ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 395/2009)
31 Ιανουαρίου, 2011
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 8, 9, 10, 11, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
EL SAYED GBRIL M.A.NOBY,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
(1) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
(2) ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Γ. Ερωτοκρίτου, για τον Αιτητή.
Λ. Γρηγορίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή εγείρονται θέματα νομιμότητας της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του αλλοδαπού αιτητή όπως του παραχωρηθεί το καθεστώς του Επί Μακρόν Διαμένοντος προσώπου, με το δικαιολογητικό ότι, παρά τη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρονικού διαστήματος για αδιάλειπτη διαμονή στη Δημοκρατία, ο αιτητής για κάποια χρονικά διαστήματα παράνομα ήταν που παρέμενε στη χώρα.
Σχετικές προς τα υπό εξέταση θέματα είναι οι πρόνοιες του άρθρου 18Η του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, η εφαρμογή των οποίων σε παρόμοιες περιπτώσεις όπως αυτής του αιτητή, εξετάστηκαν και αποφασίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μεγάλο αριθμό αποφάσεών του. Με την απορριπτική απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, η οποία περιείχετο στην επιστολή τους ημερομηνίας 6.2.2009 προς τον αιτητή, δίδονταν δύο λόγοι οι οποίοι είχαν οδηγήσει στην απόρριψη του αιτήματός του:
α. Επειδή ο αιτητής είχε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία μεταξύ 14.7.2003 - 23.9.2003 και μεταξύ 6.2.2007 - 28.2.2007, περίοδοι οι οποίες ενέπιπταν στην 5ετή περίοδο πριν από την υποβολή της αίτησής του (άρθρο 18Η του Νόμου αρ. 8(Ι)/2007), και,
β. Επειδή η παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία ήταν αποκλειστικά επί προσωρινής βάσης και η διάρκεια της παραχωρηθείσας άδειας προσωρινής διαμονής του είχε επίσημα περιοριστεί με την ένδειξη "Τελική/Μη Ανανεώσιμη" (άρθρο 18Ζ του Νόμου).
Σε σχέση με τον πρώτο λόγο που πρόβαλαν οι καθ΄ων η αίτηση, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι για την περίοδο 14.7.2003 - 23.9.2003 ο λόγος για τον οποίο διέμενε χωρίς άδεια ήταν το ότι για την υποβολή και έγκριση της δικής του άδειας παραμονής ήταν απαραίτητο να προϋπήρχε έγκριση από το Υπουργείο Εργασίας για να συνέχιζε ο εργοδότης του να απασχολεί αλλοδαπό και το Υπουργείο καθυστέρησε να απαντήσει, χωρίς καμιά ευθύνη του εργοδότη του. Όπως δε υποστηρίζει ο αιτητής, το όλο θέμα ήταν καθαρά θέμα τύπων και η καθυστέρηση υποβολής της αίτησης δεν μπορούσε να αλλάξει τα ουσιαστικά δεδομένα σύμφωνα με τα οποία ο αιτητής παρέμενε νόμιμα στην Κύπρο, ενώ ηθελημένα δόθηκε υπερβολική βαρύτητα σ΄ αυτό το γεγονός για να παρακαμφθεί η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας.
Με θέμα παρόμοιο, όπως και το εδώ εγειρόμενο, είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ σε πρόσφατη απόφασή μου, ημερομηνίας 29.9.2010, στην Υπόθεση Αρ. 1654/2008, Ragab Abdel Ali v. Δημοκρατίας, όπου είχα αναφέρει και τα εξής:
".Με την παρούσα προσφυγή και στο πλαίσιο των εμπλεκομένων σ΄ αυτήν γεγονότων και επίδικων θεμάτων, εγείρεται προς εξέταση το ζήτημα της σημασίας την οποία ενέχει ή πρέπει να ενέχει στον υπολογισμό της περιόδου που θα έδιδε το δικαίωμα σε αιτητή να ζητήσει όπως τύχει του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, το γεγονός ότι για κάποια ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα, η παραμονή του στη Δημοκρατία δεν ήταν νόμιμη.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 18Η, Θ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, προνοεί τα εξής:
"18Η.-(1) Η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης παραχωρεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα τελευταία πέντε έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης."
"18Θ. Ο υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές κατά τα πέντε τελευταία έτη πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης, κατά την έννοια των άρθρων 18Ζ και 18Η, μπορεί να αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Το αντίστοιχο καθεστώς έχει προσωποπαγή χαρακτήρα. Για την απόκτηση του πιο πάνω αναφερόμενου καθεστώτος πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις- ..."
................................................................................................................................
Σύμφωνα με τον αιτητή, η απορριπτική του αιτήματóς του προσβαλλόμενη απόφαση του καθ΄ου η αίτηση είναι νομικά εσφαλμένη και ελήφθη καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και νόμου. Όπως υποστηρίζει, ο αιτητής είχε αδιάλειπτη νόμιμη παραμονή στη Δημοκρατία για περίοδο πέραν των πέντε ετών, από το 2000 που πρωτοήλθε στην Κύπρο μέχρι σήμερα και οι λόγοι που πρόβαλε ο καθ΄ου η αίτηση, δεν ευσταθούν. Κυρίως, ο ισχυρισμός ότι ο αιτητής παρέμεινε στην Κύπρο προηγουμένως παράνομα, είναι πεπλανημένος εφόσον ο αιτητής, καθ΄ όλους τους χρόνους παραμονής του στην Κύπρο, κατείχε τις απαραίτητες άδειες και ο καθ΄ου η αίτηση απέτυχε να διαπιστώσει τα πραγματικά γεγονότα. Περαιτέρω, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση δεν είναι καθόλου ή επαρκώς αιτιολογημένη.
Βεβαίως, παρά τις ανωτέρω θέσεις του αιτητή, αδιαμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι, όπως είχε διαπιστώσει το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, σύμφωνα με τις αφιξοαναχωρήσεις του αιτητή και τις άδειες παραμονής του, κατά τα τελευταία πέντε χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησής του, δηλαδή από τις 9.1.2003 μέχρι τις 9.1.2008, αν και είχε αδιάλειπτη παραμονή, εν τούτοις είχε παραμείνει στη Δημοκρατία χωρίς άδεια για ένα μήνα και μία μέρα (4.8.2004 - 30.8.2004 και 23.3.2006 - 30.3.2006). Αυτό δε το γεγονός συνιστά, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της προαναφερθείσας νομοθετικής διάταξης, κώλυμα στην άσκηση του δικαιώματος αναγνώρισης καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος. Αυτό αποφασίστηκε και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 2097/2006, Aster Asefaw Araya v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 7.2.2008 (απόφαση Δ. Χατζηχαμπή, Δ.), όπου τονίστηκαν και τα εξής:
". Σημειώνω όμως και ένα άλλο λόγο για τον οποίο η προσφυγή δεν θα μπορούσε να επιτύχει. Η Αιτήτρια δεν είχε ποτέ την απαραίτητη πενταετή νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή στη Δημοκρατία αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησής της, όπως απαιτείται στην εν λόγω Οδηγία εφόσον με τη λήξη της άδειας παραμονής της την 9.7.2002 η περαιτέρω παραμονή της στη Δημοκρατία κατέστη παράνομη μέχρι την παραχώρηση νέας άδειας προσωρινής παραμονής την 30.6.2004. Το διάστημα εκείνο λοιπόν διέκοπτε τη νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή της στη Δημοκρατία για τα απαιτούμενα στην Οδηγία πέντε τελευταία χρόνια αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης."
Πριν από την ανωτέρω απόφαση είχε εκδοθεί και η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 29, όπου είχαν λεχθεί και τα ακόλουθα:
"Η Αιτήτρια δεν είχε ποτέ την απαραίτητη πενταετή νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή στη Δημοκρατία αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησής της, όπως απαιτείται στην εν λόγω Οδηγία εφόσον με τη λήξη της άδειας παραμονής της την 9.7.2002 η περαιτέρω παραμονή της στη Δημοκρατία κατέστη παράνομη μέχρι την παραχώρηση νέας άδειας προσωρινής παραμονής την 30.6.2004. Το διάστημα εκείνο λοιπόν διέκοπτε τη νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή της στη Δημοκρατία για τα απαιτούμενα στην Οδηγία πέντε τελευταία χρόνια αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης."
Όπως διαπιστώνεται από τις πιο πάνω αποφάσεις, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της νομοθετικής διάταξης, η διαμονή κάθε αιτητή που επικαλείται τη διάταξη θα πρέπει να ήταν και νόμιμη και αδιάλειπτη κατά τα τελευταία πέντε χρόνια αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης. Αυτό επιτάσσει ο Nόμος και δεν αφήνει περιθώρια άσκησης διακριτικής ευχέρειας ανάλογα με το πόσο μακρά ή βραχεία υπήρξε η διακοπή της νομιμότητας στη διαμονή, ούτε στον καθ΄ου η αίτηση, ούτε και στο διοικητικό Δικαστήριο.
Συμφωνώ δε περαιτέρω, με τη θέση που πρόβαλε η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, ότι η μετέπειτα παράταση της άδειας διαμονής του αιτητή από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, δεν ακυρώνει ούτε και καλύπτει την περίοδο παράνομης διανομής του στη Δημοκρατία. Ο σκοπός της ανανέωσης της άδειας διαμονής είναι η παροχή περαιτέρω χρονικής δυνατότητας παραμονής και εργασίας για περιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν προσφέρεται για αναδρομική τακτοποίηση της παρανομίας.
Με τα πιο πάνω δεδομένα κρίνεται και η τύχη της προσφυγής και καθίσταται αχρείαστη η ενασχόληση και με άλλα θέματα που είχαν εγερθεί στο πλαίσιο της προσφυγής. ..."
Υιοθετώντας και επαναλαμβάνοντας την πιο πάνω προσέγγιση, για σκοπούς και της παρούσας προσφυγής, θα πρόσθετα ότι η μη έγκαιρη τακτοποίηση των απαιτούμενων από τη νομοθεσία διατυπώσεων για τη νομιμοποίηση ανά πάσα στιγμή της διαμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία, δεν είναι απλά θέμα τύπων, αλλά μια υποχρέωση η οποία πρέπει να ρυθμίζεται με αυστηρότητα, διαφορετικά αυστηρά εφαρμόζονται και οι πρόνοιες της νομοθεσίας.
Ως προς το δεύτερο λόγο τον οποίο επικαλέστηκαν οι καθ΄ων η αίτηση κατά τρόπο παράνομο σύμφωνα με τον αιτητή, η απάντηση στη διαφωνία του δίδεται από την ίδια την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα απόφασή της στην υπόθεση Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 29, στις σελίδες 36-37, της οποίας λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
"Αυτή ταύτη η εξ αρχής προσωρινότητα του χαρακτήρα της παραμονής εξυπακούει και δικαιολογεί την εξαίρεση από τον κανόνα έστω και αν τελικά το εν λόγω πρόσωπο παραμείνει στη χώρα μέλος πέραν των πέντε ετών. Η περίπτωση που η άδεια παραμονής έχει «επίσημα περιορισθεί», είτε θεωρηθεί ως περίπτωση διαμονής αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα (του «ή» δηλαδή ερμηνευόμενου ως διαζευκτικού προς τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες περιπτώσεις) είτε θεωρηθεί ως ξεχωριστή εξαίρεση (του «ή» δηλαδή ερμηνευόμενου ως διαζευκτικού της διαμονής αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα), σαφώς παραπέμπει στη γενικότερη δυνατότητα που αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος να ρυθμίσει, στα πλαίσια της μεταναστευτικής πολιτικής του, μέσα από «επίσημους περιορισμούς» τις κατηγορίες εκείνες των αλλοδαπών οι οποίες, ως εκ της φύσης τους και του προσδιορισμένου και περιορισμένου του σκοπού της παραμονής, δεν μπορούν να έχουν την προοπτική της μονιμότητας που δημιουργεί εύλογη προσδοκία «εδραίωσης» και συνέχισης της παραμονής στο πνεύμα της Οδηγίας.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, στα πλαίσια της Οδηγίας, έχει προβεί σε τέτοιες ρυθμίσεις, αφορώσες πολλές κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών, μέσα από την απόφαση της προς τούτο ορισθείσας Υπουργικής Επιτροπής, την οποία και ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο και η οποία εκφράζει την έννοια του «επίσημου περιορισμού». Η περίπτωση των οικιακών βοηθών είναι μία από τις κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών που περιλαμβάνονται στις ρυθμίσεις αυτές. Η απόφαση όπως περιορίζεται χρονικά η άδεια παραμονής τους είναι αποκαλυπτική της αντίληψης της Δημοκρατίας ότι η φύση και ο σκοπός της παραμονής εσωτερικών οικιακών βοηθών, που η άδεια τους μάλιστα αφορά συγκεκριμένο εργοδότη, εμπεριέχει μια ειδικότητα και προσωρινότητα της παραμονής τους που να δικαιολογεί την εξαίρεση τους από το γενικό κανόνα. Σε αυτή τη βάση η αιτήτρια, από την άφιξη της στην Κύπρο και καθ΄ όλη τη διάρκεια της παραμονής της, εγνώριζε ότι αυτή θα ήταν περιορισμένης διάρκειας και δεν μπορούσε να της εδημιουργούντο ερείσματα εύλογων προσδοκιών για μονιμότερη παραμονή και εδραίωση της στην Κύπρο. Με κάθε ανανέωση μάλιστα της άδειας της, της ετονίζετο τούτο μέσα από την ένδειξη ότι η άδεια δεν θα ανανεώνετο περαιτέρω, δηλαδή πέρα του χρονικού ορίου που καθόριζε η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής για το οποίο της εδίδετο η παράταση. Σαφώς συνιστούσε τούτο επίσημο περιορισμό της άδειας παραμονής της. Και μάλιστα περιορισμό που η αιτήτρια, αποδεχόμενη να έλθει και να παραμείνει νόμιμα στην Κύπρο μόνο ως εκ της άδειας παραμονής της για συγκεκριμένη εργασία, και η ίδια απεδέχθη εφόσον αυτός συνιστούσε αναπόσπαστο όρο της άδειας της. Δεν μπορεί τώρα, ανακρούουσα πρύμναν, να αρνείται την ίδια τη βάση της προσωρινότητας και του για περιορισμένο σκοπό της παραμονής της, ως εκ της οποίας και μόνο κατέστη δυνατή η νόμιμη παρουσία και εργασία της στην Κύπρο, και να ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι η και χρονικά περιορισθείσα παραμονή της εκείνη της δημιούργησε συνθήκες εδραίωσης στην Κύπρο και ότι η απόρριψη της αίτησης της συνιστούσε άδικη μεταχείριση της. Η προοπτική τέτοιας εδραίωσης είχε εξ αρχής αναιρεθεί μέσα από τη φύση και το σκοπό της άδειας που της είχε δοθεί και τη διαχρονικά σαφέστατη προς την αιτήτρια θέση της Δημοκρατίας ότι αυτή δεν μπορούσε να αναμένει να παραμείνει στην Κύπρο πέραν του χρονικού ορίου και του σκοπού που η Δημοκρατία, ασκώντας τη μεταναστευτική πολιτική της, καθόρισε για την περίπτωση της. Να τονίσουμε ότι η πολιτική εκείνη συναρτάται προς τη στάθμιση όλων των παραγόντων που διέπουν τη μετανάστευση υπηκόων τρίτων χωρών, περιλαμβανομένης της έκτασης της δυνατότητας της Δημοκρατίας, ως εκ του μικρού μεγέθους της γεωγραφικής επικράτειας και του πληθυσμού της, να δεχθεί και να αφομοιώσει υπηκόους τρίτων χωρών, που συνιστά νόμιμη διάσταση στα πλαίσια της Οδηγίας.".
Για τους πιο πάνω λόγους δεν μπορεί να ευσταθήσει κανένας από τους προωθηθέντες λόγους ακύρωσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον του αιτητή.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ