ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 444/2009)
31 Ιανουαρίου, 2011
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
RASIKA DAMAYANTHI KUMBUREGAMA WATAPALDENIYA,
Αιτήτρια,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
(1) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
(2) ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Γ. Γκαγκάνας, για την Αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από τη Σρι-Λάνκα, είχε αφιχθεί στην Κύπρο στις 24.12.2001 για να εργαστεί ως εργάτρια σε φάρμα στη Λάρνακα. Της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι τις 24.12.2002. Αποτάθηκε στις 21.11.2002 για άδεια να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε εργοδότη στη Λάρνακα και της εκδόθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 14.11.2005, η οποία και ανανεώθηκε μέχρι τις 24.12.2007 και αργότερα μέχρι τις 24.12.2008, μετά από διαδοχικές αιτήσεις της ημερομηνίας 17.10.2005 και 15.1.2008. Στις 8.2.2008 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση του καθεστώτος του Επί Μακρόν Διαμένοντος, δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 8(Ι)/2007.
Η κρίση της αρμόδιας κατά Νόμο Επιτροπής, διατυπώθηκε ως ακολούθως:
"Η Επιτροπή αφού εξέτασε λεπτομερώς την υποβληθείσα από το Τ.Α.Π. & Μ. σχετική έκθεση, αποφάνθηκε ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν ικανοποιεί το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, όπως αυτό καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 18Η του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως νόμου, αναφορικά με την προϋπόθεση της συνεχούς νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, τα τελευταία πέντε έτη πριν από την υποβολή της αίτησης, -έχοντας υπόψη και τη σχετική Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 7/02/2008, στην Υπόθεση με αρ. 2097/2006 (Aster Asefaw Araya Vs Κ.Δ.) καθότι αυτή είχε παραμείνει παράνομα στην Κ.Δ. από 24/12/200715/01/2008, περίοδος που εμπίπτει στο διάστημα των πέντε ετών πριν από την υποβολή της αίτησής της.
Η Επιτροπή εξετάζοντας περαιτέρω την υποβληθείσα από το ΤΑ.Π. & Μ. σχετική έκθεση, αποφάνθηκε επίσης ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν εμπίπτει ούτε στο πεδίο εφαρμογής του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, όπως αυτό καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 182, του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως νόμου, για το λόγο ότι η διαμονή της στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές αφορούσε αποκλειστικά λόγους προσωρινού χαρακτήρα και η άδεια διαμονής της είχε επίσημα περιορισθεί σ΄ ότι αφορά τη χρονική της διάρκεια, έχοντας υπόψη τη φύση της επαγγελματικής της ιδιότητας, καθώς και τη διάρκεια της μέχρι σήμερα παραμονής της, συναρτούμενα ως προς τη φύση και το σκοπό της παραμονής της όπως αυτό αναλύεται στην Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη υπόθεση με αρ. 673/2006, (Cresencia Cabotaje Motilla Vs Κ.Δ.), όπου ρητά διευκρινίζεται ότι «. η φύση και ο σκοπός της παραμονής εσωτερικών οικιακών βοηθών, που η άδειά τους μάλιστα αφορά συγκεκριμένο εργοδότη, εμπεριέχει μια ειδικότητα και προσωρινότητα της παραμονής τους που δικαιολογεί την εξαίρεσή τους από το γενικό κανόνα, γνωρίζοντας ότι καθ΄όλη τη διάρκεια της παραμονής της στην Κύπρο, εγνώριζε ότι αυτή θα ήταν περιορισμένης διάρκειας και δεν μπορούσε να της εδημιουργούντο ερείσματα εύλογων προσδοκιών για μονιμότερη παραμονή και εδραίωσή της στην Κύπρο.»
Περαιτέρω, η Επιτροπή, μετά από αξιολόγηση των προσωπικών περιστάσεων και δεδομένων της αιτήτριας έκρινε ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από το άρθρο 18Θ του νόμου, αναφορικά με την ανάγκη διάθεσης σταθερών και τακτικών οικονομικών πόρων."
Συνάγεται ότι η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε για τρεις συνολικά λόγους, οι οποίοι ήσαν συνοπτικά οι εξής:
α. Ότι παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία μεταξύ 24.12.2007, που είχε λήξει η προσωρινή άδεια παραμονής της, μέχρι τις 15.1.2008 που υπέβαλε νέα αίτηση.
β. Η παραμονή της στη Δημοκρατία ήταν προσωρινή και η διάρκεια παραμονής της ήταν χρονικά περιορισμένη σύμφωνα με το άρθρο 18Ζ(2)(γ) του Νόμου.
γ. Δεν είχε επαρκείς εισοδηματικούς πόρους σύμφωνα με το άρθρο 18(θ)(α) του Νόμου.
Την απορριπτική απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 6.2.2009 προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή της η αιτήτρια, εγείροντας διάφορους λόγους ακύρωσής της, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.
1ος Λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση της εφαρμοστέας νομοθεσίας.
Σύμφωνα με την αιτήτρια, η επίδικη απόφαση παραβιάζει την Οδηγία 2003/109/ΕΚ το άρθρο 4, της οποίας προνοεί ότι τα κράτη μέλη παρέχουν καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτειά τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη, αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.
Σε σχέση με αυτή τη θέση, θα πρέπει κατ΄ αρχήν να υπενθυμιστεί ότι οι πρόνοιες της πιο πάνω Οδηγίας ενσωματώθηκαν στο Κυπριακό Δίκαιο με το άρθρο 3 του Νόμου αρ. 8(Ι) του 2007, το οποίο προσέθεσε το άρθρο 18Η και 18Θ στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105.
Οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου έχουν ως εξής:
"18Η.-(1) Η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης παραχωρεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα τελευταία πέντε έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης."
"18Θ. Ο υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές κατά τα πέντε τελευταία έτη πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης, κατά την έννοια των άρθρων 18Ζ και 18Η, μπορεί να αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Το αντίστοιχο καθεστώς έχει προσωποπαγή χαρακτήρα. Για την απόκτηση του πιο πάνω αναφερόμενου καθεστώτος πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις- .. .. .."
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η αιτήτρια δεν ικανοποιούσε το σχετικό νομοθετικό προαπαιτούμενο, καθότι είχε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία από την 24.12.2007 μέχρι την 15.1.2008, περίοδο η οποία εμπίπτει στο διάστημα των πέντε ετών πριν από την υποβολή της αίτησής της για παραχώρηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος προσώπου.
Με θέμα παρόμοιο, μη αδιάλειπτης νόμιμης παραμονής αλλοδαπού προσώπου στη Δημοκρατία, όπου η παρανομία ήταν για μικρό χρονικό διάστημα, είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ στην πρόσφατη απόφασή μου στην Υπόθεση Αρ. 1654/2008, Ragab Abdel Ghaffar Issa Ali v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 29.9.2010, στην οποία και είχα παρατηρήσει τα εξής (σελίδες 2-3 της Απόφασης):
"Βεβαίως, παρά τις ανωτέρω θέσεις του αιτητή, αδιαμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι, όπως είχε διαπιστώσει το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, σύμφωνα με τις αφιξοαναχωρήσεις του αιτητή και τις άδειες παραμονής του, κατά τα τελευταία πέντε χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησής του, δηλαδή από τις 9.1.2003 μέχρι τις 9.1.2008, αν και είχε αδιάλειπτη παραμονή, εν τούτοις είχε παραμείνει στη Δημοκρατία χωρίς άδεια για ένα μήνα και μία μέρα (4.8.2004 - 30.8.2004 και 23.3.2006 - 30.3.2006). Αυτό δε το γεγονός συνιστά, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της προαναφερθείσας νομοθετικής διάταξης, κώλυμα στην άσκηση του δικαιώματος αναγνώρισης καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος. Αυτό αποφασίστηκε και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 2097/2006, Aster Asefaw Araya v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 7.2.2008 (απόφαση Δ. Χατζηχαμπή, Δ.), όπου τονίστηκαν και τα εξής:
". Σημειώνω όμως και ένα άλλο λόγο για τον οποίο η προσφυγή δεν θα μπορούσε να επιτύχει. Η Αιτήτρια δεν είχε ποτέ την απαραίτητη πενταετή νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή στη Δημοκρατία αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησής της, όπως απαιτείται στην εν λόγω Οδηγία εφόσον με τη λήξη της άδειας παραμονής της την 9.7.2002 η περαιτέρω παραμονή της στη Δημοκρατία κατέστη παράνομη μέχρι την παραχώρηση νέας άδειας προσωρινής παραμονής την 30.6.2004. Το διάστημα εκείνο λοιπόν διέκοπτε τη νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή της στη Δημοκρατία για τα απαιτούμενα στην Οδηγία πέντε τελευταία χρόνια αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης."
Πριν από την ανωτέρω απόφαση είχε εκδοθεί και η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 29, όπου είχαν λεχθεί και τα ακόλουθα:
"Η Αιτήτρια δεν είχε ποτέ την απαραίτητη πενταετή νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή στη Δημοκρατία αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησής της, όπως απαιτείται στην εν λόγω Οδηγία εφόσον με τη λήξη της άδειας παραμονής της την 9.7.2002 η περαιτέρω παραμονή της στη Δημοκρατία κατέστη παράνομη μέχρι την παραχώρηση νέας άδειας προσωρινής παραμονής την 30.6.2004. Το διάστημα εκείνο λοιπόν διέκοπτε τη νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή της στη Δημοκρατία για τα απαιτούμενα στην Οδηγία πέντε τελευταία χρόνια αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης."
Όπως διαπιστώνεται από τις πιο πάνω αποφάσεις, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της νομοθετικής διάταξης, η διαμονή κάθε αιτητή που επικαλείται τη διάταξη θα πρέπει να ήταν και νόμιμη και αδιάλειπτη κατά τα τελευταία πέντε χρόνια αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης. Αυτό επιτάσσει ο Nόμος και δεν αφήνει περιθώρια άσκησης διακριτικής ευχέρειας ανάλογα με το πόσο μακρά ή βραχεία υπήρξε η διακοπή της νομιμότητας στη διαμονή, ούτε στον καθ΄ου η αίτηση, ούτε και στο διοικητικό Δικαστήριο.
Συμφωνώ δε περαιτέρω, με τη θέση που πρόβαλε η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, ότι η μετέπειτα παράταση της άδειας διαμονής του αιτητή από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, δεν ακυρώνει ούτε και καλύπτει την περίοδο παράνομης διανομής του στη Δημοκρατία. Ο σκοπός της ανανέωσης της άδειας διαμονής είναι η παροχή περαιτέρω χρονικής δυνατότητας παραμονής και εργασίας για περιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν προσφέρεται για αναδρομική τακτοποίηση της παρανομίας."
Επομένως αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
2ος Λόγος ακύρωσης - Εσφαλμένη κρίση περί προσωρινής και περιορισμένης διαμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία.
Σύμφωνα με την αιτήτρια, εσφαλμένα και παράνομα οι καθ΄ων η αίτηση έκριναν ότι η αιτήτρια δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, καθότι η διάρκειά της είναι επίσημα περιορισμένη με απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής.
Αυτή η θέση είναι εμφανώς εσφαλμένη καθότι παραγνωρίζει την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Motilla v. Δημοκρατίας (ανωτέρω).
Όπως είχε εκεί αποφασιστεί, η σχετική Οδηγία (και κατ΄ επέκταση ο Νόμος) δεν περιλαμβάνει στις προαναφερθείσες διατάξεις της την κατηγορία των εσωτερικών οικιακών βοηθών, των οποίων η φύση και σκοπός παραμονής τους εμπίπτει στις κατηγορίες οι οποίες εγκρίθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο και εκφράζουν την έννοια του επίσημου περιορισμού, που συνιστά εξαίρεση η οποία προνοείται από το άρθρο 3 της Οδηγίας. Πιο συγκεκριμένα, στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση εκείνη, λέχθηκαν τα εξής στις σελίδες 35-37 του Τόμου Αποφάσεων:
"Και οι εξαιρέσεις, τέλος, του Άρθρου 3(2)(ε) έχουν ανάλογο rationale. Αυτές είναι οι περιπτώσεις που η ίδια η Οδηγία καθορίζει ως περιπτώσεις διαμονής αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα και για τις οποίες δίδει παραδείγματα (χωρίς ασφαλώς αυτά να είναι εξαντλητικά). Στις περιπτώσεις αυτές, στην ίδια την έννοια της προσωρινότητας υπεισέρχεται και το περιορισμένο της αναμενόμενης χρονικής διάρκειας της παραμονής σε συνάρτηση με τη φύση και το σκοπό της, ώστε να αναιρείται η εύλογη προοπτική εδραίωσης της παραμονής. Αυτή ταύτη η εξ αρχής προσωρινότητα του χαρακτήρα της παραμονής εξυπακούει και δικαιολογεί την εξαίρεση από τον κανόνα έστω και αν τελικά το εν λόγω πρόσωπο παραμείνει στη χώρα μέλος των πέντε ετών. Η περίπτωση που η άδεια παραμονής έχει «επίσημα περιορισθεί», είτε θεωρηθεί ως περίπτωση διαμονής αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα (του «ή» δηλαδή ερμηνευόμενου ως διαζευκτικού προς τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες περιπτώσεις) είτε θεωρηθεί ως ξεχωριστή εξαίρεση (του «ή» δηλαδή ερμηνευόμενου ως διαζευκτικού της διαμονής αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα), σαφώς παραπέμπει στη γενικότερη δυνατότητα που αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος να ρυθμίσει, στα πλαίσια της μεταναστευτικής πολιτικής του, μέσα από «επίσημους περιορισμούς» τις κατηγορίες εκείνες των αλλοδαπών οι οποίες, ως εκ της φύσης τους και του προσδιορισμένου και περιορισμένου του σκοπού της παραμονής, δεν μπορούν να έχουν την προοπτική της μονιμότητας που δημιουργεί εύλογη προσδοκία «εδραίωσης» και συνέχισης της παραμονής στο πνεύμα της Οδηγίας.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, στα πλαίσια της Οδηγίας, έχει προβεί σε τέτοιες ρυθμίσεις, αφορώσες πολλές κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών, μέσα από την απόφαση της προς τούτο ορισθείσας Υπουργικής Επιτροπής, την οποία και ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο και η οποία εκφράζει την έννοια του «επίσημου περιορισμού». Η περίπτωση των οικιακών βοηθών είναι μία από τις κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών που περιλαμβάνονται στις ρυθμίσεις αυτές. Η απόφαση όπως περιορίζεται χρονικά η άδεια παραμονής τους είναι αποκαλυπτική της αντίληψης της Δημοκρατίας ότι η φύση και ο σκοπός της παραμονής εσωτερικών οικιακών βοηθών, που η άδεια τους μάλιστα αφορά συγκεκριμένο εργοδότη, εμπεριέχει μια ειδικότητα και προσωρινότητα της παραμονής τους που να δικαιολογεί την εξαίρεση τους από το γενικό κανόνα. Σε αυτή τη βάση η αιτήτρια, από την άφιξη της στην Κύπρο και καθ΄ όλη τη διάρκεια της παραμονής της, εγνώριζε ότι αυτή θα ήταν περιορισμένης διάρκειας και δεν μπορούσε να της εδημιουργούντο ερείσματα εύλογων προσδοκιών για μονιμότερη παραμονή και εδραίωση της στην Κύπρο. Με κάθε ανανέωση μάλιστα της άδειας της, της ετονίζετο τούτο μέσα από την ένδειξη ότι η άδεια δεν θα ανανεώνετο περαιτέρω, δηλαδή πέρα του χρονικού ορίου που καθόριζε η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής για το οποίο της εδίδετο η παράταση. Σαφώς συνιστούσε τούτο επίσημο περιορισμό της άδειας παραμονής της. Και μάλιστα περιορισμό που η αιτήτρια, αποδεχόμενη να έλθει και να παραμείνει νόμιμα στην Κύπρο μόνο ως εκ της άδειας παραμονής της για συγκεκριμένη εργασία, και η ίδια απεδέχθη εφόσον αυτός συνιστούσε αναπόσπαστο όρο της άδειας της. Δεν μπορεί τώρα, ανακρούουσα πρύμναν, να αρνείται την ίδια τη βάση της προσωρινότητας και του για περιορισμένο σκοπό της παραμονής της, ως εκ της οποίας και μόνο κατέστη δυνατή η νόμιμη παρουσία και εργασία της στην Κύπρο, και να ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι η και χρονικά περιορισθείσα παραμονή της εκείνη της δημιούργησε συνθήκες εδραίωσης στην Κύπρο και ότι η απόρριψη της αίτησης της συνιστούσε άδικη μεταχείριση της. Η προοπτική τέτοιας εδραίωσης είχε εξ αρχής αναιρεθεί μέσα από τη φύση και το σκοπό της άδειας που της είχε δοθεί και τη διαχρονικά σαφέστατη προς την αιτήτρια θέση της Δημοκρατίας ότι αυτή δεν μπορούσε να αναμένει να παραμείνει στην Κύπρο πέραν του χρονικού ορίου και του σκοπού που η Δημοκρατία, ασκώντας τη μεταναστευτική πολιτική της, καθόρισε για την περίπτωση της. Να τονίσουμε ότι η πολιτική εκείνη συναρτάται προς τη στάθμιση όλων των παραγόντων που διέπουν τη μετανάστευση υπηκόων τρίτων χωρών, περιλαμβανομένης της έκτασης της δυνατότητας της Δημοκρατίας, ως εκ του μικρού μεγέθους της γεωγραφικής επικράτειας και του πληθυσμού της, να δεχθεί και να αφομοιώσει υπηκόους τρίτων χωρών, που συνιστά νόμιμη διάσταση στα πλαίσια της Οδηγίας."
Επομένως ούτε και αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Με την απόφανση δε ότι δεν ευσταθούν οι δύο αυτοί λόγοι ακύρωσης, επισφραγίζεται η ορθότητα της κρίσης των καθ΄ων η αίτηση ότι η σχετική πρόνοια της νομοθεσίας και/ή της Οδηγίας δεν ετύγχανε εφαρμογής στην περίπτωση της αιτήτριας, οπότε και παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου ακύρωσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον της αιτήτριας.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ