ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1427/2009)
13 Δεκεμβρίου, 2010
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
TAMAR JAVAKHISHVILI,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΙ/Ή ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Χρίστος Χριστοδουλίδης, για την Αιτήτρια.
Μαριλένα Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια, με την προσφυγή της αυτή, ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:-
«Α. Δήλωση του Σεβαστού[1] ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση που εκδόθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2007 η οποία δεν επιδόθηκε στην αιτήτρια αλλά κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια μέσω του δικηγόρου της προφορικά στις 22/09/2009 και με την οποία εισηγείτο όπως η Διοικητική Προσφυγή απορρίφθηκε και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να επικυρωθεί, είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται η απόφαση ημερομηνίας 17 Οκτωβρίου 2007 των Καθ' ων η Αίτηση με την οποία έκριναν ότι η αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, 19 και 19Α του Περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Γ. Διάταγμα αναστέλλον την απέλαση της αιτήτριας μέχρι πλήρους αποπεράτωσης της παρούσης υποθέσεως.»
Η αιτήτρια, έγγαμη και μητέρα δύο παιδιών, ηλικίας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τεσσάρων και δύο χρόνων, κατάγεται από τη Γεωργία. ΄Ηλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία με το σύζυγό της και το ένα παιδί τους - το δεύτερο γεννήθηκε στην Κύπρο - παράνομα μέσω των κατεχομένων περιοχών στις 3/9/2005. Στις 6/4/2006, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση σ' αυτήν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα. ΄Οπως ισχυρίστηκε, ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της ήταν η έλλειψη εργασίας. ΄Ηλθαν στην Κύπρο για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Σε συνέντευξη που είχε με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στις 5/9/2007, επανέλαβε, ουσιαστικά, όσα στην αίτησή της ισχυρίστηκε, προσθέτοντας ότι η ίδια, στη χώρα της, δεν αντιμετώπιζε οποιαδήποτε δίωξη ή προβλήματα με τις αστυνομικές αρχές, σε περίπτωση, όμως, που επέστρεφε, δε θα είχε σπίτι ή εργασία. Ο λόγος που καθυστέρησε να υποβάλει την αίτηση ήταν γιατί, όταν ήλθαν, έμεινε έγκυος και δεν είχε κάποιο να την βοηθήσει.
Το αίτημά της εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και απορρίφθηκε, για το λόγο ότι τα προβλήματα που αυτή αντιμετώπιζε δεν ενέπιπταν στο ΄Αρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), σύμφωνα με το οποίο πρόσφυγας αναγνωρίζεται πρόσωπο, που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξής του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης η αιτήτρια καταχώρισε, στις 4/10/2007, διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, (η «Αναθεωρητική Αρχή»). Σε χειρόγραφη επιστολή που επεσύναψε στη διοικητική προσφυγή της ζήτησε όπως παραμείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία, αφού, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, θα αντιμετώπιζε δυσκολίες, λόγω του ότι έχει δύο μικρά παιδιά, δεν έχουν τόπο διαμονής και ο σύζυγός της, Αρμενικής καταγωγής, δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει εργασία.
Λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής ερεύνησε όλα όσα τέθηκαν από την αιτήτρια ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, καθώς και όσα αυτή έθεσε με τη διοικητική της προσφυγή. Στη συνέχεια, ετοίμασε έκθεση, που υπέβαλε στην Αναθεωρητική Αρχή, η οποία, με τη σειρά της, αφού εξέτασε την υπόθεση, έκρινε δικαιολογημένη την κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε τη διοικητική προσφυγή, σημειώνοντας ότι ο σύζυγος της αιτήτριας υπέβαλε χωριστή αίτηση για αναγνώριση σ' αυτόν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, η οποία, επίσης, απορρίφθηκε τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό.
Η αιτήτρια, με την προσφυγή της, επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, ισχυριζόμενη ότι αυτή είναι αναιτιολόγητη, λήφθηκε καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, με πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, κατόπιν ανεπαρκούς έρευνας και χωρίς να της δοθεί το δικαίωμα να δηλώσει τους λόγους που ζητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και/ή χωρίς να ακουστεί από την Αναθεωρητική Αρχή.
Με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, ο οποίος, σημειωτέον, κατά την ημέρα των διευκρινίσεων αλλά και κατά την προηγούμενη δικάσιμο δεν εμφανίστηκε, ούτε και καταχώρισε απαντητική γραπτή αγόρευση, σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, καίτοι ειδοποιήθηκε δεόντως από τον Πρωτοκολλητή και τη συνήγορο των καθ' ων η αίτηση τόσο για την παράταση του χρόνου που δόθηκε για την καταχώρισή της όσο και για την ημέρα των διευκρινίσεων, υποστηρίζεται ότι τα γεγονότα, τα οποία αυτή έθεσε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, δεν αξιολογήθηκαν ορθά.
Οι καθ' ων η αίτηση, με την ένστασή τους, εγείρουν προδικαστικά θέμα εκπρόθεσμου της προσφυγής και αδυναμίας έκδοσης, στα πλαίσια αυτής, της θεραπείας υπό στοιχείο Γ. Η καταχώριση της προσφυγής, υποστηρίζουν, δύο χρόνια σχεδόν μετά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία απεστάλη στην αιτήτρια με συστημένη επιστολή στις 26/10/2007, στη διεύθυνση που η ίδια δήλωσε, αλλά παρέμεινε αζήτητη και επεστράφη, την καθιστά εκπρόθεσμη.
Με αναφορά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 253, εισηγήθηκε ότι η αμέλεια της αιτήτριας να παραλάβει την επιστολή ισοδυναμούσε με εκπρόθεσμη άσκηση του δικαιώματός της για καταχώριση της προσφυγής της.
Θεωρώ ότι η φύση του προδικαστικού ζητήματος σε σχέση με το εμπρόθεσμο ή όχι της προσφυγής επιβάλλει όπως αυτό εξεταστεί πρώτο.
Η προθεσμία που θέτει το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος είναι ανατρεπτική και αρχίζει με την πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης από το διοικούμενο. Σύμφωνα με το Σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου - η Αίτηση Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Τρίτη ΄Εκδοση, Παράγραφος 30 - πλήρης είναι η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαπιστώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια τη ζημιά που υφίσταται από την πράξη. Δεν απαιτείται, βέβαια, ο διοικούμενος να γνωρίζει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να αποδειχθεί η παρανομία της πράξης. Το αντικείμενο της γνώσης είναι η απόφαση - (βλ. Ploussiou ν. Central Bank (1982) 3 C.L.R. 230, 237).
Είναι νομολογημένο ότι το θέμα της προθεσμίας είναι θέμα πραγματικό και αποφασίζεται υπό το φως των συγκεκριμένων περιστατικών της κάθε υπόθεσης - (βλ. Yialousa Savings Bank Limited v. Republic (Minister of Finance as Controller of Banks) and Another (1977) 3 C.L.R. 25). Το βάρος απόδειξης ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη το φέρει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει το σχετικό ισχυρισμό. Αμφιβολία ή αβεβαιότητα σε σχέση με την έναρξη της προθεσμίας επιλύεται υπέρ του αιτητή - (βλ. Costas Neophytou and The Republic of Cyprus through The Public Service Commission (an Independent Body) (1964) C.L.R. 280).
Η αιτήτρια, σε σχέση με το πότε έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης, αναφέρεται μόνο στο αιτητικό Α της προσφυγής της, όπου ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν της επιδόθηκε, αλλά το περιεχόμενό της το πληροφορήθηκε προφορικά στις 22/9/2009, από το συνήγορό της.
Παρά το γεγονός ότι τα πιο πάνω δεν αποτελούν, παρά ένα γενικό και αόριστο ισχυρισμό, ο οποίος θα μπορούσε να μην εξεταστεί, διαπιστώνω ότι αυτός, κάθε άλλο παρά υποστηρίζεται από το διοικητικό φάκελο. Από αυτόν, διαπιστώνεται ότι η αιτήτρια ούτε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ούτε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής εκπροσωπείτο από συνήγορο και γεννάται το ερώτημα πώς ο συνήγορος, που τώρα την εκπροσωπεί, γνώριζε για την τύχη της διοικητικής προσφυγής της και την ενημέρωσε. Ο εν λόγω ισχυρισμός, ο οποίος διαψεύδεται από τα ενώπιόν μου έγγραφα, δεν έχω αμφιβολία ότι γίνεται στην προσπάθεια η προσφυγή να είναι εμπρόθεσμη. Είναι, όμως, και κάτι άλλο, το οποίο λειτουργεί εναντίον του αόριστου ισχυρισμού, που αυτή προβάλλει σε σχέση με την ημερομηνία που έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης. Στο φάκελο υπάρχει γραπτή εξουσιοδότηση προς το συνήγορό της όπως αυτός λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα να ερευνήσει το φάκελό της στο Τμήμα Υπηρεσίας Ασύλου και/ή στην Αναθεωρητική Αρχή και, στην περίπτωση που αυτός είναι κλειστός, να ενεργήσει για το επανάνοιγμά του. Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι η αιτήτρια εσκεμμένα απέφυγε να παραλάβει τη συστημένη επιστολή που της απεστάλη από την Αναθεωρητική Αρχή, είτε γιατί γνώριζε το αποτέλεσμα, είτε γιατί δεν την ενδιέφερε. Εάν δε γνώριζε για την τύχη της διοικητικής προσφυγής της, οι οδηγίες προς το συνήγορό λογικά θα ήταν άλλες. Η αδιαφορία της για δύο σχεδόν χρόνια να ενδιαφερθεί για το αποτέλεσμα της διοικητικής προσφυγής που υπέβαλε, σε συνδυασμό με την ανεξήγητη μη παραλαβή της συστημένης επιστολής που της απεστάλη στη διεύθυνση που η ίδια δήλωσε, δεν επιτρέπουν την επίλυση του ζητήματος, για το οποίο φέρει το βάρος της απόδειξης, υπέρ της.
Η παράλειψή της να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου είτε με μαρτυρία είτε με ένορκη δήλωση οτιδήποτε που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό της ότι πληροφορήθηκε την προσβαλλόμενη απόφαση προφορικά στις 22/9/2009 από το συνήγορό της οδηγεί την προδικαστική ένσταση σε επιτυχία.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη, με €1.200,00 έξοδα, υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
ΜΠ
[1] Προφανώς εννοεί «Δικαστηρίου».