ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 920/2007, 928/2007

1008/2007 και 1198/2007)

 

5 Νοεμβρίου, 2010

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 920/2007)

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

 

Αιτητής,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ης η Aίτηση.

 

- - - - - -

(Υπόθεση Αρ. 928/2007)

 

ΣΤΕΛΙΟΣ ΧΑΤΖΗΕΛΙΣΣΑΙΟΥ,

 

Αιτητής,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ης η Aίτηση.

 

- - - - - -

(Υπόθεση Αρ. 1008/2007)

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,

 

Αιτητής,

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ης η Aίτηση.

 

- - - - - -

(Υπόθεση Αρ. 1198/2007)

 

ΕΛΕΝΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,

 

Αιτήτρια,

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ης η Aίτηση.

- - - - - -

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Προσφυγή αρ. 920/2007.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην Προσφυγή αρ. 928/2007.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Προσφυγή αρ. 1008/2007.

Χρ. Χριστάκη, για την Αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 1198/2007.

Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

Μ. Καλλιγέρου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Αθηνοδώρου, Λύτρα και Ευσταθίου.

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με τις συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 15.6.2007 με την οποία, κατόπιν επανεξέτασης, διόρισαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β (Κτηματολόγιο), Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, αναδρομικά από τις 17.5.1993.

 

Προσφυγή αρ. 920/2007

 

Ο αιτητής με αυτή την προσφυγή προσβάλλει το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών Ευστάθιου Ευσταθίου, Σταύρου Λύτρα και Βαρνάβα Πασιουλή. Ο διορισμός του αιτητή Π. Παναγιώτου είχε προηγουμένως ακυρωθεί με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 22.4.2002, στις Συνεδικασθείσες Προσφυγές αρ. 872/2000 και 1022/2000. Σε εκείνη την περίπτωση η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε τον αιτητή προσοντούχο και οι καθ΄ων η αίτηση υιοθέτησαν τη θέση της. Όμως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εφόσον το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε, μεταξύ άλλων, την κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης (L.I.S. Legal / Fiscal), θα έπρεπε να εξεταστεί κατά πόσο ο αιτητής που το επικαλείτο, το κατείχε ή όχι. Ο αιτητής κατείχε μεταπτυχιακό Master of Science in Information Technology, δηλαδή γενικό προσόν στην Πληροφορική, και όχι πτυχίο για την απόκτηση του οποίου θα πρέπει να είχε ασχοληθεί με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης. Επομένως, ο διορισμός του αιτητή (εκεί ενδιαφερομένου προσώπου) ακυρώθηκε.

 

Κατά τη διεξαχθείσα επανεξέταση, η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού αναφέρθηκε στο μεταπτυχιακό MSc in Information Technology που κατείχε ο αιτητής, παρατήρησε ότι με βάση το τότε ισχύον Σχέδιο Υπηρεσίας, ο αιτητής δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα. Το πρώτο πτυχίο που κατείχε, αυτό του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, ενώ στο τότε Σχέδιο δεν γινόταν καμιά αναφορά σε μεταπτυχιακό τίτλο. Γι΄ αυτό το λόγο η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε τον αιτητή στην τελική της αξιολόγηση.

 

Επιλαμβανόμενοι αυτού του θέματος, οι καθ΄ων η αίτηση αποφάσισαν να αποστείλουν πίσω στη Συμβουλευτική Επιτροπή το θέμα των προσόντων του αιτητή, το οποίο και να ερευνήσει δεόντως και να αιτιολογήσει κατά πόσο ο αιτητής είναι ή όχι προσοντούχος με βάση το πρώτο του πτυχίο, αφού σχολιάσει σχετική επιστολή του Ε.Τ.Ε.Κ. και αφού ζητήσει από τον ίδιο τον αιτητή να απευθυνθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. προκειμένου να εξασφαλίσει αντιστοιχία του πτυχίου του με το απαιτούμενο από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας. Ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του αρνήθηκε να αποταθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για λόγους τους οποίους εξήγησε, η δε Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού ξαναμελέτησε το θέμα, αποφάνθηκε ότι δεν αποδεικνυόταν η κατοχή από τον αιτητή του απαιτούμενου προσόντος και επιβεβαίωσε την προηγούμενη θέση της. Οι καθ΄ων η αίτηση σε συνεδρία τους, αφού μελέτησαν τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν τους και τις απόψεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, συμφώνησαν ότι ο αιτητής δεν κατείχε το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν και δεν εξέτασαν την υποψηφιότητά του.

 

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης τον οποίο προβάλλει ο αιτητής, αμφισβητεί τον αποκλεισμό του ως υποψηφίου για τον δοθέντα λόγο της μη κατοχής των απαιτουμένων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων.

 

Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας:

 

"3. Απαιτούμενα προσόντα:

 

 

 

(ι)(α) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλος ή ισότιμο προσόν στη Διαχείριση Ακινήτων ή στις Εκτιμήσεις, ή στα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law) ή στη Δημόσια Διοίκηση Επιχειρήσεων ή σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης (L.I.S. Legal / Fiscal.)

......................

 

(β) ..................."

 

Σύμφωνα με το συνήγορο του αιτητή, αυτός θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί προσοντούχος, στη βάση του μεταπτυχιακού του τίτλου "Master of Science in Information Technology". Όπως υπέβαλε, το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του στις Συνεκδικασθείσες Προσφυγές αρ. 872/2000 και 1022/2000 Θεοδώρα Γερμανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 22.4.2002, είχε προβεί στην ακύρωση του διορισμού του εδώ αιτητή (εκεί ενδιαφερόμενου μέρους) υιοθετώντας και βασιζόμενο στην προηγούμενη απόφαση Μονομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 805/1999, Γερμανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 22.5.2001. Γι΄ αυτό το λόγο, ακολουθήθηκε εδώ η διαδικασία της επανεξέτασης προς συμμόρφωση με το δεδικασμένο που είχε δημιουργηθεί από την απόφαση στις Συνεκδικασθείσες Προσφυγές 872/2000 και 1022/2000. Όμως, εκκρεμούσης της επανεξέτασης και πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης στην παρούσα προσφυγή απόφασης, εκδόθηκε η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε εφέσεις, οι οποίες είχαν ασκηθεί κατά του κύρους της πρωτόδικης απόφασης στην προαναφερθείσα Προσφυγή αρ. 805/1999 η οποία υιοθετήθηκε στις Συνεκδικασθείσες Προσφυγές 872/2000 και 1022/2000. Με την απόφαση δε της Ολομέλειας (Εφέσεις 3242 και 3254 Δώρα Γερμανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 21.3.2005 [(2005) 3 ΑΑΔ 93], ανατράπηκε η πρωτόδικη απόφαση στην προαναφερθείσα Προσφυγή 805/1999, η οποία είχε υιοθετηθεί στις Συνεκδικασθείσες Προσφυγές αρ. 872/2000 και 1022/2000. Επομένως, σύμφωνα με το συνήγορο του αιτητή, κακώς είχε επέμβει ακυρωτικά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην περίπτωση του εδώ αιτητή και η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε υιοθετήσει και βασιστεί σε "μη νόμιμη νομολογία", ενεργώντας υπό πλάνη. Μάλιστα δε, ο συνήγορος του αιτητή απέστειλε επιστολή προς τους καθ΄ων η αίτηση προτού εκδώσουν την προσβαλλόμενη απόφασή τους, φέροντας σε γνώση τους και επικαλούμενος την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας που ανέτρεπε την προηγούμενη πρωτόδικη απόφαση. Όμως, σύμφωνα πάντα με το συνήγορο του αιτητή, οι καθ΄ων η αίτηση παραγνώρισαν τη νέα αυτή εξέλιξη και το νέο δεδικασμένο, χωρίς να αιτιολογήσουν ειδικά και πειστικά την απόφασή τους, επιδεικνύοντας έτσι αυθαιρεσία και δημιουργώντας ανισότητα στην περίπτωση του αιτητή.

 

 

 

Σε σχέση με τις πιο πάνω θέσεις, θα πρέπει να παρατηρήσω τα εξής:

 

Στην απόφαση στις Συνεκδικασθείσες Προσφυγές αρ. 872/2000 και 1022/2000, με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός του εδώ αιτητή, είναι γεγονός ότι έγινε αναφορά και επικροτήθηκε η πρωτόδικη απόφαση Μονομέλειας στην Προσφυγή αρ. 805/1999. Με την ανατραπείσα εκείνη απόφαση και συνακόλουθα με την απόφαση στις Συνεκδικασθείσες Προσφυγές 872/2000 και 1022/2000 που την υιοθέτησαν, το Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, και την ερμηνεία της σχετικής πρόνοιας, κατέληξε στο εύρημα ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη στην πρώτη και το ενδιαφερόμενο μέρος (εδώ αιτητής) στη δεύτερη, δεν ήσαν προσοντούχα πρόσωπα για τη συγκεκριμένη θέση.

 

Επιλαμβανόμενη αυτού του θέματος, η Ολομέλεια στις προαναφερθείσες Αναθεωρητικές Εφέσεις έκρινε ότι η πιο πάνω προσέγγιση του Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη, αφού το Δικαστήριο δεν ενομιμοποιείτο να προβαίνει σε δικές του κρίσεις και ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας εκφράζοντας άποψη ως προς το θέμα του με τι θα έπρεπε να είχε ασχοληθεί ο κάτοχος ενός διπλώματος για την απόκτησή του κλπ και να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι κάποιος υποψήφιος δεν ήταν προσοντούχος. Εφαρμόζοντας προηγούμενη νομολογία, η Ολομέλεια τόνισε ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και ότι η δικαστική επέμβαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η ερμηνεία που δίνεται, δεν είναι εύλογα επιτρεπτή (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517).

 

Τα επιχειρήματα που έχουν προβληθεί εκ μέρους του αιτητή σε σχέση με το θέμα τούτο δεν μπορούν να ευσταθήσουν. Διαφωνώ με τη θέση ότι, επειδή ανατράπηκε η πρωτόδικη απόφαση σε άλλη προσφυγή η οποία είχε υιοθετηθεί στην απόφαση που οδήγησε σε ακύρωση των διορισμών και σε επανεξέταση του θέματος, αυτό το γεγονός σήμαινε χωρίς άλλο ότι ούτε καν χρειαζόταν επανεξέταση και θα έπρεπε ο αιτητής να αποκαθίστατο εφαρμοζομένης απλά της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Δεδομένου ότι οι διορισμοί ακυρώθηκαν με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου εναντίον της οποίας ασκήθηκε έφεση η οποία όμως αποσύρθηκε, ασφαλώς και θα έπρεπε να γίνει και να τελεσφορήσει επανεξέταση. Περαιτέρω, το επιλήψιμο θέμα που οδήγησε στην έκδοση της ανατρεπτικής απόφασης της Ολομέλειας στις Αναθεωρητικές Εφέσεις ήταν καθαρό και υποδείκνυε ότι ήταν οι καθ΄ων η αίτηση που είχαν το καθήκον να ασχοληθούν με τα θέματα ερμηνείας και εφαρμογής του Σχεδίου Υπηρεσίας και αξιολογώντας τα να κρίνουν κατά πόσο με τη δική τους ερμηνεία υποψήφιοι ήσαν ή όχι προσοντούχοι και όχι το Δικαστήριο. Επομένως, αυτό θα έπρεπε να προχωρήσουν να πράξουν οι καθ΄ων η αίτηση στη διαδικασία επανεξέτασης με ή χωρίς τη νέα απόφαση της Ολομέλειας και αυτό ήταν που έπραξαν.

 

Έπεται ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

Συνοδευτικά και επικουρικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ο αιτητής εγείρει δεύτερο λόγο, εδραζόμενο στα ίδια περιστατικά, ισχυριζόμενος περαιτέρω ότι η στάση την οποία επέδειξαν οι καθ΄ων η αίτηση παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πολίτη προς τη συνέπεια της διοίκησης.  Προς τεκμηρίωση αυτού του λόγου, ο αιτητής παρέπεμψε στην απόφαση Μονομέλειας στην υπόθεση Γεωργία Παπαμιλτιάδου-Μπατίστα ν. ΚΟΤ (1995) 4(Δ) ΑΑΔ 2614, στην οποία το Δικαστήριο, με παραπομπή σε νομολογία και συγγράμματα, επιβεβαίωνε τη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία η διοίκηση οφείλει να εφαρμόζει το ίδιο μέτρο κρίσης έναντι όλων των ενδιαφερομένων πολιτών, είτε πρόκειται περί νομικών προσώπων είτε περί φυσικών προσώπων. Ότι δε η διοίκηση μπορεί βέβαια να μεταβάλει τακτική ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής της εξουσίας, αλλά η μεταβολή αυτή χρήζει ειδικής αιτιολογίας. Επικαλούμενος αυτή την αρχή και εφαρμόζοντας την στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ο συνήγορος του αιτητή εγείρει θέμα ότι με βάση το ίδιο Σχέδιο Υπηρεσίας της ίδιας θέσης και με το ίδιο προσόν όπως αυτό του αιτητή, είχαν κριθεί προσοντούχες οι υποψήφιες Α. Χατζημάρκου και Χαραλαμπία Τσαγγαρίδου των οποίων ο διορισμός, παρά το γεγονός ότι ακυρώθηκε πρωτόδικα, επικυρώθηκε στη συνέχεια από την Ολομέλεια στις προαναφερθείσες Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 3242 και 3254. Παρά δε το ότι ο αιτητής ζήτησε από τους καθ΄ων η αίτηση όπως τύχει της ίδιας μεταχείρισης, οι καθ΄ων η αίτηση, ενεργώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα και χωρίς ειδική αιτιολογία, παραγνώρισαν το δεδικασμένο και την αρχή της ισότητας.

 

Αδυνατώ να συμφωνήσω με αυτή τη θέση, τόσο υπό το φως των όσων έχω αναφέρει προηγουμένως όσο και επιπρόσθετα, για τα ακόλουθα: Με την πρωτόδικη απόφαση, η οποία ανατράπηκε με τις προαναφερθείσες Αναθεωρητικές Εφέσεις είχαν ακυρωθεί, μεταξύ άλλων, οι διορισμοί της Χαραλαμπίας Τσαγγαρίδου και της Ανδρούλας Χατζημάρκου επειδή κρίθηκε ότι αυτές δεν κατείχαν το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας ακαδημαϊκό προσόν, παρά την αντίθετη κρίση της ΕΔΥ. Η Ολομέλεια έκρινε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ενεπλάκη στο θέμα ερμηνείας του Σχεδίου Υπηρεσίας και αποφάνθηκε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα. Δεν έκρινε η Ολομέλεια ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν τα προσόντα, ούτε και θα ενομιμοποιείτο να αποφανθεί επί ενός τέτοιου θέματος, ακριβώς επειδή επιβεβαίωσε την ορθή αρχή ότι τα θέματα τούτα ανάγονται στις εξουσίες των καθ΄ων η αίτηση και όχι του Δικαστηρίου. Επομένως, το δεδικασμένο, λόγω αυτής της απόφασης, τίποτε άλλο δεν επέβαλλε στους καθ΄ων η αίτηση σ΄ εκείνη την περίπτωση ή σε άλλες που σχετίζονταν μ΄ αυτή, παρά να επανεξετάσουν το θέμα μετά την ανατροπή της ακυρωτικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Άλλη δέσμευση λόγω δεδικασμένου και/ή λόγω της αρχής της ισότητας ή συναφούς αρχής δεν υπήρχε κατά την εξέταση της περίπτωσης του εδώ αιτητή.

 

Άλλος λόγος ακύρωσης τον οποίο εγείρει ο αιτητής αναφέρεται στην ουσία του θέματος κατά πόσο παράνομα θεωρήθηκε ότι δεν ήταν προσοντούχος υποψήφιος και συγκεκριμένα ότι ο μεταπτυχιακός του τίτλος δεν μπορούσε να υποκαταστήσει το πανεπιστημιακό δίπλωμά του το οποίο δεν ικανοποιούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας. Ως έρεισμα γι΄ αυτή τη θέση του ο αιτητής προβάλλει τις πρόνοιες των περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικών Κανονισμών) που δημοσιεύτηκαν στο 8ο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας με αρ. 2975, ημερομηνίας 19.5.1995. Οι σχετικές πρόνοιες τις οποίες επικαλείται ο αιτητής έχουν ως ακολούθως:

 

"2. Στα Σχέδια Υπηρεσίας των δημόσιων θέσεων για τις οποίες απαιτείται Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος, προστίθεται ως Σημείωση η πιο κάτω πρόνοια:

 

"Ο όρος Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος, καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο."

 

3. Με τους παρόντες Κανονισμούς τροποποιούνται ανάλογα οι Κανονισμοί που έχουν θεσπιστεί αναφορικά με τα Σχέδια Υπηρεσίας επηρεαζόμενων θέσεων."

 

Ο αιτητής για τους σκοπούς της εφαρμογής της πιο πάνω κανονιστικής διάταξης στην περίπτωσή του επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, και την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ευανθία Παπασάββα ν. Τ. Κούλουμου ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 235. Οι καθ΄ων η αίτηση ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα, όπως αυτό είχε εγερθεί από τον αιτητή, και αποφάνθηκαν, κατόπιν και γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ότι η αρχή που επικυρώθηκε στην υπόθεση Παπασάββα δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση του αιτητή. Όπως παρατήρησαν, οι Κανονισμοί του 1995 που περιέλαβαν την προαναφερθείσα Σημείωση, θεσπίστηκαν και έλαβαν ισχύ με τη δημοσίευσή τους στις 19.5.1995. Πρόνοια για αναδρομική ισχύ δεν περιείχαν οι κανονισμοί. Εφαρμοζόταν επομένως η πρότερη νομολογία σύμφωνα με την οποία το μεταπτυχιακό δίπλωμα που κατείχε ένας υποψήφιος δεν αποτελούσε υποκατάστατο του πρώτου πτυχίου (Απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κ.Ο.Τ. ν. Προδρόμου (1995) 3 ΑΑΔ 128).

 

 

 

Η άποψη αυτή είναι ορθή. Με δεδομένο ότι ο ουσιώδης χρόνος συνδρομής των προσόντων στην παρούσα υπόθεση που είναι αποτέλεσμα επανεξέτασης ήταν η 23.4.1992, προκύπτει καθαρά ότι η Σημείωση δεν μπορούσε να παρεμβληθεί εφόσον θεσπίστηκε αργότερα και δεν περιείχε πρόνοια αναδρομικότητας στην ισχύ της.

 

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Με άλλο λόγο ακύρωσης τον οποίο εγείρει ο αιτητής, ισχυρίζεται ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ να ζητήσουν από τον αιτητή να εξασφαλίσει αντιστοιχία του πανεπιστημιακού του διπλώματος από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. παραβιάζει τις αρχές του δεδικασμένου και το άρθρο 58 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999. Επιχειρηματολογώντας επ΄ αυτού του λόγου, ο συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι εφόσον, με βάση το ανωτέρω άρθρο και τη νομολογία, κατά την επανεξέταση μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση, η διοίκηση οφείλει να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ενοείτο να απευθυνθεί ο αιτητής στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. το οποίο εγκαθιδρύθηκε κατά το 1996 και, επομένως, ήταν ανύπαρκτο κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή κατά το 1992. Θα μπορούσε δε, ή θα έπρεπε, οι καθ΄ων η αίτηση να απευθύνονταν προς το Υπουργείο Παιδείας που ήταν τότε αρμόδιο.

 

Σε σχέση με το επιχείρημα τούτο, θα πρέπει να παρατηρήσω τα εξής: Εδώ, η  θέση του αιτητή δεν ήταν ότι δεν είχε υποχρέωση ο ίδιος να αποταθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και ότι αυτή η ευθύνη βάρυνε τους καθ΄ων η αίτηση. Η θέση του αιτητή, όπως αυτή τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και των καθ΄ων η αίτηση με την επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 5.10.2006, ήταν και είναι και τώρα, ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ήταν αναρμόδιο να εκφέρει άποψη, εφόσον ήταν ανύπαρκτο κατά τον ουσιώδη χρόνο. Με την επιστολή του δε εκείνη, ο συνήγορος του αιτητή εξέφραζε και την άποψη ότι δεν ετίθετο καν θέμα αντιστοιχίας του προσόντος του αιτητή με ένα ανύπαρκτο δίπλωμα που αφορούσε σε θέμα σχετικό με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης (L.I.S. Legal / Fiscal). Τελικά δε, με δεδομένο ότι ούτε ο αιτητής αλλ΄ ούτε και οι καθ΄ων η αίτηση ζήτησαν άποψη αρμόδιου φορέα ως προς το προσόν του αιτητή, οι καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν στην αξιολόγησή του με βάση τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας και διερωτάται κάποιος γιατί παραπονείται τώρα ο αιτητής ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε δέουσα έρευνα επειδή δεν απευθύνθηκαν προς το Υπουργείο Παιδείας ως τον τότε αρμόδιο φορέα. Ο συνήγορος του αιτητή, αφού παρέθετε κάποια στοιχεία και επιχειρήματα ουσίας ως προς το προσόν του αιτητή στην επιστολή του, όχι μόνο θεωρούσε οποιαδήποτε περαιτέρω διερεύνηση αχρείαστη, αλλά κατέληγε με τα εξής:

 

". Ως εκ τούτου πρέπει να θεωρήσετε τον κ. Παναγιώτου προσοντούχο με βάση και το μεταπτυχιακό του προσόν. Επομένως η αντιστοιχία του διπλώματος του στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν είναι αναγκαία αλλά και ούτε είναι εφικτή.

 

Τονίζω ότι η καθυστέρηση στην επανεξέταση της επίδικης θέσης θα προκαλέσει δυσεπανόρθωτη ζημιά στον πελάτη μας, αφού επηρεάζεται η ιεραρχική του ανέλιξη. Επιφυλάσσω τα δικαιώματα του πελάτη μου. ......."

 

Ως προς το θέμα του τίνος τυγχάνει υποχρέωση να αποταθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για πιστοποίηση του τίτλου σπουδών του, σχετική είναι η απόφαση στην Υπόθεση αρ. 19/2007, Θεμούλα Λουκά ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ημερομηνίας 5.9.2008. Όπως τονίστηκε στην απόφαση εκείνη, με το οποίο και συμφωνώ, εναπόκειτο στην ίδια την εκεί αιτήτρια να παρουσιάσει τέτοια αναγνωρισιμότητα του προσόντος της, στην εύλογη υπόδειξη των καθ΄ων η αίτηση για τέτοια πιστοποίηση. Η δε παράλειψή της να το πράξει, δε δημιουργεί αντίστοιχη υποχρέωση στους καθ΄ων η αίτηση να αποταθούν οι ίδιοι στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Ούτε είναι ακριβές ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν αναγνώρισαν το προσόν του αιτητή ως ικανοποιούν το Σχέδιο Υπηρεσίας, απλά και μόνο επειδή αυτός παρέλειψε να παρουσιάσει οποιαδήποτε πιστοποίηση από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Όπως φαίνεται τόσο από την αρχική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και από τη συμπληρωματική της έκθεση ημερομηνίας 2.1.2007, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, νομολογία και νομική γνωμάτευση που είχε εξασφαλίσει και επίσης έλαβε υπόψη και τις παραστάσεις στις οποίες προέβηκε ο συνήγορός του. Όπως δε σχολίασε στη συμπληρωματική της έκθεσης πέραν των όσων είχε αναφέρει προηγουμένως:

 

". Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού μελέτησε όλους τους λόγους που αποκαλείται ο κ. Αγγελίδης, έκρινε ότι με αυτούς δεν αποδεικνύεται η κατοχή από τον πελάτη του, του απαραίτητου προσόντος και τους θεωρεί ότι δεν αποτελούν κριτήριο αλλαγής της αρχικής της θέσης."

 

 

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.

 

Περαιτέρω, με άλλο λόγο τον οποίο προβάλλει, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι παρεβιάσθη κατά την επανεξέταση το δεδικασμένο και ήσαν παράνομες οι νέες συνεντεύξεις που διενεργήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, εφόσον ο λόγος για τον οποίο με την τελευταία απόφαση του Δικαστηρίου είχε ακυρωθεί η επίδικη απόφαση, ήταν αποκλειστικά και μόνο επειδή δεν είχε διεξαχθεί δέουσα έρευνα αναφορικά με την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων εκ μέρους του εκεί ενδιαφερόμενου μέρους (εδώ αιτητή), και αναφορικά με την κατοχή από μέρους άλλων υποψηφίων, του πλεονεκτήματος, δεν ήταν επιτρεπτό όπως κατά την επανεξέταση η Συμβουλευτική Επιτροπή διενεργήσει νέες προφορικές εξετάσεις των υποψηφίων.

 

Κατά την άποψή μου το θέμα τούτο στην περίπτωση του αιτητή είναι τελείως ακαδημαϊκό και αχρείαστο προς εξέταση. Όπως προκύπτει από την έκθεση της Επιτροπής, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του αιτητή σε προφορική συνέντευξη ο λόγος για τον οποίο αποκλείστηκε από υποψήφιος ήταν η μη κατοχή από τον ίδιο του απαιτούμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντος. Επομένως, δεν φαίνεται να έπαιζε κανένα ρόλο στην περίπτωσή του η διενέργεια προφορικής εξέτασης ή η όποια αξιολόγηση της οποίας έτυχε η απόδοσή του κατ΄ αυτήν και επομένως ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η Προσφυγή με αρ. 920/2007 δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Προσφυγή αρ. 928/2007

 

Ο αιτητής στην προσφυγή αυτή προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:

 

1ος Λόγος Ακύρωσης: Η κατ΄ ισχυρισμό μη απόδοση ειδικής αιτιολογίας για παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή.

 

Σημειώνεται ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης αφορά μόνο στο ενδιαφερόμενο μέρος Βαρνάβα Πασιουλή ο οποίος δε διέθετε το πλεονέκτημα. Σύμφωνα με την ειδική πρόνοια στο Σχέδιο Υπηρεσίας "πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα". Για τούτο, η Συμβουλευτική Επιτροπή, αξιολογώντας τους υποψηφίους, έλαβε υπόψη της και το στοιχείο τούτο, υποβάλλοντας σε αυτούς ερωτήσεις που σχετίζονταν με την απασχόλησή τους μέχρι την ημερομηνία λήξης των αιτήσεων, για να διαπιστώσει κατά πόσο κατείχαν το πλεονέκτημα τούτο. Διακριβώθηκε ότι ο αιτητής κατείχε το πλεονέκτημα, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος Β. Πασιουλής δεν το κατείχε. Παρά τούτο, οι καθ΄ων η αίτηση δε διόρισαν τον αιτητή, αφού προέβηκαν στην ακόλουθη σύγκριση-αξιολόγηση:

 

"Περαιτέρω, συγκρινόμενος (σημ. δηλ. ο Β. Πασιουλής) με το Χατζηελισσαίου που δεν επιλέγηκε, αλλά διαθέτει το προβλεπόμενο από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, ο επιλεγείς έχει αξιολογηθεί σε υψηλότερο επίπεδο από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση (Πασιουλή: Εξαίρετος, Χατζηελισσαίου: Πάρα πολύ καλός). Επίσης, ο επιλεγείς δεν υστερεί του Χατζηελισσαίου (σημ. δηλ. του εδώ αιτητή) με βάση την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού και οι δύο έχουν αξιολογηθεί ως Εξαίρετοι."

 

Διαπιστώνεται επομένως ότι εκείνο που φαίνεται να βάρυνε την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους Πασιουλή, παρά το ότι ο αιτητής κατείχε και το πλεονέκτημα, ήταν η καλύτερη αξιολόγησή του στην προφορική εξέταση ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση. Σύμφωνα με συνεπή επί του θέματος νομολογία, για να μπορεί νόμιμα να παραγνωρίσει το πλεονέκτημα ενός υποψηφίου, το διοικητικό όργανο θα πρέπει να έχει καλό λόγο και να δώσει ειδική και πειστική προς τούτο αιτιολογία. Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δέσποινα Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 1, αφού επιβεβαιώθηκε αυτή η αρχή, κρίθηκε πρωτόδικα ότι η εξήγηση της ΕΔΥ σύμφωνα με την οποία το εκεί ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ως "Πάρα πολύ καλός" στην προφορική εξέταση ενώπιόν της, και η εφεσείουσα ως "Σχεδόν πολύ καλή", ενώ όφειλε να γνώριζε περισσότερα για τα καθήκοντα της θέσης, ήταν επαρκής αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος. Όμως, το Εφετείο διαφώνησε και έκρινε ότι προσεκτική εξέταση της επίδικης απόφασης οδηγούσε στη διαπίστωση ότι η αιτιολόγησή της δεν εξειδίκευε τους λόγους που αντιστάθμιζαν το προσόν-πλεονέκτημα που κατείχε η εφεσείουσα.

 

Εξάλλου, ακριβώς την ίδια προσέγγιση ακολούθησε το Εφετείο και στις ίδιες τις προαναφερθείσες Εφέσεις Δώρα Γερμανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 93. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκεί είχε επισημάνει ότι κακώς η ΕΔΥ προτίμησε τα ενδιαφερόμενα μέρη Μ. Γεωργίου και Ν. Νεοκλέους που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα αντί των αιτητριών-αιτητών που το κατείχαν, λόγω της καλύτερης απόδοσης των πρώτων στην προφορική εξέταση. Το Εφετείο επεκύρωσε αυτή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου λόγω της οποίας ακυρώθηκε ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών, κρίνοντας ότι το στοιχείο εκείνο που έλαβε υπόψη η ΕΔΥ ως λόγο που εκτόπιζε το πλεονέκτημα των αιτητών, δεν συνιστούσε αποδεκτή ειδική-πειστική αιτιολογία.

 

Έπεται επομένως ότι για τους ίδιους λόγους, η δοθείσα και στην παρούσα διαδικασία αιτιολογία για τον υπερακοντισμό του πλεονεκτήματος του αιτητή πάσχει. Αναπόφευκτα δε, αυτός ο λόγος ακύρωσης, σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Β. Πασιουλή, επιτυγχάνει.

 

2ος Λόγος Ακύρωσης: Η κατ΄ ισχυρισμό παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή.

 

Αυτός ο λόγος ακύρωσης αφορά μόνο στην περίπτωση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους Ευστάθιου Ευσταθίου, ο οποίος αποδεδειγμένα δε διέθετε τη σύσταση του Διευθυντή, σε αντίθεση με τον αιτητή ο οποίος τη διέθετε.

 

Η συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους Ευσταθίου ήγειρε στην αγόρευσή της προδικαστική ένσταση, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλει το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους. Ως λόγος προβάλλεται το γεγονός ότι ο αιτητής προήχθη πρόσφατα στη θέση Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού (Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο), Κλίμακα Α13, και αυτό έγινε ενώ κατείχε τη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α (Κτηματολόγιο) στην Κλίμακα Α11. Σύμφωνα με την ίδια συνήγορο, έχει επομένως εκλείψει το έννομο συμφέρον του αιτητή να επιδιώκει ακύρωση του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β (Κλίμακες Α8-10). Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι κατέχοντας τη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α στην Κλίμακα Α11 (όταν καταχωρούσε την προσφυγή), είχε έννομο συμφέρον, οπότε επιτυχία του στην προσφυγή αυτή και τυχόν επιλογή του κατά την επανεξέταση θα του έδιδε προβάδισμα στην αρχαιότητα έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων για τη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού στην Κλίμακα Α13, αυτό έχει εκλείψει αφού κανένας από τους διαδίκους δεν έχει προαχθεί στη θέση Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού και κανένας σε άλλη θέση της ίδια κλίμακας Α13. Έπεται ότι για τις μελλοντικές του διεκδικήσεις έχει πλέον προβάδισμα σε αρχαιότητα στην Κλίμακα Α13.

 

 

Απαντώντας σ΄ αυτή τη θέση και διαφωνώντας με αυτήν, ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται τα εξής:

 

"Στον ουσιώδη χρόνο ο Αιτητής κατείχε τη θέση Κτηματολογικού Γραφέα 1ης Τάξης, με Κλίμακες Α2-Α5-Α7, από 15/10/83. Η επίδικη θέση είναι θέση με Κλίμακες Α8-Α10 (Κτηματολογικός Λειτουργός Β΄) και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη κατέλαβαν τη θέση αυτή από 17/5/93. Συνεπώς, αν ο Αιτητής επιτύχει στη παρούσα προσφυγή και προαχθεί στην επίδικη θέση (αντί ενός Ενδιαφερόμενου Μέρους) από 17/5/93, σημαίνει ότι θα ωφεληθεί, ως ακολούθως:

 

Θα ωφεληθεί σημαντικά, αφού θα λάβει, αναδρομικά από 17/5/93, ως αποζημίωση τη διαφορά του μισθού (και των ωφελημάτων) που έπαιρνε (στις Κλίμακες Α2-Α5-Α7 με το μεγαλύτερο μισθό (και ωφελήματα) στην επίδικη θέση (Κλίμακες Α8-Α10) για περίοδο 10 και πλέον ετών (1993-2003), μέχρι την κατάληψη της θέσης Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ (Κλ. Α11), από 1/12/2003.

 

Επιπρόσθετα, αν ο Αιτητής καταλάβει, αναδρομικά από 17/5/93, την επίδικη θέση, αυτόματα θα αυξηθεί και η αμοιβή του για όλη την υπερωριακή απασχόληση που είχε (από το 1993-2003), γιατί η αποζημίωση αυτή για υπερωριακή απασχόληση αυξάνεται ανάλογα της κλίμακας στην οποία βρίσκεται ο υπάλληλος.

 

Εφόσον ο Αιτητής θα εδικαιούτο αυτής της σημαντικής αποζημίωσης σε μισθούς, επιδόματα, υπερωρίες κλπ, για περίοδο πέραν των 10 ετών, σημαίνει, ταυτόχρονα, ότι διατηρεί το έννομο του συμφέρον να προχωρήσει στη παρούσα προσφυγή, με προσδοκία προαγωγής του στην επίδικη θέση, από 17/5/93, για να λάβει την πιο πάνω σημαντική αποζημίωση (σε μισθούς, επιδόματα, υπερωρίες κλπ).

 

Το γεγονός ότι πολύ μεταγενέστερα (1/12/2003) προάχθηκε σε θέση με Κλίμακα Α11 και από 1/4/2009 προάχθηκε σε θέση με Κλίμακα Α13, δεν επηρεάζει καθόλου το έννομο του συμφέρον να διεκδικήσει, με τη παρούσα προσφυγή, προαγωγή στην επίδικη θέση, από 17/5/93, οπότε και θα λάμβανε σημαντική αποζημίωση για περίοδο 10 περίπου ετών (1993-2003)."

 

Συμφωνώ με τις θέσεις του συνηγόρου του αιτητή και από τα γεγονότα και επιχειρήματα τα οποία προβάλλει συνάγεται η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αιτητή.

 

Θα προχωρήσω να εξετάσω το δεύτερο λόγο ακύρωσης στην ουσία του. Ο λόγος για τον οποίο, παρά την ύπαρξη σύστασης του Διευθυντή, οι καθ΄ων η αίτηση προτίμησαν το ενδιαφερόμενο μέρος Ευσταθίου, παρουσιάζεται και πάλι να αφορούσε στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική τους εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ. Το σχετικό απόσπασμα από το τηρηθέν πρακτικό είχε ως εξής:

 

"Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν υιοθετεί τη σύσταση του Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για το Χατζηελισσαίου Στέλιο (σημ. τον εδώ αιτητή) και αντ΄ αυτού επιλέγει τον Ευσταθίου Ευστάθιο τον οποίο θεωρεί ότι υπερέχει έναντι του Χατζηελισσαίου με βάση την απόδοση του στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση (Ευσταθίου: Εξαίρετος, Χατζηελισσαίου: Πάρα πολύ καλός.).."

 

 

Ως προς τη σημασία η οποία πρέπει να αποδίδεται στη σύσταση προϊσταμένου Τμήματος, το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Σπανού ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 432 είναι σχετικό, (σελ. 439 του τόμου αποφάσεων):

 

"Αναφορικά με τη σημασία της σύστασης προϊσταμένου, στην απόφαση Ιωάννου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390, λέχθηκαν τα πιο κάτω στις σελ. 18-419:

 

"Η σημασία των συστάσεων του προϊσταμένου ενός Τμήματος έχει τονιστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι συστάσεις αυτές αποτελούν ένα ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως, προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων, τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση και προσδιορισμός των λόγων για τυχόν απόκλιση απ΄ αυτές από την Επιτροπή. Κι αυτό γιατί οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων βρίσκονται σε μοναδική θέση να εκτιμήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας, καθώς και τις ιδιότητες που απαιτούνται ώστε ν΄ ανταποκριθεί ένας υποψήφιος στις απαιτήσεις μιας θέσης (Βλ. Ioannou v. Μουρτζής ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 955/88, ημερ. 4.7.89, Έλενα Σταύρου ν. ΕΔΥ, Υπ. Αρ. 104/87, ημερ. 22.5.89, Χάρης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 699, ημερ. 24.1.89)."

(Δέστε και Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624)."

 

Στην ίδια την υπόθεση Σπανού (ανωτέρω) εκείνο που διαφάνηκε ότι είχε κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, παρά τη σύσταση του προϊσταμένου την οποία είχε μόνο ο αιτητής, ήταν η καλύτερη αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ. Αυτός ο λόγος όμως, θεωρήθηκε ως μη ικανοποιητική ειδική και πειστική αιτιολογία από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το ακόλουθο απόσπασμα από τις σελ. 440-441 του τόμου αποφάσεων, είναι σχετικό:

 

". Η Ε.Δ.Υ. τελικά προτίμησε το ενδιαφερόμενο μέρος για προαγωγή με μόνη την εντύπωση της κατά τη συνέντευξη, στην οποία ο αιτητής κρίθηκε ως πολύ καλός και το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετος............

.......Κάτω από τις πιο πάνω συνθήκες κρίνουμε ότι η οριακή διαφορά στη συνέντευξη δεν μπορούσε να αποτελέσει λόγο απόκλισης από τη σύσταση του Προϊσταμένου. Έχοντας υπόψη την αξία των υποψηφίων, την πείρα, την ύπαρξη της σύστασης και την αρχαιότητα, κρίνουμε ότι η απόκλιση από τη σύσταση δεν έχει ειδικά αιτιολογηθεί όπως απαιτείται από τη νομολογία και ως εκ τούτου αποδεχόμαστε την έφεση..."

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η αξιολόγηση του αιτητή κατά την προφορική εξέταση, σε σχέση με εκείνη του ενδιαφερόμενου μέρους, ήταν ακόμη περισσότερο οριακή αφού ο αιτητής κρίθηκε ως "Πάρα πολύ καλός", ενώ στη Σπανού ως "Πολύ καλός". Περαιτέρω, ο εδώ αιτητής φαίνεται να υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους Ευσταθίου κατά την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υπερείχε σε αρχαιότητα και πείρα ενώ σε άλλα κριτήρια όπως είναι η ύπαρξη πλεονεκτήματος, βαθμολογία σε ετήσιες εκθέσεις κλπ παρουσιάζονται οι δύο να ήσαν ισοδύναμοι. Επομένως, θα απαιτείτο πολύ πιο καλή και πειστική αιτιολογία για την παρέκκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή, από εκείνη που δόθηκε και αφορούσε στην απόδοση μόνο κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ. Ο λόγος δε τούτος ακύρωσης θα πρέπει να επιτύχει σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Ευσταθίου.

 

3ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό πλάνη της ΕΔΥ ως προς τη διαφορά στην προφορική εξέταση μεταξύ των διαδίκων.

 

Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης ο αιτητής προβαίνει σε εκτενή αναφορά στο θέμα της αξιολόγησης της απόδοσής του κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ και με παραπομπή σε σχετική νομολογία εισηγείται ότι η οριακή διαφορά μεταξύ της αξιολόγησης του ιδίου ως "Πάρα πολύ καλού" και των ενδιαφερομένων μερών ως "Εξαίρετων" δεν έπρεπε να οδηγήσει τους καθ΄ων η αίτηση στην πρόσδοση υπέρμετρης βαρύτητας υπέρ των ενδιαφερομένων μερών.

 

Κατά την άποψή μου, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν νοείται όπως εξετασθεί αυτοτελώς, ενώ έχει ήδη ληφθεί υπόψη το θέμα που εδώ εγείρεται σε συνάρτηση με άλλους λόγους ακύρωσης οι οποίοι έχουν ήδη εξετασθεί.

 

4ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό πλάνη της ΕΔΥ ως προς την αξία των υποψηφίων και η αντιφατική προς τούτο συμπεριφορά της.

 

Ο λόγος τούτος ακύρωσης αφορά στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Φροσούλας Αθηνοδώρου. Συγκρίνοντας τους υποψηφίους, οι καθ΄ων η αίτηση είχαν αναφέρει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Αθηνοδώρου:

 

".υπερέχει όλων σε αρχαιότητα, πλην του Χατζηελισσαίου Στέλιου (σημ. δηλ. του αιτητή) από τον οποίο όμως υπερέχει καταφανώς σε αξία."

 

Σύμφωνα με τον αιτητή, αυτό το συμπέρασμα των καθ΄ων η αίτηση είναι πεπλανημένο, αφού η όποια υπεροχή αυτού του ενδιαφερόμενου μέρους ούτε καταφανής θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, ούτε καν ήταν τέτοια που θα έπρεπε να λαμβανόταν υπόψη. Πιο συγκεκριμένα, κατά τα τελευταία πέντε έτη στα οποία έδωσαν έμφαση οι καθ΄ων η αίτηση, (1987-1991), ο αιτητής εξασφάλισε 34 "Εξαίρετος", ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος Αθηνοδώρου 42, ήτοι οκτώ περισσότερα.

 

Με παραπομπή σε σχετική επί του θέματος τούτου νομολογία, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι τέτοιας διαβάθμισης υπεροχή θεωρείται ως αμελητέα και οι υποψήφιοι ως ισοδύναμοι. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, δεδομένου ότι οι καθ΄ων η αίτηση έλαβαν υπόψη το ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Αθηνοδώρου είχε οκτώ περισσότερες βαθμολογήσεις ως "Εξαίρετος" παρά ο αιτητής, κατά τον ίδιο τρόπο και a fortiori θα έπρεπε να είχαν λάβει υπόψη τους ότι ο αιτητής υπερείχε κατά δέκα περισσότερα "Εξαίρετος" του ενδιαφερόμενου μέρους Ευσταθίου και κατά έξι του ενδιαφερόμενου μέρους Στ. Λύτρα. Όμως, ο αιτητής δεν έτυχε της ίσης μεταχείρισης αφού, παρά την υπεροχή του αυτή, έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη εκείνα ουδενός υστερούσαν ουσιαστικά σε αξία.

 

Ως προς το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου ακύρωσης, παρατηρώ τα εξής: Είναι γεγονός ότι στην υπόθεση Βασιλειάδης κ.ά. ν. Κληρίδου-Τσιάππα κ.ά. (2005) 3 ΑΑΔ 403 η Ολομέλεια έκρινε ότι η υπεροχή της εφεσίβλητης στην αξία ήταν οριακή, δηλαδή με πέντε "Εξαίρετος" περισσότερα από τον εφεσείοντα κατά τα τελευταία πέντε χρόνια. Επομένως, συνάγεται ότι, με τα πέντε επιπρόσθετα "Εξαίρετος", διαπιστώθηκε υπεροχή του υποψηφίου, έστω και οριακή. Στην παρούσα υπόθεση, η βαθμολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους με οκτώ "Εξαίρετος" περισσότερα από τον αιτητή, σαφώς δημιουργεί υπεροχή του πρώτου έναντι του δεύτερου. Το γεγονός ότι αυτή η υπεροχή χαρακτηρίστηκε από την ΕΔΥ ως "καταφανής", ή σε άλλες περιπτώσεις ως "ουσιαστική" ή "έκδηλη" κλπ, δε δημιουργεί πρόβλημα. Το όλο θέμα ανάγεται στον τρόπο κατά τον οποίο το στοιχείο μιας τέτοιας υπεροχής αποτιμάται όταν συνυπολογισθεί μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία τα οποία λαμβάνονται υπόψη σε διαδικασία σύγκρισης υποψηφίου. Εάν, για παράδειγμα, όλα τα άλλα στοιχεία υπό αξιολόγηση υποψηφίων είναι τα ίδια, ή περίπου τα ίδια, η υπεροχή σε αξία κατά οκτώ "Εξαίρετος" μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα, διαφορετικά όχι, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό της ως έκδηλη, καταφανούς κλπ.

 

Ως προς το δεύτερο όμως σκέλος του λόγου τούτου ακύρωσης, ο αιτητής δικαίως παραπονείται. Δεν μπορεί το ίδιο διοικητικό όργανο να χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά. Ενώ δηλαδή στην περίπτωση σύγκρισης του αιτητή με το ενδιαφερόμενο μέρος Αθηνοδώρου έκριναν οι καθ΄ων η αίτηση ότι η υπεροχή της δεύτερης επί του πρώτου λόγω των οκτώ περισσότερων "Εξαίρετος" ήταν υπαρκτή και μάλιστα "καταφανής", δεν ενοείτο κατά τη σύγκριση του αιτητή με τα ενδιαφερόμενα μέρη Ευσταθίου και Λύτρα, η υπεροχή του αιτητή επί του πρώτου κατά δέκα "Εξαίρετος" και επί του δεύτερου κατά έξι "Εξαίρετος" να αγνοηθεί και να ισοπεδωθεί. Μια τέτοια προσέγγιση παραβιάζει την Αρχή της Καλής Πίστης η οποία κατοχυρώνεται τόσο από τη νομολογία όσο και από το άρθρο 51(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, το οποίο προνοεί ότι η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί κατά τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο. (Βλ. επίσης HjiSavva and another v. The Republic (1967) 3 CLR 155).

 

Στην παρούσα δε περίπτωση, δεν έχει σημασία το εάν είναι στην περίπτωση των ενδιαφερομένων μερών Ευσταθίου και Λύτρα που έγινε η εσφαλμένη προσέγγιση στον τρόπο αξιολόγησης της όποιας υπεροχής του αιτητή. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Φροσούλας Αθηνοδώρου κατά του διορισμού της οποίας στρέφεται αυτός ο λόγος ακύρωσης, παρουσιάστηκε αυτή η άνιση και ασυνεπής προσέγγιση από τους καθ΄ων η αίτηση, η οποία έδωσε προβάδισμα σ΄ αυτό το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Για τούτο η επιτυχία του αιτητή σ΄ αυτό το λόγο ακύρωσης αναπόφευκτα επάγεται ακυρότητα του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους Φροσούλας Αθηνοδώρου.

 

5ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό μη αναφορά από τους καθ΄ων η αίτηση στην πείρα των διαδίκων.

 

Το παράπονο του αιτητή κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης αναφέρεται σε δύο προκείμενες:

 

α. Ότι ο ίδιος υπερέχει σε πείρα των ενδιαφερομένων μερών, σε πολύ μεγάλο βαθμό έναντι κάποιων εξ αυτών και σε μικρότερο έναντι άλλων.

 

β. Ότι το στοιχείο της πείρας δε λήφθηκε καθόλου υπόψη, ούτε καν σχολιάστηκε από τους καθ΄ων η αίτηση.

 

Και οι δύο πιο πάνω προκείμενες του παραπόνου του αιτητή, φαίνονται να είναι ορθές και ενώ η Συμβουλευτική Επιτροπή έκαμε ρητή αναφορά στην πείρα των διαδίκων, στοιχείο στο οποίο υπερτερούσε ο αιτητής, εν τούτοις, η ΕΔΥ δεν φαίνεται να εξέτασε καθόλου το στοιχείο τούτο για να το αξιολογήσει και είτε να το αποδεχτεί ως στοιχείο σημασίας ή να το παραγνωρίσει. Όπως διαφαίνεται από το σχετικό κατάλογο που είχε ετοιμάσει η Συμβουλευτική Επιτροπή, ο αιτητής υπερείχε κατά 21 περίπου χρόνια του ενδιαφερόμενου μέρους Β. Πασιουλή, κατά 11 περίπου χρόνια του ενδιαφερόμενου μέρους Στ. Λύτρα και κατά 9 περίπου χρόνια έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Ε. Ευσταθίου.

 

Όπως επανειλημμένα έχει νομολογηθεί, το στοιχείο της πείρας εμπίπτει στο γενικότερο παράγοντα της αξίας και η τυχόν ύπαρξή του ενισχύει την αξία ενός υποψηφίου. (Piperi v. The Republic (1984) 3 CLR 1306, Ierides v. The Republic (1980) 3 CLR 103). Επομένως, η πείρα ήταν ένα στοιχείο το οποίο θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη. Το γεγονός δε ότι το στοιχείο της πείρας ήταν με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας κάτι που μπορούσε να ληφθεί και λήφθηκε υπόψη ως πλεονέκτημα (πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης) αυτό δεν σημαίνει ότι η πείρα ενός υποψηφίου η οποία είναι μεγαλύτερη από εκείνη που στοιχειοθετεί το πλεονέκτημα, θα πρέπει να αγνοείται. Όπως υποδείχθηκε, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Πάντης ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3Β ΑΑΔ 1089, στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος του αιτητή, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, δεν έχει σημασία αν το ίδιο στοιχείο προσμέτρησε και για άλλους σκοπούς, αφού η λαμβανόμενη υπόψη πείρα αποκτήθηκε πρόσθετα εκείνης που διαλαμβάνει το Σχέδιο Υπηρεσίας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι επιτρέπεται η διπλή χρήση σε περίπτωση ταυτοσημίας του ενός με το άλλο. Σημαίνει μόνο ότι επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη ως επιπρόσθετο προσόν εκείνο που υπερβαίνει το απαιτούμενο, ώστε το καθένα να έχει την αυτοτέλειά του.

 

Η μη αναφορά και ενασχόληση από τους καθ΄ων η αίτηση με το στοιχείο της πείρας, συνιστά πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας. Η στοιχειοθέτηση δε αυτού του λόγου ακύρωσης, επάγεται ακυρότητα των διορισμών όλων των ενδιαφερόμενων μερών λόγω των αγνώστων επιπτώσεων που θα μπορούσε να είχε η ορθή αντιμετώπιση του κενού που εντοπίστηκε.

 

Επομένως, η Προσφυγή υπ΄ αρ. 928/2007 επιτυγχάνει.

 

 

 

Προσφυγή αρ. 1008/2007

 

Με την προσφυγή του αυτή ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα διορισμού τριών από τα διορισθέντα ενδιαφερόμενα μέρη, ήτοι των Ευστάθιου Ευσταθίου, Σταύρου Λύτρα και Βαρνάβα Πασιουλή.

 

1ος Λόγος Ακύρωσης: Μη τήρηση άρτιων πρακτικών από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.

 

Σχετικές με το λόγο τούτο ακύρωσης είναι, πέραν της νομολογίας, και οι πρόνοιες του άρθρου 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται, η δε τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.

 

Το ότι θα πρέπει να τηρούνται ακριβή και άρτια πρακτικά για τις συνεδριάσεις οργάνων, όπως είναι οι Συμβουλευτικές Επιτροπές που αξιολογούν υποψηφίους για διορισμό ή προαγωγή, είναι κάτι το αυτονόητο. (Βλ. Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 550).

 

Σύμφωνα με τον αιτητή, η Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην υπό εξέταση περίπτωση πάσχει επειδή, ενώ σ΄ αυτή περιγράφει πολλές συνεδριάσεις τις οποίες είχε διενεργήσει, δεν καταγράφει για μια εκάστη τούτων χωριστά και άρτιο πρακτικό.

 

Ο λόγος αυτός ακύρωσης παρουσιάζεται να στερείται πραγματικού υποβάθρου. Ο αιτητής, χωρίς να εξειδικεύει για ποια ή για ποιες συνεδριάσεις της η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν τήρησε πλήρες πρακτικό, προβάλλει το γενικό αυτό ισχυρισμό σε σχέση με αναφορές σε συνεδριάσεις που έγιναν στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Όμως, τα κατατεθέντα με τα δικόγραφα έγγραφα δεν φαίνονται να υποστηρίζουν ένα τέτοιο ισχυρισμό. Αντίθετα, έχουν παρουσιαστεί στο πλαίσιο των συνεκδικασθεισών αυτών προσφυγών, αντίγραφα πλήρων και επαρκών πρακτικών για τις συνεδριάσεις της Επιτροπής. Τέτοια πρακτικά τηρήθηκαν και παρουσιάστηκαν για τις συνεδριάσεις με ημερομηνία 8.10.2004, 13.10.2004, 25.11.2004, 14.1.2005, 10.5.2005, 6.12.2005, 9.12.2005, 8.12.2005, 20.9.2005, 22.9.2005 και άλλα. Σε όλα αυτά και ποιοι ήσαν παρόντες αναφέρεται και ποια ήσαν τα θέματα που απασχόλησαν, ποιες οι τυχόν αποφάσεις που λήφθηκαν κλπ, είναι δε υπογεγραμμένα και/ή μονογραμμένα από τα παριστάμενα μέλη και τον Πρόεδρο.

 

Επομένως, αδυνατώ να διακρίνω βάση σ΄ αυτό το λόγο ακύρωσης.

 

2ος Λόγος Ακύρωσης - Μη διεξαγωγή έρευνας ως προς τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους Ε. Ευσταθίου και μη επαρκής αιτιολογία αξιολόγησης προφορικών συνεντεύξεων.

 

Σε σχετικό πίνακα τον οποίο ετοίμασε η Συμβουλευτική Επιτροπή, περιγράφονται τα προσόντα ενός εκάστου υποψηφίου για διορισμό στις επίδικες θέσεις, ημερομηνία γέννησης, τυχόν πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, κατοχή ή μη του προνοούμενου πλεονεκτήματος και τυχόν άλλες παρατηρήσεις.

 

Στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Ε. Ευσταθίου και κάτω από τη στήλη "Προσόντα", αναφερόταν ότι ο υποψήφιος εκείνος κατείχε Απολυτήριο του Β΄ Γυμνασίου Μόρφου, G.C.E. Mathematics και "Πτυχίο Νομικής (δεν επισυνάπτεται)". Βασιζόμενος σ΄ αυτή την αναγραφή, ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι, εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος τούτο δεν παρουσίασε το πτυχίο του και η Επιτροπή δεν απαίτησε την προσκόμισή του και δε διερεύνησε το θέμα, προέκυψε κενό έρευνας που επέβαλλε σαφή διαπίστωση κατά πόσο ο υποψήφιος εκείνος ήταν ή όχι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος.

 

Θα διαφωνήσω με αυτή τη θέση. Κατ΄ αρχάς δεν αναφέρεται στον Πίνακα ή αλλαχού ότι ο συγκεκριμένος υποψήφιος δεν είχε ποτέ "παρουσιάσει" ή δε είχε "προσκομίσει" αντίγραφο του πτυχίου του. Εκείνο το οποίο απλά αναφερόταν στο σχετικό Πίνακα ήταν ότι για κάποιους λόγους η Επιτροπή δεν επεσύναπτε στον Πίνακα αντίγραφο του πτυχίου του υποψηφίου. Ούτε αιχμή αφήνετο, ούτε υπονοούμενο πως ο υποψήφιος τούτος δεν κατείχε το συγκεκριμένο προσόν και ότι αυτό διαπιστώθηκε στο τόσο καθυστερημένο στάδιο της νέας επανεξέτασης σε μια διαδικασία που είχε αρχίσει από το 1993. Εξάλλου, σχετική αναφορά στο ότι δεν επισυναπτόταν πτυχίο νομικής γινόταν και για άλλους υποψηφίους (π.χ. ενδιαφερόμενο μέρος Φροσούλα Αθηνοδώρου) και αναφορά στο ότι δεν επισυνάπτονταν άλλα έγγραφα όπως Απολυτήριο Γυμνασίου γινόταν στις περιπτώσεις τουλάχιστον 19 άλλων υποψηφίων.

 

Κατά την άποψή μου η σύνοψη εκείνων των στοιχείων στον προαναφερθέντα Πίνακα δε μπορεί ούτε και αναμενόταν να συνιστούσε το μέσο ή το στάδιο για την εξακρίβωση των επακριβών προσόντων που κατείχαν υποψήφιοι, όπως είναι μάλιστα το ενδιαφερόμενο μέρος Ευσταθίου ο οποίος είχε διοριστεί από το 1982.

 

Το άλλο σκέλος αυτού του λόγου ακύρωσης αναφέρεται στον τρόπο αξιολόγησης και βαθμολόγησης των υποψηφίων και έχει ήδη εξετασθεί προηγουμένως.

 

3ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του δεδικασμένου και παρανομία των νέων προφορικών εξετάσεων.

 

Σύμφωνα πάντα με τον αιτητή στην παρούσα προσφυγή, εφόσον στην τελευταία απόφασή του το Δικαστήριο ακύρωσε τη ληφθείσα απόφαση των καθ΄ων η αίτηση επειδή κρίθηκε ότι δε διεξήχθη δέουσα έρευνα αναφορικά με την κατοχή ή μη των απαιτούμενων προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος Παναγιώτου και αναφορικά με την κατοχή εκ μέρους άλλων υποψηφίων του πλεονεκτήματος, έπεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή όφειλε να διερευνήσει μόνο αυτά τα δύο θέματα και όχι να προβεί σε νέες προφορικές εξετάσεις.

 

Όπως διαπιστώνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, οι καθ΄ων η αίτηση, μελετώντας τον τρόπο διεξαγωγής της επανεξέτασης, προβληματίστηκαν από το γεγονός ότι ο ουσιώδης χρόνος ήταν το 1992, κάπου 12 χρόνια προηγουμένως και ζήτησαν από το Γενικό Εισαγγελέα γνωμάτευση κατά πόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή με νέα τώρα σύνθεση, θα μπορούσε ή θα έπρεπε να διενεργήσει νέες προφορικές εξετάσεις. Στη γνωμάτευσή του, με βάση την οποία ενήργησαν οι καθ΄ων η αίτηση, ο Γενικός Εισαγγελέας υπέδειξε ότι μετά την τροποποίηση του άρθρου 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, η διεξαγωγή γραπτής ή προφορικής εξέτασης ήταν επιτακτική και, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3(Β) ΑΑΔ 1037, η πρόνοια αυτή πρέπει να τηρείται λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Όπως εισηγείται ο συνήγορος του αιτητή, στην υπό εξέταση περίπτωση εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του εδαφίου 3 του άρθρου 34Α του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η κρίση που απεκόμισαν η Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση. Νοείται δε, όπως συνεχίζει το εδάφιο 3, ότι αν ο λόγος της ακύρωσης αφορά προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας της προφορικής εξέτασης, είτε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής είτε ενώπιον της Επιτροπής, κατά τρόπο που επηρεάζει την κρίση που απεκόμισαν η Συμβουλευτική Επιτροπή ή η Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση, ανάλογα με την περίπτωση, τότε η εν λόγω κρίση δε λαμβάνεται υπόψη.

 

Σε σχέση με αυτή την εισήγηση, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι αν και πράγματι αυτή η πρόνοια συσχετίζεται με την περίπτωση, εν τούτοις θα ήταν αδύνατο να τύχει εφαρμογής κατά την παρούσα διαδικασία, δεδομένου ότι η επανεξέταση εδώ άρχισε κατά το 2004, ενώ η πρόνοια στο άρθρο 34(Α) προστέθηκε στο Νόμο στις 28.4.2006 με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 96(Ι)/2006.

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κοντογιώργη (ανωτέρω), η πλειοψηφία των μελών του Δικαστηρίου έκρινε ότι οι εντυπώσεις από τις προφορικές εξετάσεις ενώπιον της ΕΔΥ συνιστούν στοιχείο κρίσης που επιβάλλεται ρητά από το Νόμο (άρθρο 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου), οπότε είτε πρόκειται για αρχική πλήρωση της θέσης, είτε για επανεξέταση, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα προφορικής συνέντευξης. Επομένως, εάν είναι αδύνατο να ληφθούν υπόψη σε επανεξέταση τα αποτελέσματα εξετάσεων που είχαν διεξαχθεί από όργανο με άλλη σύνθεση, τότε νόμιμα μπορούν να διεξαχθούν νέες εξετάσεις ενώπιον της ΕΔΥ. Όχι όμως και ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εφόσον το στοιχείο τούτο δεν επιβάλλεται ρητώς από το Νόμο όπως ληφθεί υπόψη.

Εκείνο όμως το οποίο εδώ διαφοροποιεί τα πράγματα είναι το θέμα των λόγων για τους οποίους είχε ακυρωθεί η τελευταία απόφαση των καθ΄ων η αίτηση. Αυτό είναι απαραίτητο να διακριβωθεί, έτσι ώστε να είναι ξεκάθαρο και το ποιο ήταν το αντικείμενο της επανεξέτασης. Όπως προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 22.4.2002 στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές αρ. 872/2000 και 1022/2000, η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Παναγιώτου ακυρώθηκε επειδή δεν είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα ως προς το κατά πόσο ο υποψήφιος εκείνος κατείχε τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή άλλων υποψηφίων, λόγω της ανεπαρκούς διερεύνησης του θέματος κατά πόσο αυτοί κατείχαν ή όχι το προνοούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα. Αυτά ήσαν τα τρωτά της διαδικασίας που εντοπίστηκαν από το Δικαστήριο τα οποία και οδήγησαν στην ακύρωσή της. Επομένως, η επανεξέταση θα έπρεπε να διενεργηθεί σε σχέση με εκείνα τα θέματα με τρόπο διορθωτικό των κενών που είχαν εντοπισθεί. Όπως επιβεβαιώθηκε και με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ρένος Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38, η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης. Δεν επιτρέπεται δε ούτε η επανάληψη, ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.

 

Επιστρέφοντας στην απόφαση στην υπόθεση Κοντογιώργη (ανωτέρω), θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ εκείνης της υπόθεσης και της παρούσας, έγκειται κυρίως στο ότι, το μόνο θέμα το οποίο είχε εξετασθεί πρωτόδικα από το Δικαστήριο στην Κοντογιώργη ήταν η νομιμότητα της διεξαγωγής νέας προφορικής εξέτασης σε επανεξέταση, μετά όμως που η πρώτη απόφαση είχε ακυρωθεί λόγω προβλήματος που εντοπίστηκε στην ίδια την προφορική εξέταση και την αξιολόγησή της. Συγκεκριμένα, η πρώτη απόφαση της ΕΔΥ είχε ακυρωθεί λόγω ". έλλειψης αιτιολογίας των κρίσεων των δύο Επιτροπών κατά την προφορική εξέταση.". Κατά δε την επανεξέταση, η Συμβουλευτική Επιτροπή διεξήγαγε νέα προφορική εξέταση ενόψει αλλαγής στη σύνθεσή της. Με δεδομένο ότι η Ολομέλεια έκρινε πως ήταν αδύνατο να διενεργούνταν νόμιμες πληρώσεις θέσεων, χωρίς το στοιχείο της προφορικής εξέτασης και με επιπρόσθετο δεδομένο ότι ήταν αδύνατο να ληφθούν υπόψη οι κρίσεις της Επιτροπής με την προηγούμενη σύνθεσή της, όχι επειδή είχε αλλάξει η σύνθεση, αλλά επειδή ο δοθείσες κρίσεις έπασχαν από έλλειψη αιτιολογίας και με φυσικό επακόλουθο ότι η νέα σύνθεση δεν μπορούσε ασφαλώς να δώσει δική της αιτιολογία για εξετάσεις και κρίσεις που διεξήχθηκαν ενώπιον της προηγούμενης σύνθεσης, η μόνη νόμιμα προσφερόμενη οδός ήταν αυτή της διεξαγωγής νέας προφορικής εξέτασης. Αυτά όμως τα προβλήματα δεν συναντώνται στην παρούσα περίπτωση, όπου η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης και τα αποτελέσματά της παρέμειναν άθικτα από την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μέρος του καθεστώτος που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Επομένως, κακώς, κατά την άποψή μου, διενεργήθηκε νέα προφορική εξέταση και αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί, αφού στοιχειοθετείται παραβίαση του δεδικασμένου και πεπλανημένη διαδικασία.

 

Οι επόμενοι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται από τον αιτητή στην παρούσα προσφυγή συνδέονται και απορρέουν από τη θέση του περί του μεμπτού της διεξαγωγής νέας προφορικής εξέτασης κατά την επανεξέταση, οπότε και με την πιο πάνω διάγνωση παρέλκει η εξέτασή τους.

 

Προσφυγή αρ. 1198/2007

 

Με την προσφυγή της αυτή, η αιτήτρια Ελένη Θεοδοσίου προσβάλλει το διορισμό στις επίδικες θέσεις των ενδιαφερόμενων μερών Φροσούλας Αθηνοδώρου, Ευστάθιου Ευσταθίου και Σταύρου Λύτρα. Θα εξετάσω τους προβαλλόμενους από αυτήν λόγους ακύρωσης οι οποίοι δεν έχουν ήδη εξετασθεί και κριθεί στο πλαίσιο εξέτασης των άλλων προσφυγών.

 

1ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό υπέρμετρη / αποφασιστική σημασία που δόθηκε κατά την προφορική εξέταση.

 

Όπως έχει ήδη κριθεί προηγουμένως, ήταν κατά παράβαση του δεδικασμένου που διενεργήθηκε νέα προφορική εξέταση κατά τη διαδικασία επανεξέτασης και αυτό το γεγονός οδήγησε στην ακύρωση των διορισμών όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Επομένως και ο προσβαλλόμενος με αυτό το λόγο ακύρωσης τρόπος αξιολόγησης των υποψηφίων κατά την εξέταση, αναπόφευκτα συμπάσχει και ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

2ος Λόγος Ακύρωσης - Ισχυρισμός ότι η γενική εντύπωση τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της ΕΔΥ ως προς την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Για τους ίδιους λόγους που παρέθεσα κάτω από τον προηγούμενο λόγο ακύρωσης, ούτε και αυτός ο λόγος χρειάζεται να εξετασθεί στην ουσία του, πλην όμως με δεδομένη τη διακριβωθείσα πάσχουσα διαδικασία λόγω της διενέργειας της νέας εξέτασης, έπεται ότι συμπάσχει και η δοθείσα αιτιολογία και ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

3ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό κακή σύνθεση των καθ΄ων η αίτηση.

 

Αυτός ο λόγος ακύρωσης αναφέρεται σε θέματα που αφορούν στη μη συμμετοχή κάποιου μέλους της ΕΔΥ σε κάποια από τις συνεδριάσεις, τη συμμετοχή του σε επόμενη συνεδρίαση χωρίς αναφορά στο τηρηθέν πρακτικό ως προς το κατά πόσο είχε ενημερωθεί για τις εργασίες της προηγούμενης συνεδρίασης κλπ. Ενόψει όμως της αποδοχής άλλων λόγων ακύρωσης και της επαγόμενης ακυρότητας της όλης διαδικασίας, δεν εξυπηρετείται κανένας λόγος να εξεταστεί το θέμα τούτο.

 

4ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό μη κατοχή του πλεονεκτήματος από το ενδιαφερόμενο μέρος Φροσούλα Αθηνοδώρου.

 

Κατά τη διεξαχθείσα επανεξέταση, η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβηκε σε περαιτέρω διερεύνηση του θέματος της κατοχής ή όχι από το ενδιαφερόμενο μέρος Αθηνοδώρου του πλεονεκτήματος της πείρας και αφού, όπως ανέφερε, έλαβε υπόψη της κάποια νέα στοιχεία και μελέτησε εμπεριστατωμένα το φάκελο έκτακτης υπηρεσίας της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Αθηνοδώρου τελικά κατείχε το προνοούμενο στο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα. Λήφθηκε προς τούτο υπόψη σχετική βεβαίωση σύμφωνα με την οποία αυτή η υποψήφιος εργάστηκε από τις 15.7.1970 - 31.3.1977 ως Έκτακτη Κτηματολογικός Γραφέας στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας - Κερύνειας και κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της ως έκτακτη ασκούσε κτηματολογικά καθήκοντα για περίοδο πέραν των δύο χρόνων.

 

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, και κατ΄ επέκταση η ΕΔΥ που υιοθέτησε τη θέσης της, άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο επειδή:

 

α. Ο καθορισμός της επίδικης χρονικής διάρκειας ήταν αυθαίρετος.

 

β. Δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο σοβαρό παράγοντα της φύσης και έντασης της εργοδότησης.

 

γ. Ήταν το αποτέλεσμα ανεπαρκούς και μη δέουσας έρευνας.

 

δ. Ο καθορισμός της επίδικης χρονικής διάρκειας δεν έχει αιτιολογηθεί σε συνάρτηση με το χρόνο, ένσταση και φύση της εμπειρίας.

 

Αδυνατώ να συμφωνήσω ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για επέμβαση του Δικαστηρίου στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της πρόνοιας του Σχεδίου Υπηρεσίας σε σχέση με την πείρα, στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Αθηνοδώρου.

 

Στην αγόρευση της συνηγόρου της αιτήτριας έγινε ενδελεχής ενασχόληση με το θέμα της "πείρας" γενικότερα, ως στοιχείου το οποίο λαμβάνεται υπόψη στη διαδικασία πλήρωσης θέσεων, στον ορισμό του όρου και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποδίδεται στο στοιχείο τούτο αξία. Έγινε προς τούτο παραπομπή σε νομολογία, σύμφωνα με την οποία για να είναι αποφασιστικής σημασίας η πείρα πρέπει να είναι πείρα η οποία έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται αμέσως της επίδικης ενώ, πείρα σε κατώτερες θέσεις δεν έχει αποφασιστική σημασία. (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112, Ακκελίδου ν. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 3 ΑΑΔ 278). Άλλες νομολογιακές αρχές στις οποίες έγινε παραπομπή σχετίζονται με τον τρόπο απόκτησης πείρας η οποία και "αποκτάται με μακρά άσκηση μιας εργασίας ή ειδικότητας". (Skapoullis & another v. Republic (1984) 3 CLR 562, Piperis & others v. Republic (1984) 3 CLR 1306). Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση δεν ετίθετο υπό διερεύνηση η στοιχειοθέτηση ή μη από ένα υποψήφιο του στοιχείου της μακράς πείρας στην υπηρεσία, ως παράγοντα ο οποίος δυνητικά θα του έδιδε υπεροχή έναντι άλλου ή άλλων υποψηφίων και θα μπορούσε να υπερακοντίσει πλεονέκτημα που κατείχε ή κατείχαν. Εδώ το διερευνόμενο θέμα ήταν εάν και κατά πόσο ένας υποψήφιος κατείχε ή όχι το πλεονέκτημα της πείρας που διαλαμβανόταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Και σ΄ αυτό το πλεονέκτημα έδιδε διαστάσεις το ίδιο το Σχέδιο Υπηρεσίας, το οποίο και προνοούσε ότι πλεονέκτημα θα αποτελούσε ". πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης." Αυτό ήταν το ζητούμενο, τη χρονική διάρκεια του οποίου η Επιτροπή καθόρισε στα δύο χρόνια. Δεν απαιτείτο πείρα στα ίδια τα καθήκοντα αμέσως κατώτερης θέσης κλπ. Εκείνο που απαιτείτο ήταν πείρα "σχετική" με τα καθήκοντα της θέσης. Και ορθά έκρινε η Συμβουλευτική Επιτροπή ότι τα καθήκοντα που εκτελούσε το ενδιαφερόμενο μέρος Αθηνοδώρου ήσαν καθήκοντα που σχετίζονται με αυτά των υπό πλήρωση θέσεων και καμιά σχέση ή επίδραση δεν μπορεί να έχει το γεγονός ότι η υπόσταση υπό την οποία ασκούσε τα καθήκοντα ήταν αυτή του έκτακτου υπαλλήλου και όχι του μόνιμου. Ούτε και ο καθορισμός της χρονικής περιόδου πρόσκτησης αυτής της πείρας παρουσιάζεται να είναι αυθαίρετος, όπως υποστηρίζει η αιτήτρια, η δε αιτιολογία που δόθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην Έκθεσή της ημερομηνίας 3.7.2006 για τον καθορισμό εκείνο, και πειστική ήταν και επαρκής.

 

Αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

5ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό ύπαρξη πραγματικής και/ή νομικής πλάνης.

 

Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια επικαλούμενη τις γενικότερες αρχές του διοικητικού δικαίου που διέπουν τα της ακυρότητας αποφάσεων που λήφθηκαν κατόπιν πλάνης, προώθησε τον εξίσου γενικό ισχυρισμό της σύμφωνα με τον οποίο οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν υπό καθεστώς πλάνης αναφορικά με τα προσόντα της αιτήτριας. Ότι παρέλειψαν να προβούν στην απαραίτητη έρευνα για να διακριβώσουν τα ακριβή προσόντα της αιτήτριας, κατά παράβαση γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου.

 

Αυτός ο ισχυρισμός παρέμεινε γενικός, αόριστος και ατεκμηρίωτος και δεν προτίθεμαι να τον εξετάσω περαιτέρω.

 

6ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό αντισυνταγματική και παράνομη τροποποίηση των Σχεδίων Υπηρεσίας.

 

Κάτω από το λόγο ακύρωσης και σε έκταση η οποία καλύπτει 16 περίπου δακτυλογραφημένες σελίδες στην αγόρευσή της, η αιτήτρια εγείρει θέματα αντισυνταγματικότητας της τροποποίησης του Σχεδίου Υπηρεσίας για τις επίδικες θέσεις, με τον τρόπο που είχε γίνει από το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφασή του κατά το 1988. Η τροποποίηση εκείνη, όπως υποστηρίζει με εκτενή παραπομπή σε νομολογία και αυθεντίες, προκάλεσε κατάφωρη αδικία, άνιση μεταχείριση και εκθεμελίωση των αρχών της χρηστής διοίκησης.

 

Δεν θα ήταν όμως επιτρεπτό για το Δικαστήριο τούτο, στο στάδιο κατά το οποίο εξετάζεται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης που ήταν το αποτέλεσμα διαδοχικών επανεξέτασεων κατόπιν ακύρωσης για συγκεκριμένους λόγους, να εξετάσει οποιοδήποτε άλλο θέμα ήθελε εγείρει ο αιτητής. Πέραν τούτου,  όπως ορθά υπέδειξε και η συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους Αθηνοδώρου, η αιτήτρια υπέστη τη δοκιμασία επιλογής στις επίδικες θέσεις με βάση το συγκεκριμένο Σχέδιο Υπηρεσίας αδιαμαρτύρητα και επιδιώκοντας το διορισμό της. Δεν μπορεί επομένως τώρα να βάλλει νομικά κατά της νομιμότητας/συνταγματικότητας του ίδιου τούτου Σχεδίου. Αυτό θέτει σε εφαρμογή τη γνωστή αρχή του διοικητικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία είναι ανεπίτρεπτη η επιδοκιμασία και ταυτόχρονη αποδοκιμασία πράξεων της διοίκησης προς το σκοπό θεμελίωσης εννόμου συμφέροντος. (Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 241).

 

7ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση των αρχών της Χρηστής Διοίκησης.

 

Κάτω από το λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια μετά από ακαδημαϊκή ενασχόληση με τις αρχές που διέπουν τα της υποχρέωσης άσκησης χρηστής διοίκησης ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ταλαιπωρεί χωρίς λόγο την ίδια και προσβάλλει τα έννομα συμφέροντά της, κατά τρόπο που αντιβαίνει στις αρχές τούτες. Ισχυρίζεται πιο συγκεκριμένα ότι οι καθ΄ων η αίτηση με την τροποποίηση των Σχεδίων Υπηρεσίας, ενήργησαν κατά παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της αιτήτριας. Εκθέτει δε περαιτέρω νομικούς λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή της η τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης πάσχει νομικά.

 

Θα επαναλάβω και εδώ τους λόγους για τους οποίους τα θέματα που θίγει η αιτήτρια σε σχέση με το Σχέδιο Υπηρεσίας δε μπορούν να εξεταστούν.

 

Για τους λόγους που εξήγησα προηγουμένως, η προσφυγή αυτή επιτυγχάνει μερικώς.

 

 

 

Τελικό Αποτέλεσμα Συνεκδικασθεισών Προσφυγών.

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει προηγουμένως, οι συνεκδικασθείσες προσφυγές έχουν το ακόλουθο αποτέλεσμα:

 

1.      Προσφυγή αρ. 920/2007: Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000, πλέον ΦΠΑ έξοδα εναντίον του αιτητή.

2.      Προσφυγή αρ. 928/2007: Η προσφυγή επιτυγχάνει και ακυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Επιδικάζονται €1.000, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, έξοδα υπέρ του αιτητή.

3.      Προσφυγή αρ. 1008/2007: Η προσφυγή επιτυγχάνει και ακυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Επιδικάζονται €1.000, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, έξοδα υπέρ του αιτητή.

4.      Προσφυγή αρ. 1198/2007: Η προσφυγή επιτυγχάνει σε σχέση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με €1.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ της αιτήτριας.

 

   K. Κληρίδης,

Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο