ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1421/2007)
21 Δεκεμβρίου, 2010
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΝΑ ΨΑΡΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΝΤΙΝΑΡΚΩΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
Στέλλα Μαξούτη (κα), για Τάσσο Παπαδόπουλο και Συνεργάτες, για την Αιτήτρια.
Γιώργος Μηχανικός, για τον Καθ' ου η Αίτηση.
Γιώργος Σεραφείμ, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 3 - Διονυσία Φωτσίου και 4 - Μαρία Πεγλιτσή.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, η αιτήτρια αμφισβητεί την νομιμότητα της απόφασης του Αντιναρκωτικού Συμβουλίου Κύπρου, (το «Συμβούλιο»), ημερομηνίας 20/7/2007, με την οποίαν προσλήφθηκαν στη θέση Λειτουργού Εκτελεστικής Γραμματείας του Συμβουλίου τα ενδιαφερόμενα μέρη Διονυσία Φωτσίου και Μαρία Πεγλιτσή.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, το Συμβούλιο, στις 4/9/2006, μεταξύ άλλων, αποφάσισε την πλήρωση τεσσάρων κενών θέσεων Λειτουργών Εκτελεστικής Γραμματείας. Ακολούθησε, στις 29/9/2006, η σχετική προκήρυξη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, στη συνέχεια, στις 11/12/2006, το Συμβούλιο ενέκρινε πρόταση της ad hoc Επιτροπής του, αναφορικά με τη δομή των γραπτών εξετάσεων, στις οποίες θα υποβάλλονταν οι υποψήφιοι. Στις 13/7/2007, δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τα αποτελέσματα των εξετάσεων και, στις 16/7/2007, πραγματοποιήθηκε συνεδρία του Συμβουλίου, κατά την οποία αποφασίστηκε ότι δύο υποψήφιοι δεν πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα και, ως εκ τούτου, αποκλείστηκαν από τη διαδικασία. Αποφασίστηκε, επίσης, όπως, 21 υποψήφιοι, που συμπεριλαμβάνονταν στον Πίνακα Επιτυχόντων της γραπτής εξέτασης, κληθούν σε προσωπική συνέντευξη, η οποία καθορίστηκε για τις 20/7/2007. Κατά την ίδια συνεδρία, αποφασίστηκε ότι θα εφαρμοζόταν ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998, (Ν. 6(Ι)/98), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), και προκαθορίστηκαν οι μονάδες αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης, των προσόντων των υποψηφίων και της σχετικής πείρας τους, με βάση τα κριτήρια του Νόμου. Για την εφαρμογή της πιο πάνω απόφασης, εξουσιοδοτήθηκε η Εκτελεστική Γραμματέας να προβεί στην ετοιμασία ειδικού εντύπου αξιολόγησης, για χρήση από τα μέλη του Συμβουλίου.
Το εν λόγω έντυπο, με τις επιμέρους βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις υπογραφές των μελών του Συμβουλίου, επισυνάφθηκε ως «Παραρτήματα» στα πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 20/7/2007, από τα οποία προκύπτει ότι, μετά την διεξαγωγή των προφορικών συνεντεύξεων, το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα την πρόσληψη των δύο ενδιαφερομένων μερών και άλλων δύο προσώπων. Τα πιο πάνω πρακτικά επικυρώθηκαν από το Συμβούλιο στις 30/7/2007.
Με την παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 5/10/2007, η αιτήτρια προβάλλει διάφορους ισχυρισμούς, σε σχέση με τη νομιμότητα της κρίσης των προσόντων των υποψηφίων με βάση τα κριτήρια του Νόμου, την έλλειψη ερμηνείας του Σχεδίου Υπηρεσίας, την κακή σύνθεση του Συμβουλίου, την πάσχουσα αξιολόγηση των προφορικών συνεντεύξεων, την εσφαλμένη αξιολόγηση των επιπρόσθετων προσόντων και της πείρας και, τέλος, την απουσία πρακτικών.
Προέχει η εξέταση της σύνθεσης του Συμβουλίου, η οποία, σύμφωνα με την αιτήτρια, κατά τις συνεδρίες της 16/7/2007 και της 20/7/2007, δεν ήταν νόμιμη, λόγω απουσίας του Προέδρου και δύο μελών, χωρίς να αναφέρονται οι λόγοι της απουσίας τους και χωρίς να προκύπτει το κατά πόσο αυτοί είχαν νομότυπα προσκληθεί. Πάσχουσα ήταν, επίσης, η σύνθεση του Συμβουλίου κατά τη συνεδρία της 30/7/2007, διότι, σ' αυτήν, ενώ παρευρέθηκαν οι τρεις απόντες των δύο πιο πάνω συνεδριών, σημειώθηκε η απουσία του αντιπροέδρου και άλλων δύο μελών, χωρίς αυτή να αιτιολογείται και χωρίς να διαπιστώνεται η δέουσα πρόσκλησή τους και, επιπρόσθετα, συμμετείχαν, ως «παρακαθήμενοι», τρία πρόσωπα, που δεν περιλαμβάνονται στη νόμιμη συγκρότηση του Συμβουλίου.
Ο συνήγορος του Συμβουλίου ισχυρίζεται ότι αυτό συνεδρίαζε νόμιμα τόσο στις 16/7/2007 όσο και στις 20/7/2007, αφού τηρήθηκαν οι πρόνοιες περί απαρτίας του, όπως αυτές προβλέπονται στις παραγράφους 10 και 11 του ΄Αρθρου 4 του περί Προλήψεως της Χρήσης και Διάδοσης Ναρκωτικών και ΄Αλλων Εξαρτησιογόνων Ουσιών (΄Ιδρυση Αντιναρκωτικού Συμβουλίου και Ταμείου) Νόμου του 2000, (Ν. 128(Ι)/2000), (όπως τροποποιήθηκε). Συνεπώς, καταλήγει, δεν υπήρξε διαφοροποίηση στη σύνθεση κατά τις εν λόγω συνεδρίες, όπου αποφασίστηκε ο τρόπος και η μέθοδος αξιολόγησης, έλαβαν χώρα οι προφορικές συνεντεύξεις και λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τηρήθηκαν δε οι απαιτήσεις του ΄Αρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), που καθιερώνει ως βασικό κανόνα το αμετάβλητο της σύνθεσης συλλογικού οργάνου σε όλα τα στάδια λήψης της διοικητικής απόφασης.
Αναφορικά με τη συνεδρία της 30/7/2007, είναι η θέση του Συμβουλίου ότι ο Νομικός Σύμβουλος, που εμφανίζεται ως «παρακαθήμενος», αποχώρησε πριν την έναρξη της εξέτασης των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης, οι δε υπόλοιποι δύο «παρακαθήμενοι», που παρέμειναν, δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τις αποφάσεις του και, επίσης, ότι, σε σχέση με τη διαδικασία πλήρωσης των επίδικων θέσεων, η συγκεκριμένη συνεδρία ασχολήθηκε μόνο με την επικύρωση των πρακτικών της προηγούμενης συνεδρίας - (20/7/2007) - στην οποία είχαν διενεργηθεί οι συνεντεύξεις και είχε ληφθεί η επίδικη απόφαση.
Τις ίδιες θέσεις προβάλλει και ο συνήγορος των ενδιαφερομένων μερών.
Η εισήγηση της αιτήτριας για το θέμα των προσκλήσεων είναι βάσιμη. Η ύπαρξη απαρτίας και η παρουσία των ίδιων προσώπων κατά τις δύο κρίσιμες συνεδρίες της 16/7/2007 και της 20/7/2007 δε διασώζουν τη νομιμότητα της σύνθεσης του Συμβουλίου, ενόψει της πάγιας νομολογιακής αρχής, αλλά και της ρητής διάταξης του ΄Αρθρου 21(3) του Ν. 158(Ι)/99, που την έχει κωδικοποιήσει και που επιβάλλει τη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήση όλων των μελών ενός συλλογικού οργάνου στις συνεδρίες, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αυτό συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες. Στην παρούσα περίπτωση, ισχυρισμός για τακτές ημέρες και ώρες συνεδριών δεν υποβλήθηκε, ούτε, εξάλλου, θα μπορούσε τέτοιο επιχείρημα να ευσταθήσει, αφού η 16η Ιουλίου 2007 ήταν Δευτέρα και η 20η Ιουλίου 2007, ήταν Παρασκευή. ΄Ηταν, συνεπώς, αναγκαία η έγκαιρη και νομότυπη αποστολή προσκλήσεων προς όλα τα μέλη.
Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονίστηκε ότι η σύνθεση του οργάνου πάσχει, όταν δε βεβαιώνεται η αποστολή της πρόσκλησης προς τα απόντα μέλη για τις επίδικες συνεδρίες. Στην Αναστασίου ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 616, υποδείχθηκε ότι η πρόσκληση των μελών ενός συλλογικού οργάνου πρέπει να προκύπτει είτε από αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής πρόσκλησης, είτε από βεβαίωση των μελών, είτε από άλλα έγγραφα, όχι μεταγενέστερα της συνεδρίας αυτού. Στη Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 258, η Ολομέλεια υπέδειξε ότι η σχετική πρόσκληση δεν έφερε ένδειξη ότι εστάλη, αλλά ούτε υπήρχε άλλη σύγχρονη καταγραφή, που να τεκμηριώνει την αποστολή της.
Στην παρούσα περίπτωση, ο Πρόεδρος και δύο μέλη του Συμβουλίου απουσίαζαν, χωρίς να δοθούν οι λόγοι της απουσίας τους, από τις κρίσιμες συνεδρίες της 16/7/2007 και 20/7/2007, που κατέληξαν στην επίδικη απόφαση. Ο συνήγορος του Συμβουλίου κατέθεσε, στις 21/4/2010, ως Τεκμήριο, ένα «Σημείωμα», που φέρει ημερομηνία 5/7/2007, απευθυνόμενο προς τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου, για να παραστούν στις προσωπικές συνεντεύξεις της 20/7/2007. ΄Ομως, δεν υπάρχει οποιαδήποτε βεβαίωση ή στοιχείο, που να αποδεικνύει ότι το πιο πάνω «Σημείωμα» κοινοποιήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο στους απόντες των δύο συνεδριών - (βλ. Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 50/06, 22/1/09).
Ελλείψει στοιχείων, που να τεκμηριώνουν την αποστολή των προσκλήσεων, καταλήγω ότι η σύνθεση του Συμβουλίου δεν ήταν νόμιμη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.200,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ της αιτήτριας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/Χ.Π., ΜΠ