ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1477/2008)

 

 

21 Ιανουαρίου, 2011

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Meryem Kaya, Omorfo, Lefkoşa,

 

                                    Αιτήτρια

 

και

 

Başsavcılık aracılığıyla Kıbrıs Polisi, Kıbrıs Cumhuriyeti

Adalet ve Kamu Dűzeni Bakanlığı, Lefkoşa,

                   

                                    Καθ'ων η αίτηση.

 

Σε μετάφραση:

 

Meryem Kaya,

 

                                    Αιτήτρια

 

και

 

Κυπριακή Αστυνομία, Υπουργείο Δικαιοσύνης

και Δημόσιας Τάξης μέσω της Γενικής Εισαγγελίας,

 

                                    Καθ'ων η αίτηση.

 

 

T. Kadri, για την Αιτήτρια.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι Τουρκοκύπρια. Κατάγεται από την Πάφο. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα προσφυγή, διέμενε στην τουρκοκρατούμενη, από το 1974, κωμόπολη της Μόρφου.

 

Τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής και τα οποία ομολογουμένως παρουσιάζουν ιδιαίτερη ιδιομορφία γιατί αφορούν σε οικογένειες Τουρκοκυπρίων, μόνιμων κάτοικων, από πριν το 1974, Ηνωμένου Βασιλείου και στις περιουσίες τους που βρίσκονται στις ελεύθερες περιοχές, έχουν σε συντομία ως πιο κάτω. Να σημειωθεί ότι τα εν λόγω γεγονότα χρονολογούνται από πριν το Νοέμβριο 2007, ήλθαν όμως για πρώτη φορά στο φως, ως αποτέλεσμα καταγγελίας που υπέβαλε στην Κυπριακή Αστυνομία ο Τουρκοκύπριος δικηγόρος κ. Mentesh Aziz, το Νοέμβριο 2007.

 

Στα πλαίσια εξέτασης δύο αιτήσεων για παροχή εγγράφων διαχείρισης περιουσίας δύο αποβιωσάντων Τουρκοκυπρίων, που καταχωρήθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας από το συγκεκριμένο Τουρκοκύπριο δικηγόρο, αποκαλύφθηκε ότι τόσο για την περιουσία των δύο αποβιωσάντων Τουρκοκυπρίων, όσο και για τις περιουσίες πέντε άλλων Τουρκοκυπρίων, είχαν υποβληθεί αιτήσεις διαχείρισης, στα πλαίσια των οποίων είχαν μάλιστα παραχωρηθεί από το Δικαστήριο σχετικά διατάγματα διαχείρισης περιουσίας σε συγκεκριμένο Ελληνοκύπριο από τη Λάρνακα. Πρόκειται για τις αιτήσεις διαχείρισης 578/06 - 584/06.

 

Ο πιο πάνω Τουρκοκύπριος δικηγόρος, με επιστολή του προς την Κυπριακή Αστυνομία ημερομηνίας 19/11/2007, έφερε σε γνώση της Αστυνομίας τα πιο πάνω γεγονότα, ενώ παράλληλα ζήτησε τη διερεύνηση της υπόθεσης καθότι τα παραχωρηθέντα στο συγκεκριμένο Ελληνοκύπριο διατάγματα διαχείρισης περιουσίας και στις επτά αιτήσεις, είχαν, σύμφωνα με τον ίδιο, εξασφαλιστεί με βάση ψευδή στοιχεία. Στην επιστολή του ο Τουρκοκύπριος δικηγόρος, παρέθετε λεπτομέρειες των στοιχείων που κατά τη γνώμη του τεκμηρίωναν τη θέση του για την κάθε μια από τις επτά περιπτώσεις χωριστά.

 

Μια από τις εν λόγω επτά περιπτώσεις και συγκεκριμένα η περίπτωση που αφορούσε στην αίτηση διαχείρισης 578/06, αφορούσε την παραχώρηση διατάγματος περιουσίας κάποιας Kaya Meryem από την Πάφο, τέως από το Λονδίνο. Σύμφωνα με την καταγγελία, η εν λόγω αίτηση εδράζεται επί ψευδών στοιχείων γιατί η φερόμενη ως αποβιώσασα, της οποίας το πραγματικό όνομα είναι Meryem Kaya και όχι Kaya Meryem, είναι εν ζωή και διαμένει με την οικογένεια της στη Μόρφου. Πρόκειται για την αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή.

 

Στα πλαίσια διερεύνησης της καταγγελίας λήφθηκαν καταθέσεις από διάφορα πρόσωπα, μεταξύ άλλων και από το Διαχειριστή Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, τον Προϊστάμενο του Γραφείου Φόρου Κληρονομιάς του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και από τον καταγγέλλοντα την υπόθεση Τουρκοκύπριο δικηγόρο Mentesh Aziz. Παράλληλα, η Αστυνομία ζήτησε τη βοήθεια της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ), οι έρευνες της οποίας αποκάλυψαν ότι η φερόμενη ως αποβιώσασα στην αίτηση διαχείρισης 578/06, όντως ήταν ζωντανή και διέμενε με την οικογένεια της στη Μόρφου. Στα πλαίσια διερεύνησης της καταγγελίας η Αστυνομία παρέλαβε ως τεκμήρια από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες του κράτους αριθμό εγγράφων ως τεκμηρίων.

 

Για σκοπούς πλήρους διερεύνησης της καταγγελίας, η έρευνα θα έπρεπε να επεκταθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, πρακτικές όμως δυσκολίες που ανεφύησαν στην πορεία κατέστησαν ουσιαστικά την επέκταση των ερευνών και στο εξωτερικό, ανέφικτη.

 

Το πόρισμα των Αστυνομικών Αρχών υποβλήθηκε στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα για μελέτη και οδηγίες ως προς τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης. Με οδηγίες Λειτουργού από το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, τις οποίες προσυπέγραψε και ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας, η υπόθεση ταξινομήθηκε ως «Μη αστυνομικής φύσης».

 

Για σκοπούς ολοκλήρωσης των γεγονότων θα πρέπει να λεχθούν και τα εξής:

 

Η ΚΥΠ δεν κατέστη δυνατό να περισυλλέξει το σύνολο των στοιχείων που αφορούσαν την κάθε μια από τις επτά περιπτώσεις, έτσι ώστε να υπάρχει ολοκληρωμένη εικόνα για την κάθε μια από αυτές χωριστά. Τα στοιχεία που η εν λόγω Υπηρεσία κατόρθωσε να συλλέξει ήταν περιορισμένου αριθμού και έκτασης και μερικά από αυτά αντέκρουαν τους ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν στα πλαίσια της καταγγελίας.

 

Για τις υπό διερεύνηση αιτήσεις διαχείρισης (578/06-584/06), καταχωρήθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον Ελληνοκύπριο διαχειριστή, προσφυγές εναντίον του Διαχειριστή Τουρκοκυπριακών Περιουσιών για παράλειψη του τελευταίου να απαντήσει σε αίτημα για χορήγηση άδειας /συγκατάθεσης για αποξένωση των υπό διαχείριση περιουσιών (Προσφυγές 1493/07-1499/07). Η προσφυγή που αφορούσε την περιουσία της αιτήτριας στην παρούσα προσφυγή, όπως και δύο άλλες προσφυγές, αποσύρθηκαν.

 

Για τα αποτελέσματα των ερευνών της Αστυνομίας ενημερώθηκε ο δικηγόρος της αιτήτριας κατά τη διάρκεια επίσκεψης του στα γραφεία του ΤΑΕ. Ο δικηγόρος της αιτήτριας ενημερώθηκε επίσης με επιστολή της Αστυνομίας ημερομηνίας 27/5/2008 για την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να ταξινομηθεί η υπόθεση ως «Μη αστυνομικής φύσεως υπόθεση».

 

Η αιτήτρια, με επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 18/6/2008 προς την Αστυνομία, ζήτησε να της χορηγηθεί αντίγραφο της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα «για σκοπούς προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο για διεκδίκηση νομικής θεραπείας». Το αίτημα της απορρίφθηκε από την Αστυνομία με επιστολή ημερομηνίας 20/6/2008. Με την ίδια επιστολή η αιτήτρια παραπέμπετο, για σκοπούς ικανοποίησης του αιτήματος της, στο Γενικό Εισαγγελέα. Η αιτήτρια επανήλθε με επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 2/7/2008. Με την εν λόγω επιστολή της η αιτήτρια εξέφραζε «δυσκολία» να αντιληφθεί «την αρνητική συμπεριφορά» της Αστυνομίας όχι μόνο σε σχέση με την άρνηση της να εφοδιάσει την αιτήτρια με αντίγραφο της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα, αλλά και σε σχέση με τη στάση που τήρησε καθόλη τη διάρκεια διερεύνησης της καταγγελίας. Παράλληλα, η αιτήτρια επαναλαμβάνει το αίτημα της όπως την εφοδιάσουν με αντίγραφο της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα, την οποία θεωρεί αναγκαία για σκοπούς «διεκδίκησης νομικής θεραπείας».

 

Στις 8/7/2008 απεστάλη στο δικηγόρο της αιτήτριας και πάλι από την Αστυνομία Κύπρου η πιο κάτω επιστολή:

 

     "Αναφέρομαι στην επιστολή σας, ημερ. 02/07/08 και σε συνέχεια προηγούμενης ταυτάριθμης επιστολής μου, ημερ. 20/06/08, σχετικά με το πιο πάνω θέμα, σας πληροφορώ ότι, η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα δεν είναι μαρτυρικό υλικό, που μπορεί να παραχωρηθεί καθώς επίσης και το γεγονός ότι το αίτημα σας δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 7 της Ποινικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 57(Ι)/2007, η θέση μας παραμένει η ίδια."

 

 

Αντιδρώντας η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία επιδιώκει την ανατροπή της άρνησης να της χορηγηθεί αντίγραφο της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί ότι μετά την καταχώριση της παρούσας προσφυγής, το αίτημα της αιτήτριας για να της παραχωρηθεί αντίγραφο της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα, ικανοποιήθηκε.

 

Παρά την ικανοποίηση του συγκεκριμένου αιτήματος της, έστω και μετά την καταχώριση της προσφυγής, η αιτήτρια επιμένει στην εκδίκαση της προσφυγής της καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση εγείρεται, όπως ισχυρίζεται, θέμα «ζημιάς», διεκδικήσιμης κατά το άρθρο 146.6 του Συντάγματος.

 

Οι λόγοι ακύρωσης που η αιτήτρια προβάλλει στην προσφυγή της και προωθεί στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου της, εστιάζονται στη θέση ότι, επειδή πρόθεση της ήταν να αμφισβητήσει (challenge) την ταξινόμηση της υπόθεσης και συνακόλουθα της καταγγελίας της ως «Μη αστυνομικής φύσης», καθίστατο αναγκαίο να έχει στα χέρια της πλήρες αντίγραφο της επίδικης απόφασης. Η άρνηση δε να της χορηγηθεί τέτοιο αντίγραφο πλήττει «το θεμελιακό δικαίωμα της να προσφύγει στο Δικαστήριο» και την παρεμποδίζει στην ομαλή άσκηση τόσο του εν λόγω δικαιώματος της, όσο και του δικαιώματος της όπως η καταγγελία της τύχει πλήρους διερεύνησης.

 

Πρόσθετα των λόγων ένστασης που προβάλλει επί της ουσίας της προσφυγής, η ευπαίδευτη συνήγορος του καθ'ου η αίτηση, προβάλλει με τη μορφή προδικαστικής ένστασης και τον ισχυρισμό ότι με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη. Ενόψει της φύσης της προδικαστικής ένστασης,  η έκβαση της οποίας ενδεχομένως να οδηγήσει και σε απόρριψη της προσφυγής σε αυτό το προδικαστικό στάδιο, προχωρώ να εξετάσω τη συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση αμέσως πιο κάτω.

 

Η έννοια του όρου «εκτελεστή διοικητική πράξη» καθορίστηκε στην υπόθεση Α. Γεναγρίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029 από την Ολομέλεια, με αναφορά τόσο στην κυπριακή νομολογία και ιδιαίτερα στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27, όσο και σε σχετικά με το διοικητικό δίκαιο ελληνικά συγγράμματα. Ενδεικτικά παραθέτω τα πιο κάτω αποσπάσματα από την απόφαση στην υπόθεση Γεναγρίτης:

 

"Η έννοια του όρου "εκτελεστή διοικητική πράξη" έχει επεξηγηθεί στην Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:

 

"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους."

 

..............................

 

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της "εκτελεστής διοικητικής πράξεως" είναι ότι με την δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ. 170)."

 

 

Νομική βάση της επί του προκειμένου θέσης και επιχειρημάτων της                 κας Ουστά, συνιστά η νομολογιακή αρχή ότι ο Γενικός Εισαγγελέας στην άσκηση των εξουσιών του σχετικά με ποινικές διώξεις, δεν είναι διοικητικό όργανο και δεν ασκεί διοικητική λειτουργία. Οι αποφάσεις του στον τομέα αυτό συνδέονται, σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, άρρηκτα με τη δικαστική διαδικασία και ως εκ τούτου εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος. Η εν λόγω αρχή έχει υιοθετηθεί από την κυπριακή νομολογία τόσο νωρίς όσο η υπόθεση Charilaos Xenofontos and The Republic, 2 R.S.C.C. 89 και έκτοτε κατ' επανάληψη επαναβεβαιωθεί με πιο πρόσφατη την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ανδρέας Γρηγορίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Γενικού Εισαγγελέα (2008) 3 Α.Α.Δ. 403.

 

Στην αντίπερα όχθη ο κ. T. Kadri ισχυρίζεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει καταφανής παράλειψη ή άρνηση της διοίκησης να εκπληρώσει θετική υποχρέωση της, στοιχείο που εντάσσει την παρούσα υπόθεση εντός της εμβέλειας του άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Κατ' αρχήν θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στόχος της παρούσας προσφυγής δεν είναι, ως η κα Ουστά στην ουσία θεωρεί, η ακύρωση της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα να καταχωρίσει την υπόθεση που αφορούσε τη διερεύνηση της καταγγελίας της αιτήτριας «Ως μη αστυνομικής φύσεως υπόθεση». Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της άρνησης της Αστυνομίας να εφοδιάσει την αιτήτρια με πλήρες αντίγραφο της επίδικης απόφασης, με το δικαιολογητικό ότι δεν είναι μαρτυρικό υλικό που μπορεί να παραχωρηθεί, ούτε και εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 7 της Ποινικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 57(Ι)/2007.

 

Επομένως, άμεσα προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο η συγκεκριμένη άρνηση της Αστυνομίας συνιστά άρνηση από πλευράς του αρμόδιου διοικητικού οργάνου να εκπληρώσει θετική υποχρέωση, την οποία του επιβάλλει ο Νόμος, γιατί μόνο σε τέτοια περίπτωση η συμπεριφορά του οργάνου είναι αφ' εαυτής παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων και συνεπώς εκτελεστή. (Βλ. Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Cyprus Ltd. (1995) 3 Α.Α.Δ. 400 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 243).

 

Σύμφωνα με το άρθρο 37 του Νόμου 158(Ι)/99 «κάθε πρόσωπο που θίγεται από πράξη ή που δικαιούται να κάνει χρήση μιας πράξης μπορεί να ζητήσει εγγράφως να του δοθεί πλήρες αντίγραφο. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο μπορεί με αιτιολογημένη απόφαση του να απορρίψει ολόκληρο ή μέρος του αιτήματος, αν η ικανοποίηση του παραβλάπτει το υπηρεσιακό συμφέρον ή το συμφέρον τρίτου προσώπου».

 

Στην περίπτωση μας, η αιτήτρια, ως πρόσωπο που «θίγεται» από την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να καταχωρηθεί η υπόθεση ως «Μη αστυνομικής φύσεως», ζήτησε πλήρες αντίγραφο της απόφασης. Η Αστυνομία, για τους λόγους που αναφέρει στην επιστολή της ημερομηνίας 8/7/2008, η οποία υπενθυμίζω έδωσε και το έναυσμα για καταχώριση της παρούσας προσφυγής, αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα της αιτήτριας. Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι η άρνηση της Αστυνομίας συνιστά παραβίαση των προνοιών του άρθρου 37 του Ν. 158(Ι)/99 και συνακόλουθα άρνηση της διοίκησης να εκπληρώσει θετική υποχρέωση της, πράγμα που εντάσσει την παρούσα περίπτωση εντός της εμβέλειας του άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Ενόψει των πιο πάνω η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Έχοντας απορρίψει την προδικαστική ένσταση, στρέφομαι στην ουσία της προσφυγής και στις εκατέρωθεν θέσεις.

 

Τα σχετικά με την ουσία της προσφυγής επιχειρήματα της κας Ουστά εστιάζονται ουσιαστικά στη θέση ότι, εφόσον η αιτήτρια έχει εφοδιασθεί με πλήρες αντίγραφο της επίδικης απόφασης, έστω και μετά την καταχώριση της προσφυγής, η προσφυγή «έχει χάσει το αντικείμενο της και θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη».

 

Έχω ήδη παραθέσει τις θέσεις του κ. Kadri πιο πάνω, γι' αυτό θεωρώ περιττό να τις επαναλάβω. Περιορίζομαι στη διαπίστωση ότι πρόκειται για εκ διαμέτρου αντίθετες με αυτές της κας Ουστά.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η προσφυγή χάνει το αντικείμενο της εκτός αν τίθεται θέμα «ζημιάς», διεκδικήσιμης κατά το άρθρο 146.6 του Συντάγματος (βλ. Κωλώνα Ελένη ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 304). Η ζημιά βεβαίως πρέπει να προκύπτει ευθέως από την επίδικη πράξη και όχι από άλλη αιτία (βλ. Στράκκα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση το πλήρες κείμενο της επίδικης απόφασης ήταν αναγκαίο για την αιτήτρια, για σκοπούς προσφυγής στο δικαστήριο, με στόχο την ανατροπή της επίδικης απόφασης και τη διεκδίκηση αποζημιώσεων.

 

Το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο μάλιστα διασφαλίζεται από το άρθρο 30.1 του Συντάγματος. Στην περίπτωση μας, η άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος της αιτήτριας να της χορηγηθεί πλήρες αντίγραφο της επίδικης απόφασης, παραβιάζει ή παρακωλύει την άσκηση του δικαιώματος της αιτήτριας να προσφύγει στο Δικαστήριο. Επομένως, από την επίδικη πράξη προκύπτει ζημιά η οποία πηγάζει από την παραβίαση του εν λόγω δικαιώματος. Υπενθυμίζω την αρχή ότι η παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος παρέχει δικαίωμα έννομης προστασίας μέσω της δικαστικής οδού με τις θεραπείες του δικαίου.                         (Βλ. Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558). Κατά συνέπεια, εγείρεται θέμα υλικής ζημιάς στην αιτήτρια, η οποία απορρέει ευθέως από την άρνηση να της χορηγηθεί πλήρες αντίγραφο της επίδικης απόφασης.

 

Αναφορικά με την ουσία της προσφυγής, η μη συμμόρφωση της διοίκησης με τις επιταγές του άρθρου 37 του Νόμου 158(Ι)/99 συνιστά λόγο ακύρωσης.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα €1.250 υπέρ της αιτήτριας. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

 

 

                                                                   Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                               Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο