ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                   (Συνεκδικαζόμενες Υπόθ.  Αρ. 705/2008 και 835/2008)

 

11 Νοεμβρίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση  Αρ. 705/2008)

 

1.    ΔΑΦΝΗ ΑΛΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

2.    ΦΡΟΣΩ ΑΛΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

3.    ΜΑΡΙΝΑ ΑΛΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

4.    ΕΛΕΝΑ ΑΛΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

5.    ΜΙΧΑΗΛ ΑΛΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

                             Αιτητές,

ν.

 

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

                             Καθ΄ ου η αίτηση.

 

(Υπόθεση  Αρ. 835/2008)

 

1.    ΜΥΡΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

2.    ΑΥΓΟΥΣΤΑ Α. ΧΑΧΟΛΙΑΔΟΥ,

3.    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Α. ΧΑΧΟΛΙΑΔΗ,

4.    ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΛΚΙΔΑΣ,

                   Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

                             Καθ΄ ων η αίτηση.

 

- - - - - -

Α. Ποιητής, για τους Αιτητές στην 705/2008.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στην 835/2008.

Θ. Πιπερή, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Οι προσφυγές οι οποίες συνεκδικάστηκαν λόγω συνάφειας αφορούν στην έκδοση διατάγματος επίσχεσης με αρ. 383 το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ.11.4.08. Με την προσβαλλόμενη πράξη μέρος της απαλλοτριωθείσας ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητών στην προσφυγή 705/2008, ήτοι του τεμαχίου 2368 καθώς και των αιτητών στην προσφυγή 835/2008, ήτοι  των τεμαχίων 2366 (όλο) και 2367 (όλο) του Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου 40/56W2 και 40/56W1 (αντίστοιχα) της Επαρχίας Λάρνακας, κρίθηκε αναγκαία για άλλο σκοπό δημοσίας ωφέλειας, δηλαδή για τις στεγαστικές ανάγκες της Αστυνομικής Δύναμης και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και για το σκοπό αυτό διατάχθηκε η επίσχεση τους δυνάμει του  εδαφίου (3) του άρθρου 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου (Ν.15/62) (εφεξής «ο Νόμος»).

 

Τα γεγονότα ανατρέχουν πίσω στο 1991 όπου η προσπάθεια της κυβέρνησης για ανεύρεση κατάλληλου ενιαίου χώρου στη Λάρνακα όπου θα ανεγείρονταν όλα τα κυβερνητικά γραφεία κατέληξε στη δημοσίευση δύο γνωστοποιήσεων απαλλοτρίωσης, στις 5.7.1991 και 21.8.1992. Υπόβλήθηκαν ενστάσεις, κάποιες από τις  οποίες, έγιναν αποδεκτές με αποτέλεσμα οι γνωστοποιήσεις να ατονήσουν. Κατόπιν τρίτης Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, της υπ΄ αρ. 1323, ημερ. 20.8.1993, εναντίον της οποίας καμιά ένσταση δεν υποβλήθηκε, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 29.10.1993 το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης  αρ. 1609 που περιλάμβανε και τα τεμάχια των αιτητών, με αναφερόμενο λόγο την ανέγερση νέων κυβερνητικών επαρχιακών γραφείων Λάρνακας.

 

 Εν τω μεταξύ η απαλλοτρίωση συμπληρώθηκε με την καταβολή αντίστοιχων ποσών αποζημιώσεων στους ιδιοκτήτες κατά ή περί το 2004.

 

Επειδή δεν είχε προχωρήσει η ανέγερση οποιασδήποτε οικοδομής επί της απαλλοτριωθείσας περιουσίας, οι αιτητές μέσω των δικηγόρων τους, απέστελλαν επανειλημμένα επιστολές προς τον Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τον Υπουργό Εσωτερικών, ζητώντας άμεση επιστροφή των κτημάτων τους αφού είχαν παρέλθει τα 3 έτη χωρίς αυτά να χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό που απαλλοτριώθηκαν.

 

Η διοίκηση αρνιόταν σταθερά απαντώντας ότι ο σκοπός που έγινε η απαλλοτρίωση δεν έχει εγκαταλειφθεί. Εν τω μεταξύ περί τα τέλη του 2002, είχε αποφασιστεί ότι στο χώρο δεν θα ανεγείρονταν επαρχιακά γραφεία, τα οποία θα έπρεπε να παραμείνουν στο κέντρο της πόλης, αλλά θα χρησιμοποιείτο για την ανέγερση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λάρνακας, της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του Κεντρικού Ταχυδρομείου.

 

Στις 7.9.06 κατόπιν προσφυγής άλλου επηρεαζόμενου ιδιοκτήτη που το απαλλοτριωθέν για τον ίδιο σκοπό κτήμα του επίσης κατακρατείτο χωρίς να έχει αξιοποιηθεί, εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση. (Αντώνης Α. Φιλιαστίδης  ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 1008/2004). Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι «ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί και ότι η Διοίκηση επιδιώκει τη χρησιμοποίηση απαλλοτριωθείσας περιουσίας για άλλο σκοπό».

 

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολές ημερ. 30.11.06 και 2.3.07 απάντησε στο δικηγόρο των αιτητών στην προσφυγή 835/08 ότι η πιο πάνω απόφαση δεν αφορούσε και δεν επηρέαζε την απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία των αιτητών και επέστρεψε τις επιταγές των πελατών του που αντιστοιχούσαν στις καταβληθείσες αποζημιώσεις. Ακολούθησε προσφυγή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο (Αυγούστα Χαχολιάδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 2358/06 και 453/07, ημερ. 14.7.2010) στην οποία και πάλι ακυρώθηκε τόσο σε σχέση με το δεδικασμένο όσο και επί της ουσίας, η άρνηση της διοίκησης να επιστρέψει το κτήμα στους αιτητές.

 

Μετά από γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας ημερ. 26.2.07, η οποία είχε ζητηθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως για τον τρόπο χειρισμού της απαλλοτρίωσης, και εκκρεμούσης της απόφασης στην πιο πάνω προσφυγή,  το Υπουργείο προχώρησε στην έκδοση του επίδικου διατάγματος επίσχεσης.

 

Το βασικό επιχείρημα των αιτητών και στις δυο προσφυγές είναι ότι το διάταγμα εκδόθηκε με κακή πίστη και καταχρηστικά προς εξουδετέρωση του ακυρωτικού αποτελέσματος στη Φιλιαστίδης (ανωτέρω) το οποίο ισχύει erga omnes και της συναφούς διαρκούς υποχρέωσης της διοίκησης για επιστροφή των κτημάτων τους. Ισχυρίζονται ότι εφόσον ο σκοπός της απαλλοτρίωσης κηρύχθηκε ως εγκαταλειφθείς από το 2006 και έχουν παρέλθει προ πολλού, τα τρία χρόνια που τάσσονται από το άρθρο 23.5 του Συντάγματος και από το άρθρο 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962, Ν.15/62 ως προθεσμία, η Δημοκρατία δεν είχε υπό τις περιστάσεις άλλη λύση από την έκδοση νέου διατάγματος απαλλοτρίωσης ή την επιστροφή της περιουσίας τους. Επικαλούνται επίσης αντισυνταγματικότητα της πράξης της επίσχεσης.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση αντιτάσσει ότι τόσο το άρθρο 15(3) περιβάλλεται από το τεκμήριο συνταγματικότητας όσο και το προσβαλλόμενο διάταγμα από το τεκμήριο νομιμότητας, το οποίο δεν ανατρέπεται από όσα οι αιτητές υποστηρίζουν. Φαίνεται επίσης να υποστηρίζει πως η υπόθεση Φιλιαστίδης (ανωτέρω) δεν ακύρωσε το διάταγμα απαλλοτρίωσης το οποίο παραμένει σε ισχύ.

 

Δεν συμφωνώ με την εισήγηση. Αν ευσταθούσε η πιο πάνω εκδοχή τότε θα ήταν δυνατό για τη διοίκηση, παρά τη δικαστική ακύρωση της άρνησης της να επιστρέψει απαλλοτριωθέν ακίνητο λόγω της διαπίστωσης ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί, να το διατηρεί στην κατοχή της πέραν της συνταγματικά επιβαλλόμενης προθεσμίας των τριών ετών, επικαλούμενη την εγκυρότητα διατάγματος απαλλοτρίωσης ο σκοπός της οποίας έχει ακυρωθεί.

 

Στη Μ. Συμεού Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 682/02, ημερ. 28.4.04  έκρινα το θέμα υπό παρόμοια γεγονότα, με μόνη διαφορά ότι εκεί η αιτήτρια είχε εξασφαλίσει, πριν την έκδοση του επίδικου διατάγματος, ακυρωτική απόφαση που ευθέως ακύρωνε το διάταγμα απαλλοτρίωσης μαζί με την άρνηση και/ή παράλειψη επιστροφής της ιδιοκτησίας της.[1]. Υιοθετώ αυτούσιο το σκεπτικό της όπως αποτυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Το άρθρο 15(3) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το εν λόγω διάταγμα, θέτει το πλαίσιο για την κρίση της νομιμότητας του διατάγματος. Το εν λόγω άρθρο εξουσιοδοτεί την έκδοση διατάγματος επίσχεσης απαλλοτριωθείσας ακίνητης ιδιοκτησίας εάν η εν λόγω ακίνητη ιδιοκτησία καταστεί αναγκαία για άλλο σκοπό δημοσίας ωφέλειας της απαλλοτριούσας αρχής, μη εφαρμοζομένων σε τέτοια περίπτωση του άρθρου 15(2). Το άρθρο 15(2) όπως και το άρθρο 15(3), είναι συνάρτηση του άρθρου 15(1) το οποίο προνοεί για την τύχη της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας σε περίπτωση που μέσα σε τρία χρόνια αφ' ότου περιήλθε στην απαλλοτριούσα αρχή, δεν επετεύχθη ή εγκαταλείφθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ή το όλο ή μέρος της ιδιοκτησίας απεδείχθη ότι υπερβαίνει τις ανάγκες της απαλλοτρίουσας αρχής. Σε τέτοια περίπτωση, το άρθρο 15(1)(α) απαιτεί όπως η απαλλοτριούσα αρχή, προσφέρει για πώληση την ακίνητη ιδιοκτησία στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Το άρθρο 15(2) εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, στον οποίο έγινε η προσφορά, δεν αποδεχθεί την προσφορά (άρθρο 15(2)(α)) ή δεν καταβάλει το τίμημα (άρθρο 15(2)(β)) ή στην περίπτωση που ο σκοπός της απαλλοτρίωσης άνκαι επετεύχθη, η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία έπαυσε να είναι αναγκαία για το σκοπό αυτό (άρθρο 15(2)(γ), οπότε η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται να πωλήσει την ιδιοκτησία με δημόσιο πλειστηριασμό. Η διαδικασία του άρθρου 15(2) για πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό δεν εφαρμόζεται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του 15(3), ήτοι, αν «..... η ακίνητος ιδιοκτησία καταστή αναγκαία εν όλω ή εν μέρει δι΄ έτερον σκοπόν της απαλλοτριούσης αρχής εφ΄ όσον ο τοιούτος σκοπός είναι σκοπός δημοσίας ωφελείας ως προβλέπεται εν τω παρόντι Νόμω, και η απαλλοτριούσα αρχή εκδώση διάταγμα ....».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η οικία της αιτήτριας κατέστη αναγκαία για άλλο σκοπό δημόσιας ωφέλειας της απαλλοτριούσας αρχής που αφορούσε στη δημιουργία εκθεσιακών και μουσειακών χώρων. Ωστόσο, η έκδοση του επίδικου διατάγματος επίσχεσης δεν ήταν υπό τις περιστάσεις εφικτή καθότι η έκδοση τέτοιου διατάγματος με βάση το άρθρο 15(3) του νόμου προϋποθέτει την ύπαρξη διατάγματος απαλλοτρίωσης ευρισκόμενου σε ισχύ.

 

Το διάταγμα της απαλλοτρίωσης και η άρνηση των καθ' ων η αίτηση και να επιστρέψουν το ακίνητο στην αιτήτρια ακυρώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συνεπώς, σύμφωνα με τις αρχές της επανεξέτασης και του ουσιαστικού δεδικασμένου, οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να τηρήσουν τη συνταγματική πρόνοια του άρθρου 23.5* και να επιστρέψουν το υποστατικό στην αιτήτρια, όπως εξάλλου επιβάλει και η διαδικασία του άρθρου 15(1)(α) του Νόμου. (Βλ. Καλλικά ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 177 και Ευτυχία Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 919/96 ημερ. 25.6.99.)»

 

 

 

 

Επισημαίνω περαιτέρω ότι η πρόνοια του άρθρου 15(3) του Νόμου θα πρέπει να αντικριστεί υπό το φως του δικαιώματος του ιδιοκτήτη βάσει του άρθρου 23.5 του Συντάγματος. Η αναφερθείσα νομοθετική πρόνοια όπως και κάθε άλλη, υποχωρεί έναντι της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 23.5. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση η εφαρμογή της να καταστρατηγεί το συνταγματικά οριοθετημένο προστατευτικό πλαίσιο της ιδιωτικής περιουσίας. (Βλ. σχετικά Δημοκρατία ν. Κωνσταντή κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 307, 316-319.) Όπως τονίστηκε στην πιο πάνω απόφαση, η συνταγματική διάταξη όπως είναι διατυπωμένη, δεν παρέχει απλώς δικαίωμα στον πολίτη, που με αίτημά του μπορεί να αξιώσει την επιστροφή της ακίνητης ιδιοκτησίας του, αλλά επιβάλλει υποχρέωση στην απαλλοτριούσα αρχή να την προσφέρει. Η αναγκαία προσαρμογή κάθε νομοθετικής διάταξης που αφορά σε απαλλοτρίωση με τις διατάξεις του Συντάγματος, απολήγει στην υιοθέτηση της ρητής πρόνοιας των συνταγματικών διατάξεων που καθιστούν υποχρεωτική την προσφορά από την απαλλοτριούσα αρχή της ακίνητης ιδιοκτησίας στο δικαιούχο και καθορίζουν το χρονικό διάστημα για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση το συντομότερο. (Βλ. σχετικά Ζήνων Ευθυμιάδης Εστεϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166, Ευτυχία Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 1522/07,  21.6.10).

 

Πρέπει να παρατηρήσω ότι ο τρόπος με τον οποίο η Δημοκρατία γενικά χειρίστηκε τις υποθέσεις επί σειρά ετών δεν ήταν ο πλέον κατάλληλος. Παρά το δεδικασμένο αναφορικά με την υποχρέωση της να επιστρέψει ορισμένα από τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα στους ιδιοκτήτες τους, λόγω κρατικής αδράνειας και ολιγωρίας αρνήθηκε να συμμορφωθεί είτε επιστρέφοντας τα ακίνητα στους ιδιοκτήτες είτε προχωρώντας με εκ νέου απαλλοτρίωση αφού ο σκοπός είχε μεταβληθεί. Αντ' αυτού, το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε το επίδικο διάταγμα επίσχεσης σε μια ύστατη προσπάθεια διατήρησης των ακινήτων στην κατοχή της Δημοκρατίας, 15 χρόνια μετά το διάταγμα απαλλοτρίωσης και 2 χρόνια μετά την ακύρωση του και παρά την επιστροφή ενός από τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα στον ιδιοκτήτη του (Φιλιαστίδης), καταπατώντας κάθε έννοια χρηστής διοίκησης και καλής πίστης. Κρίνω περαιτέρω για τους λόγους που προανέφερα ότι οι καθ' ων η αίτηση λειτούργησαν υπό νομική πλάνη.

 

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν. Το προσβαλλόμενο διάταγμα επίσχεσης ακυρώνεται με €2400 έξοδα πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, σε βάρος των καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

                                                                         Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

ΣΦ.

 



[1] Διαφορά η οποία δεν αλλοιώνει τα νομικά συμπεράσματά, αφού και εδώ το ratio decidendi της Φιλιαστίδης, όπως ενισχύθηκε και από το ακυρωτικό αποτέλεσμα στην πιο πρόσφατη Χαχολιάδου(ανωτέρω) αναμφίβολα μαζί με την προσβαλλόμενη παράλειψη/άρνηση συμπαρασύρει ως λογικό επακόλουθο και το διάταγμα απαλλοτρίωσης σε ακύρωση


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο