ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1481/2008)

 

29 Δεκεμβρίου, 2010

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ORTHODOXOU  SKEVI'S  BAZZAR  LTD,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ  ΤΟΥ

ΕΦΟΡΟΥ  ΦΟΡΟΥ  ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ  ΑΞΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Θάλεια Ραφτοπούλου (κα), για Αλέκο Ευαγγέλου, για την Αιτήτρια.

Λουΐζα Χριστοδουλίδου - Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή, ζητείται η ακύρωση της απόφασης της Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (η «΄Εφορος»), ημερομηνίας 30/6/2008, με την οποία αυτή, κατόπιν αναθεώρησης, προέβη σε Βεβαίωση Φόρου Προστιθέμενης Αξίας  ύψους ΛΚ129.324,32 - (€220.963,72) - για τις φορολογικές περιόδους από 4/4/2002 μέχρι 31/12/2003.

 

Οι αιτητές, οι οποίοι ασχολούνται με το εμπόριο ειδών ένδυσης και διατηρούν δύο καταστήματα στη Λεμεσό, είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, («Φ.Π.Α.») από 4/4/2002.  Επειδή έγιναν δύο ανώνυμες καταγγελίες, σύμφωνα με τις οποίες αυτοί διενεργούσαν εισαγωγές αδήλωτων εμπορευμάτων και φοροδιαφυγή, λειτουργοί της Υπηρεσίας Φ.Π.Α., σε δύο περιπτώσεις - (πρωί και απόγευμα) - επισκέφθηκαν απροειδοποίητα τα υποστατικά τους και παρέλαβαν διάφορα τιμολόγια, αποδείξεις, ρολά βίζας, καταστάσεις τραπεζικών λογαριασμών, κ.λ.π.).  Από τις επισκέψεις και τον έλεγχο που ακολούθησε, διαπιστώθηκε ότι την περίοδο από 4/4/2002 μέχρι 31/12/2003 οι αιτητές:-

 

(α)    Δεν καταχωρούσαν στην ταμειακή μηχανή της επιχείρησής τους σημαντικό μέρος των εισπράξεων.

 

(β)     Δεν καταχωρούσαν στα βιβλία τους όλα τα ημερήσια δελτία "Ζ" που εκδίδονταν από την ταμειακή μηχανή. 

 

(γ)  Δεν καταχωρούσαν στα βιβλία τους και ούτε παρουσίαζαν για έλεγχο τιμολόγια από τις χονδρικές πωλήσεις που πραγματοποιούσαν. 

 

(δ)  Δεν καταχωρούσαν στα βιβλία τους και στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλλαν στην ΄Εφορο όλες τις εισπράξεις τους.

 

(ε)   Για την περίοδο 31/12/2002 - 31/12/2003, δεν έκαμαν ετήσια απογραφή των αποθεμάτων τους που να περιλάμβανε ποσοτική καταμέτρηση και αποτίμησή τους, σύμφωνα με την παράγραφο 5(1) του Δέκατου Παραρτήματος του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, (Ν. 95(Ι)/2000), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), και τον Κανονισμό 22 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικοί) Κανονισμών του 2001, (Κ.Δ.Π. 314/2001), (όπως τροποποιήθηκαν), (οι «Κανονισμοί»).

 

(στ)   Επίσης, υπήρχαν πολλές καταχωρίσεις με την ένδειξη "no sale", γεγονός που δείκνυε ότι το συρτάρι της ταμειακής μηχανής άνοιγε χωρίς να καταχωρείται σ' αυτήν οποιαδήποτε πώληση.

 

Ενόψει των εν λόγω διαπιστώσεων, η αρμόδια λειτουργός, αφού προέβη σε υπολογισμούς των διαφόρων ποσών, εισηγήθηκε να γίνει βεβαίωση φόρου εκροών που δεν αποδόθηκε, ύψους Λ.Κ.158.026,20.  Ακολούθως, στις 20/2/2006, η ΄Εφορος, επισημαίνοντας τις πιο πάνω ανεπάρκειες και ελλείψεις, που κλόνιζαν την αξιοπιστία των φορολογικών δηλώσεων των αιτητών, τους κοινοποίησε Βεβαίωση Φόρου,  ύψους Λ.Κ.158.026,20.

 

Οι αιτητές αμφισβήτησαν την πιο πάνω Βεβαίωση, μέσω των λογιστών τους, και ζήτησαν την επιστροφή των διαφόρων εγγράφων που παραλήφθηκαν από τα υποστατικά τους στις 28/11/2003.

 

Η ένσταση απορρίφθηκε από την Έφορο, με το αιτιολογικό ότι η επιστολή των λογιστών δεν περιείχε νέα στοιχεία που να δικαιολογούν επανεξέταση, ενώ, ταυτόχρονα, οι αιτητές κλήθηκαν να καταβάλουν ποσό ύψους Λ.Κ.224.081,81, το οποίο συνιστούσε το άθροισμα του οφειλόμενου φόρου και των τόκων μέχρι 10/5/2006.  Στη συνέχεια, όμως, και μετά από νέα διαβήματα των αιτητών, η ΄Εφορος, υιοθετώντας εισήγηση αρμόδιου λειτουργού, αποδέχτηκε το αίτημα για επανεξέταση, και ενημέρωσε ανάλογα τους λογιστές των αιτητών.

 

Στα πλαίσια της επανεξέτασης, έγιναν και δύο συναντήσεις ενός εκ των λογιστών των αιτητών με λειτουργούς της Υπηρεσίας Φ.Π.Α.  Οι τελευταίοι, αφού εξέτασαν τα νέα στοιχεία, υπέβαλαν στην Έφορο εμπεριστατωμένο «Σημείωμα» ημερομηνίας 24/8/2007, μαζί με τις διαπιστώσεις τους, το οποίο κατέληγε σε εισήγηση ότι ένα ποσό της τάξεως των Λ.Κ.271.746,00 δε θα έπρεπε να θεωρηθεί ως προερχόμενο από πωλήσεις της εταιρείας, με αποτέλεσμα το ποσό του φόρου εκροών να μειώνεται σε Λ.Κ.129.324,32.

 

Στη συνέχεια, η Έφορος, αφού έλαβε και τις απόψεις του Τομέα Διερευνήσεων και Συμμόρφωσης, οι οποίες ήταν σύμφωνες με τις εισηγήσεις του πιο πάνω «Σημειώματος» αναφορικά με την αναθεώρηση των υπολογισμών, κοινοποίησε στους αιτητές την επίδικη απόφαση.  Με αυτήν, πληροφορούνταν ότι, με βάση τα στοιχεία που προσκομίστηκαν και τεκμηριώθηκαν επαρκώς στους υπολογισμούς των ελεγκτών τους, η Έφορος προέβη σε εκ νέου υπολογισμό:-

 

(α)  Της αξίας των εκροών και του αναλογούντος σε αυτές φόρου που έπρεπε να δηλωθεί, λαμβάνοντας υπόψη τους εκάστοτε ισχύοντες συντελεστές Φ.Π.Α.· και

 

(β)  Του συνολικού ποσού του φόρου κατά φορολογική περίοδο, που προέκυπτε ως οφειλόμενο και που έπρεπε να βεβαιωθεί.

 

Με βάση τους νέους υπολογισμούς, οι οποίοι παρατέθηκαν σε ξεχωριστούς πίνακες, η εκδοθείσα προς τους αιτητές Βεβαίωση της 20/2/2006 μειώθηκε κατά Λ.Κ.28.701,88 και αναθεωρήθηκε στο ποσό των Λ.Κ.129.324,32, το οποίο βεβαιώθηκε με βάση το ΄Αρθρο 49(1) του Νόμου.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η πιο πάνω απόφαση πρέπει να ακυρωθεί γιατί:-

 

  (ι)  Η Έφορος δεν έλαβε υπόψη και παρερμήνευσε σημαντικά στοιχεία των λογαριασμών τους. 

 

 (ιι)  Η έρευνα που διεξήχθη από την Έφορο ήταν ελλιπής, ανεπαρκής και αυθαίρετη.

 

(ιιι)  Η απόφαση δεν ήταν αμερόληπτη.

 

Εάν, ισχυρίζονται, η ΄Εφορος προέβαινε σε έλεγχο των καταθέσεων, τους έδινε την ευκαιρία να επεξηγήσουν τη θέση τους και δεν κατακρατούσε τα αρχεία και τα βιβλία τους, η απόφαση θα αποφευγόταν.

 

Οι αιτητές, αμφισβητώντας το συμπέρασμα της Εφόρου ότι οι καταθέσεις τους σε τράπεζες και οι πληρωμές μετρητών, κατά την υπό εξέταση περίοδο, αντιστοιχούσαν σε ποσά από πρόσθετες αδήλωτες πωλήσεις, ισχυρίζονται ότι:-

 

(α)  Ορισμένες καταθέσεις που είχαν θεωρηθεί ως αδήλωτες πωλήσεις  αφορούσαν ποσά που μεταφέρθηκαν από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς τους.

 

(β)  Υπήρξαν επιστροφές επιταγών, πέραν εκείνων που υπολογίστηκαν από την ΄Εφορο, οι οποίες κατατέθηκαν εκ νέου από τους ιδίους, χωρίς αυτό να ληφθεί υπόψη, με αποτέλεσμα να θεωρηθούν και αυτές ως αδήλωτες πωλήσεις.

 

(γ)  Πληρωμές μετρητών θεωρήθηκαν ότι προέρχονταν από αδήλωτες πωλήσεις, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι, κατά την ίδια περίοδο, αναλήψεις από τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν ευσταθούν.  Τα αρχεία και τα βιβλία των αιτητών, τα οποία λειτουργοί της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. παρέλαβαν στις 28/11/2003, επεστράφησαν στους λογιστές τους τον Αύγουστο του 2006, όπως οι ίδιοι αναφέρουν στην επιστολή τους προς την Έφορο, ημερομηνίας 24/1/2007.  Επομένως, αυτοί είχαν στη διάθεσή τους όλα τα αναγκαία έγγραφα, για σκοπούς υποβολής των θέσεών τους.  Οι ελεγκτές τους, με βάση τα έγγραφα της επιχείρησης που βρίσκονταν στη διάθεσή τους, υπέβαλαν τις θέσεις τους με τις επιστολές της 24/1/2007 και της 30/3/2007, ζητώντας την αναθεώρηση της φορολογίας.  ΄Οπως, επίσης, προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου και, ειδικότερα, από το «Σημείωμα» του Υπεύθυνου του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. στη Λεμεσό προς την Έφορο, για την εξέταση των νέων στοιχείων που υπέβαλαν οι αιτητές, έγιναν δύο συναντήσεις του λογιστή τους με τους λειτουργούς του Φ.Π.Α. στις 29/5/2007 και στις 5/7/2007.  Σχετική είναι, επίσης, και η επιστολή της Εφόρου προς τους αιτητές και τους λογιστές τους, ημερομηνίας 23/5/007, με την οποία τους πληροφορούσε ότι το αίτημα επανεξέτασης της αρχικής Βεβαίωσης ικανοποιείται και ότι «Τα υποβληθέντα στις 24/1/2007 στοιχεία θα εξεταστούν δεόντως ...». 

 

Από τα πιο πάνω, είναι πρόδηλο ότι οι αιτητές είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν όλους τους λογαριασμούς και τις απόψεις τους, με βάση τα έγγραφα της επιχείρησής τους, τα οποία τους είχαν επιστραφεί.

 

Οι παράμετροι των υπολογισμών των αιτητών - (μεταφορές ποσών μεταξύ λογαριασμών, κατάθεση επιπρόσθετων απλήρωτων επιταγών και αναλήψεις μετρητών) - (υπό στοιχεία (α), (β), (γ), πιο πάνω) - για τις οποίες αυτοί παραπονούνται ότι δε λήφθηκαν υπόψη, καθώς προκύπτει, τέθηκαν, ως νέα στοιχεία που προέκυψαν μετά την παραλαβή των εγγράφων από τους λογιστές τους, με τις επιστολές τους 24/1/2007 και 30/3/2007.

 

Οι εν λόγω ισχυρισμοί των αιτητών όχι μόνο δεν αγνοήθηκαν αλλά εξετάστηκαν αναλυτικά στο «Σημείωμα» του αρμόδιου λειτουργού, ημερομηνίας 24/8/2007, από το οποίο προκύπτει ότι για όσες θέσεις τους παρουσιάστηκαν επαρκή στοιχεία αυτές έγιναν αποδεκτές. 

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι, για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν έγινε έρευνα και ότι οι υπολογισμοί των προτεινόμενων πωλήσεων βασίστηκαν στην αυθαίρετη και ατεκμηρίωτη υπόθεση ότι οι καταθέσεις που έγιναν στους λογαριασμούς των ιδίων και της συμβούλου τους ήταν προϊόν αδήλωτων πωλήσεων.  Επιπρόσθετα, εισηγούνται ότι, με βάση τους υπολογισμούς της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. για τα εισοδήματά τους, εξάγεται το αυθαίρετο και παράλογο συμπέρασμα ότι η επιχείρησή τους, τύπου παζαράκι, είχε περιθώριο κέρδους 230%.  Επίσης, προβάλλουν ότι δεν μπορεί να προωθείται η θέση ότι οι σχετικές καταθέσεις επί των οποίων βασίστηκαν οι υπολογισμοί της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. ήταν αδήλωτες πωλήσεις, απλά και μόνο επειδή αυτοί δεν μπορούσαν να αποδείξουν την προέλευσή τους.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί δε γίνονται δεκτοί.  Η εξεταζόμενη περίπτωση διέπεται από το ΄Αρθρο 49(1) του Νόμου, το οποίο ορίζει τα ακόλουθα:-

 

«49. - (1)  ΄Οταν οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείψει να υποβάλει οποιεσδήποτε φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου (ή δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης που καταργήθηκε με τον παρόντα Νόμο) ή να τηρήσει οποιαδήποτε έγγραφα και να παράσχει τις διευκολύνσεις τις απαραίτητες για να επαληθευτούν τέτοιες δηλώσεις ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι τέτοιες δηλώσεις είναι ελλιπείς ή ανακριβείς, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο και να γνωστοποιήσει το ποσό στο πρόσωπο αυτό.»

 

 

 

΄Οπως προκύπτει από τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν, οι λειτουργοί της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. διαπίστωσαν, από τις επισκέψεις στα υποστατικά των αιτητών, την εξέταση των αρχείων και των βιβλίων τους, αλλά και από τις πληροφορίες που δόθηκαν από τους ιδίους, ότι υπήρχαν ανεπάρκειες και ελλείψεις στοιχείων, που κλόνιζαν την αξιοπιστία των φορολογικών τους δηλώσεων.

 

΄Ολες οι διαπιστώσεις των ελέγχων, που περιγράφονται στις σχετικές Εκθέσεις και «Σημειώματα», οδηγούσαν στο εύλογο συμπέρασμα ότι οι αιτητές παρέλειπαν να καταχωρούν στα βιβλία και στις φορολογικές τους  δηλώσεις σημαντική αξία εκροών, με αποτέλεσμα να μην αποδίδεται αρκετά σημαντικό ποσό φόρου εκροών.  Ενόψει των εν λόγω διαπιστώσεων, η ΄Εφορος δικαιολογημένα οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι οι φορολογικές δηλώσεις των αιτητών ήταν ελλιπείς και ότι περιείχαν σφάλματα, γι' αυτό και προχώρησε στην επιβολή της Βεβαίωσης Φόρου της 20/2/2006.

 

Κατά την εξέταση της ένστασης που ακολούθησε, διερευνήθηκε εκ νέου η υπόθεση, με βάση και τα νέα στοιχεία που τέθηκαν και υποβλήθηκε στην Έφορο νέο αναλυτικό «Σημείωμα» του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. στη Λεμεσό, στο οποίο εξετάζονται ένα προς ένα τα επιχειρήματα των αιτητών.  Οι Εκθέσεις και τα Σημειώματα συνοδεύονται από αναλυτικούς πίνακες, καθώς και από αντίγραφα αποδείξεων, τραπεζικών καταστάσεων, επιταγών κ.λ.π.  Προκύπτει, από το διοικητικό φάκελο, ότι η έρευνα που διεξήχθη κάλυψε όλες τις πτυχές της υπόθεσης, η δε απόφαση της Εφόρου είναι πλήρως αιτιολογημένη.

 

Η αναθεώρηση της αρχικής Βεβαίωσης ήταν αποτέλεσμα αποδοχής των υπολογισμών των αιτητών που τεκμηριώνονταν επαρκώς με αποδεικτικά έγγραφα.   Για τους υπόλοιπους, που δεν έγιναν αποδεκτοί, τα στοιχεία που δόθηκαν ήταν είτε ελλιπή είτε ανύπαρκτα, όπως προκύπτει από το «Σημείωμα» της 24/8/2007.

 

΄Οπως έχει νομολογηθεί, εναπόκειται στο φορολογούμενο να διατηρεί και να παρουσιάζει όλα τα απαραίτητα στοιχεία σε σχέση με τον προσδιορισμό της φορολογικής του κατάστασης και δεν αποτελεί ευθύνη των αρμοδίων φορολογικών υπηρεσιών να αναζητούν οι ίδιες στοιχεία αναφορικά με τα εισοδήματα αυτά - (Βλ. Πέτρου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 363 και Βιομηχανία Υποδημάτων Αφροδίτη Λτδ v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 47).

 

Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην P. Zazoo Unisex Boutique Ltd v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 67/07, 1/6/10, σε σχέση με το Φ.Π.Α., αναφέρονται τα εξής:

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία, ο Φ.Π.Α. είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, στην έλλειψη δε στοιχείων και πληροφοριών που οφείλει ο επιχειρηματίας να κρατεί, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει το φόρο χρησιμοποιώντας εκείνη τη μεθοδολογία που προσφέρεται υπό τις περιστάσεις (δέστε Κ.Ε.Μ. Tours Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 211, Σουβλάκια Γύρος «Κρητικός» Λτδ v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 935, Δημοκρατία v. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679 και Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21).  Περαιτέρω, σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν ισχύει η αρχή της αυτοτέλειας της φορολογίας κάθε φορολογικής περιόδου στην περίπτωση του Φ.Π.Α., ο δε Έφορος διατηρεί την ευχέρεια να χρησιμοποιεί στοιχεία ορισμένων περιόδων για προσδιορισμό του Φ.Π.Α. που αφορά τη συνολική, κατά περίπτωση, περίοδο (δέστε F & A Car Supermarket Ltd v. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 31/07, ημερ. 8.3.2010)

 

 

 

Αναφορικά με τις διάφορες εκτιμήσεις της Εφόρου για τους λογαριασμούς των αιτητών και, κυρίως, για τις καταθέσεις τους που θεωρήθηκαν ως προϊόν αδήλωτων πωλήσεων, αρκεί να λεχθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, σε φορολογικές υποθέσεις, το δικαστήριο περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας της πράξης και στο κατά πόσο η διοίκηση υπερέβη, με οποιοδήποτε τρόπο, τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας - (βλ. G. & L. Galibers Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 533, Α & A Constantinou Bros Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 43).

 

Είναι, επίσης, νομολογιακά αποδεκτό ότι ο Έφορος θεωρείται ότι έχει ενεργήσει νόμιμα, εφόσον, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία, ευρίσκεται μέσα στα όρια του λογικά εφικτού - (βλ. Bαρναβίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376).

 

Στην παρούσα περίπτωση, η Έφορος δε φαίνεται να άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια κατά τρόπο που να εκφεύγει από ό,τι επιβάλλει το ΄Αρθρο 49(1) του Νόμου.

 

Τελευταίο επιχείρημα των αιτητών είναι ότι η απόφαση δεν ήταν αμερόληπτη, επειδή, στα πλαίσια ποινικής έρευνας για φορολογικά αδικήματα, η Υπηρεσία Φ.Π.Α. τους ζήτησε να υπογράψουν γραπτή δήλωση παραδοχής, την οποίαν απέρριψαν, με αποτέλεσμα την επίδικη Βεβαίωση.

 

Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.  ΄Οπως προκύπτει από το Σημείωμα του Τομέα Διερεύνησης και Συμμόρφωσης, 24/10/2007, ο οποίος μάλιστα είχε εισηγηθεί την αποδοχή της ένστασης των αιτητών, οι τελευταίοι δήλωσαν, μέσω των λογιστών τους, ότι δεν επιθυμούσαν συμβιβασμό των υπό διερεύνηση τελωνειακών αδικημάτων, για τα οποία ο Τομέας θα συνέχιζε την έρευνα, με προοπτική την ποινική δίωξη των αιτητών.  Η διεξαγωγή ποινικής έρευνας δεν αποδεικνύει προκατάληψη ή έχθρα εναντίον τους.  Στην υπόθεση Καψοσιδέρης v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170, λέχθηκε ότι η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα που παρουσιάζονται σε σχετικούς διοικητικούς φακέλους είτε από ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων.  Στην παρούσα περίπτωση, οι ισχυρισμοί των αιτητών παρέμειναν ατεκμηρίωτοι.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.500,00 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                                                         Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                      Δ.

 

/ΜΣ, ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο