ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1375/2009)
14 Δεκεμβρίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΘΗΝΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ-ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.
Δ. Νικολάτου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδ. Μέρος.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια και το ενδ. μέρος ήταν ανάμεσα στους έξι υποψηφίους που είχε συστήσει η Συμβουλευτική Επιτροπή στην έκθεση της για την πλήρωση τριών θέσεων Επιθεωρητή Α' (Μέση Γενική Εκπαίδευση) για τα Φιλολογικά, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, από 1.9.09. Το ενδ. μέρος ήταν μεταξύ των τριών υποψηφίων που η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας επέλεξε για προαγωγή από 10.9.2009. Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της ΕΔΥ στην έκταση που αφορά το ενδ. μέρος Λοϊζο Αναστασιάδη. Η αξία και τα προσόντα των διαδίκων καταγράφονται στον πίνακα που ακολουθεί:
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΘΕΣΗ |
ΑΞΙΑ ΣΧΟΛΙΚΟ ΒΑΘΜΟ- ΕΤΟΣ ΛΟΓΙΑ |
ΠΡΟΣΟΝΤΑ |
Κλεάνθους-Καραγιάννη Αθηνά (Π.Μ.Π. 7367) Βοηθός Διευθύντρια Α΄ Σχ. Μ.Ε. (ΚΛ. Α12+2) |
1999/2000 36 2001/2002 36 2003/2004 38 2005/2006 38 2007/2008 39 |
· Απολυτήριο Ε' Γυμνασίου Λεμεσού (Αγίας Ζώνης) 1974 · Πτυχίο Ελληνικής Φιλολογίας Αριστοτέλειο Πανεπ. Θεσσαλονίκης 1980 · Μεταπτυχιακό στην Εκπαιδευτική Διοίκηση, 2000
|
Αναστασιάδης Λοϊζος (Π.Μ.Π. 11370) Βοηθός Διευθυντής Σχ.Μ.Ε. (Κλ. Α12) |
2001/2002 34 2003/2004 36 2005/2006 37 2007/2008 38 |
· Απολυτήριο Παγκυπρίου Γυμνασίου 1976 · Πτυχίο ΠΑΚ 1979 · Πτυχίο Ελληνικής Φιλολογία Πανεπιστήμιο Αθηνών 1984 · Μεταπτυχιακό Εκπαιδευτικός Προγραμματισμός και Διοίκηση Πανεπιστήμιο Μάλτας 1996 |
Η Επιτροπή αφού μελέτησε την έκθεση καθώς και το περιεχόμενο των προσωπικών και υπηρεσιακών φακέλων των υποψηφίων, αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους του τελικού καταλόγου σε προσωπική συνέντευξη. Η Επιτροπή προκαθόρισε τα κριτήρια που θα λάμβανε υπόψη καθώς και τους τομείς των ερωτήσεων που θα υπέβαλλε ώστε να αξιολογηθεί η επάρκεια των υποψηφίων. Επισήμανε ότι τα κριτήρια των συνεντεύξεων είναι εξίσου σημαντικά γιατί η υπό πλήρωση θέση είναι η τρίτη στην ιεραρχία της μέσης γενικής εκπαίδευσης και ο υποψήφιος που θα επιλεγεί πρέπει να είναι ολοκληρωμένη προσωπικότητα και να διαθέτει τις δεξιότητες εκείνες που θα του επιτρέψουν να ασκήσει ηγετικό ρόλο στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Στις συνεντεύξεις παρίστατο η Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης, η οποία αξιολόγησε την αιτήτρια ως «πολύ καλή» και το ενδ. μέρος «σχεδόν εξαίρετο» και αποχώρησε. Η Επιτροπή ακολούθως προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη ως εξής:
«Κλεάνθους-Καραγιάννη Αθηνά
Η από μέρους της παρακολούθηση των παιδαγωγικών και μεθοδολογικών εξελίξεων σχετικά με τις βασικές αρχές του νέου συστήματος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών λειτουργών είναι καλή, αλλά κάπως περιορισμένη. Η από μέρους της κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης, όσον αφορά την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών λειτουργών ήταν σχεδόν καλή, αλλά η κάλυψη των διαφόρων τομέων ήταν περιορισμένη και η ομαδοποίηση και κατάταξή τους ήταν ελλιπής. Τοποθετήθηκε επιφανειακά και αόριστα στο θέμα των διαφόρων προβλημάτων που προκύπτουν από την άσκηση των καθηκόντων του Επιθεωρητή Α΄, αναφέροντας κάποιες γενικές και εμπειρικές απόψεις, χωρίς κριτική ανάλυση των επιμέρους πτυχών του και υποβολή συγκεκριμένων εισηγήσεων. Εχει σχεδόν καλό βαθμό επικοινωνίας, αν και παρατηρήθηκαν ορισμένες αδυναμίες στο συσχετισμό ερωτήσεων-απαντήσεων και η τεκμηρίωση των απόψεων κινήθηκε σε μερικά εμπειρικά επιχειρήματα. Η παρουσία της ήταν σχεδόν καλή. Φάνηκε άνθρωπος με θέσεις, οι οποίες, ωστόσο, δεν ήταν συγκροτημένες και σαφείς. Ο από μέρους της χειρισμός της γλώσσας ήταν καλός, αλλά παρατηρήθηκε κάποια βραδύτητα στη ροή καθώς και ελλιπής κατοχή του αναγκαίου λεξιλογίου.
Γενικός χαρακτηρισμός: Σχεδόν καλή.
Αναστασιάδης Λοϊζος
Η παιδαγωγική και μεθοδολογική ενημέρωσή του αναφορικά με τις βασικές αρχές που διέπουν το νέο σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών λειτουργών είναι σχεδόν εξαίρετη και είναι αποτέλεσμα πρόσφατης και συνεχούς παρακολούθησης της σχετικής βιβλιογραφίας και εφαρμογής της σε μεγάλο βαθμό στην καθημερινή σχολική πρακτική. Εχει σχεδόν εξαίρετη κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης του Επιθεωρητή Α΄, κυρίως όσον αφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις των εκπαιδευτικών λειτουργών, θέμα για το οποίο ανέλυσε τις κυριότερες ενέργειες στις οποίες θα προέβαινε. Τοποθετείται κριτικά στο πρόβλημα που αφορά σε απόφαση του Διευθυντή να προχωρήσει στο κλείσιμο του σχολείου, επισημαίνοντας όλες τις πτυχές και εμβαθύνοντας στην ουσία του προβλήματος. Ο βαθμός επικοινωνίας του ήταν εξαίρετος. Οι ερωτήσεις-απαντήσεις βρίσκονταν σε άμεσο συσχετισμό και η τεκμηρίωση ήταν βασισμένη στις υπάρχουσες θεωρίες αλλά και στην καθημερινή εμπειρία. Φάνηκε άνθρωπος με μεγάλη σιγουριά για τις απόψεις του, ενώ η παρουσία του ήταν σχεδόν εξαίρετη. Χειρίζεται τη γλώσσα με επάρκεια και έχει πλούσιο λεξιλόγιο.
Γενικός χαρακτηρισμός: Σχεδόν εξαίρετος.»
Στη συνέχεια σύγκρινε την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα καταλήγοντας στην επιλογή του ενδ. μέρους και δυο ακόμη υποψηφίων ως των πιο κατάλληλων για προαγωγή στην επίδικη θέση. Παραθέτω αυτούσια την αιτιολογία που δόθηκε:
«Οι πιο πάνω υποψήφιοι υπερέχουν των ανθυποψηφίων τους σε αξία. Πιο συγκεκριμένα, ενώ είναι ισοδύναμοι με αυτούς στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων Υπηρεσιακών Εκθέσεων και περίπου ισοδύναμοι στο σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, υπερέχουν σαφώς έναντί τους όσον αφορά στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη. Η Επιτροπή σημειώνει ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, για θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία, η απόδοση στη συνέντευξη είναι ουσιαστικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να τους δίδεται αυξημένη βαρύτητα, όταν κρίνεται η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων, που είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλ. απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 13.12.1990, στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 868 και 869 - Κυπριακή Δημοκρατία Vs Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α. και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13.1.2003 στην Προσφυγή Αρ. 8543/2001 - Κώστας Μάρκου κ.α. Vs Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΕΕΥ). Οι πιο πάνω υποψήφιοι έπεισαν την Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ότι έχουν πάρα πολύ καλές και χρήσιμες απόψεις για τη διδασκαλία των Φιλολογικών και ότι είναι σε θέση να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά με εκπαιδευτικούς που διδάσκουν το μάθημα των Φιλολογικών στη Μέση Εκπαίδευση.
Οσον αφορά τα προσόντα, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία αυτά έχουν οριακή σημασία, η Επιτροπή δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι οι πιο πάνω υποψήφιοι έχουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, ενώ οι ανθυποψήφιοι τους όχι.
Οσον αφορά την αρχαιότητα, οι υποψήφιοι Τρεμετουσιώτη-Λοϊζου Ελένη και Αναστασιάδης Λοϊζος υστερούν έναντι της ανθυποψήφιας τους Κλεάνθους-Καραγιάννη Αθηνάς. Η Επιτροπή, όπως, κρίνει ότι, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία, η υπεροχή σε αρχαιότητα, δεν μπορεί να υπερσκελίσει την υπεροχή σε αξία και προσόντα, ειδικά όταν πρόκειται για την πλήρωση υψηλόβαθμων θέσεων.»
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η συγκριτική εικόνα των αξιολογικών εκθέσεων της δίνει προβάδισμα αφού υπερέχει συνολικά στα έτη 2001 έως 2008 κατά 6 μονάδες ενώ η βαθμολογία του ενδ. μέρους κατά το έτος 2001/2002 θεωρείται «λίαν ευδόκιμος». Επιχειρηματολογώντας κάνει αναφορά σε μια σειρά νεότερων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου με επικρατέστερη την Γιαννούλα Κατσελή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 585 που προωθούν την άποψη ότι σε ένα ισοπεδωτικό σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, η οποιαδήποτε διαφορά σε αξία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.
Παλαιότερη καθολική τάση στη νομολογία μας ήταν ότι λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξιολόγηση και εικόνα που παρουσιάζουν οι υποψήφιοι και όχι οι επί μέρους διαφορές στη βαθμολογία (Βασιλειάδη ν. Τσιάππα κα (2005) 3 ΑΑΔ 403, 414 η οποία υιοθετήθηκε στην μεταγενέστερη Μ. Θεμιστοκλέους ν. ΕΔΥ, ΑΕ 9/07, ημερ. 17.7.09). Στην Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 374, η Ολομέλεια υπενθύμισε ότι «για την κατάταξη των υποψηφίων σημασία έχει η συνολική εικόνα εκτός αν με αναφορά σε συγκεκριμένες ανάγκες της περίπτωσης όπως προκύπτουν από το σχέδιο υπηρεσίας, εξειδικευθεί η ιδιαίτερη σημασία των όποιων επί μέρους».
Με προβλημάτισε αυτή η στροφή στη νομολογίας μας και οι προεκτάσεις της εφαρμογής της στα γεγονότα της παρούσα υπόθεσης. Κατέληξα ότι η αιτιολογία που έδωσε η Επιτροπή συνυπολογίζοντας στο κριτήριο της αξίας τρεις επιμέρους δείκτες δεν αφήνει περιθώριο επέμβασης. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό μέρος των πρακτικών:
«Οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων φαίνονται αναλυτικά στο Παράρτημα 1 (επισυνάπτεται).
Από τη μελέτη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, προκύπτει ότι χαμηλότερη βαθμολογία είναι το 34 και ψηλότερη το 39. Συνολικά συγκρινόμενοι, οι υποψήφιοι μπορούν να θεωρηθούν περίπου ισοδύναμοι όσον αφορά στο σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεών τους, αφού η διαφορά μεταξύ τους είναι οριακή.
Με βάση των απόδοση στη συνέντευξη, οι υποψήφιοι κατατάσσονται ως ακολούθως:
Αναστασιάδης Λοϊζος Σχεδόν Εξαίρετος
........ ....
Κλεάνθους-Καραγιάννη Αθηνά Σχεδόν Καλή.
Συμψηφίζοντας τους τρεις επιμέρους δείκτες της αξίας (βλ. παρ. 4.1 πιο πάνω), προκύπτει ότι οι υποψήφιοι Κυπριανός Λούης, Αναστασιάδης Λοϊζος και Τρεμετουσιώτη Λοϊζου Ελένη υπερέχουν στο κριτήριο της αξίας. Ενώ όλοι οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι όσον αφορά στο περιεχόμενο των φακέλων και περίπου ισοδύναμοι στο σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, οι εν λόγω υποψήφιοι βαθμολογήθηκαν σε ψηλότερο επίπεδο στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη, η οποία λαμβάνεται υπόψη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων.»
Επίσης με βάση τον Καν. 29 των περί Επιθεώρησης και Αξιολόγησης Κανονισμών (ΚΔΠ 223/76) η βαθμολογία των 36 και πάνω αντιστοιχεί σε κλίμακα αποτίμησης «εξαίρετος». Συνεπώς το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι υποψήφιοι μπορούν να θεωρηθούν περίπου ισοδύναμοι στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων παρά την διαφορά των 6 μονάδων (σε μια εκτεταμένη χρονική βάση) κρίνεται εύλογο και συνακόλουθα το συμπέρασμα περί γενικότερης υπεροχής του ενδ. μέρους σε αξία λόγω της σημαντικά καλύτερης απόδοσης του στη συνέντευξη επίσης εύλογο. Δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε πλάνη κατά την εκτίμηση της διαφοράς στη βαθμολογημένη αξία των διαδίκων και συνεπώς ό,τι περί του αντιθέτου ανέφερε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας κατά τις διευκρινίσεις με κάθε εκτίμηση θεωρώ πως δεν αποτελούν πειστικά επιχειρήματα. Η εικόνα που παρουσιάζεται στους φακέλους αντιστοιχεί πλήρως στο περιεχόμενο των πινάκων (πιο πάνω) που έλαβε υπόψη η Επιτροπή.
Στην εκτίμηση των προσόντων η αιτήτρια παραπονείται για την αξιολόγηση του πτυχίου δασκάλου της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου που κατείχε το ενδ. μέρους ως πρόσθετου προσόντος σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης. Το γεγονός ότι αποτελούσε πτυχίο ανώτερης και όχι ανώτατης εκπαίδευσης (το χρόνο που αποκτήθηκε) και ότι συναρτάται με τη Δημοτική Εκπαίδευση ενώ η επίδικη θέση αφορά στη Μέση Εκπαίδευση, δεν αναιρεί την όποια, έστω έμμεση σχετικότητα του με τα επιμορφωτικά και οργανωτικά /εκπαιδευτικά καθήκοντα της θέσης. Εξάλλου η Επιτροπή προσέδωσε στο συγκεκριμένο προσόν μόνο οριακή σημασία (βλ. σελ.6, παραρτήματος 6 στην ένσταση).
Στη συνέχεια, η αιτήτρια επικαλείται την σχεδόν κατά 3 χρόνια υπεροχή της σε αρχαιότητα. Το ενδ. μέρος ήταν Βοηθός Διευθυντής Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης ενώ η αιτήτρια Βοηθός Διευθύντρια Α'.
Η αρχαιότητα της, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που αφορά τις προαγωγές, και μόνο, αυτή επικρατεί όταν οι άλλοι παράγοντες που συνθέτουν την καταλληλότητα των υποψηφίων είναι ίσοι, εφόσον εδώ επρόκειτο για θέση ψηλά στην ιεραρχία, δεν μπορούσε να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την αξία. (Σιακκάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 468, Ιωσηφίνα Παρτέλλα ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 1003/04, ημερ. 21.9.06, Δρ. Ανδρέας Παπανδρέου ν. ΕΕΥ (2004) 3 ΑΑΔ 225). Από την άλλη, η μειωμένη απόδοση της αιτήτριας κατά τη συνέντευξη, που, για τους λόγους που πειστικά εξήγησε η Επιτροπή, απέληξε στο γενικό χαρακτηρισμό «Σχεδόν καλή», κατ΄ αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος που χαρακτηρίστηκε «Σχεδόν Εξαίρετος», δεν μπορούσε παρά να ληφθεί σοβαρά υπόψη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας (άρθρο 35Β (10)(ιιι) του Νόμου) και, μάλιστα, με αυξημένη βαρύτητα. Τέτοια βαρύτητα δικαιολογείτο από το γεγονός ότι η υπό πλήρωση θέση ήταν ψηλά στην ιεραρχία και για τους λόγους που ρητά κατέγραψε η ίδια η Επιτροπή στο πρακτικό ημερ. 22.7.09 (σελ. 4-5 του παραρτήματος 5). Το δε Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, παράλληλα με ενημερότητα πάνω στα προβλήματα της μέσης εκπαίδευσης καθώς και δεξιότητα αναλυτικοσυνθετικής σκέψης στοιχεία σε σχέση με τα οποία η σαφής υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, όπως αυτή διαπιστώθηκε από την Επιτροπή κατά την συνέντευξη, αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερη σημασία. (βλ. σχετικά Γ. Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΕΥ (2001) 3 ΑΑΔ).
Η αιτήτρια περαιτέρω εισηγείται ότι κατέχει τεκμήριο σημαντικής πείρας λόγω της υπεροχής της σε αρχαιότητα, η οποία αγνοήθηκε. Με βάση τη νομολογία, η πείρα δεν αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης αλλά είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στην εκτίμηση του κριτηρίου της «αξίας» των υποψηφίων (Βλέπε: Χαράλαμπος Σπανός ν. ΕΔΥ (1997) 3 ΑΑΔ 319). Ούτε περιλαμβάνεται στα κριτήρια του άρθρου 35Β(10) του Νόμου. Το ότι η Επιτροπή δεν έκανε ιδιαίτερη μνεία στην πείρα αυτοτελώς δεν σημαίνει ότι δεν την έλαβε υπόψη, αφού είχε ενώπιον της τόσο κατάλογο με την αρχαιότητα των υποψηφίων αλλά και πέραν της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής προχώρησε στην μελέτη των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων κατά την οποία εστίασε στο δείκτη της «επαγγελματικής ανέλιξης και κτηθείσας πείρας» (βλ. σελ. 5 του παραρτήματος 5 στην ένσταση).
Επίσης η αιτήτρια προβάλλει ως λόγο ακύρωσης την υπέρμετρη βαρύτητα των συνεντεύξεων. Καταρχάς θα πρέπει ξεκάθαρα να ειπωθεί ότι τέτοια διαβάθμιση διαφοράς στην αξιολογική αποτίμηση της απόδοσης στις συνεντεύξεις (μεταξύ σχεδόν καλή και σχεδόν εξαίρετος) δεν μπορεί παρά εύλογα να χαρακτηριστεί μεγάλη. Κατά τα άλλα με δεδομένη την υπεροχή της αιτήτριας μόνο στο κριτήριο της αρχαιότητας και την εκτίμηση των αναγκών της θέσης που βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, η βαρύτητα των συνεντεύξεων ως επιμέρους κριτήριο διαπίστωσης της αξίας των υποψηφίων θεωρώ ότι λειτούργησε μέσα σε εύλογο πλαίσιο.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1200 έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.