ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1211/2009)
25 Φεβρουαρίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------
Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής ήταν υποψήφιος για προαγωγή στη θέση του Ανώτερου Υπαστυνόμου κατά τη διαδικασία προαγωγών που έλαβε χώρα το 2009. Κατά τη διαδικασία αυτή αξιολογήθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης με χαμηλότερη από την αναμενόμενη από τον ίδιο βαθμολογία στα στοιχεία της ακαδημαϊκής κατάρτισης και της εμπειρίας με αποτέλεσμα να υποβάλει γραπτή ένσταση, όπως και δικαιούτο, με επιστολή του ημερ. 2.7.2009 προς την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων. Η Επιτροπή Ενστάσεων με επιστολή της ημερ. 12.8.2009 απάντησε στον αιτητή ότι δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε προφανή αντικειμενικά σφάλματα στην αξιολόγηση στις παρ. ΙΙ και ΙΙΙ του Μέρους ΙΙ του εντύπου αξιολόγησης όπως αυτό εξετάστηκε και συμπληρώθηκε από την πενταμελή Επιτροπή Αξιολόγησης, εξηγώντας και τους λόγους που κατά την άποψη της Επιτροπής Ενστάσεων η αξιολόγηση αυτή ήταν ορθή. Η Επιτροπή Ενστάσεων όμως διαπίστωσε προφανή αντικειμενικά σφάλματα σε σχέση με την παρ. IV που αφορά την αναγνωρισμένη ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση σε προγράμματα συναφή με τα αστυνομικά καθήκοντα, πιστώνοντας τον με επιπλέον 4.00 μονάδες. Αυτό διότι τα ακαδημαϊκά του προσόντα, σύμφωνα με απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ, είχαν αναγνωριστεί ως πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου. Πρόσθετα, η Επιτροπή Ενστάσεων πίστωσε τον αιτητή και με 0.20 μονάδες για την Παρ. ΙΙΒ, που αφορά την εκπαίδευση μετά από γενική δημοσίευση και επιλογή μέσα από καθορισμένες διαδικασίες για την εκπαίδευση του στη διερεύνηση και αναπαράσταση δυστυχημάτων.
Επ΄ αυτής της απόφασης της Επιτροπής Ενστάσεων ο αιτητής καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή επιδιώκοντας την ακύρωση της. Κατά την άποψη του αιτητή η προσβαλλόμενη πράξη στερείται αιτιολογίας, εκδόθηκε υπό πραγματική και νομική πλάνη, μέσα από αντικανονική διαδικασία και κατ΄ αντίθεση με τις αρχές της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αρχής της ισότητας.
Οι καθ΄ ων πέραν των όσων καταγράφουν στην ένσταση τους αναφορικά με την ουσία των λόγων ακύρωσης εγείρουν ταυτόχρονα προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη στην έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Αυτό διότι η απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεων ήταν μια προπαρασκευαστική πράξη, η οποία έχασε την αυτοτέλεια της εφόσον εκδόθηκε στη συνέχεια η τελική απόφαση από τους καθ΄ ων ως προς τους προάξιμους στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου. Διαπιστώθηκε και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ότι όντως η διαδικασία προαγωγής στον υπό κρίση βαθμό τελεσφόρησε και, όπως αναφέρεται και στα Παραρτήματα Κ και Λ της ένστασης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το άρθρο 17(1) του περί Αστυνομίας Νόμου αρ. 73(Ι)/2004, αφού έλαβε υπόψη τη σχετική επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας, ίδιας ημερομηνίας, ενέκρινε τις προαγωγές των εκεί αναφερομένων επτά Υπαστυνόμων στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, με αποτέλεσμα στις Εβδομαδιαίες Διαταγές του Αρχηγού Αστυνομίας ημερ. 21.12.2009 να δημοσιεύθηκαν, μεταξύ άλλων, και οι επίδικες προαγωγές. Σε αυτές δεν περιλαμβανόταν ο αιτητής.
Παρά την έκδοση μεταγενέστερης τελικής πράξης στην όλη διαδικασία προαγωγής, ο κ. Παπαχαραλάμπους επέμενε και μέσω των γραπτών αγορεύσεων του, αλλά και προφορικά κατά τις διευκρινίσεις, ότι η απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεων αναμφίβολα επέφερε δυσμενή αποτελέσματα στον αιτητή, έστω και αν ήταν προπαρασκευαστικής φύσεως, δημιουργώντας έτσι στον ενδιαφερόμενο έννομο συμφέρον. Με το να μην αποδοθούν στον αιτητή οι δύο πρόσθετες μονάδες που επεδίωξε με την ένσταση του, του αφαιρέθηκε στην ουσία το δικαίωμα να καταστεί υποψήφιος και να τεθεί στον κατάλογο με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσβάλει διαφορετικά την απόφαση ενόψει του γεγονότος οι περί την Αστυνομία Νόμοι και Κανονισμοί δεν εμπεριέχουν διαδικασία προσφυγής από την απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεων σε ανώτερο όργανο.
Η προδικαστική ένσταση έχει έρεισμα στην διαμορφωθείσα από καιρό σχετική νομολογία. Έχει πλειστάκις αποφασιστεί ότι η σύνθετη διοικητική ενέργεια αποτελεί μια ενιαία διοικητική διαδικασία, με δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες. Οι τελευταίες αφορούν το κύρος των επί μέρους πράξεων, κάθε μια από τις οποίες αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμότητα της επόμενης και βεβαίως της τελικής. Παραδεκτή δε από δικονομικής απόψεως είναι μόνο η τελική πράξη στην οποία έχουν συγχωνευτεί όλες οι προπαρασκευαστικές. (δέστε Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο 5η έκδ. σελ. 305-307, παρ. 574-580, Σπηλιωτοπούλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 9η έκδ. σελ. 162, παρ. 157, Κυριακόπουλος: Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον, Γ, Ειδικό Μέρος, 4η έκδ. σελ. 98 και Κοινοπραξία Cyprus Airport Group v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 437).
Έχει αναγνωρισθεί ότι κάθε πράξη που λαμβάνεται χωριστά, έχει το γνώρισμα της εκτελεστότητας και επομένως είναι δυνατή η απόσπαση της και η προσβολή της στο αναθεωρητικό Δικαστήριο, αλλά αυτό υπό την αίρεση ότι όταν εκδοθεί η τελική πράξη, τότε η μόνη που νομίμως προσβάλλεται είναι αυτή, όλων των προηγούμενων πράξεων θεωρουμένων ότι συμπροσβάλλονται και ελέγχονται ως προς τη νομιμότητα τους. Όπως εξηγήθηκε και στην Pavlos Varellas Trading Co. Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 615, σελ. 637, ο λόγος της μη αναγνωρισιμότητας της ενδιάμεσης πράξης ως αυτοτελούς, είναι το γεγονός της απορρόφησης της στην τελική εκτελεστή πράξη. Με τον τρόπο αυτό ελέγχεται ως προπαρασκευαστική της και η ενδιάμεση πράξη. Αυτό απαντά και το επιχείρημα του συνηγόρου του αιτητή ότι δεν υπάρχει ιεραρχικά ανώτερο σώμα εντός της Αστυνομίας που να ελέγχει την ορθότητα της απόφασης της Επιτροπής Ενστάσεων, διότι δεν προβλέπεται τέτοια διαδικασία από το σχετικό Νόμο ή τους Κανονισμούς. Ακριβώς, ο έλεγχος της τελικής πράξης στην οποία απορροφήθηκε και η απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεων, από το αναθεωρητικό Δικαστήριο δίνει αυτή τη δυνατότητα ελέγχου.
Δεν παραβιάζονται επομένως οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης όπως εισηγείται ο συνήγορος του αιτητή στην απαντητική του αγόρευση, λόγω της ανυπαρξίας δευτεροβάθμιου οργάνου που να εξετάζει τις αποφάσεις της Επιτροπής Ενστάσεων. Δεν εντοπίζεται κανένα κενό στην όλη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία ή τους Κανονισμούς, η οποία διαδικασία διέρχεται ακριβώς από διάφορα στάδια επιλογής των καταλληλοτέρων υποψηφίων προς προαγωγή.
Οι υποθέσεις Αντώνης Αλεξάνδρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 835/06, ημερ. 1.8.2008, και Ευαγόρας Ευαγόρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2143/06, ημερ. 13.10.2008, αμφότερες του Ηλιάδη, Δ., έχουν άμεση συνάφεια με το υπό εξέταση θέμα. Κρίθηκε ότι οι ενδιάμεσες πράξεις που προηγούνται στη διαδικασία προαγωγών στο αστυνομικό σώμα όπως οι γραπτές ή προφορικές εξετάσεις, η βαθμολογία σε επί μέρους αντικειμενικά κριτήρια, η απαλλαγή από μέρος εξέτασης λόγω επαγγελματικών προσόντων, καθώς και η τυχόν ακύρωση ενδιάμεσων ενεργειών και πράξεων έχουν μόνο προπαρασκευαστικό χαρακτήρα και δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής.
Παρόμοιο ουσιαστικά ζήτημα εξετάστηκε και στην υπόθεση Φάκας ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 714, όπου η Ολομέλεια, επιβεβαιώνουσα για μια ακόμη φορά τη σχετική νομολογία, αποφάσισε ότι ο εκεί εφεσείων ο οποίος αποκλείσθηκε από τον κατάλογο των υποψηφίων για προαγωγή στις θέσεις Βοηθών Διευθυντών σχολείων μέσης εκπαίδευσης, δεν είχε έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει αυτήν καθ΄ αυτή την απόφαση αποκλεισμού εφόσον μεταγενέστερα η διαδικασία προαγωγής ολοκληρώθηκε με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη πράξη να απωλέσει την εκτελεστότητα της. Έγινε αναφορά στην υπόθεση Ηλία ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, από όπου μνημονεύθηκε και το κάτωθι απόσπασμα:
«Είναι θεμελιωμένο ότι η τελική απόφαση, σε σύνθετη διοικητική πράξη, απορροφά το αντικείμενο όλων των προπαρασκευαστικών πράξεων, οι οποίες συγχωνεύονται με αυτή. Μετά την έκδοση της απόφασης προς την οποία συναρτάται, η προπαρασκευαστική πράξη χάνει την αυτοτέλειά της, ενσωματώνεται στην τελική απόφαση, η οποία καθίσταται και η μόνη η οποία μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης - (βλ., μεταξύ άλλων, Eleni Ioannidou and The Republic of Cyprus, through the Public Service Commission (1966) 3 C.L.R. 480, Δημοκρατία της Κύπρου ν. Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1998) 3 Α.Α.Δ. 565. Βλ., επίσης, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 244).»
Η Ολομέλεια εξέτασε και την απόφαση στην υπόθεση Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349, στην οποία κρίθηκε ότι δεν είχαν απωλέσει την εκτελεστότητα τους οι πράξεις του εκεί διοικητικού οργάνου, δηλαδή, του Συμβουλίου Κρίσεων και του Συμβουλίου Επανακρίσεων με τις οποίες καθορίσθηκε συγκεκριμένη σειρά κατάταξης του εφεσείοντα στην Επετηρίδα. Αυτό διότι η Επετηρίδα αποτελεί κατάλογο προτεραιότητας των Αξιωματικών για προαγωγή σύμφωνα και με το στοιχείο της αξίας, επηρεάζοντας έτσι άμεσα τα συμφέροντα τους γιατί η σειρά κατάταξης προκαθορίζει και τη μελλοντική τους ανέλιξη.
Τα γεγονότα στη Φάκας ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - αλλά και της υπό κρίση περίπτωσης είναι βεβαία διαφορετικά από την Ζαβρός ν. Δημοκρατία, διότι εδώ ο τελικός κατάλογος των υποψηφίων καταρτίστηκε για σκοπούς συμπλήρωσης των συγκεκριμένων προαγωγών με την οποία συμπλήρωση εξαντλήθηκε και το αντικείμενο του καταλόγου. Η τελική επομένως απόφαση των καθ΄ ων είναι και η μόνη προσβαλλόμενη πράξη υπό το φως της νομολογίας, παρέλκει δε η εξέταση της ουσίας της προσφυγής.
Ενόψει όλων των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων όπως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ