ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 1117/2010]
23 Δεκεμβρίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SHAHIN HAISAN FAWZY MOHAMED
Αιτητής
ν.
KΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΚΑΙ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Νικολέττα Χαραλαμπίδου για τον αιτητή.
Γιάννα Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι Αιγύπτιος και ήταν αιτητής ασύλου από τις 4.8.05. Δεν είχε ακόμα εξεταστεί η αίτησή του ούτε είχε κληθεί σε συνέντευξη όταν, στις 24.6.08, συνελήφθη για απόπειρα φόνου και πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης. Στις 10.7.09 το Κακουργιοδικείο τον αθώωσε στην πρώτη κατηγορία ενώ στη δεύτερη, στην οποία τον βρήκε ένοχο, του επέβαλε ποινή φυλάκισης 6 ετών. Στις 15.7.09, δηλαδή λίγες μέρες μετά την καταδίκη του, η Υπηρεσία Αλλοδαπών Πάφου απέστειλε προς την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης έγγραφο με την εισήγηση να εκδοθούν εναντίον του αιτητή διατάγματα απέλασης και κράτησης «ώστε μετά που θα εκτίσει την ποινή φυλάκισής του να καταστεί δυνατή η σύλληψη και η άμεση εκδίωξή του από την Κύπρο». Αυτό, ενόψει της καταδίκης του αλλά και αφού «βρίσκεται παράνομα στην Κύπρο από 25.2.09». Ο αιτητής, στις 25.2.09, βρισκόταν υπό κράτηση και χρειάζεται να εξηγηθεί εξ αρχής αυτή η αντίληψη περί το παράνομο της παραμονής του στην Κύπρο. Στηριζόταν στο γεγονός ότι ο φάκελος του στην Υπηρεσία Ασύλου, με απόφαση της τελευταίας, ημερομηνίας 25.2.09, έκλεισε επειδή δεν παρουσιάστηκε στην καθορισμένη συνέντευξη. Επομένως, δεν εθεωρείτο πλέον ως αιτητής ασύλου (ερυθρά 317 και 319 στο φάκελο). Παραθέτω το έγγραφο ημερομηνίας 15.7.09 (ερυθρό 237 στο φάκελο):
«Αναφέρομαι στις επιστολές μου με στοιχεία Π/ΥΑ/297/2/2 ημερ. 24/06/08, 26/06/08 και 16/07/08 και σας πληροφορώ ότι ο αλλοδαπός με αυξ. αρ. 2 την 10/07/09 παρουσιάσθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου που συνεδρίαζε στην Πάφο και αφού κατηγορήθηκε για πράξεις που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 χρόνων. Για το αδίκημα της απόπειρας φόνου ο αλλοδαπός αθωώθηκε.
Η υπόθεση με αρ. 7255/08 είναι σχετική.
Το διαβατήριο του βρίσκεται στις Κεντρικές Φυλακές.
Ο αλλοδαπός βρίσκεται παράνομα στην Κύπρο από 25/02/09 και μετά την καταδίκη του σε φυλάκιση κηρύσσεται ανεπιθύμητος μετανάστης σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105 του Νόμου για Αλλοδαπούς και Μετανάστευσης και γίνεται εισήγηση όπως εναντίον του εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης ώστε μετά που θα εκτίσει την ποινή φυλάκισης του να καταστεί δυνατή η σύλληψη και η άμεση εκδίωξη του από την Κύπρο».
Στις 3.6.2010, σχεδόν δυο χρόνια μετά τη σύλληψη του αιτητή, εκδόθηκαν τα διατάγματα απέλασης του στην Αίγυπτο και, συνακολούθως κράτησής του, στο κύρος των οποίων αφορά η παρούσα προσφυγή. Εγείρονται σοβαρά ζητήματα σε σχέση με το αιτιολογικό τους στήριγμα. Ο αιτητής υποστηρίζει πως εκδόθηκαν κατά πλάνη, εν πάση περιπτώσει, ενδεχόμενη πλάνη λόγω ελλιπούς έρευνας. Ούτως ή άλλως πως παραβιάζουν τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Χρειάζεται να δούμε τα πράγματα με τη σειρά.
Με επιστολή ημερομηνίας 3.6.10, ακριβώς δηλαδή την ημέρα έκδοσης των διαταγμάτων, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών πληροφόρησε τον αιτητή ότι εξέδωσε τα διατάγματα απέλασης και κράτησης, εξηγώντας και τους λόγους. Στην επιστολή που δόθηκε στον αιτητή, στα αστυνομικά κρατητήρια, γίνεται αναφορά στις παραγράφους (d) και (κ) του άρθρου 6(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου, Κεφ. 105. Η παράγραφος (d) παραπέμπει στην καταδίκη του για την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και η παράγραφος (κ) στην παράνομη παραμονή του στην Κύπρο. Πράγμα που εξηγήθηκε στην επιστολή και ρητώς (ερυθρό 334). Θεωρείτο παράνομος μετανάστης με αναφορά στις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες, εξ αιτίας παράνομης παραμονής/καταδίκης σε φυλάκιση («because of illegal stay/conviction to imprisonment»). O αιτητής αντέδρασε με διαδοχικές επιστολές των δικηγόρων του ημερομηνίας 7.6.10, 8.6.10, 15.6.10 και 18.6.10. Το υπόβαθρο, όπως αυτό προσδιορίστηκε στην επιστολή ημερομηνίας 3.6.10, ήταν ανύπαρκτο. Η καταδίκη του αιτητή για την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης παραμερίστηκε και αυτός αθωώθηκε με απόφαση του Εφετείου στην Ποινική ΄Εφεση 152/09, ημερομηνίας ακριβώς 3.6.10. Περαιτέρω, το κλείσιμο του φακέλου του αιτητή, ως αιτητή ασύλου, ήταν ανυπόστατο αφού δεν είχε κληθεί σε συνέντευξη για να ήταν δυνατό να τίθεται ζήτημα μη προσέλευσής του σ' αυτή. Κατά το χρόνο της καθορισθείσας συνέντευξης ο αιτητής βρισκόταν στις φυλακές και δεν του επιδόθηκε τέτοια ειδοποίηση. Συναφώς, δεν ήταν δυνατό να γίνεται λόγος για παράνομη παραμονή του εφόσον κρατείτο δυνάμει δικαστικής απόφασης. Ζήτησε, λοιπόν, ο αιτητής επανάνοιγμα του φακέλου του ως αιτητή ασύλου και απελευθέρωσή του.
Πράγματι, με απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 14.6.10, που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή ημερομηνίας 16.7.10, επανάνοιξε ο φάκελος του, ως αιτητή ασύλου και τροχιοδρομήθηκε η οφειλόμενη εξέταση της αίτησής του για άσυλο. Ενυπήρχε σ' αυτό η αναγνώριση ως εκ του χειρισμού και των δεδομένων πως κακώς είχε κλείσει ο φάκελος και πως με την ανάκληση αυτού του κλεισίματος, ουσιαστικά ως παράνομου, ο αιτητής ουδέποτε απώλεσε την ιδιότητα του αιτητή ασύλου. Εν τούτοις, μετά και από περαιτέρω επιστολή της δικηγόρου του αιτητή ημερομηνίας 19.7.10, πως δεν ήταν νόμιμα τα διατάγματα αφού δεν είχε καν εξεταστεί ακόμα η αίτηση για άσυλο από την Υπηρεσία Ασύλου, αφού ακολούθησε συνέντευξη του αιτητή στις 28.7.10 και απόρριψη της αίτησής του, όπως ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 3.8.10, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με την επιστολή του ημερομηνίας 9.8.10, πληροφόρησε τη δικηγόρο του αιτητή ως ακολούθως: Μετά την αθώωση του από το Εφετείο «εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης για παράνομη παραμονή, αφού ο φάκελος του ως αιτητής ασύλου έκλεισε βάσει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (Νόμος Κεφ. 105)». (ερυθρό 361).
Αναφέρεται περαιτέρω η επιστολή στο επανάνοιγμα του φακέλου του αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου και στο γεγονός ότι το διάταγμα απέλασης αναστάληκε. Επίσης, στην απόρριψη του αιτήματος από την Υπηρεσία Ασύλου «με δικαίωμα έφεσης εντός 20 ημερών». Καταλήγει δε με τα πιο κάτω:
«Ενόψει των πιο πάνω ο κ. SHAHIN θα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι να ολοκληρωθεί η εξέταση της αίτησης του για άσυλο».
Για να συμπληρωθεί το ιστορικό σημειώνω πως η διοικητική προσφυγή που εμπροθέσμως άσκησε ο αιτητής απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στις 15.9.10, μετά δηλαδή και την άσκηση της παρούσας προσφυγής.
Ο αιτητής υποστήριξε πως προφανώς τα διατάγματα εκδόθηκαν κάτω από την πλανημένη αντίληψη πως καταδικάστηκε και εξέτισε ποινή φυλάκισης, στο πλαίσιο της γενικής τακτικής που ακολουθείται. Όπως προοιωνιζόταν με την επιστολή ημερομηνίας 15.7.09 που στάληκε αμέσως μετά την καταδίκη του. Χωρίς να είχε προσεχθεί ότι η καταδίκη του ακυρώθηκε και αθωώθηκε. Περαιτέρω πως ούτε παράνομη παραμονή του στην Κύπρο υπήρχε ώστε να είχε υπόβαθρο η δεύτερη αιτιολογική βάση στην πιο πάνω επιστολή. Ανέπτυξε δε σ' αυτό το πλαίσιο και επιχειρήματα αναφορικά με τη δυνατότητα έκδοσης διαταγμάτων απέλασης/κράτησης πριν την έκδοση τελικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με αίτηση ασύλου, με αναφορά στο Νόμο, στην Οδηγία 2005/85/ΕΚ και στην απόφασή μου στη Leonie Marlyse Yombia Ngassam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 493/2010, ημερομηνίας 20 Αυγούστου 2010.
Οι καθ' ων η αίτηση υποστήριξαν πως οι θέσεις του αιτητή οφείλονται σε παρανόηση των δεδομένων. Το γεγονός της αθώωσης του αιτητή από το Εφετείο ήταν γνωστό και δεν υπήρχε πλάνη ως προς αυτό. Το διάταγμα κράτησης που ο αιτητής επισύναψε στην αγόρευσή του, ημερομηνίας 3.6.10, στο οποίο γινόταν αναφορά και στη φυλάκισή του και, συναφώς στην παράγραφο (d) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105 ήταν internum. Είχε γίνει λάθος και αυτό διαπιστώθηκε και διορθώθηκε αμέσως την ίδια μέρα, στις 3.6.10. Επισυνάφθηκε συναφώς στην αγόρευση των καθ' ων η αίτηση αντίγραφο στο οποίο υπάρχει η χειρόγραφη σημείωση, πάλιν ημερομηνίας 3.6.10, «τα διατάγματα ακυρώνονται ενόψει της αθωωτικής απόφασης του Εφετείου». Όμως, δεν δικαιολογείται η θέση πως παρέμεινε internum αυτή η λανθασμένη αντίληψη. Είδαμε πως στάληκε στον αιτητή η επιστολή ημερομηνίας 3.6.10 ενόψει, άλλωστε, της οποίας στάληκαν οι αναφερθείσες επιστολές των δικηγόρων του στις οποίες γινόταν ρητή αναφορά στη φυλάκισή του. Σημειώνω δε και το εξής. Στην επιστολή ημερομηνίας 3.6.10 που βρισκόταν στο διοικητικό φάκελο, η δακτυλογραφημένη αναφορά στην παράγραφο (d) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105 είναι διαγραμμένη ενώ δεν υπήρχε τέτοια διαγραφή στην ίδια, όπως αυτή στάληκε στον αιτητή. Αυτό προκύπτει από το αντίγραφο που επισύναψε ο δικηγόρος του αιτητή στην επιστολή του ημερομηνίας 15.6.10 (ερυθρό 341 στο φάκελο). Περαιτέρω, ότι το αντίγραφο που επισυνάφθηκε στην αγόρευση των καθ' ων η αίτηση στο οποίο προστέθηκε η χειρόγραφη σημείωση ότι τα διατάγματα ακυρώνονται ενόψει της αθωωτικής απόφασης του Εφετείου, όπως επισημαίνει και ο αιτητής, δεν υπάρχει στο φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο.
Επανέρχομαι στην εισήγηση των καθ' ων η αίτηση. Τα προσβαλλόμενα διατάγματα δεν εκδόθηκαν ενόψει της καταδίκης/φυλάκισης του αιτητή. Περαιτέρω, δεν εκδόθηκαν και με αναφορά σε οτιδήποτε θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί προς την αίτηση ασύλου που υπέβαλε και τις εξελίξεις ως προς αυτή. Η αιτιολογική βάση των διαταγμάτων δεν σχετίζονταν ούτε προς παράνομη παραμονή ενόψει τέτοιων εξελίξεων. Είχε άλλη, αυτόνομη και αυτοτελή βάση, άσχετη προς οτιδήποτε θα δικαιολογούσε συζήτηση σε σχέση με δυνατότητες ενόψει του περί Προσφύγων Νόμου, της Οδηγίας και της απόφασης μου στην οποία έγινε αναφορά. Τα διατάγματα, κατά την εισήγηση των καθ' ων η αίτηση, εκδόθηκαν επειδή στις 17.11.06, στην Ποινική Υπόθεση 12797/06, το Επαρχιακό Δικαστήριο καταδίκασε τον αιτητή για παράνομη απασχόληση στις 7.9.06 και του επέβαλε ποινή προστίμου £300. Επομένως, ήταν δυνατή η έκδοσή τους δυνάμει της παραγράφου (κ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105 και αφού αυτός ο λόγος δεν αναφερόταν στην ιδιότητά του ως αιτητή ασύλου, η περίπτωση καλύπτεται από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Rahal v. Δημοκρατίας κ.α. (2004) 3 ΑΑΔ 741 στην οποία επικυρώθηκαν διατάγματα απέλασης/κράτησης αιτητή ασύλου αφού είχαν εκδοθεί στη βάση καταδίκης του σε φυλάκιση για ποινικό αδίκημα. Ο αιτητής διατύπωσε άποψη σε σχέση με την ορθότητα εκείνης της απόφασης, την οποία βεβαίως δεν θα μπορούσα εδώ να αμφισβητήσω, αλλά και τη δυνατότητα συσχετισμού της προς την παρούσα. Έθεσε, όμως, και σειρά ερωτημάτων, σοβαρών κατά την εκτίμησή μου.
Η πιο πάνω θεώρηση του πράγματος από τους καθ' ων η αίτηση έχει στη ρίζα της τη χειρόγραφη σημείωση στο έγγραφο ημερομηνίας 15.7.09 στο οποίο έχω ήδη αναφερθεί. Με ημερομηνία 3.6.10, αναφέρει η χειρόγραφη σημείωση:
«Ο αλλοδαπός είναι απαγορευμένος μετανάστης και (η υπογράμμιση δική μου) λόγω της καταδίκης του σε πρόστιμο για παράνομη απασχόληση αφού παραβίασε τους όρους παραμονής του (Ε. 208). Να εκδοθούν εναντίον του διατάγματα».
Κατ' αρχάς προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι στην επιστολή προς τον αιτητή, της ίδιας ημερομηνίας, 3.6.10, δεν υπάρχει αναφορά σε τέτοιο θέμα και σημειώνω το γεγονός ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών που απέστειλε την επιστολή αλλά και εξέδωσε τα διατάγματα, δεν ήταν ο συντάκτης της πιο πάνω σημείωσης. Σ' αυτή την επιστολή, όπως είδαμε, γίνεται αναφορά σε παράνομη παραμονή και σε καταδίκη σε φυλάκιση και σημείωσα και τη διαφορά στα αντίγραφα που υπάρχουν. Ούτε, βεβαίως, υπάρχει τέτοια εξειδίκευση στα διατάγματα απέλασης/κράτησης, στα οποία όμως γίνεται αναφορά στην παράγραφο (κ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105, δηλαδή όχι και στην παράγραφο (δ). Περαιτέρω, ούτε καν στην τελευταία επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 9.8.10, στην οποία, αντίθετα, αναφέρεται πως τα διατάγματα εκδόθηκαν, από τον ίδιο, «για παράνομη παραμονή, αφού ο φάκελος του ως αιτητής ασύλου έκλεισε.». Άλλωστε, δεν θα ήταν νοητό να αποσυνδεθεί η έκδοση των διαταγμάτων από το ότι ο φάκελος έκλεισε, αφού η αναγνώριση λάθους ως προς το κλείσιμο και η ανάκλησή του, ήταν εξελίξεις μεταγενέστερες. Κατά το χρόνο της έκδοσης των διαταγμάτων, που είναι ο ουσιώδης, ο φάκελος ήταν κλειστός και είναι σαφές πως και να εθεωρείτο ότι στην έκδοση των διαταγμάτων πράγματι επέδρασε η παλαιά καταδίκη του αιτητή σε πρόστιμο, αυτό δεν θα ήταν στήριγμα αυτόνομο και αυτοτελές. Σημειώνω επί του προκειμένου πως, κατά τη χειρόγραφη σημείωση στο έγγραφο της 15.7.09, όπως υπογράμμισα, αναφέρεται πως ο αιτητής είναι απαγορευμένος μετανάστης και λόγω της καταδίκης του σε πρόστιμο. Δηλαδή και για τους άλλους λόγους που αναφέρονται στο έγγραφο εκείνο που ήταν η καταδίκη του σε φυλάκιση και το ότι βρισκόταν παράνομα στην Κύπρο από 25.2.09, δηλαδή την ημερομηνία κατά την οποία έκλεισε ο φάκελος του.
Από το περιεχόμενο των φακέλων προκύπτουν ισχυρές αμφιβολίες αναφορικά με τη βάση πάνω στην οποία εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα διατάγματα. Υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο πλάνης, για να περιορισθώ στην ευνοϊκότερη για τους καθ' ων η αίτηση εκδοχή, και αυτό θα ήταν αρκετό για την επιτυχία της προσφυγής.
Όμως, και να θεωρήσουμε ότι η καταδίκη σε πρόστιμο πράγματι επέδρασε, ως προσφερόμενη αιτιολογία, θα προέκυπταν περαιτέρω ερωτήματα. Αν ήταν αυτόνομο και αυτοτελές έρεισμα, όπως υποστηρίζουν οι καθ' ων η αίτηση, θα έχουμε την ακόλουθη εικόνα. Στις 17.11.06 ο αιτητής καταδικάστηκε για παράνομη απασχόληση σε πρόστιμο. Όπως εξηγήθηκε, είχε δικαίωμα να εργαστεί ως αιτητής ασύλου αλλά απασχολήθηκε σε εργασία άλλη από εκείνη στην οποία εδικαιούτο. Παρήλθαν χρόνια έκτοτε, χωρίς να είχαν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα εναντίον του σε σχέση με την παραμονή του εδώ και βλέπω τη δύναμη της εισήγησης του αιτητή πως θα ήταν κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου η ανάσυρση εκείνης της καταδίκης, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, για να απελαθεί εξ αιτίας της, δυνάμει της παραγράφου (κ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105. Προφανώς, όμως, δεν θα ήταν αυτόνομο αυτό το έρεισμα, για τους λόγους που εξήγησα. Η αναφορά στην καταδίκη σε πρόστιμο ως επιπρόσθετος λόγος για τα διατάγματα απέλασης/κράτησης, φέρνει στην επιφάνεια το ερώτημα αναφορικά με το κατά πόσο θα εκδίδονταν αυτά τα διατάγματα αν, στη σκέψη του εκδότη των διαταγμάτων, δεν υπήρχαν και τα άλλα που αναφέρονται στο έγγραφο της 15.7.09. Τα διατάγματα απέλασης/κράτησης εκδίδονται κατά ενάσκηση διακριτικής εξουσίας και το λιγότερο που θα μπορούσε να λεχθεί σε σχέση με το υποθετικό ενδεχόμενο στο οποίο αναφέρομαι, είναι πως δεν θα ήταν δυνατό να εκτιμηθεί τώρα ποια θα ήταν η απόφαση αν το μόνο που υπήρχε ήταν μια παλαιά, τεσσάρων ετών καταδίκη σε πρόστιμο που, βεβαίως, δεν θα ενέτασσε την περίπτωση στην παράγραφο (δ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105.
Στοιχειοθετείται, κατά τα ανωτέρω, λόγος ακυρότητας, και βεβαίως, δεν δικαιολογείται συζήτηση με αναφορά είτε στην υπόθεση Rahal (ανωτέρω) είτε στην υπόθεση Ngassam ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.700 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει. Τα προσβαλλόμενα διατάγματα ακυρώνονται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά