ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 844/2009)

 

31 Ιανουαρίου, 2011

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΦΥΡΙΛΛΑΣ,

 

Αιτητής,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

 

Καθ΄ου η Aίτηση.

 

- - - - - -

 

Μ. Αγγελίδου για Μ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.

 

Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.

 

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής ο οποίος είναι μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας είχε υποβάλει ιεραρχικά το παράπονό του σύμφωνα με το οποίο αδικείται σε σχέση με τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης και τους Πυροσβέστες, οι οποίοι, όπως και ο ίδιος, εργοδοτούνται από την Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς να χαρακτηρίζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά πληρώνονται για τις ώρες που εργάζονται πέραν του κανονικού ωραρίου. Κατά την εξέλιξη των γεγονότων, το παράπονο του αιτητή, το οποίο είχε ήδη απασχολήσει το ΓΕΕΦ ως γενικό θέμα που αφορούσε όλα τα στελέχη της Εθνικής Φρουράς, έτυχε απάντησης, σύμφωνα με την οποία γίνονταν ενέργειες για νομοθετική ρύθμιση του όλου θέματος και έκδοση ανάλογου κανονισμού. Ο αιτητής, επειδή δεν ικανοποιήθηκε από αυτή την απάντηση, ζήτησε όπως το θέμα που έθιγε εξετασθεί και από τον Υπουργό Άμυνας. Πράγματι, το αίτημα διαβιβάστηκε και προς το Υπουργείο Άμυνας της Δημοκρατίας το οποίο, με επιστολή του ημερομηνίας 29.5.2009, πληροφόρησε τη Διεύθυνση Προσωπικού του ΓΕΕΦ ότι η αναφορά παραπόνου του αιτητή εξετάστηκε, αλλά δεν ήταν δυνατό, σ΄ εκείνο τουλάχιστο το στάδιο, να ικανοποιείτο το αίτημά του, για τους λόγους που παρατέθηκαν εκεί.

 

Η Διεύθυνση Προσωπικού του ΓΕΕΦ, με επιστολή της ημερομηνίας 15.6.2009, ενημέρωσε τη μονάδα του αιτητή ως προς το περιεχόμενο της επιστολής του Υπουργείου Άμυνας. Ο αιτητής, ενημερωθείς για την πιο πάνω επιστολή του Υπουργείου Άμυνας, καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

 

Με την προσφυγή του ο αιτητής επιζητεί την έκδοση Δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση που περιέχεται στην προαναφερθείσα επιστολή τους ημερομηνίας 15.6.2009 είναι παράνομη, άκυρη και στερημένη νομίμου αποτελέσματος.

 

Για προώθηση του αιτήματός του ο αιτητής στη γραπτή αγόρευσή του προβαίνει σε επιχειρηματολογία, χωρίς όμως να διαχωρίζει και αναπτύσσει ξεχωριστούς λόγους ακύρωσης. Θα προσπαθήσω να συνοψίσω και να επιληφθώ με τη σειρά όλων των θεμάτων τα οποία ο αιτητής εγείρει.

 

Κατ΄ αρχάς, ο αιτητής, επικαλούμενος τις πρόνοιες του Άρθρου 29 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, ψέγει τον καθ΄ου η αίτηση επειδή καθυστέρησε υπέρμετρα να απαντήσει στο παράπονό του. Όμως, σε σχέση με τέτοιο παράπονο, δεν εγείρεται με την Αίτηση οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσης, ενώ σημειώνεται περαιτέρω ότι σε σχέση με καθυστέρηση στη λήψη απάντησης από την αρμόδια Αρχή, ο αιτητής είχε προηγουμένως καταχωρήσει την προσφυγή με αρ. 134/2009, μετά τη λήψη της προσβαλλόμενης εδώ απόφασης.

 

Ακολούθως, ο αιτητής παραπέμπει στις πρόνοιες των Άρθρων 129, 130, 131 και 132 του Συντάγματος, που περιέχουν πρόνοιες σχετικά με τις Δυνάμεις Ασφαλείας της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον αιτητή, εφόσον τα μέλη των Δυνάμεων Ασφαλείας μπορεί να ανήκουν είτε στο Στρατό είτε στην Αστυνομία, είτε στην Πυροσβεστική, και εφόσον σε οποιοδήποτε από αυτά τα σώματα ανήκουν προσφέρουν ισότιμη υπηρεσία, τότε δικαιούνται βάσει του Άρθρου 28 του Συντάγματος σε ίση μεταχείριση έναντι του Νόμου και ίσης προστασίας. Δικαιούνται, επομένως, σύμφωνα με τον αιτητή, να πληρώνονται υπερωρίες κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι αστυνομικοί ή οι πυροσβέστες. Προς υποστήριξη αυτού του επιχειρήματός του ο αιτητής παραπέμπει στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 277/1999, 278/1999 και 279/1999, Α. Σπάταλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνία 3.7.2001.

 

Θα πρέπει όμως να παρατηρήσω ότι η παραπομπή στην απόφαση στις συνεκδικασθείσες ανωτέρω προσφυγές δεν υποβοηθεί τη θέση του αιτητή. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της περίπτωσης των αιτητών στις συνειδκασθείσες εκείνες προσφυγές σε σχέση με την περίπτωση του εδώ αιτητή είναι ότι σε εκείνες οι αιτητές ήσαν μέλη της Αστυνομικής Δύναμης και εδικαιούντο σε πληρωμή για υπερωριακή απασχόληση με βάση θεσπισθείσες νομοθετικές διατάξεις οι οποίες δεν εφαρμόστηκαν ορθά. Συγκεκριμένα, όπως είχε παρατηρήσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του στις συνεκδικασθείσες εκείνες προσφυγές, ήταν οφθαλμοφανές ότι οι αιτητές είχαν νόμιμο δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημιώσεις για υπερωριακή εργασία που προσέφεραν, η δε πληρωμή προβλεπόταν επιτακτικά από τους περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς 1989-1992 (ΚΔΠ 51/89).

 

Στην περίπτωση όμως του παρόντος αιτητή και άλλων, οι οποίοι τελούν υπό υπηρεσία στο Στρατό της Δημοκρατίας, δεν υπάρχει νομοθετική πρόνοια η οποία να καλύπτει αίτημά τους για καταβολή πληρωμής για υπερωριακή εργασία και κατ΄ ακρίβεια το παράπονο του φαίνεται να ήταν και να είναι αυτή ταύτη η μη θέσπιση νομοθετικής κάλυψης. Επικαλούμενος δε τις πρόνοιες του Άρθρου 28 του Συντάγματος, ο αιτητής ουσιαστικά παραπονείται για άνιση μεταχείριση μεταξύ προσώπων που βρίσκονται στην ίδια θέση. Όμως, στην πραγματικότητα, εκείνο το οποίο προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή δεν είναι άλλο παρά η παράλειψη των αρμοδίων αρχών να προχωρήσουν στη λήψη μέτρων για νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες να καλύπτουν το αίτημα του αιτητή και άλλων στελεχών της Εθνικής Φρουράς. Με αυτή όμως την έννοια, εγείρεται άμεσα θέμα αλυσιτέλειας της παρούσας προσφυγής. Η εξέταση δηλαδή και απόφανση επ΄ αυτής, θα απέβαινε εν πάση περιπτώσει αλυσιτελής, εφόσον δεν μπορεί να επιτευχθεί δικαστικά εξαναγκασμός θέσπισης νόμου ή κανονισμού προς την κατεύθυνση που επιδιώκει ο αιτητής.

 

Με παρόμοιο θέμα είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ κατά τη συνεκδίκαση μεγάλου αριθμού προσφυγών από εκπαιδευτικούς που αφορούσαν παράπονό τους για άνιση μεταχείριση από τη διοίκηση επειδή η νομοθεσία που κάλυπτε τη δική τους υπηρεσία δεν ρυθμίστηκε κατάλληλα ώστε να καλύπτει αφυπηρέτησή τους πέραν του ορίου των 60 ετών, όπως συνέβηκε με δημοσίους υπαλλήλους. Στην απόφαση την οποία είχα εκδώσει στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 2169/2006 κ.ά., Άδωνης Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12.3.2010, είχα αναφέρει, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

 

"...Παρά το ακριβές λεκτικό της αιτούμενης θεραπείας, στην ουσία εκείνο το οποίο επιζητούν οι αιτητές να ακυρώσουν με την προσφυγή τους, δεν είναι την άρνηση των καθ΄ων η αίτηση όπως εγκρίνουν την αιτουμένη παράταση, αλλά την άρνησή τους να προωθήσουν μέτρα για τροποποιητικές ή επιπρόσθετες νομοθετικές ρυθμίσεις, έτσι ώστε να παραταθεί δια νόμου το ηλικιακό όριο αφυπηρέτησης των αιτητών, κατά τρόπο παρόμοιο όπως και στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων. Οι καθ΄ων η αίτηση δικαιολογημένα εισηγούνται ότι η εξέταση αυτών των προσφυγών και η απόφανσή τους ως προς την αιτουμένη θεραπεία, θα ήταν αλυσιτελής, αφού δεν μπορεί με αίτηση ακύρωσης πράξης ή παράλειψης να υπαγορευθεί από το Δικαστήριο στη διοίκηση η λήψη συγκεκριμένων νομοθετικών μέτρων και ποια θα πρέπει να είναι η ακολουθητέα σε ένα τομέα πολιτική της. Ούτε και βέβαια θα μπορούσε το Δικαστήριο με την ακύρωση της άρνησης της διοίκησης, να εξαναγκάσει τη διοίκηση όπως προχωρήσει στη θέσπιση νομοθεσίας ή στην τροποποίηση υφιστάμενης νομοθεσίας. Πέραν του ότι κάτι τέτοιο επαφίεται κατά κύριο λόγο στη νομοθετική εξουσία να το εγκρίνει, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να υπαγορεύει οτιδήποτε προς μια τέτοια κατεύθυνση.

 

Να υπενθυμιστεί εδώ ότι με την παρούσα δικαστική διαδικασία, δεν επιδιώκεται η προσβολή ήδη θεσπισθείσας νομοθεσίας, αυτής που καλύπτει τους δημοσίους υπαλλήλους, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η νομοθεσία εκείνη με το να μην συμπεριλάβει και τους εκπαιδευτικούς δημιουργεί δυσμενή διάκριση σε βάρος τους. Εκείνο που εδώ προσβάλλεται είναι η άρνηση των καθ΄ων η αίτηση να αλλάξουν πολιτική και να προχωρήσουν στη λήψη μέτρων για νομοθετικές ρυθμίσεις που να συμπεριλάβουν και τους αιτητές στις υφιστάμενες ρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο δεν εμπίπτει όμως στο ρόλο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ελεγκτή της νομιμότητας και συνταγματικότητας πράξεων και παραλείψεων της διοίκησης. (Βλ. Βάσος Κωνσταντίνου κ. ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 267, Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 78). Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εξετάσει παρόμοιο θέμα και στην Υπόθεση αρ. 2127/2006, Μαρίνα Παρτασίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 19.2.2008, στην οποία ομάδα εκπαιδευτικών αξίωναν την ακύρωση της απόφασης για απόρριψη αιτήματός τους με βάση τον περί Συντάξεων Νόμο για παράταση της υπηρεσίας τους για ένα χρόνο. Το Δικαστήριο (Φρ. Νικολαϊδης, Δ.) παρατήρησε και τα εξής στη σελίδα 2 της απόφασής του:

 

"Αν η προσφυγή των αιτητών αναφέρεται σε αίτημά τους να τύχουν και αυτοί του πλεονεκτήματος που τυγχάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι με την αύξηση του ορίου αφυπηρέτησης, αρκεί να λεχθεί ότι, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, το δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, μήτε να την τροποποιήσει ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα. Ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας γιατί κάτι τέτοιο θα ξέφευγε της δικαιοδοσίας του. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων (βλέπε επίσης Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78, Κωνσταντίνου κ.α. ν. Ε.Δ.Υ., Υποθ. Αρ. 1795/06 κ.α., ημερ. 1.6.2007)."

 

Επομένως, αυτή η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και είναι βέβαια μοιραία για την τύχη των συνεκδικαζόμενων προσφυγών."

 

 

Με το ίδιο σκεπτικό όπως το ανωτέρω, και η παρούσα προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον του αιτητή.

 

   K. Κληρίδης,

/ΧΤΘ                                                                     Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο