ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1373/2008)

 

 

11 Ιανουαρίου, 2011

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΕΛΛΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΗ - ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

 

Καθ'ου η αίτηση.

 

 

Αιτήτρια παρούσα προσωπικά.

 

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για το Καθ'ου η αίτηση Συμβούλιο.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια, η οποία να σημειωθεί δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 16/2/2006, η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 20/3/2006, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της για παραχώρηση συγκεκριμένου κρατικού κτήματος στο Πολέμι της επαρχίας Πάφου (οικόπεδο με αντισεισμική παράγκα), για σκοπούς ιδιοκατοίκησης.

 

Τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής είναι απλά και σε συντομία έχουν ως εξής:

 

Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από το χωριό Πολέμι της επαρχίας Πάφου, με γραπτή αίτηση της ημερομηνίας 3/4/2001 προς το Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου, ζήτησε να της παραχωρηθεί το κρατικό κτήμα (οικόπεδο με αντισεισμική παράγκα), με αρ. τεμαχίου 46/1/5 (τώρα τεμάχιο 314) του Φ. Σχ. XLV/14, στο χωριό Πολέμι, για σκοπούς ιδιοκατοίκησης.

 

Με απόφαση που λήφθηκε στις 16/2/2006 και κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 20/3/2006, το πιο πάνω αίτημα της αιτήτριας απορρίφθηκε.

 

Αντιδρώντας η αιτήτρια καταχώρισε, στις 5/7/2006, την προσφυγή με            αρ. 1225/2006, την οποία όμως απέσυρε δύο χρόνια περίπου αργότερα και συγκεκριμένα στις 7/5/2008.

 

Τρεις περίπου μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 20/8/2008, η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή επιδιώκοντας την ίδια θεραπεία ως και προηγουμένως, δηλαδή την ακύρωση της απόφασης ημερομηνίας 20/2/2006 με την οποία το αίτημα της για να της χορηγηθεί το συγκεκριμένο τεμάχιο απορρίφθηκε.

 

Ως λόγο ακύρωσης η αιτήτρια προβάλλει τη θέση ότι η επίδικη απόφαση είναι «παράνομη και εναντίον της νομοθεσίας», είναι αντίθετη «με τις πρόνοιες του Κανονισμού 7 των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας (διάθεση Κανονισμός του 1989-1999)». Τέλος, είναι η θέση της αιτήτριας ότι η επίδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας και/ή εδράζεται επί εσφαλμένου νομικού υπόβαθρου.

 

Πέραν από την ένσταση τους επί της ουσίας της προσφυγής οι καθ'ων η αίτηση εγείρουν την προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη και απορριπτέα. Παράλληλα, παραπέμποντας στο γεγονός της καταχώρισης από πλευράς αιτήτριας της προσφυγής 1225/2006 και την απόσυρση της, επικαλούνται, εμμέσως πλην σαφώς, την αρχή του δεδικασμένου.

 

Για τους πιο κάτω λόγους και οι δύο πιο πάνω θέσεις των καθ'ων η αίτηση με βρίσκουν σύμφωνο.

 

Στην περίπτωση μας η επίδικη απόφαση λήφθηκε στις 16/2/2006 και προσβλήθηκε από την αιτήτρια με την καταχώριση της προσφυγής 1225/2006 τον Ιούλιο 2006. Το γεγονός της προσβολής της επίδικης απόφασης με την καταχώριση της εν λόγω προσφυγής, οδηγεί με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση περιήλθε σε πλήρη γνώση της αιτήτριας πριν την καταχώριση της προσφυγής. Δοθέντος ότι η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε δύο και πλέον χρόνια αργότερα, δηλαδή μετά την εκπνοή της προθεσμίας των 75 ημερών που οι πρόνοιες του άρθρου 146.3 του Συντάγματος προνοούν για άσκηση μιας προσφυγής, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη.

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου προχωρώ να εξετάσω και το κατά πόσο στην παρούσα περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές του δεδικασμένου.

 

Οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο διοικητικό δίκαιο δεν διαφέρουν από τις αρχές που το διέπουν στο αστικό δίκαιο (βλ. Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349). Σκοπός των αρχών του δεδικασμένου δεν είναι άλλος από την αποτροπή της διαιώνισης των διαφορών και της διαφύλαξης της ασφάλειας του δικαίου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αποτροπή αναθεώρησης των ζητημάτων που έχουν κριθεί. Έχει νομολογηθεί πως η εφαρμογή των αρχών του δεδικασμένου προϋποθέτει την ύπαρξη τελεσίδικης κρίσης, την ύπαρξη ταύτισης και ιδιότητας διαδίκων και την ύπαρξη ταύτισης επίδικων θεμάτων (βλ. Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2000) 3 Α.Α.Δ. 625).

 

Στην περίπτωση μας η αιτήτρια αρχικά επιδίωξε την ανατροπή της επίδικης απόφασης με την καταχώριση της προσφυγής 1225/2006. Η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε ως αποσυρθείσα, μετά την καταχώριση και της ένστασης. Υπό αυτές τις περιστάσεις, κρίνω ότι οι προϋποθέσεις για εφαρμογή των αρχών του δεδικασμένου έχουν ικανοποιηθεί. Ως εκ τούτου η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί και γιατί παραβιάζει την εν λόγω αρχή.

 

Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί τόσο γιατί είναι εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη, όσο και γιατί παραβιάζει τις αρχές του δεδικασμένου.

 

Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή απορρίπτεται. Αναφορικά με τα έξοδα, ενόψει της δήλωσης του κ. Καλλίγερου ότι σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής οι καθ'ων η αίτηση δεν ζητούν έξοδα, δεν εκδίδω οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

 

 

 

 

                                                       Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                  Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο