λάρνακας, ενώ ο αριθμός αυτός έχει χρησιμοποιηθεί και από τους αιτητές ή τον τελωνειακό αντιπρόσωπο τους και σε παρόμοια έγγραφα που σχετίζονται με την υπό κρίση παραλαβή.  Σημειώνεται επίσης στο έντυπο σαφώς το όνομα «KATERINA» που είναι το όνομα του μεταφέροντος το φορτίο πλοίου.  Ταυτόχρονα, το όνομα Petrolina (Holdings) Ltd  Κιλκίς 1, Λάρνακα είναι το όνομα και η διεύθυνση που χρησιμοποιήθηκαν από τους ίδιους τους αιτητές ή τον τελωνειακό αντιπρόσωπο τους όπως φαίνεται στα προαναφερθέντα έγγραφα. 

 

        Δεν αρκεί ο απλός ισχυρισμός ότι οι αιτητές ουδέποτε έλαβαν το σχετικό έντυπο, τη στιγμή που τα στοιχεία επ΄ αυτού παρουσιάζονται στην όψη τους να αφορούν το συγκεκριμένο πλοίο και το συγκεκριμένο φορτίο.  Άλλωστε, οι ποσότητες που αναφέρονται στο Ship´s Qutturn Report, έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των αιτητών ή των αντιπροσώπων τους και των αρμοδίων λειτουργών των καθ΄ ων κατά την άφιξη του πλοίου στη Δημοκρατία, μετά και τις διαδοχικές μετρήσεις που έγιναν όπως εξηγείται στην παρ. 5 της ένστασης.  Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το σχετικό έντυπο ως πιστοποιητικό διαφορών, εκδίδεται από το Τελωνείο μετά τη συμφωνία επί της απωλεσθείσας ποσότητας.  Στην ίδια την προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται σαφώς ότι το Τελωνείο Λάρνακας στις 15.3.2008 απέστειλε την έκθεση παραλαβής ελλειμμάτων, δηλαδή, το έντυπο C-168.  Οι αιτητές δεν αντέδρασαν τότε με οποιοδήποτε τρόπο, ως αναμενόταν, ενημερώνοντας τους καθ΄ ων ότι τέτοιο έντυπο δεν παρελήφθη.  Αντίθετα προχώρησαν στην καταχώρηση της υπό κρίση προσφυγής, χωρίς, όπως υποδείχθηκε προηγουμένως, να εγερθεί ρητά το σημείο αυτό είτε στη νομική βάση, είτε στα γεγονότα.

 

        Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ ων και εναντίον των αιτητών, ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο.

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το     Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο