ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 8/2009)
13 Ιανουαρίου, 2011
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
FONTANA AMOROZA COAST LTD.,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ'ων η αίτηση.
Αίτηση ημερομηνίας 13/4/2010
Κυρ. Μιχαηλίδης, για την Αιτήτρια.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι αίτημα της αιτήτριας στην πιο πάνω προσφυγή για παραπομπή στο Δ.Ε.Ε. (Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης), πρώην Δ.Ε.Κ., σειράς ερωτημάτων, «τα οποία είναι αναγκαία», όπως αναφέρεται στο κύριο σώμα της αίτησης, «προς έκδοσιν αποφάσεως εις την Προσφυγή εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία εβασίσθη δια ν' απορρίψη την αίτησιν της Αιτήτριας εις το διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ΚΔΠ 114/89 και την απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου υπ' αρ. 56.015 της 3.7.2002, δυνάμει των οποίων απαγορεύεται οιαδήποτε ανάπτυξις εις το επίδικο κτήμα της Αιτήτριας». Παραθέτω αυτούσια τα συγκεκριμένα ερωτήματα, όπως αυτά εκτίθενται στην αίτηση:
"(1) Κατά πόσον απόφασις της Κυπριακής Δημοκρατίας να εφαρμόση το διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών, Κ.Δ.Π.114/89 και την απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου υπ' αρ. 56015 της 3.7.2002 αυστηρά και ν' απαγορεύη πλήρως κάθε οικοδομικήν εργασίαν εις το κτήμα της Αιτητρίας χωρίς να εξετάση αν το προτεινόμενον έργον επηρεάζη δυσμενώς τον οικότοπον ή την ειδικήν ζώνην διατήρησης εις την περιοχήν του κτήματος της Αιτητρίας αποτελεί παράβασιν της Οδηγίας του Συμβουλίου 92/43/ΕΟΚ της 31.5.1992 και ιδιαιτέρως του άρ.6 ταύτης;
(2) Κατά πόσον δικαιούται η Κυπριακή Δημοκρατία ν' απαγορεύη οιανδήποτε δραστηριότητα ή εκμετάλλευσιν οιασδήποτε φύσεως εις το κτήμα της Αιτητρίας χωρίς να προσφέρη εύλογον και δικαίαν αποζημίωσιν;
(3) Κατά πόσον είχεν η Κυπριακή Δημοκρατία την υποχρέωσιν να αναπροσαρμόση τις Κανονιστικές και Διοικητικές Πράξεις που επηρεάζουν το κτήμα της Αιτητρίας και δη την Κ.Δ.Π.114/89 ώστε να υπάρξη συμμόρφωσις προς την πιο πάνω οδηγίαν;
(4) Κατά πόσον η απόφασις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου εις την υπόθεσιν Ανθή Δημητριάδη ν. Κ.Δ. (1996) 3 Α.Α.Δ. σ. 85 καθ' ήν έκτασιν αναφέρεται εις την ένταξιν του κτήματος της Αιτήτριας εις λευκήν ζώνην, λόγω του αποκλεισμού κάθε μορφής οικοδομικής ανάπτυξης χωρίς αποζημίωσιν είναι σύμφωνος προς την απόφασιν του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργον στην υπόθεσιν 14216/03 ημερ. 28.5.2009 Affaire Z.A.N.T.E. Marathonisi A.E. v. Greece δεδομένου ότι η Κύπρος έχει κυρώσει την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Νόμος 36/1962, και ότι η Σύμβασις αυτή αποτελεί πηγήν της κοινοτικής εννόμου τάξεως όπως έχει αναγνωρισθή τόσον από την νομολογίαν του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον και την ιδίαν την συνθήκην διά την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν.
(5) Κατά πόσον συμβιβάζεται προς το άρθ.6 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ημερ. 31.5.1992, το οποίον επιτρέπει υπό προϋποθέσεις ανάπτυξιν ηπίας μορφής, η απόλυτη απαγόρευσις οποιασδήποτε μορφής ανάπτυξης την οποίαν επέβαλεν η Κ.Δ.Π.114/89 και οι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου υπ' αρ. 56.015, ημερ. 3.7.2002, που επισυνάπτεται."
Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση της άλλης πλευράς. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιους τους λόγους ένστασης, όπως αυτοί εκτίθενται στο κύριο σώμα της ένστασης και επαναλαμβάνονται ουσιαστικά στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση.
"1. Το πρώτο ερώτημα που τίθεται, είναι κατά πόσο η απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας που αποτελεί την προσβαλλόμενη πράξη συνιστά παράβαση της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ημερομηνίας 31/5/1992. Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 267 της Συνθήκης το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται προδικαστικά επί της ερμηνείας των Συνθηκών. Το κατά πόσο η απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας να εφαρμόσει την Κανονιστική Διοικητική Πράξη 114/89 στην περίπτωση του αιτητή συνιστά παράβαση της οδηγίας, δεν μπορεί να συνιστά ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας αυτής, αλλά αφορά την ουσία και δεν μπορεί να τεθεί προδικαστικά.
2. Το ερώτημα υπό στοιχείο (α) θέτει θέματα τα οποία εκφεύγουν της προσβαλλόμενης πράξης και η διάγνωσή τους δεν βοηθά στην έκδοση απόφασης επί της ουσίας αφού στο Νομικό Πλαίσιο της Προσφυγής που εκτίθεται στους Νομικούς Λόγους που αναφέρονται στην Αίτηση Ακύρωσης δεν τίθεται θέμα ότι η προσβαλλόμενη πράξη στηρίζεται σε πλαίσιο που αντιβαίνει προς οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Με το δεύτερο ερώτημα επιδιώκεται προδικαστική απόφαση με την οποία να διαγιγνώσκεται κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία δικαιούται να απαγορεύει οποιαδήποτε δραστηριότητα στο κτήμα της αιτήτριας χωρίς να προσφέρει αποζημίωση. Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άρνηση χορήγησης Πολεοδομικής Άδειας για ανέγερση πολυκατοικίας και δεν τέθηκε ως υπόβαθρο ισχυρισμός ότι απαγορεύεται η διενέργεια οποιασδήποτε δραστηριότητας. Το προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει να είναι συμβατό με την αιτούμενη θεραπεία η οποία δεν αφορά πράξη της Διοίκησης για κατ' ισχυρισμό επιβολής απαγόρευσης οποιασδήποτε δραστηριότητας. Με το ερώτημα αυτό δεν επιδιώκεται η ερμηνεία οποιασδήποτε πρόνοιας των συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
4. Το τρίτο ερώτημα αφορά τη διάγνωση του κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία είχε υποχρέωση να αναπροσαρμόσει τις Κανονιστικές και Διοικητικές πράξεις που επηρεάζουν το κτήμα της αιτήτριας προς την οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Το θέμα αυτό δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 267 της Συνθήκης διότι δεν άπτεται θεμάτων ερμηνείας των συνθηκών ή το κύρος και την ερμηνεία πράξεων των θεσμικών οργάνων της ΄Ενωσης. Το ερώτημα αυτό αφορά την ουσία της προσφυγής και δεν μπορεί να διαγνωστεί προδικαστικά ως πραγματικό γεγονός η διαπίστωση που κατά τον αιτητή αδιαμφισβήτητη, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει την υποχρέωση να αναπροσαρμόσει τις πιο πάνω πράξεις της με την οδηγία, πράγμα που κατά τον αιτητή δεν έπραξε.
5. Το τέταρτο ερώτημα άπτεται της ερμηνείας που ο αιτητής δίδει στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ανθή Δημητριάδου ν. Κ.Δ. (1996) 3 ΑΑΔ σ. 85 και το συσχετισμό της με την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση 14216/03 ημερομηνίας 28/5/2009 η οποία αναφέρεται σε ολοκληρωτική στέρηση περιουσίας. Ο τρόπος ερμηνείας των Δικαστικών Αποφάσεων, εκφεύγει της εμβέλειας του άρθρου 267.
6. Το πέμπτο ερώτημα αφορά την ουσία της προσφυγής και η παραπομπή του προϋποθέτει απόφαση επί των γεγονότων ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις ανάπτυξης ήπιας μορφής και ότι επιβλήθηκε απόλυτη απαγόρευση οποιασδήποτε ανάπτυξης, όπως είναι ο ισχυρισμός του αιτητή. Το ερώτημα αυτό δεν αφορά ερμηνεία των συνθηκών αλλά τον τρόπο εφαρμογής του.
7. Η αίτηση δεν στηρίζεται σε οποιοδήποτε νομικό πλαίσιο και δεν μπορεί ως νομικό πλαίσιο της αίτησης να εμφανίζεται αόριστα το ενημερωτικό σημείωμα του ΔΕΚ.
8. Τα γεγονότα που εκτίθενται στην ένορκη δήλωση του κυρίου Μιχάλη Ασιήκαλη δεν είναι αποδεδειγμένα γεγονότα αλλά αποτελούν ισχυρισμούς οι οποίοι εκφεύγουν των θεμάτων που εγείρονται στην προσφυγή και εκτίθενται γεγονότα που δεν τέθηκαν ενώπιον της Διοίκησης κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή που έλαβαν χώραν μετά την έκδοση της και επομένως δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.
9. Με την προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε άρνηση χορήγησης πολεοδομικής άδειας για ανέγερση συγκεκριμένης κατοικίας ενώ στα γεγονότα που συνοδεύουν την αίτηση γίνεται αναφορά σε όλα τα θέματα που μπορούν να προκύψουν κατά την ανάπτυξη ολόκληρου του κτήματος των αιτητών.
10. Στην αίτηση δεν παρέχεται επεξήγηση του λόγου για τον οποίο ζητείται η προδικαστική απόφαση.
11. Με τα ερωτήματα που τέθηκαν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα ασκήσει το ρόλο του να παράσχει στοιχεία ως προς την ερμηνεία του Κοινοτικού Δικαίου και δεν τέθηκε θέμα αναφορικά με την ισχύ ή όχι του Δικαίου αυτού αλλά επιδιώκεται να ανατεθεί στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο ρόλος της εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης, ρόλος που ανήκει στο Εθνικό Δικαστήριο.
12. Με τα πιο πάνω ερωτήματα επιδιώκεται όπως το Δικαστήριο της Ένωσης επιλύσει τις διαφορές που ανακύπτουν ως προς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης δηλαδή κατά πόσο υπήρξε δικαιολογημένη άρνηση παραχώρησης της αιτούμενης άδειας και επιδιώκεται να εκμαιευθεί απόφαση στο κατά πόσο οι αιτητές δικαιούνται να αναπτύξουν ολόκληρο το κτήμα τους ή να λάβουν αποζημιώσεις πράγμα το οποίο δεν αποτελεί ούτε και την ουσία της παρούσας προσφυγής.
13. Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι υπάρχει διχογνωμία σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των κανόνων του Εθνικού Δικαίου, δηλαδή της ΚΔΠ 114/89 και της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, τούτο δεν αποτελεί θέμα το οποίο μπορεί να λυθεί με προδικαστικό ερώτημα."
Για σκοπούς συμπλήρωσης των γεγονότων θα πρέπει να λεχθεί ότι με την προσφυγή της η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης των καθ'ων η αίτηση, «ν' απορρίψη την αίτησιν της Αιτητρίας με αρ. ΠΑΦ 982/2005 και ημερ. 10.6.2005, για χορήγηση κατά παρέκκλιση πολεοδομικής άδειας για ανάπτυξη του Τεμ. 1 του Φύλ./Σχ 2-137-382 εις το χωρίον Νέον Χωρίον Πάφου, για ανέγερση κατοικίας», ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 22/10/2008, από την οποία παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
"Με την παρούσα σας πληροφορώ ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το Άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, στη συνεδρία του ημερομηνίας 6.10.2008, αποφάσισε να απορρίψει την πιο πάνω αίτησή σας, θεωρώντας ότι αυτή δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 [Κ.Δ.Π. 309/99] και επειδή επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Δήλωσης Πολιτικής) [Κανονισμός 19(2), [Κ.Δ.Π. 309/99]]."
Κεντρικό άξονα των επιχειρημάτων του κ. Μιχαηλίδη συνιστούν οι πιο κάτω θέσεις :
(α) Ενόψει της απόφασης των καθ'ων η αίτηση να εφαρμόσουν τις πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 114/89 και την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου 56.015 της 3/7/2002 και έτσι «να απαγορεύσουν πλήρως κάθε οικοδομική εργασία á priori χωρίς να εξετάσουν αν το προτεινόμενον έργον επηρεάζει δυσμενώς τον οικότοπον, περιβάλλον κ.λ.π.», επιβάλλεται όπως η Οδηγία 92/43/ΕΟΚ και ιδιαίτερα οι πρόνοιες του άρθρου 6(3) της εν λόγω Οδηγίας ερμηνευθούν, και αυτό μόνο το Δ.Ε.Ε. μπορεί να κάμει.
Οι πρόνοιες του συγκεκριμένου άρθρου έχουν ως εξής:
"3. Any plan or project not directly connected with or necessary to the management of the site but likely to have a significant effect thereon, either individually or in combination with other plans or projects, shall be subject to appropriate assessment of its implications for the site in view of the site's conservation objectives. In the light of the conclusions of the assessment of the implications for the site and subject to the provisions of paragraph 4, the competent national authorities shall agree to the plan or project only after having ascertained that it will not adversely affect the integrity of the site concerned and, if appropriate, after having obtained the opinion of the general public."
(β) Το Δ.Ε.Ε. είναι σε καλύτερη θέση να ερμηνεύσει τις Κοινοτικές Οδηγίες και τους Κανονισμούς από τα Κυπριακά Δικαστήρια, τα οποία είναι δεσμευμένα από τη νομολογία που προηγήθηκε της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συγκεκριμένα από τις αποφάσεις στις υποθέσεις Ανθή Δημητριάδη ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 και Fontana Amoroza v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 698/1990, ημερομηνίας 4/7/1999.
(γ) Με την προσβαλλόμενη απόφαση οι αιτητές έχουν ουσιαστικά υποστεί ολοκληρωτική στέρηση της περιουσίας τους και ως εκ τούτου θα πρέπει να τους καταβληθούν αποζημιώσεις. Επί τούτου ο κ. Μιχαηλίδης επικαλείται την απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. στην υπόθεση Z.A.N.T.E. Marathonisi v. Greece, Case 14216/2003, 28/5/2009.
(δ) Η απόφαση του Δ.Ε.Ε. επί των συγκεκριμένων ερωτημάτων είναι καθοριστική για την επίλυση τελεσίδικα της προσφυγής.
Στην αντίπερα όχθη τα επιχειρήματα του κ. Μαππουρίδη εστιάζονται ουσιαστικά στη θέση ότι τα όσα θέματα εγείρονται με την αίτηση του κ. Μιχαηλίδη, μπορούν να τύχουν αντιμετώπισης και τα σχετικά ερωτήματα να απαντηθούν από τα Κυπριακά Δικαστήρια, χωρίς να απαιτείται η παραπομπή τους στο Δ.Ε.Ε.
Με τις αρχές που διέπουν το όλο θέμα και γενικά με το πλαίσιο μέσα στο οποίο το θέμα παραπομπής προδικαστικών ερωτημάτων στο Δ.Ε.Ε. εξετάζεται, είχα την ευκαιρία σχετικά πρόσφατα (Καπακιώτης και Παπαέλληνας Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1239/2007, ημερομηνίας 11/12/2009) να ασχοληθώ. Επειδή οι εν λόγω αρχές εξακολουθούν να τυγχάνουν εφαρμογής, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφασή μου:
"Το άρθρο 234 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας παρέχει στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) την εξουσία να ερμηνεύει τη Συνθήκη, δεν του παρέχει όμως ειδικά την εξουσία να εφαρμόζει τη Συνθήκη στα γεγονότα μιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το εν λόγω άρθρο δεν παραθέτει το πλαίσιο διαδικασίας έφεσης, ούτε και το Δ.Ε.Κ. ενεργεί σαν Εφετείο από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων. Η λειτουργία του άρθρου 234 είναι "essential for the preservation of the Community character of law established by the Treaty and has the object of ensuring that in all circumstances this law is the same in all States of the Community" (είναι αναγκαία για τη διατήρηση του Κοινοτικού χαρακτήρα του νόμου που καθιδρύεται από τη Συνθήκη και έχει στόχο να διασφαλίσει ότι σε όλες τις περιστάσεις ο νόμος αυτός είναι ο ίδιος σε όλα τα Κράτη Μέλη της Κοινότητας) (Υπόθεση 166/73, Rheinműhlen-Dusseldorf v. EVGF, [1974] ECR 33).
Το Δ.Ε.Κ. αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι εθνικού δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο. Τα θέματα αυτά αποφασίζονται από τα εθνικά δικαστήρια και τα ερωτηματικά που πηγάζουν από τα εν λόγω θέματα απαντώνται από τα εθνικά δικαστήρια. Με άλλα λόγια, το Δ.Ε.Κ. αποφαίνεται επί νομικών θεμάτων/ζητημάτων και δεν εφαρμόζει το νόμο επί των γεγονότων της υπόθεσης που είναι ενώπιόν του (Duringello v. INPS, Case C-186/90). Θα πρέπει βέβαια να λεχθεί ότι ο διαχωρισμός μεταξύ νομικών θεμάτων και γεγονότων δεν είναι πάντα εύκολος. Γι' αυτό δεν είναι άγνωστες οι περιπτώσεις όπου η διατύπωση μιας απόφασης του Δ.Ε.Κ. ελάχιστη ή καμιά διακριτική ευχέρεια αφήνει στα εθνικά δικαστήρια ως προς το πώς θα εφαρμόσουν την απόφαση στα γεγονότα της υπόθεσης που είναι ενώπιόν τους. (Υπόθεση 235/87, Annunziatta Matteucci v. Communauté Française de Belgique, [1988] CMLR 357). Χρήσιμη περίληψη των λόγων που δικαιολογούν παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Κ. περιέχεται στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή MacPherson στην υπόθεση R. v. H.M. Treasury, ex parte Daily Mail and General Trust plc. (1987) C.M.L.R. (2), p. 1, 4:
"I do not refer the case simply because a serious point of Community law arises, but I do so for the following reasons:
1. The relevant facts are not in dispute. The case before me in its written form and the documents before me set out the facts which are substantially, if not wholly, agreed.
2. The point raised will in my judgment be substantially determinative of the case.
3. There is no Community authority precisely or indeed in my judgment closely in point.
4. The point raised and indeed the case itself are both put forward in good faith and without any adverse motive ...
5. I am convinced that at some stage in its life the case will be or will have to be referred to Europe.
6. I do not find the point free from doubt."
Σε μετάφραση,
"Δεν παραπέμπω την υπόθεση απλά γιατί σοβαρό σημείο του Κοινοτικού Δικαίου εγείρεται, αλλά την παραπέμπω για τους πιο κάτω λόγους:
1. Τα σχετικά γεγονότα δεν τελούν υπό αμφισβήτηση. Η υπόθεση ενώπιον μου στην έγγραφη μορφή της και τα ενώπιον μου έγγραφα παραθέτουν τα γεγονότα τα οποία, αν όχι στην ολότητά τους, στην ουσία είναι συμφωνημένα.
2. Το νομικό σημείο που ηγέρθη, κατά την κρίση μου, θα είναι καθοριστικό για την επίλυση τελεσίδικα της επίδικης διαφοράς.
3. Δεν υπάρχει Κοινοτική αυθεντία ακριβώς στο σημείο ή πραγματικά κατά την κρίση μου, παραπλήσια του.
4. Το εγερθέν σημείο και πραγματικά αυτή η ίδια η υπόθεση προβάλλονται και τα δύο καλόπιστα και χωρίς υστερόβουλο κίνητρο.
5. Είμαι πεπεισμένος ότι σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας η υπόθεση θα παραπεμφθεί ή θα πρέπει να παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
6. Δεν βρίσκω ότι το σημείο είναι απαλλαγμένο αμφιβολίας."
Επανερχόμενος στην περίπτωση μας παρατηρώ τα πιο κάτω:
Η ερμηνεία, σε συνδυασμό με τα κριτήρια εφαρμογής των όρων «plan or project» (σχέδιο ή έργο), «appropriate steps» (δέοντα διαβήματα) και «appropriate assessment» (δέουσα εκτίμηση), με την έννοια που οι εν λόγω όροι χρησιμοποιούνται στις πρόνοιες της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και ιδιαίτερα στις πρόνοιες των άρθρων 6(2) και 6(3) της εν λόγω Οδηγίας, απασχόλησε το Δ.Ε.Ε. σχετικά πρόσφατα και συγκεκριμένα στην Υπόθεση C-127/02 L.V.B.W. & N.V.B.V. v. S.L.N.V., European Court Reports 2004, pages 1-07405, ημερομηνίας 7/9/2004, στην οποία το Δ.Ε.Ε. κλήθηκε και απάντησε στα πιο κάτω ερωτήματα:
"1. (a) Are the words "plan or project" in Article 6(3) of Council Directive 92/43/EEC of 21 May 1992 on the conservation of natural habitats and of wild fauna and flora to be interpreted as also covering an activity which has already been carried on for many years but for which an authorisation is in principle granted each year for a limited period, with a fresh assessment being carried out on each occasion as to whether, and if so in which sections of the area, the activity may be carried on?
2. (a) If it follows the answer to Question 1 that there is a "plan or project" within the meaning of Article 6(3) of the Habitats Directive, is Article 6(3) of the Habitats Directive to be regarded as a special application of the rules in Article 6(2) or as a provision with a separate, independent purpose in the sense that, for example:
(i) Article 6(2) relates to existing use and Article 6(3) to new plans or projects, or
(ii) Article 6(2) relates to management measures and Article 6(3) to other decisions, or
(iii) Article 6(3) relates to plans or projects and Article 6(2) to other activities?
3. (a) Is Article 6(3) of the Habitats Directive to be interpreted as meaning that there is a "plan or project" once a particular activity is likely to have an effect on the site concerned (and an "appropriate assessment" must then be carried out to ascertain whether or not the effect is "significant") or does this provision mean that an "appropriate assessment" has to be carried out only where there is a (sufficient) likelihood that a "plan or project" will have a significant effect?
(b) On the basis of which criteria must it be determined whether or not a plan or project within the meaning of Article 6(3) of the Habitats Directive not directly connected with or necessary to the management of the site is likely to have a significant effect thereon, either individually or in combination with other plans or projects?
4. (a) When Article 6(3) of the Habitats Directive is applied, on the basis of which criteria must it be determined whether or not there are "appropriate steps" within the meaning of Article 6(2) or an "appropriate assessment", within the meaning of Article 6(3), in connection with the certainty required before agreeing to a plan or project?
(b) Do the terms "appropriate steps" or "appropriate assessment" have independent meaning or, in assessing these terms, is account also to be taken of Article 174(2) EC and in particular the precautionary principle referred to therein?
(c) If account must be taken of the precautionary principle referred to in Article 174(2)EC, does that mean that a particular activity, such as the cockle fishing in question, can be authorised where there is no obvious doubt as to the absence of a possible significant effect or is that permissible only where there is no doubt as to the absence of such an effect or where the absence can be ascertained?
5. Do Article 6(2) or Article 6(3) of the Habitats Directive have direct effect in the sense that individuals may rely on them in national courts and those courts must provide the protection afforded to individuals by the direct effect of Community law, as was held inter alia in Case C-312/93 Peterbroeck [1995] ECR1 1-4599?"
Επομένως, ζήτημα ερμηνείας των συγκεκριμένων προνοιών της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, έτσι ώστε να επιβάλλεται η παραπομπή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Κ., δεν υφίσταται πλέον. Κατά συνέπεια, το αίτημα θα πρέπει να απορριφθεί.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, το αίτημα θα πρέπει να απορριφθεί και για τους πιο κάτω λόγους:
Τα ερωτήματα των οποίων επιδιώκεται η παραπομπή στο Δ.Ε.Ε., αφορούν ουσιαστικά, τη συμβατότητα των προνοιών της ΚΔΠ 114/89, της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου 56.015 της 3/7/2002, όπως και της Κυπριακής Νομολογίας, με τις πρόνοιες της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Ως τέτοια δεν αφορούν σε θέματα ερμηνείας Κοινοτικού Δικαίου έτσι ώστε να προκύπτει ζήτημα κατά πόσο επιβάλλεται ή όχι η παραπομπή τους στο Δ.Ε.Ε. Εξάλλου, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει θεσπίσει Νόμο και συγκεκριμένα το Νόμο 153(Ι)/2003 (ο περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής), οι πρόνοιες του οποίου (βλ. άρθρο 16(1)), αναπαράγουν ουσιαστικά τις πρόνοιες του άρθρου 6(3) της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και διέπουν εθνικά το θέμα. Τις παραθέτω:
"16.-(1) Κάθε σχέδιο ή έργο το οποίο δεν υπόκειται σε πολεοδομική άδεια και το οποίο δεν είναι άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση περιοχής που εμπίπτει σε ειδική ζώνη διατήρησης, αλλά δύναται να την επηρεάζει, καθεαυτό ή από κοινού με άλλο σχέδιο ή έργο, υπόκειται από την περιβαλλοντική αρχή σε περιβαλλοντική εκτίμηση, αν είναι σχέδιο, και περιβαλλοντική έγκριση, αν είναι έργο, σύμφωνα με το άρθρο 11 του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμου του 2001."
Επίσης, εκείνο που στην ουσία επιδιώκεται με την παραπομπή των προτεινόμενων ερωτημάτων στο Δ.Ε.Ε., είναι η διάγνωση ότι επί της συγκεκριμένης περιουσίας των αιτητών έχει επιβληθεί ολοκληρωτικός περιορισμός ανάπτυξης, θέση η οποία όμως αμφισβητείται από την άλλη πλευρά και η οποία αν γίνει τελικά δεκτή, ενδεχομένως να ανοίξει για τους αιτητές το δρόμο για αποζημιώσεις, κάτι που είναι εντελώς έξω από την εμβέλεια των προνοιών του άρθρου 267, πρώην 234.
Τέλος, το αίτημα θα πρέπει να απορριφθεί και γιατί, τα γεγονότα, στην ουσία τους, τελούν υπό αμφισβήτηση. Μια απλή ανάγνωση των εκατέρωθεν ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα, είναι αρκετή για να καταδείξει του λόγου το ασφαλές.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, θα καταβληθούν όμως στο τέλος της υπόθεσης.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ