ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 926/07]
8 Νοεμβρίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. EΛΕΝΗ ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ
2. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΑΚΚΟΥ
Αιτητές
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ
Καθ' ων η αίτηση
Γ.Π. Φαίδωνος για τους αιτητές.
Δ. Εργατούδη-Δημοσθένους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στη βάση της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης αρ. 1141, ημερομηνίας 30.9.1999, εκδόθηκε το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης αρ. 682, ημερομηνίας 22.9.00, με το οποίο απαλλοτριώθηκε το ακίνητο των αιτητών, τεμάχιο 390, του Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου LIV.46 στον Άγιο Τύχωνα, στη Λεμεσό, «για τη διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών ή τη συντήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων ή τη διατήρηση της στρωματογραφίας αρχαιολογικού χώρου στο χωριό Άγιος Τύχωνας της Επαρχίας Λεμεσού». Καταβλήθηκε η αποζημίωση, το ακίνητο περιήλθε στη Δημοκρατία και η προσφυγή στρέφεται κατά της μη ικανοποίησης από τη διοίκηση της αξίωσης των αιτητών για επιστροφή του απαλλοτριωθέντος. Σημειώνω, συναφώς, ότι η Απαλλοτριούσα Αρχή δεν απάντησε στο γραπτό αίτημα του αιτητή για επιστροφή και οι αιτητές υποστηρίζουν πως έχουμε εξυπακουόμενη άρνηση και πάντως παράλειψη που μπορεί να προσβληθεί. Θέση την οποία δεν αμφισβήτησαν οι καθ' ων η αίτηση οι οποίοι υποστήριξαν τη νομιμότητα της μη επιστροφής.
Το ακίνητο των αιτητών, από το 1935, κηρύχθηκε ως Αρχαίο Μνημείο και εντάχθηκε στον αυστηρά υπό απαλλοτρίωση χώρο της Αρχαίας Πόλης της Αμαθούντας. Βρίσκεται σε χώρο τεράστιας αρχαιολογικής σημασίας και, ανασκαφές που ήδη έγιναν, σε ακίνητα που επίσης απαλλοτριώθηκαν, αποκάλυψαν σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα μεταξύ των οποίων και μεγάλο τμήμα του συμπλέγματος της Επισκοπικής Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής.
Στο ακίνητο, όμως, των αιτητών δεν έχουν γίνει ακόμα ανασκαφές ή άλλα έργα και είναι η θέση των αιτητών πως, αντίθετα, έγιναν έργα καταστροφικά των αρχαιοτήτων που πράγματι βρίσκονται στο ακίνητό τους αλλά και στα άλλα, στην περιοχή. Οπότε, κατά την πρώτη εισήγησή τους, ενόψει αυτών των καταστροφικών έργων που δείχνουν και χρήση του ακινήτου για σκοπό άλλο από τον καθορισθέντα στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, προκύπτει υποχρέωση επιστροφής. Πρόκειται για ασφάλτινο δρόμο και για ξύλινη γέφυρα, προέκταση πεζοδρόμου.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών επιμελήθηκαν, μετά από έρευνα των φακέλων και αναδρομή στο ιστορικό, την ετοιμασία εγγράφου με παραδεκτά γεγονότα. Ο ασφάλτινος δρόμος κατασκευάστηκε δεκαετίες προηγουμένως και αναφέρεται ως προσωρινός. Ήδη καταρτίστηκαν σχέδια διαμόρφωσης από το 1995 και η μελέτη για μετακίνησή του βρίσκεται στο Τμήμα Δημοσίων Έργων προς υλοποίηση. Επομένως, δεν είναι δυνατό να προωθείται επιχείρημα στη βάση ισχυρισμού πως, μετά την απαλλοτρίωση έγινε έργο για άλλο σκοπό ή που κατέστρεφε τον σκοπό. Το ίδιο και σε σχέση με την ξύλινη γέφυρα. Αυτή, όπως άλλωστε και ο δρόμος, δεν είχαν κατασκευαστεί από την Απαλλοτριούσα Αρχή αλλά από το Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίου Τύχωνα και είχαν συμπληρωθεί πριν από την απαλλοτρίωση. Εν πάση περιπτώσει, και τα δυο, ο δρόμος και η ξύλινη γέφυρα, όπως προκύπτει από τα παραδεκτά γεγονότα, κατασκευάστηκαν αφού λήφθηκαν μέτρα για το μη επηρεασμό, με οποιοδήποτε τρόπο των αρχαιοτήτων, και με δυνατότητα μετακίνησής τους. Σημειώνω εδώ και την υπόθεση Αλεξάνδρα Χριστάκη Χαριδήμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 128/99, ημερομηνίας 23.8.01 που, ακριβώς, αφορούσε στον ίδιο αρχαιολογικό χώρο και υπό συζήτηση ήταν η κατασκευή τουριστικού πεζόδρομου. Η προσφυγή απορρίφθηκε ως πρόωρη αλλά παρατηρήθηκε στο τέλος, και είναι αυτό που επικαλούνται οι καθ' ων η αίτηση, πως ενόψει της τεχνικής φύσης του θέματος, «είναι για μένα φανερό ότι με το υλικό που προσκομίστηκε δε θεμελιώθηκε παρέκκλιση σκοπού». Επομένως, ο ισχυρισμός για έργα που κατέστρεψαν το σκοπό της απαλλοτρίωσης ή που οδηγούσαν αλλού, είναι αστήρικτος. Όπως και η χωρίς άλλα αναφορά στη μη περίφραξη του χώρου και στην ανοχή της χρήσης της ξύλινης γέφυρας, όταν, μάλιστα, δεν ήταν η επιφάνεια της γης που ενδιέφερε.
Οι αιτητές, σε δεύτερο επίπεδο, στάθηκαν στο γεγονός ότι δεν έχουν ακόμα γίνει ανασκαφές στο ακίνητό τους, οκτώ χρόνια μετά τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Θεωρούν πως, στην πραγματικότητα, η Απαλλοτριούσα Αρχή είχε ενεργήσει ως συνήθης κερδοσκόπος, με στόχευση την κάρπωση σε βάρος των συμφερόντων των αιτητών της αλματώδους κεφαλαιουχικής ανατίμησης του ακινήτου τους. Σ' αυτό το πλαίσιο, στη βάση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Motais de Narbonne v. France, Αρ. Υποθέσεως 48161/99 με αναφορά στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, υποστήριξαν πως εκδηλώθηκε και παραβίαση της Αρχής της Αναλογικότητας. Η οποία, όπως προσθέτουν, είναι και σύμφυτη στο Άρθρο 23 του Συντάγματος, στον περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμο του 1962 (Ν. 15/62) αλλά και ρητά κατοχυρώνεται στο άρθρο 52 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Αυτά δε, παράλληλα προς την επίκληση των γενικών αρχών που διέπουν το θέμα όπως αυτές επεξηγήθηκαν στην απόφαση της πλήρους Ολομέλειας στη Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166. Περαιτέρω, επικαλούνται σειρά αποφάσεων σε σχέση με την υποχρέωση για επιστροφή όταν το απαλλοτριωθέν διαπιστώθηκε πως δεν ήταν αναγκαίο για το σκοπό της απαλλοτρίωσης, στη βάση και της ρητής, επί του προκειμένου, πρόνοιας του άρθρου 15(1) του Νόμου 15/62 ή ότι ήταν πλέον ανέφικτος ο σκοπός. (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1990) 3Δ Α.Α.Δ. 2732, Δημοκρατίας ν. Κωνσταντή κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 307, Έλπης Ιακωβίδου-Μουρουζίδη κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 886/95, ημερομηνίας 18.6.1998, Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4Β ΑΑΔ 824, Χριστάκης Παχίτας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 738/2001, ημερομηνίας 16.10.2003, Διονύσης Δημητρίου Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 926/2002, ημερομηνίας 17.12.2003, ΕΤΚΟ Λτδ ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 260/2002, ημερομηνίας 9.1.2004, Κωνσταντίνος Επαμεινώνδας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 927/02, ημερομηνίας 21.4.2004).
Η θέση των καθ' ων η αίτηση, όμως, δεν δομείται στη βάση της εκτέλεσης έργων τα οποία, κατά τις αρχές όπως αυτές επεξηγήθηκαν στην Ευθυμιάδης (ανωτέρω), θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης κατέστη εφικτός. Η θέση τους παραπέμπει στον, κατά την εισήγηση τους, αυτοτελή σκοπό στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης για «διατήρηση της στρωματογραφίας αρχαιολογικού χώρου». Σκοπός ο οποίος εξ αντικειμένου, από τη φύση του πράγματος, ευθέως συντελείται χωρίς την ανάγκη εκτέλεσης κάποιων έργων. Επομένως, οι πιο πάνω υποθέσεις που επικαλέστηκαν οι αιτητές, δεν προωθούν τη θέση τους. Περιλαμβανομένης και της απόφασης στη Motais (ανωτέρω) όπου, ενώ ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν στεγαστικός και προϋπέθετε την εκτέλεση έργων, είχαν παρέλθει 19 χρόνια χωρίς την εκτέλεση οποιουδήποτε έργου, εξ ου και η αναφορά στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης και στην αρχή της αναλογικότητας και συναφώς στο απαράδεκτο της δημιουργίας αποθεματικού ακίνητης ιδιοκτησίας για το μέλλον, με συνέπεια την άδικη στέρηση των ιδιοκτητών από το κεφαλαιουχικό κέρδος που προέκυπτε.
Κρίνω βάσιμα τα επιχειρήματα των καθ' ων η αίτηση. Δεν είναι δυνατό να συζητείται η παρούσα υπόθεση στη βάση της άποψης για δημιουργία αποθεματικού για μελλοντικά έργα ενόψει του πιο πάνω σκοπού, για διατήρηση της στρωματογραφίας. Σημειώνω, μάλιστα, ότι στην υπόθεση Μotais δεν αποδοκιμάστηκε, ως θέμα αρχής, η δημιουργία αποθεματικού αλλά ο ιδιοκτήτης δικαιώθηκε ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της περίπτωσης, με αναφορά στις εξελίξεις. Ενώ, στην Κύπρο, μου φαίνεται πως τέτοιο ζήτημα, εφόσον εγειρόταν σε σχέση με το κύρος του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, θα επιλύετο κατά τρόπο αυστηρότερο για την Απαλλοτριούσα Αρχή όπως θα δούμε και στη συνέχεια, κατά την εξέταση περαιτέρω εισηγήσεων των αιτητών.
Αντίθετα προς τις εισηγήσεις των αιτητών κρίνω πως η διατήρηση της στρωματογραφίας ήταν σκοπός αυτοτελής, όπως σαφώς προνοείται από τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης. Επίσης πως είναι αβάσιμη η άποψη πως ως στρωματογραφία εννοείται «μελέτη» κατά την εξήγηση του όρου στο έγγραφο των μερών για παραδεκτά γεγονότα. (Βλ. και το σχετικό λήμμα από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη). Είναι φανερό πως με τη χρήση του όρου «διατήρηση», ο σκοπός διασυνδέεται προς τα στρώματα της αρχαιολογικής θέσης, στην οποία επίσης γίνεται αναφορά στο ίδιο έγγραφο. Με παράλληλο σκοπό, στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, και στη συντήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων. Σε σχέση με την οποία αλλά και γενικότερα την προστασία αρχαιολογικών χώρων, χωρίς να είχαν ούτε εκεί γίνει οποιαδήποτε έργα, σημειώνω την Κιτρομηλίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας κα (1991) 4Γ ΑΑΔ σελ. 2454 και Αραπατζιάν κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 4Ε ΑΑΔ σελ. 3442, που επικαλούνται οι καθ' ων η αίτηση. Ιδιαιτέρως, όμως, με παραπομπή στην Ντίνος Ραμόν ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 764/07, ημερομηνίας 22.7.09. (Βλ. συναφώς και Τσαγγαρίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ σελ. 3392). Το θέμα ήταν το ίδιο, υπήρχε και εκεί ο σκοπός της διατήρησης της στρωματογραφίας αρχαιολογικού χώρου και κρίθηκε πως αυτός ο σκοπός, όπως και ο σκοπός της διατήρησης αρχαιολογικών καταλοίπων είναι, «σκοποί αυθύπαρκτοι που δεν απαιτούν οποιαδήποτε περαιτέρω έργα για να θεωρείται ότι υλοποιήθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης», εκτίμηση που με βρίσκει σύμφωνο και σημειώνω και την απόφαση της Ολομέλειας στην Σταυρούλα Χαραλάμπους Παραπάνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 115/07, ημερομηνίας 2.3.2010 που επίσης επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση. Ο σκοπός εκεί αφορούσε στη συντήρηση, προστασία κλπ δάσους και με αναφορά και στην υπόθεση Ευθυμιάδης (ανωτέρω), κρίθηκε πως δεν χρειάζονταν έργα και πως ο σκοπός επιτυγχάνετο με μόνο την απαλλοτρίωση και την συνακόλουθη κατοχή των απαλλοτριωθέντων από τη διοίκηση. Όπως και στην Τσιολή κ.α. ν. Επάρχου Λευκωσίας, (2007) 3 ΑΑΔ 522 την οποία επίσης επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση σε σχέση με διατήρηση - προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, που περιλαμβανόταν στους σκοπούς για τους οποίους έγινε η απαλλοτρίωση.
Τα υπόλοιπα από τα επιχειρήματα των αιτητών είναι εξ ορισμού εκτός πλαισίου. Υποστηρίζουν πως η διατήρηση της στρωματογραφίας δεν εντάσσεται στους σκοπούς για τους οποίους θα ήταν δυνατό να εκδοθεί Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και πως, ούτως ή άλλως, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν ψευδεπίγραφος αφού η στόχευση αφορούσε σε άλλο σκοπό, ουσιαστικά την κατασκευή της ξύλινης γέφυρας. Περαιτέρω, πως δεν υπήρχε νόμιμη απόφαση για απαλλοτρίωση θέμα που μπορεί, καθώς εισηγούνται, όπως και τα προηγούμενα, στη βάση αποσπάσματος από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 226 και 227 για ανυπόστατες πράξεις, να διακηρυχθεί τώρα, παρεπιμπτόντως. Περαιτέρω ότι, εν πάση περιπτώσει, «το λιγότερο δεν απαιτείτο άμεση απαλλοτρίωση και δεν ήτο αναγκαία η απαλλοτρίωση». Οπότε θα αφηνόταν στη δική του χρήση το ακίνητο, για την αξιοποίησή του με τρόπους συμβατούς προς τις αρχαιότητες που αναμφίβολα υπήρχαν σ' αυτό, όπως με τοποθέτηση ομπρέλλων, κρεβατιών, καθισμάτων, λυόμενης κατοικίας ή τροχόσπιτου. Σ' αυτό το πλαίσιο, επικαλέστηκε την απόφαση της Ολομέλειας στην Ψάλτης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ 452. Όμως αυτά, όπως φάνηκε να αναγνωρίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών κατά τις διευκρινίσεις, δεν θα ήταν δυνατό να προωθούνται στο πλαίσιο προσφυγής όπως η παρούσα. Καθόσον αφορούν στο κύρος του διατάγματος απαλλοτρίωσης θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης, αν προσβαλλόταν το διάταγμα. Ούτε, βεβαίως, είναι δυνατό να τίθεται ζήτημα παρεμπίπτοντος ελέγχου του κύρους του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, αν μη τι άλλο, αφού η παρούσα προσφυγή και η αξίωση που εμπεριέχει δομείται ακριβώς στην ύπαρξη Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Σημειώνω δε πως η Ψάλτης (ανωτέρω) αφορούσε στο κύρος Διατάγματος Απαλλοτρίωσης και δεν είναι δυνατό, επειδή γινόταν και εκεί αναφορά στο σκοπό της διατήρησης της στρωματογραφίας αρχαιολογικού χώρου, να συσχετισθεί προς την παρούσα υπόθεση. Αποφασίστηκε η ακύρωση διατάγματος απαλλοτρίωσης επειδή έλειπε η αναγκαία μελέτη γενικώς αλλά και ειδικώς σε σχέση με τη διατήρηση της στρωματογραφίας, ιδιαιτέρως έχοντας υπόψη ότι απαλλοτριώθηκε η κατοικία των αιτητών με συνέπεια την έξωσή τους. Ενώ η διατήρηση της ιδιοκτησίας τους και η συνέχιση της διαμονής τους εκεί, δεν διασυνδέθηκε προς οτιδήποτε θα αφορούσε αφ' εαυτής στη διατήρηση της στρωματογραφίας.
Εδώ έχουμε δεδομένο το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και το σκοπό του. Αυτός ο σκοπός, ως αυτοτελής και αυθύπαρκτος, εκπληρούται με την απαλλοτρίωση την ίδια και το επιχείρημα των αιτητών για έστω και τώρα επιστροφή του ακινήτου για να το χρησιμοποιούν με τους τρόπους που υπέδειξαν θα σήμαινε στην ουσία αναίρεση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα. Η προσβαλλόμενη άρνηση/παράλειψη επικυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά