ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1453/2010)
17 Δεκεμβρίου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 29, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
RAMESH CHANDER,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2.11.2010 ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ.
Χρ. Ρασπόπουλος, για τον Αιτητή.
Ι. Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από την Ινδία, αφίχθηκε στην Κύπρο κατά το 2005 και υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο. Του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής η οποία ανανεωνόταν και ίσχυε μέχρι τις 27.2.2008. Εν τω μεταξύ, η αίτησή του για πολιτικό άσυλο απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, οπότε ο αιτητής υπέβαλε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων κατά την 27.7.2007. Στις 14.5.2008 ο αιτητής συνήψε πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Ιδαλίου με Βουλγάρα υπήκοο η οποία διαμένει στην Κύπρο και απέσυρε την προσφυγή του, η οποία και απορρίφθηκε. Αντ΄ αυτής, ο αιτητής στις 26.8.2008 υπέβαλε αίτηση για εξασφάλιση άδειας παραμονής ως εξαρτώμενος Ευρωπαίας πολίτιδας και για να εργαστεί σε συγκεκριμένη εταιρεία. Του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι και τις 14.8.2010. Ακολούθως, στις 31.3.2010, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για Έκδοση Δελτίου Διαμονής για Μέλη της Οικογένειας Πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ένωσης, και για να συνεχίσει να εργάζεται στην ίδια εταιρεία.
Μετά από διεξαχθείσα αστυνομική έρευνα σχετικά, μεταξύ άλλων, και με τη γνησιότητα του γάμου του αιτητή, διαπιστώθηκε ότι ο ίδιος και η σύζυγός του δεν διέμεναν κάτω από την ίδια στέγη. Μετά από την υποβολή της σχετικής αστυνομικής έκθεσης, η αίτηση του αιτητή για εξασφάλιση άδειας παραμονής απορρίφθηκε και με επιστολή κλήθηκε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Στις 5.10.2010 συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση, αφού παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, και στις 6.10.2010 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης.
Με την προσφυγή του, ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 6.10.2010, όπως τον συλλάβουν και/ή εκδώσουν διάταγμα κράτησης και απέλασης εναντίον του.
Με την παρούσα μονομερή αίτησή του, ο αιτητής επιζητεί την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων με τα οποία να αναστέλλεται η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση με την οποία εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση της προσφυγής του. Κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, η αίτηση σε σχέση με το διάταγμα απέλασης αναστάληκε προσωρινά, ενώ σε σχέση με το διάταγμα κράτησης η αίτηση επιδόθηκε στους καθ΄ων η αίτηση, οι οποίοι και εμφανίστηκαν στη διαδικασία, ενιστάμενοι στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Στη λιτή ένορκη δήλωση, η οποία συνοδεύει την αίτησή του, ο αιτητής αναφέρει ότι, μέχρι την ημέρα σύνταξης της ένορκης δήλωσής του, δεν έλαβε καμιά απάντηση στο αίτημά του για έκδοση δελτίου διαμονής μέλους της οικογένειας πολίτη της ένωσης. Στις 5.10.2010 συνελήφθη από την Αστυνομία και τέθηκε υπό κράτηση, ενώ έχει, όπως ισχυρίζεται, το δικαίωμα να παραμείνει στη Δημοκρατία ως σύζυγος Ευρωπαίας πολίτιδας.
Από την άλλη πλευρά, οι καθ΄ων η αίτηση, με ένορκη δήλωση Διοικητικής Λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία και συνοδεύει την Ένστασή τους, θέτουν ενώπιον του Δικαστηρίου λεπτομερώς τα γεγονότα που έχουν διαρρεύσει μεταξύ της άφιξης του αιτητή στη Δημοκρατία και της έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων. Πλείστα τούτων, έχω παραθέσει σε σύνοψη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Οι καθ΄ων η αίτηση, αναφορικά με τη νομική πτυχή του υπό εξέταση θέματος, εγείρουν κατ΄ αρχή προδικαστική ένσταση σύμφωνα με την οποία οι αιτούμενες από τον αιτητή μέσω της αίτησής του θεραπείες δεν μπορούν να παραχωρηθούν καθότι, αν παραχωρηθούν, θα διαγνωσθεί η προσφυγή στην ουσία της και θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Περαιτέρω, οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του αιτουμένου διατάγματος, εφόσον δεν διαπιστώνεται καμιά παρανομία, έκδηλη ή μη, ούτε και καταδεικνύεται ο κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή.
Όπως ξεκάθαρα εξάγεται από τη νομολογία, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί παρέχοντας ενδιάμεση-προσωρινή θεραπεία, εκεί μόνο όπου ο αιτητής αποδεικνύει την ύπαρξη ενός από δύο παράγοντες:
α. Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ή
β. Επιφορά ανεπανόρθωτης ζημιάς στον ίδιο από τη μη έκδοση του διατάγματος.
(Bλ. π.χ. Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837, Mayo and another v. Republic (1988) 3 CLR 1203, Frangos and others v. Republic (1982) 3 CLR 53).
Πολλές, αλλά συγκλίνουσες ερμηνείες έχουν δοθεί στον όρο "έκδηλη παρανομία" σε κατά καιρούς εκδοθείσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Ltd (2007) 3 ΑΑΔ 32, λέχθηκαν τα εξής στη σελίδα 36 του τόμου αποφάσεων:
"Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί, και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234. Θα πρέπει η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης."
Στην ίδια την απόφαση Λοϊζίδης (ανωτέρω), στην οποία και παραπέμπει το πιο πάνω απόσπασμα, επεξηγήθηκε ότι:
"Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης."
Στην υπόθεση Frangos and others v. Republic (ανωτέρω) λέχθηκε ότι:
"For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts."
Δηλαδή, η παρανομία θα πρέπει να είναι απτή, ή όπως έχει άλλως χαρακτηρισθεί, θα πρέπει να είναι εξόφθαλμη.
Ως προς τον παράγοντα της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, απαιτείται η απόδειξη από τον αιτητή σοβαρής πιθανότητας ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το ζητούμενο προσωρινό διάταγμα. Προς τούτο, είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας από την οποία να αποδεικνύεται ότι η ζημιά την οποία θα υποστεί ο αιτητής δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να χορηγηθούν με την ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, ή με άλλο τρόπο. Ακόμα δε και στην περίπτωση κατά την οποία μπορεί να διαφαίνεται πιθανότητα πρόκλησης τέτοιας ζημιάς, το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να εκδώσει προσωρινό διάταγμα, αν αυτό είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της Διοίκησης. Επανειλημμένα δε έχει νομολογηθεί ότι η πρόκληση κάποιας χρηματικής ζημιάς κατά κανόνα δεν θεωρείται ανεπανόρθωτη για σκοπούς έκδοσης προσωρινού διατάγματος μέχρι την εκδίκαση προσφυγής, εκτός εάν η αποτίμηση και επανόρθωση της ζημιάς που επικαλείται ο αιτητής είναι αδύνατη. (Κροκίδου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Μαρκουλλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 3413).
Ως προς την προδικαστική ένσταση, την οποία ήγειραν οι καθ΄ων η αίτηση, παρατηρώ τα εξής:
Το γεγονός ότι η άσκηση κρίσης του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση αίτησης για απόδοση προσωρινής θεραπείας μπορεί να ενέχει αποφασιστική σημασία στην έκβαση της ουσίας της προσφυγής, δεν συνιστά αφ΄ εαυτού κώλυμα στην έκδοση προσωρινού διατάγματος στη βάση διαπίστωσης ύπαρξης έκδηλης παρανομίας. Όπως είχε λεχθεί και στην παλαιότερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Sofocleous v. The Republic (1971) 3 CLR 345, έστω και αν η συνέχιση της προσφυγής επί της ουσίας της καταστεί μάταιη, προσωρινό διάταγμα μπορεί να εκδοθεί εκεί όπου μια διοικητική πράξη αποδεικνύεται έκδηλα παράνομη, παρόλον ότι ένα τέτοιο θέμα πρέπει να προσεγγίζεται με υπέρτατη προσοχή ως κάτι που αποθαρρύνεται από τον Κανονισμό 13 των Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όπως δε τονίστηκε και στη Λοϊζίδης ν. Υπουργείου Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233, επί έκδηλης παρανομίας προσωρινό διάταγμα εκδίδεται και μάλιστα κατά κανόνα η ίδια η προσφυγή διεκπεραιώνεται επί της ουσίας.
Θα εξετάσω στη συνέχεια κατά πόσο με τα τεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία στην παρούσα περίπτωση ικανοποιείται η μια ή η άλλη από τις απαραίτητες διαζευκτικές προϋποθέσεις για έκδοση προσωρινού διατάγματος.
α. Η κατάδειξη ή μη του στοιχείου της έκδηλης παρανομίας.
Στην ένορκή του δήλωση ο αιτητής δεν υποδεικνύει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο το οποίο να στοιχειοθετεί έκδηλη παρανομία. Το μόνο το οποίο αναφέρει είναι ότι, ενώ έχει δικαίωμα να παραμείνει στη Δημοκρατία ως σύζυγος Ευρωπαίας πολίτιδας και ενώ ανέμενε τη θετική απάντηση της διοίκησης στο αίτημά του, άνευ άλλου, συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση.
Παρά τούτο, θα προχωρήσω να εξετάσω και άλλους ισχυρισμούς του αιτητή, τους οποίους αυτός ήγειρε στην αγόρευσή του, ισχυριζόμενος ότι έλαβε γνώση των γεγονότων στα οποία αυτοί στηρίζονται μέσω της Ένστασης των καθ΄ων η αίτηση και των συνημμένων σ΄ αυτήν εγγράφων.
Ο ισχυρισμός του αιτητή περί διάπραξης έκδηλης παρανομίας έγκειται κατά κύριο λόγο στη θέση του ότι η επιστολή ημερομηνίας 6.10.2010, στην οποία στηρίχτηκε η έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στον αιτητή και ότι αυτός έλαβε γνώση της ύπαρξής της και, συνακόλουθα. της απόρριψης του αιτήματός του για άδεια διαμονής στην Κύπρο, με την παράδοση της ένστασης των καθ΄ων η αίτηση. Εγείρει έτσι ο αιτητής θέμα ότι η επιστολή εκείνη δεν περιέχει εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά έχει παραμείνει internum, καθότι δεν έχει εξωτερικευθεί και συνακόλουθα, το υπόβαθρο έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης πάσχει.
Παρέπεμψε σχετικά ο αιτητής στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Kianiashvili v. Δημοκρατίας (2007) 1 ΑΑΔ 312 και Vickey v. Δημοκρατίας (2004) 1Γ ΑΑΔ 1817.
Στις αποφάσεις εκείνες είχαν εκδοθεί προνομιακά εντάλματα habeas corpus, επειδή δεν είχε καταδειχθεί ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο γνωστοποίησής τους, που είναι η ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, τα εκδοθέντα διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή είχαν γνωστοποιηθεί προς τον ίδιο. Κρίθηκε έτσι ότι τα διατάγματα δεν είχαν εξωτερικευθεί και παρέμειναν internum της διοίκησης.
Όμως, στην υπό εξέταση περίπτωση, ο αιτητής δεν ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε περί της ύπαρξης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Το ότι γνώριζε προκύπτει από την ίδια την προσφυγή με την οποία προσβάλλει τη νομιμότητα των διαταγμάτων ημερομηνίας 6.10.2010, επιζητώντας την ακύρωσή τους. Προσβάλλει δε τη νομιμότητα των δύο αυτών διαταγμάτων, υποστηρίζοντας ότι η διοικητική πράξη της απόρριψης του αιτήματός του για άδεια διαμονής στη Δημοκρατία δεν κατέστη εκτελεστή, επειδή δεν κατέστη γνωστή σ΄ αυτόν. Με αυτό όμως, τον έμμεσο τρόπο, ο αιτητής επιδιώκει τον έλεγχο της νομιμότητας προηγηθείσας διοικητικής πράξης στη βάση έκδηλης παρανομίας που καταλογίζει στην έκδοση των υπό κρίση εδώ διαταγμάτων.
Το ακόλουθο απόσπασμα από τα λεχθέντα από τον Κωνσταντινίδη Δ. στην Υπόθεση αρ. 1810/2006 Davinder Singh v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 5.11.2007, σε υπόθεση με παρόμοια περιστατικά, είναι σχετικό:
". Τα περί το γάμο του αιτητή, όμως, και τις όποιες συνέπειες από αυτόν, εξετάστηκαν στο πλαίσιο της αίτησής του για άδεια παραμονής. Αυτή η αίτηση απορρίφθηκε, ήταν βεβαίως εκτελεστή διοικητική πράξη και η νομιμότητά της θα ήταν δυνατό να ελεγχθεί εφόσον εμπροθέσμως ασκείτο προσφυγή, με αυτή ως αντικείμενο. Ως προς το διάταγμα απέλασης, παρέμεινε ως γεγονός το ότι, όπως εξηγήθηκε, ήταν απαγορευμένος μετανάστης και δεν είναι δυνατό στο πλαίσιο αυτής της προσφυγής να επεκταθούμε σε ζητήματα ασύνδετα προς την αιτιολογική του βάση. Η απόφαση του Κραμβή Δ., στη Maria Slavova v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1272/00, ημερομηνίας 18.4.02, την οποία επικαλούνται οι καθ΄ων η αίτηση, είναι σχετική. Όπως, όμως, και η μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας στην Pacraz v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 602. Η αιτήτρια επικαλείται τη Mahmood Adil v. Κυπριακής Δημοκρατίας, την περιγράφει ως ΑΕ1452/05 ημερομηνίας 13.1.06 αλλά, στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνεται, πρόκειται περί απόφασης του Νικολάου, Δ., σε προσφυγή με τον πιο πάνω αριθμό. Εκείνη η υπόθεση σαφώς διακρίνεται. Δεν είχε παρεμβληθεί διοικητική πράξη, όπως εν προκειμένω, στο πλαίσιο ελέγχου της οποίας θα συζητούνταν τα περί το γάμο που και εκεί προβάλλονταν, γι΄ αυτό και η κατάληξη στο τέλος πως «υπήρξε, εν προκειμένω, εσφαλμένη εκτίμηση των δεδομένων, όπως αυτά εμφανίζονταν ως αποτέλεσμα του γάμου του αιτητή με υπήκοο χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της δυνατότητας την οποία αυτή η εξέλιξη επακόλουθα του παρείχε για να ζητήσει από τη χώρα μας άδεια παραμονής και να τύχει απάντησης".
Όσο δε αφορά στο χρόνο και τρόπο πληροφόρησης του αιτητή για την προηγηθείσα απόρριψη του αιτήματός του, ορθά επισημάνθηκαν τα ακόλουθα στην ίδια απόφαση:
". Ο αιτητής συζητά το χρόνο πληροφόρησής του για την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για άδεια παραμονής με αναφορά στη διεύθυνση στην οποία η σχετική επιστολή απεστάλη. Και οι καθ΄ων η αίτηση υποδεικνύουν πως ήταν δική του ευθύνη να ενημερώσει για αλλαγή διεύθυνσης. Όμως, όπως και να έχουν τα πράγματα, ο χρόνος λήψης γνώσης για εκτελεστή διοικητική πράξη αφορά σε εκείνη και στην προθεσμία μέσα στην οποία θα είναι δυνατή η προσβολή της. Δεν μπορεί να συσχετιστεί τέτοιο θέμα με προσφυγή όπως η παρούσα, το αντικείμενο της οποίας είναι άλλο."
Το ίδιο πρόβλημα αλλά a fortiori αντιμετωπίζει και το άλλο σκέλος της εισήγησης του αιτητή περί διάπραξης έκδηλης παρανομίας λόγω του ότι, όπως ισχυρίζεται, οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν υπό πλάνη περί τα πράγματα όταν απέρριπταν την αίτησή του για άδεια διαμονής στη Δημοκρατία. Σε σχέση με αυτή την πτυχή, ο αιτητής προτάσσει διάφορες αδυναμίες οι οποίες, κατά την άποψή του, παρατηρούνται στην αστυνομική διερεύνηση του κατά πόσο συζούσε με τη σύζυγό του και την ανεπάρκεια και πλάνη ως προς το συμπέρασμα περί της εικονικότητας του γάμου του.
Όλα όμως αυτά είναι θέματα που μπορούν μόνο να διερευνηθούν και αξιολογηθούν στο πλαίσιο εξέτασης θεμάτων ουσίας που αφορούν την πράξη απόρριψης του αιτήματος του αιτητή και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα στοιχειοθέτησης έκδηλης παρανομίας κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
β. Η κατάδειξη η μη του στοιχείου της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς.
Σε σχέση με αυτό τον παράγοντα, εκείνα τα οποία αναφέρει ο αιτητής στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησής του (παράγραφος 11) είναι τα ακόλουθα:
". Εάν αφεθεί να συνεχίζει η παράνομη αυτή κατάσταση μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, θα προκληθεί σε μένα ανεπανόρθωτη βλάβη καθότι δεν θα έχω τη δυνατότητα να βρίσκομαι μαζί με τη σύζυγο μου και θα στερείται η προσωπική μου ελευθερία και θα καταστήσει μάταια και άνευ αποτελέσματος την απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο και θα επιφέρει πλήγμα ανεπανόρθωτο σε μένα."
Επανειλημμένα έχει τονιστεί στη νομολογία ότι η ίδια η κράτηση ενός αιτητή και οι αναμενόμενες από τη στέρηση της ελευθερίας του επιπτώσεις, δεν στοιχειοθετούν αφ΄ εαυτών ανεπανόρθωτη ζημιά. (Rached v. Δημοκρατίας (1992) 4(Δ) ΑΑΔ 3135, Moyo and another v. The Republic (1988) 3 CLR 1203).
Με δεδομένο ότι η παραμονή στη Δημοκρατία ενός αλλοδαπού έχει κριθεί ως παράνομη, τούτο σημαίνει πως ο ίδιος δεν έχει συνταγματικό δικαίωμα να είναι παρών μέχρι και κατά τη διάρκεια της δίκης του, ενώ εάν η παρουσία του κριθεί αναγκαία, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ρυθμιστεί κατάλληλα. [Moyo and another v. The Republic (ανωτέρω)]. Ούτε και αν επιτύχει στην εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής του, αυτή θα έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, αφού σε τέτοια περίπτωση αυτός θα μπορεί να ενεργήσει ανάλογα με την έκβαση της υπόθεσής του.
Γι΄ αυτούς τους λόγους, η αίτηση του αιτητή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του, όπως αυτά θα υπολογιστούν στο τέλος της προσφυγής.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ