ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 989/2009
26 Νοεμβρίου, 2010
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΛΛΕΝΟΣ
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ' ης η αίτηση
...................................
Α. Ν. Πηλείδου (κα), για τον αιτητή
Ν. Κ. Χατζηιωάννου (κα), για την καθ' ης η αίτηση
Καμιά εμφάνιση, για το ενδιαφερόμενο μέρος Ελευθέριο Κουδουνά
...............................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά δήλωση από το Δικαστήριο ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση που λήφθηκε στις 25/5/09 και του γνωστοποιήθηκε στις 26/5/09 με την οποία προάχθηκε ο Ελευθέριος Κουδουνάς στη θέση Ανώτερου Διευθυντή στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, αντί του αιτητή, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο αιτητής κατέχει τη θέση του Διευθυντή Τεχνικού Προσωπικού στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου από τις 5/11/09. Η Αρχή Τηλεπικοινωνιών (πιο κάτω η Αρχή) αποφάσισε την πλήρωση τη θέσης Ανώτερου Διευθυντή. Με εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής στις 12/5/09 το Διοικητικό Συμβούλιο προέβη σε συνέντευξη και εξέτασε τους προσωπικούς φακέλους των 7 υποψηφίων για τη θέση του Ανώτερου Διευθυντή. Ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής σύστησε για προαγωγή στην κενή θέση του Ανώτερου Διευθυντή, τον αιτητή. Η πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου (Πρόεδρος και 5 Μέλη) επέλεξαν για προαγωγή στη θέση αυτή το ενδιαφερόμενο μέρος Ελευθέριο Κουδουνά από 25/5/09, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 20/7/09.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η ευπαίδευτη δικηγόρος του αιτητή, στην μακροσκελή της αγόρευση, εισηγήθηκε τους εξής λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης: (α) ότι πάσχει η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου, (β) απουσία καταγραφής γενικής εντύπωσης για την απόδοση στην προφορική συνέντευξη κάθε υποψηφίου, (γ) αντίφαση ή πλημμέλεια στην αξιολόγηση ή στην αιτιολογία απόδοσης στην προφορική συνέντευξη, (δ) δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, (ε) παραγνώριση της εισήγησης του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή χωρίς ειδική ή πειστική ή με πλημμελή ή πεπλανημένη αιτιολογία, (ζ) πλάνη και/ή μη δέουσα έρευνα και (η) αναιτιολόγητη ή μη επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση.
Η δικηγόρος της καθ' ης αίτηση εισηγήθηκε ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί με έξοδα.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Αρχίζω την εξέταση της υπόθεσης από τον (α) πιο πάνω λόγο, ο οποίος είναι και ορθό να αποφασιστεί πρώτα λόγω της φύσης του.
Είναι ο ισχυρισμός της ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή ότι ενώ κατά την έναρξη της συνεδρίας της 25/5/09 που λήφθηκε η επίδικη απόφαση ήσαν παρόντα όλα τα μέλη του εννιαμελούς Συμβουλίου και αφού 6 από τα μέλη του Συμβουλίου έλαβαν μέρος στις συνεντεύξεις και τοποθετήθηκαν σχετικά με την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους, ο Αντιπρόεδρος κ. Θεοδώρου αποχώρησε. Τέτοια ενέργεια είναι αντίθετη με την πρόνοια του άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99 ως έχει τροποποιηθεί), που διαλαμβάνει ότι η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένα θέματα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου.
Η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της καθ' ης η αίτηση είναι ότι από τη στιγμή που τα μέλη που παρέμειναν αποτελούσαν απαρτία, όπως διαλαμβάνει το άρθρο 8(1) του περί Τηλεπικοινωνιών Νόμου Κεφ. 302, τότε δεν τίθεται θέμα κακής σύνθεσης.
Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Δρα. Νίκου Παυλίδη κ.α. Α.Ε. 132/2007 ημερ. 20/5/2010 η Ολομέλεια εξετάζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 22 του Ν. 158(Ι)/99, αποφάσισε ότι εφόσον η διαδικασία εξέτασης πειθαρχικών αδικημάτων άρχισε με 10 μέλη στις 13/1/2005 (συνεχίστηκε η διαδικασία στις 27/1/2005, 10/2/05, 17/3/05, 7/4/05 και 21/4/05) η τελική απόφαση που λήφθηκε με 5 μέλη διότι μερικοί από αυτούς απουσίαζαν, έπασχε ανεξαρτήτως αν τα μέλη που ήταν παρόντα κατά τη λήψη της απόφασης αποτελούσαν απαρτία σύμφωνα με τη σχετική νομοθετική πρόνοια. Στην εν λόγω υπόθεση γίνεται αναφορά και σε αρκετές από τις αυθεντίες που επικαλέστηκε η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή.
Εξετάζοντας τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης κρίνω ότι αυτή διαφοροποιείται από την πιο πάνω ως προς τα γεγονότα της αλλά και από τις πολλές αποφάσεις που επικαλείται η συνήγορος στη γραπτή της αγόρευση. Στην υπόθεση Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Δρα Παυλίδη κ.α. (ανωτέρω) ενώ μερικά από τα μέλη είχαν παραστεί σε συγκεκριμένες συνεδρίες και έλαβαν ενεργό μέρος στη διαδικασία, σε επόμενη συνεδρίαση δεν παρακάθησαν καθόλου.
Στην παρούσα περίπτωση η συνεδρία ήταν σε μια μόνο ημερομηνία, ήταν παρών το μέλος που αποχώρησε και διατύπωσε την απόφαση του που ήταν ενάντια της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους. Το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη συνεδρία, αδικαιολόγητα κατά την κρίση μου, λόγω διαφωνίας του με την πλειοψηφία, δεν επηρεάζει την τελική λήψη απόφασης αργότερα την ίδια μέρα και στην ίδια συνεδρία, αφού αυτή λήφθηκε από την πλειοψηφία και παρά τη δική του διαφορετική προφανώς απόφαση που θα κατατασσόταν στην απόφαση της μειοψηφίας. Επομένως ο λόγος περί κακής και/ή πάσχουσας σύνθεσης απορρίπτεται.
Οι (β) και (γ) αφορούν ισχυρισμό περί πάσχουσας συνέντευξης (ι) διότι δεν καταγράφηκε η γενική εντύπωση για κάθε υποψήφιο και (ιι) ότι υπάρχει αντίφαση στην αιτιολογία. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αντιφατικοί. Είτε δεν υπάρχει καταγραμμένη η εντύπωση, είτε υπάρχει αλλά έχει αντιφατική αιτιολογία. Ο Καν. 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών Προσωπικού του 1982 (Κ.Δ.Π. 220/82 ως έχει τροποποιηθεί) προβλέπει τα ακόλουθα:
«Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.
Η Αρχή διατηρεί το δικαίωμα κατά τις κρίσεις για προαγωγή να αποφασίζει κάθε φορά να καλεί ή να μην καλεί σε συνέντευξη τους υποψηφίους για προαγωγή σε συγκεκριμένη θέση ή θέσεις.
Νοείται ότι, στην περίπτωση που η Αρχή αποφασίζει να καλέσει τους υποψηφίους για προαγωγή σε συνέντευξη, η κρίση θα διενεργείται σε συνδυασμό και με την προσωπική εντύπωση που αποκόμισαν για τους υποψηφίους τα Μέλη της Αρχής.»
Το άρθρο 24(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, που επίσης επικαλείται η δικηγόρος του αιτητή έχει ως ακολούθως:
«24.(2) Στις περιπτώσεις διορισμών ή προαγωγών επιβάλλεται η καταγραφή των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης και κάθε άλλου γεγονότος που επενεργεί στη λήψη της απόφασης. Δεν απαιτείται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης ούτε και η καταγραφή των νοητικών διεργασιών των μελών για τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων. Οι τυχόν προσωπικές σημειώσεις των μελών σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αν έγινε, παραδίδονται από τα μέλη αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων και αποτελούν μέρος του οικείου φακέλου.»
Μελέτησα τα πιο πάνω και όσα παραθέτει η πλευρά της καθ' ης η αίτηση και έχω καταλήξει ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση δεν παραβιάζει τις απαιτήσεις των πιο πάνω άρθρων. Προκύπτει από την απόφαση ότι διατυπώνεται η προσωπική εντύπωση που αποκόμισαν για τους υποψηφίους τα μέλη της καθ' ης η αίτηση. Το γεγονός ότι η εντύπωση αυτή διατυπώθηκε ομαδικά δεν την καθιστά αντικανονική, όπως άλλωστε αποφασίστηκε μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Φοινιώτης ν. ΑΤΗΚ, υποθ. αρ. 646/2006 ημερ. 20/3/2008, στην οποία αναφέρθηκε και η δικηγόρος του αιτητή. Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί αντιφατικότητας και/ή πλημμέλειας στις εντυπώσεις, κρίνω ότι ούτε αυτός ευσταθεί.
Στρέφομαι τώρα στον ισχυρισμό ότι υπήρξε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, τον οποίο ισχυρισμό θεωρώ ορθό να εξετάσω σε συνδυασμό και με τον ισχυρισμό ότι παραγνωρίστηκε από την καθ' ης η αίτηση η σύσταση του Ανώτερου Εκτελεστικού Διευθυντή, χωρίς ειδική ή πειστική αιτιολογία.
Ο Ανώτερος Εκτελεστικός Διευθυντής σύστησε τον αιτητή ως πρώτο σε σειρά καταλληλότητας και στη συνέχεια άλλους, αλλά όχι το ενδιαφερόμενο μέρος. Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, τη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας υποθ. αρ. 862/2007 ημερ. 3/4/2009), ενώ αναγνωρίζεται στο αρμόδιο διορίζον όργανο η δυνατότητα απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου, τέτοια απόκλιση θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και επαρκώς. Σημειώνεται εκεί ότι ειδική αιτιολογία συνιστά η παράθεση τέτοιων λόγων που να αντισταθμίζουν τη σύσταση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να φαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης και δεν μπορούν να συνάγονται από τα πρακτικά. Αποφασίστηκε επίσης, με αναφορά και στην Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, ότι η οριακή διαφορά στη συνέντευξη δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία για παραγνώριση της σύστασης.
Στην παρούσα υπόθεση η πλειοψηφία του Συμβουλίου που πήρε την προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε ως ακολούθως:
«4. Ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής στην Εισήγησή του κατατάσσει υποψήφιους σε σειρά καταλληλότητας για την προς πλήρωση θέση με πρώτο τον Παναγιώτη Καλλένο, δεύτερο το Γλαύκο Χούτρη και τρίτο τον Ιωάννη Κέυ-Σουρουλλά ενώ δεν κατατάσσει τους υπόλοιπους υποψήφιους.
Κατά την τελική σύγκριση των υποψηφίων, η πλειοψηφία του Συμβουλίου αποτελούμενη από τον Πρόεδρο και τα Μέλη Στ. Αμερικάνο, Γρ. Διάκου, Γ. Τσιαττάλα, Δ. Φελλά και Γ. Χαρή, έκρινε ως καταλληλότερο για την προς πλήρωση θέση τον Ελευθέριο Κουδουνά. Η πλειοψηφία του Συμβουλίου δεν παραγνώρισε την ελαφρώς χαμηλότερη βαθμολογία του Ελευθέριου Κουδουνά έναντι άλλων υποψηφίων πριν την τελευταία τριετία, ούτε το γεγονός ότι ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής δεν τον περιλαμβάνει στους καταλληλότερους υποψήφιους στην Εισήγησή του. Η πλειοψηφία του Συμβουλίου προσμέτρησε στην κρίση της:
α. Τη μεγαλύτερη αρχαιότητα και συνεπαγόμενη πείρα του Ελευθέριου Κουδουνά.
β. Ότι κατά την τελευταία τριετία ο Ελευθέριος Κουδουνάς έχει τη μέγιστη δυνατή βαθμολογία όπως και οι υπόλοιποι υποψήφιοι.
γ. Ότι η χαμηλότερη βαθμολογία του Ελευθέριου Κουδουνά έναντι άλλων υποψηφίων σε παλαιότερα έτη ενδέχεται να οφείλεται στη θέση που κατείχε, αυτήν του Διευθυντή Εσωτερικού Ελέγχου, η οποία εκ των πραγμάτων μερικές φορές οδηγεί τον κάτοχό της σε αντιπαράθεση με τους αξιολογητές του.
δ. Την καλύτερη εντύπωση που άφησε ο Ελευθέριος Κουδουνάς κατά την συνέντευξή του.»
Ενόψει των πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη ότι (α) δεν συγκεκριμενοποιήθηκε ποιά ήταν η καλύτερη απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους και ποιά του αιτητή για να φανεί το μέγεθος της διαφοράς, (β) ότι η αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν μόνο 5 μήνες και (γ) ότι αν πάρουμε περίοδο πέραν των 3 χρόνων ο αιτητής είχε καλύτερη βαθμολογία αλλά η καθ' ης η αίτηση με σκεπτικό που εμπεριέχει υποθέσεις (βλέπε (γ) ανωτέρω), έσπευσε να δικαιολογήσει την χαμηλότερη βαθμολογία του ενδιαφερόμενου μέρους, καταλήγω ότι η αιτιολογία που δόθηκε για παραγνώριση της σύστασης, δεν είναι επαρκής και πειστική, όπως απαιτεί η νομολογία. Η υπόθεση Δημοκρατία ν. Ανδρέα Ασσιώτη κ.α. Α.Ε. 201/2009 και 205/2009 ημερ. 13/7/2010, που επικαλέστηκε η πλευρά της καθ' ης η αίτηση, όπου αποφασίστηκε ότι δόθηκε επαρκής αιτιολογία για παράκαμψη της σύστασης του Διευθυντή του Τμήματος, κρίνω ότι διαφοροποιείται από την παρούσα αφού το ενδιαφερόμενο μέρος σε εκείνη την υπόθεση πέραν της καλύτερης αξιολόγησης κατά την προφορική συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ («Εξαίρετος» σε σύγκριση με «Σχεδόν Εξαίρετος» που κρίθηκε ο αιτητής) κατείχε πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, η δε αρχαιότητα του αιτητή, που ήταν το μόνο που υπερείχε, ήταν πολύ περιορισμένης σημασίας. Έτσι παρά το ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία το διορίζον όργανο έχει ευρύτερη διακριτική ευχέρεια, με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως τα εξήγησα πιο πάνω, η δοθείσα αιτιολογία για παράκαμψη της σύστασης κρίνω ότι δεν ήταν επαρκής. Επομένως αυτός είναι αρκετός λόγος για επιτυχία της προσφυγής χωρίς την ανάγκη να εξεταστούν όλοι οι λόγοι ακύρωσης που επικαλείται ο αιτητής.
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει) υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ' ης η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς