ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία και Άλλοι ν. Aνδρέα Στυλιανού και Άλλου (1990) 3 ΑΑΔ 2427
Ιωάννου & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 390
Oνουφρίου Kίκης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 833
Κουάλης Αναστάσιος Π. και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 742
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 543/2009)
5 Νοεμβρίου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΑΤΣΑΛΟΣ,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Μεταξύ των πέντε υποψηφίων για την πλήρωση της θέσης προαγωγής Διοικητικού Λειτουργού Α΄, η Επιτροπή Προσωπικού του καθ΄ου η αίτηση Οργανισμού ως αρμόδια για προαγωγές, προτίμησε το ενδιαφερόμενο μέρος αντί του αιτητή, ο οποίος και προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή του τη νομιμότητα της απόφασης εκείνης ημερομηνίας 23.12.2008.
1ος Λόγος Ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό παράνομη και πεπλανημένη σύσταση της Διευθύντριας.
Κατά την ακολουθηθείσα διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης, η Γενική Διευθύντρια του καθ΄ου η αίτηση Οργανισμού είχε προβεί σε σύσταση προς την Επιτροπή, με την οποία συνέστηνε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος. Το περιεχόμενο και το λεκτικό της σύστασης έχουν τη σημασία τους για σκοπούς εξέτασης αυτού του λόγου ακύρωσης, όπως επίσης και του επόμενου, και για τούτο παραθέτω στη συνέχεια το σχετικό απόσπασμα από αυτή, το οποίο είχε ως εξής:
"Έχω μελετήσει τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους όπως και τις υπηρεσιακές εκθέσεις όλων των υποψηφίων, οι οποίοι πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα και προϋποθέσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Διοικητικού Λειτουργού Α΄ και είναι κατάλληλοι για προαγωγή.
Η κα Κ. Οικονομίδου υπερέχει σε αξία έναντι όλων των υποψηφίων εκτός του κ. Φ. Πάτσαλου, υπερτερεί όμως κατά πολύ έναντί του σε αρχαιότητα (14 χρόνια) και σε προσόντα, καθότι η κα Οικονομίδου είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών διπλωμάτων. Η κα Οικονομίδου υπερέχει σε προσόντα και αρχαιότητα και έναντι όλων των άλλων υποψηφίων.
Θεωρώ ότι η κα Οικονομίδου είναι καλύτερη και καταλληλότερη για προαγωγή, σε σύγκριση με τους άλλους τέσσερις υποψήφιους δεδομένου και του ότι κατέχει γνώσεις και μακρά πείρα των εργασιών της Διοίκησης. Είναι άτομο ευσυνείδητο, συνεργάσιμο, αφοσιωμένο στα καθήκοντα του, συντείνει αποφασιστικά στην επίλυση προβλημάτων, χαρακτηρίζεται από υπηρεσιακό ενδιαφέρον, δημιουργικότητα, προθυμία ανάληψης ευθύνης και αναπτύσσει πρωτοβουλίες.
Συνεκτιμώντας τα τρία κριτήρια, αξία, προσόντα, αρχαιότητα, συστήνω σαν καταλληλότερη για προαγωγή στη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄, την κα Κ. Οικονομίδου, η οποία έχει την πιο ψηλή βαθμολογία στις υπηρεσιακές εκθέσεις εκτός από τον κ. Φ. Πάτσαλο, και υπερέχει σε σχέση με όλους τους υποψήφιους, στα προσόντα και στην αρχαιότητα."
Είναι η θέση του αιτητή ότι η πιο πάνω σύσταση της Γενικής Διευθύντριας είναι πεπλανημένη περί το Νόμο και τους Κανονισμούς και αντίκειται σε αρχές που έχουν καθιερωθεί με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πιο συγκεκριμένα, υποβάλλει ότι με τη σύσταση γίνεται αφενός μια ανεπίτρεπτη ανάπλαση των στοιχείων των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων υποψηφίων, ανεβάζοντας το ενδιαφερόμενο μέρος σε στοιχεία που ήδη βαθμολογούνται σε εκθέσεις και αφετέρου ότι η σύσταση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ως προς την παρουσίαση των προσόντων και την αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους.
Κατ΄ αρχάς, ως προς τη σημασία η οποία αποδίδεται στη σύσταση προϊσταμένου των υποψηφίων, παρατηρώ τα εξής:
Τυγχάνει πάγια νομολογημένη αρχή ότι η σύσταση προϊσταμένου των υποψηφίων για προαγωγή έχει ουσιαστική σημασία και ότι τυχόν παρέκκλιση από αυτήν από το αποφασίζον διοικητικό όργανο, θα πρέπει να συνοδεύεται από ειδική και επαρκή αιτιολογία. Ενδεικτικά, στην υπόθεση Σπανού ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 432 είχαν τονιστεί τα ακόλουθα, στη σελίδα 439 του τόμου αποφάσεων:
"Αναφορικά με τη σημασία της σύστασης προϊσταμένου, στην απόφαση Ιωάννου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390, λέχθηκαν τα πιο κάτω στις σελ. 18-419:
"Η σημασία των συστάσεων του προϊσταμένου ενός Τμήματος έχει τονιστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι συστάσεις αυτές αποτελούν ένα ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως, προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων, τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση και προσδιορισμός των λόγων για τυχόν απόκλιση απ΄ αυτές από την Επιτροπή. Κι αυτό γιατί οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων βρίσκονται σε μοναδική θέση να εκτιμήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας, καθώς και τις ιδιότητες που απαιτούνται ώστε ν΄ αποκριθεί ένας υποψήφιος στις απαιτήσεις μιας θέσης (Βλ. Ioannou v. Μουρτζής ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 955/88, ημερ. 4.7.89, Έλενα Σταύρου ν. ΕΔΥ, Υπ. Αρ. 104/87, ημερ. 22.5.89, Χάρης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 699, ημερ. 24.1.89)."
(Δέστε και Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1988) 3 Α.Α.Δ. 624)."
Ως προς θέματα αρχής τα οποία θα πρέπει να διέπουν τα του περιεχομένου συστάσεων προϊσταμένου, επανειλημμένα έχει τονιστεί ότι η σύσταση συνιστά μεν αυτοτελές και ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης στο οποίο πρέπει να αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα, πλην όμως δε θεωρείται ότι είναι στοιχείο που επαυξάνει τον παράγοντα της αξίας ο οποίος διακριβώνεται μόνο μέσα από το περιεχόμενο των τηρουμένων φακέλων. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που έχει αποφασισθεί σε πλείστες αποφάσεις ότι η σύσταση του προϊσταμένου πρέπει να παρέχει συμβουλή ως προς την καταλληλότητα υποψηφίου και όχι να αναπλάθει ή τονίζει σημεία και στοιχεία που προέρχονται από τους διοικητικούς φακέλους και έχουν ήδη τύχει αξιολόγησης.
Όπως εύστοχα τονίστηκε και στην απόφαση στην υπόθεση Κουάλης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 742, καθήκον του συστήνοντος προϊσταμένου είναι, με βάση τις γνώσεις που έχει ή συλλέγει ως προς το τι απαιτεί η θέση, να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψηφίου στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτών, τον καταλληλότερο υποψήφιο. Όπως δε προστίθεται στη σελίδα 746 του τόμου αποφάσεων:
". Δεν είναι όμως επιτρεπτό, όπως προκύπτει από άλλη νομολογία, να αναγνωρίζονται θετικά υπέρ συγκεκριμένου υποψήφιου ιδιότητες για θέματα τα οποία είναι ή δη αξιολογημένα με κατάληξη να αναδεικνύεται υποψήφιος ως καταλληλότερος και καλύτερος άλλων που έχουν αξιολογηθεί ισάξιοι, ανατρέποντας έτσι τα δεδομένα, γιατί η σύσταση έτσι καταλήγει να είναι αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων."
Περαιτέρω, ο υπερτονισμός ή έστω ο μονόπλευρος τονισμός από τον προϊστάμενο ορισμένων ευνοϊκών στοιχείων ή ιδιοτήτων ενός υποψηφίου, τα οποία ήδη μπορούσαν να εξαχθούν από τους φακέλους, δίδει σ΄ αυτόν μια ανεπίτρεπτη υπεροχή, αφήνοντας να νοηθεί ότι άλλος ή άλλοι υποψήφιοι δε διακρίνονται για τις ίδιες ιδιότητες. (Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 833).
Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και ιδιαίτερα στο περιεχόμενο της σύστασης της Γενικής Διευθύντριας του καθ΄ου η αίτηση, αναμφίβολα εξάγεται το συμπέρασμα ότι η σύσταση πάσχει, εφόσον έκδηλα παραβιάζει τις ανωτέρω εκτεθείσες αρχές. Εν ολίγοις, η σύσταση αναπλάθει στοιχεία σε σχέση με τα οποία έχει ήδη υποστεί αξιολόγηση το ενδιαφερόμενο μέρος και υπερτονίζει μόνο για αυτή την υποψήφιο ιδιότητες και αρετές σε σχέση με τις οποίες έχει τύχει αξιολόγησης μέσω των εκθέσεων και των βαθμολογιών και αφήνοντας να νοηθεί ότι άλλοι υποψήφιοι και δη ο παραπονούμενος εδώ αιτητής, δεν τις κατέχει ή δεν τις κατέχει στον ίδιο βαθμό. Δίδει έτσι μια απαράδεκτη υπεροχή σε ένα από τους υποψηφίους σε θέματα που έχουν σχέση με αξία, στοιχείο που έτυχε ήδη αξιολόγησης σε σχέση με όλους τους υποψηφίους.
Ως προς το άλλο σκέλος της εισήγησης περί πάσχουσας σύστασης το οποίο αναφέρεται σε πεπλανημένη παρουσίαση στοιχείων που αφορούν στην αρχαιότητα και τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους, παρατηρώ τα εξής: Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι συστάσεις προϊσταμένων δεν πρέπει να είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία και την εικόνα που παρουσιάζουν οι εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις, διαφορετικά θα πρέπει να παραγνωρίζονται. [Δημοκρατία ν. Στυλιανού (1990) 3 ΑΑΔ 2427, Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)].
Στην υπό εξέταση περίπτωση, είναι η εισήγηση του αιτητή ότι στη σύστασή της η Διευθύντρια κατέγραψε εσφαλμένα στοιχεία ή στοιχεία που αφορούσαν στα προσόντα και την αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους.
Ως προς τα προσόντα η Διευθύντρια σημείωσε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί του αιτητή καθότι είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών διπλωμάτων. Πρόκειται για τα ακόλουθα ακαδημαϊκά προσόντα:
α. Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα στη Διοίκηση και Ανάπτυξη Προσωπικού από το Harvard University (2003) και,
β. MA in International Relations (International Conflict Analysis) University of Kent, UK (2000).
Ως προς το πρώτο, όπως ορθά παρατήρησε και η συνήγορος του αιτητή, δεν πρόκειται κατ΄ αρχάς για μεταπτυχιακό "δίπλωμα" όπως το έχει χαρακτηρίσει η Διευθύντρια. Πρόκειται για ένα τρίμηνο κύκλο σπουδών, σεμιναρίων και πρακτικής εξάσκησης στον τομέα Διοίκησης Προσωπικού, τον οποίο το ενδιαφερόμενο μέρος παρακολούθησε στις Η.Π.Α., κατόπιν υποτροφίας από το Πρόγραμμα Υποτροφιών Fulbright. Ως προς το δεύτερο, πρόκειται πράγματι για μεταπτυχιακό δίπλωμα το οποίο απέκτησε το ενδιαφερόμενο μέρος κατά το 2000 από Αγγλικό πανεπιστήμιο, κατόπιν μονοετούς φοίτησης. Όμως, όπως ορθά εντόπισε και η συνήγορος του αιτητή, το θέμα του πτυχίου το οποίο ήταν International Conflict Analysis, δε σχετίζεται άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης την οποία αυτή κατείχε. Όπως ειδικά αναφερόταν στην επιστολή ημερομηνίας 16.9.1999 του Γενικού Διευθυντή του καθ΄ου η αίτηση Οργανισμού προς το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο εκαλείτο να χορηγήσει στο ενδιαφερόμενο μέρος άδεια άνευ απολαβών 12 μηνών για να φοιτήσει στο Αγγλικό πανεπιστήμιο, το θέμα της Ανάλυσης και Επίλυσης Συγκρούσεων "δεν έχει άμεση σχέση είτε με τα καθήκοντα της κας Οικονομίδου είτε με τις δραστηριότητες του Οργανισμού, όπως τόσο η ίδια όσο και η Προϊσταμένη της παραδέχονται." Από την άλλη, ο αιτητής είχε εξασφαλίσει από το 1993 το μεταπτυχιακό τίτλο MBA in Management από το New York Institute of Technology.
Υπό το φως των ανωτέρω στοιχείων, δεν μπορεί παρά να εντοπιστεί ότι η αναφορά στη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε του αιτητή σε προσόντα, επειδή είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών διπλωμάτων, ήταν πεπλανημένη και δεν απέδιδε μια σωστή και δίκαιη εικόνα των πραγμάτων.
Ως προς την αρχαιότητα, η Γενική Διευθύντρια στη σύστασή της είχε αναφέρει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε κατά πολύ έναντι του αιτητή σε αρχαιότητα (14 χρόνια). Η πλευρά του αιτητή προβάλλει τη θέση ότι η παρουσίαση και αυτού του στοιχείου είναι πεπλανημένη, δεδομένου ότι τόσο κατά το 1993 όσο και κατά το 1999-2000 το ενδιαφερόμενο μέρος απουσίαζε από την εργασία της με άδεια άνευ απολαβών για εκπαιδευτικούς λόγους.
Έναντι αυτής της θέσης, ο συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση αντιπαρατάσσει το ότι κατ΄ αρχάς κατά τη διάρκεια της άδειας του ενδιαφερόμενου μέρους άνευ απολαβών, ενώ βρισκόταν στην Αγγλία, αυτή εργαζόταν στην υπηρεσία κατά τα διαστήματα των διακοπών, ήτοι από 22.12.1990-17.1.2000, από 14.2.2000-28.2.2000 και από 24.3.2000-24.4.2000. Επισύρει δε την προσοχή του Δικαστηρίου στους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1999 οι οποίοι, όπως ισχυρίζεται, εφαρμόζονται στην περίπτωση του καθ΄ου η αίτηση Οργανισμού και σύμφωνα με τους οποίους ο χρόνος σπουδών που διανύθηκε από υπάλληλο όταν απουσίαζε από τα καθήκοντά του για να αποκτήσει μεταπτυχιακό δίπλωμα, αναγνωρίζεται ως υπηρεσία ή πείρα για τη θέση που κατείχε.
Μετά τις εξηγήσεις που δόθηκαν για τους ενδιάμεσους χρόνους κατά τους οποίους το ενδιαφερόμενο μέρος εργαζόταν κατά τη διάρκεια της άδειας της άνευ απολαβών σε σχέση με τη συνολική απουσία της και έχοντας υπόψη ότι πρόκειται για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα στην όλη αρχαιότητα την οποία πρόβαλε η Διευθύντρια στη σύστασή της, φρονώ ότι δεν υπάρχει λόγος ή ιδιαίτερη σημασία για περαιτέρω εξέταση του θέματος τούτου.
Ενόψει όμως της διακρίβωσης ότι η σύσταση, όπως έχει αναφερθεί, πάσχει για τους άλλους λόγους που έχουν επεξηγηθεί, και δεδομένου ότι ο καθ΄ου η αίτηση μέσω του αρμοδίου οργάνου του υιοθέτησε και ασπάστηκε το περιεχόμενο της σύστασης, έπεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται. Επιδικάζονται €1.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ