ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 618/2009)

 

31 Ιανουαρίου, 2011

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 25, 28, 29, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

AGLIBOT ROBELYN,

 

Αιτήτρια,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

Καθ΄ης η Aίτηση.

- - - - - -

Μ. Ξ. Ιωάννου, για την Αιτήτρια.

 

Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A´, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Σύμφωνα με αδιαμφισβήτητα στοιχεία τα οποία εξάγονται από το περιεχόμενο του φακέλου της διοίκησης, η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από τις Φιλιππίνες, αφίχθηκε αρχικά στην Κύπρο με άδεια εισόδου στις 27.8.2008 με σκοπό να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε συγκεκριμένο εργοδότη. Στις 4.9.2008 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής ως οικιακή βοηθός στον ίδιο εργοδότη και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι τις 22.8.2011. Στις 18.11.2008 η αίτητρια υπέβαλε παράπονο στο Επαρχιακό Γραφείο Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, το οποίο, αφού έτυχε εξέτασης, παραπέμφθηκε στην Επιτροπή Εργατικών Διαφορών. Αφού ακούσθηκαν παραστάσεις, τόσο εκ μέρους της αιτήτριας όσο και εκ μέρους του εργοδότη, κρίθηκε ότι η αιτήτρια παραβίασε τα άρθρα 5(γ) και (δ) του συμβολαίου της, αφού εγκατέλειψε, χωρίς προειδοποίηση, το χώρο διαμονής και εργασίας της, ενώ τα παράπονά της δεν κατέστη δυνατό να στοιχειοθετηθούν.

 

Ως αποτέλεσμα, η αιτήτρια πληροφορήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 7.5.2009 ότι η άδεια προσωρινής διαμονής και εργασίας της ακυρώθηκε και, δεδομένου ότι δεν της επιτρέπετο να αλλάξει εργοδότη, εκαλείτο η αιτήτρια όπως εγκαταλείψει την Κύπρο εντός 14 ημερών από τη λήψη της επιστολής.

 

Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια διεκδικεί την ακόλουθη θεραπεία:

 

"Α. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση που κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 7.5.2009 με αριθμό ΜΡ Β08-03494 με την οποία απέρριπταν αίτηση της για αποζημιώσεις ως παραχώρηση άδειας παραμονής είναι άκυρη και άνευ ισχύος."

 

Με την Ένσταση την οποία καταχώρησε και τη γραπτή αγόρευση της η οποία ακολούθησε, η καθ΄ης η αίτηση προέβαλε, μεταξύ άλλων, και προδικαστική ένσταση σύμφωνα με την οποία με την προσφυγή της η αιτήτρια προσβάλλει ανύπαρκτη διοικητική πράξη. Ως λόγος προβάλλεται το ότι η θεραπεία την οποία ζητά η αιτήτρια είναι ασαφής, αφού με την επιστολή ημερομηνίας 7.5.2009 ουσιαστικά απορρίφθηκε το παράπονο της αιτήτριας μετά από εργατική διαφορά που είχε προκύψει, ενώ δεν εξετάστηκε αίτημα για αποζημιώσεις, ούτε αίτημα για παραχώρηση άδειας παραμονής. Μετά τη διαπίστωση ότι η αιτήτρια έφυγε από την εργοδοσία της και δεν είχε δικαίωμα αλλαγής εργοδότη, ακυρώθηκε η άδεια προσωρινής παραμονής της και κλήθηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο.

 

Η αιτήτρια δεν καταχώρησε απαντητική αγόρευση ενώ στη δική της γραπτή αγόρευση, σχολιάζοντας την προδικαστική ένσταση η οποία είχε περιληφθεί στην Ένσταση της καθ΄ης η αίτηση, περιορίστηκε στο να την απορρίψει, ως αβάσιμη, αναφέροντας ότι η διοικητική πράξη, στην οποία αναφέρεται η προσφυγή, τίθεται διαζευκτικά, επειδή η καθ΄ης η αίτηση παρέλειψε ή αρνήθηκε να αναφερθεί σ΄ αυτήν δίδοντας αναγκαίες εξηγήσεις.

 

Είναι βέβαια γεγονός ότι με το αιτητικό μέρος της προσφυγής, η αιτούμενη θεραπεία, το πλήρες κείμενο της οποίας έχω παραθέσει προηγουμένως, είναι ασαφής και εν πολλοίς παρουσιάζεται να αναφέρεται σε θέματα τα οποία δεν ήσαν αντικείμενο της απόφασης που περιεχόταν στην επιστολή ημερομηνίας 7.5.2009. Παρά ταύτα, η ίδια η απόφαση η οποία εμπεριέχεται στην επιστολή και σαφής ήταν και κοινοποιούσε εκτελεστή διοικητική πράξη προς την αιτήτρια. Επομένως, παρά την ασάφεια στη διατύπωση της αιτούμενης θεραπείας, το γεγονός παραμένει ότι η αιτήτρια με την προσφυγή της προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης που περιεχόταν στην επιστολή εκείνη, όποια και αν ακριβώς ήταν αυτή, και επιδιώκει την ακύρωσή της. Με αυτή την έννοια, η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

Ως προς τα θέματα ουσίας τα οποία εγείρονται στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, η καθ΄ης η αίτηση υπέβαλε ότι, πέραν της ασάφειας στην αξιούμενη θεραπεία, οι ισχυρισμοί που ηγέρθηκαν εκ μέρους της αιτήτριας στη γραπτή αγόρευσή της, είναι αόριστοι, γενικόλογοι και με αυτούς δεν στοιχειοθετείται οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσης.

 

Σε σχέση με αυτή τη θέση της καθ΄ης η αίτηση, παρατηρώ τα εξής:

 

Επανειλημμένα έχει νομολογηθεί σε ικανό αριθμό αποφάσεων του  Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι γενικοί και αόριστοι νομικοί ισχυρισμοί περί μεμπτής διαδικασίας, ενέργειας, απόφασης ή συμπεριφοράς της διοίκησης δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν λόγους ακύρωσης διοικητικής πράξης ή παράλειψης.

 

Όπως είχε τονιστεί, μεταξύ άλλων και στην Υπόθεση αρ. 643/2004, Χριστίνα Διομήδους ν. Α.Η.Κ., ημερομηνίας 20.2.2006, ισχυρισμοί περί υπέρβασης εξουσιοδοτικών νομικών πλαισίων, θα πρέπει να προβάλλονται ειδικά στην Αίτηση και να προσδιορίζεται το άρθρο του Νόμου το οποίο παραβιάζεται, όπως επίσης και ο τρόπος παραβίασής του. Αόριστοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να εξετάζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο. (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 196, Ζίζιρου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 631).  Στην υπόθεση Commercial Union Assurance (Cyprus) Limited v. Δήμου Λευκωσίας (1989) 3 Ε ΑΑΔ 3005, στην οποία επίσης παρέπεμψε η συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση, τονίστηκε ότι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί περί αυθαιρεσίας ή δυσμενούς μεταχείρισης δεν οδηγούν σε ακύρωση απόφασης.

 

Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, παρατηρώ τα εξής:

 

Κατόπιν παραπόνου το οποίο είχε υποβάλει η αιτήτρια, ουσιαστικά όχι εναντίον του ίδιου του εργοδότη της, αλλά του υιού του, ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς της επεδείκνυε προς αυτήν κακή συμπεριφορά και κατακρατούσε μέρος δεδουλευμένων μισθών της, το θέμα παραπέμφθηκε και εξετάστηκε από αρμόδια Επιτροπή σε ακρόαση ενώπιον της οποίας η αιτήτρια παρίστατο και εκπροσωπείτο και από δικηγόρο, ενώ η πλευρά του εργοδότη απέστειλε έγγραφες παραστάσεις. Οι παραστάσεις και των δύο πλευρών εξετάσθηκαν, αξιολογήθηκαν και οδήγησαν σε κάποια ευρήματα και/ή συμπεράσματα. Σύμφωνα με αυτά, στην απουσία παρουσίασης οποιωνδήποτε εγγράφων ή αποδείξεων, η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ήταν δυσχερής. Υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ίδιου του εργοδότη δεν καταδείχθηκε, αλλά επίσης δεν αποδείχθηκε ικανοποιητικά η οποιαδήποτε εκκρεμότητα από πλευράς εργοδότη στην καταβολή δεδουλευμένων μισθών. Προέκυψε επίσης κατά την εξέταση του παραπόνου ότι κατά την 1.12.2008 υπογράφηκε από την αιτήτρια κάποιο "αποδεσμευτικό έγγραφο", χωρίς η ίδια να προβάλει οποιανδήποτε απαίτηση για οφειλή μισθών. Μετά ταύτα, η αιτήτρια εγκατέλειψε την εργοδοσία της χωρίς να έχει υποβάλει οποιαδήποτε αίτηση για αλλαγή εργοδότη, ή για παραμονή στην Κύπρο κάτω από οποιεσδήποτε διαφοροποιημένες συνθήκες. Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, η εξετάσασα το θέμα Επιτροπή Εργατικών Διαφορών εισηγήθηκε όπως η αιτήτρια κληθεί να αναχωρήσει από την Κύπρο, επειδή παραβίασε τα άρθρα 5(γ) και (δ) του συμβολαίου της, αφού εγκατέλειψε χωρίς προειδοποίηση το χώρο διαμονής και εργασίας της. Αυτή η εισήγηση έγινε δεκτή από την αρμόδια Αρχή, η οποία τερμάτισε την ισχύ της άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας της αιτήτριας, και την κάλεσε να εγκαταλείψει την Κύπρο.

 

Προσβάλλοντας τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης η πλευρά της αιτήτριας στη γραπτή αγόρευσή της σχολιάζει τον ισχυρισμό της πλευράς της καθ΄ης η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ληφθεί ορθά και νόμιμα ως ισχυρισμό γενικόλογο, ο οποίος δεν αναφέρεται σε οποιεσδήποτε διατάξεις του Συντάγματος, Νόμων ή Κανονισμών. Ακολούθως, στην αγόρευση αναφέρεται ότι τα όσα παρατίθενται στην Ένσταση της καθ΄ης η αίτηση, ουδόλως δικαιολογούν τη λήψη της "απόφασης απέλασης προ της εκδικάσεως των αιτημάτων της αιτήτριας σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία της Δημοκρατίας και τους κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης." Πρόσθετα, προβάλλεται η θέση ότι οι Αρχές της Δημοκρατίας "ενήργησαν καθ΄ υπέρβαση της εξουσίας των και μάλιστα με κακή άσκηση της διακριτικής των εξουσίας." Περαιτέρω, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι οι ενέργειες των Αρχών "ελήφθησαν υπό καθεστώς και νομικής και πραγματικής πλάνης" και ότι δεν διέθεταν "τα απαιτούμενα αιτιολογικά". Τελικά, η αιτήτρια με ακόμα μεγαλύτερη από την πιο πάνω γενικότητα, ισχυρίζεται ότι ". η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και η επακόλουθη απόφαση, με τις σοβαρές για την Αίτητρια καταστροφικές συνέπειες, αντίκεινται προς τις Γενικές και Νομολογιακές αρχές του Διοικητικού Δικαίου Νόμος 158(Ι)/99 ως και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων."

 

Υπό το φως των πιο πάνω νομικών παραστάσεων στις οποίες προέβηκε η αιτήτρια για να προωθήσει τις θέσεις της, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με την εισήγηση της καθ΄ης η αίτηση. Η αιτήτρια, αντί να τεκμηριώσει τις θέσεις και τα θέματα τα οποία εγείρει ως συνηγορούντα υπέρ της ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, τόσο με νομική όσο και με πραγματική τεκμηρίωση, περιορίστηκε σε γενικές αναφορές ότι δεν ευσταθεί η Ένσταση και το περιεχόμενό της, ενώ η προώθηση των δικών της νομικών θέσεων, παρουσιάζεται να εξικνείται σε γενικές και αόριστες προβολές ισχυρισμών ως εάν το ζητούμενο θα μπορούσε να εκληφθεί ως δεδομένο ή ως εάν το βάρος απόδειξης της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, εβάρυνε την άλλη πλευρά, παρά την ύπαρξη του τεκμηρίου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Νοείται βέβαια ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί χωρίς την εξειδίκευση, συγκεκριμενοποίηση και τεκμηρίωση νομικών λόγων να εξετάζει εγειρόμενα θέματα από όλες τις απόψεις.

 

Αναπόφευκτα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρούται.

 

Επιδικάζονται εναντίον της αιτήτριας €1.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

 

 

   K. Κληρίδης,

                                                                            Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο