ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                                          (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 2351/2006,

                                                    2383/2006, 2418/2006, 255/2007,

                                                           270/2007 και 280/2007)

 

 

4 Νοεμβρίου, 2010

 

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

(Υπόθεση Αρ. 2351/2006)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΒΑΡΒΑΡΑ  (ΡΙΤΣΑ)  ΑΥΓΟΥΣΤΗ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ  ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

(Υπόθεση Αρ. 2383/2006)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΒΑΡΒΑΡΑ  (ΡΙΤΣΑ)  ΑΥΓΟΥΣΤΗ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ  ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

(Υπόθεση Αρ. 2418/2006)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΝΤΡΗ  ΜΩΥΣΕΩΣ  ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ  ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

(Υπόθεση Αρ. 255/2007)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΜΑΡΙΑ  ΑΧΙΛΛΕΩΣ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

(Υπόθεση Αρ. 270/2007)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  28  ΚΑΙ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΜΑΡΙΑ  ΚΟΥΡΟΥΚΛΑΡΗ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

(Υπόθεση Αρ. 280/2007)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  28,  35  ΚΑΙ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1.  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ  ΒΡΟΥΝΤΟΥ,

2.  ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ  ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ,

3.  ΠΑΡΑΓΙΩΤΑ  Χ"  ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

4.  ΣΟΦΟΥΛΛΑ  ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

Υπόθεση Αρ. 2351/06:

 

Μαρίνος Χαραλάμπους, για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για την Αιτήτρια.

 

Δένα Μαρία Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Λουκάς Διομήδους, για Καλλή, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

        5  -  Λένια Κιτή

        8  -  Μαρία Ν. Αναστασίου

      10  -  Παναγιώτα Νικολέττη - Δημητρίου

      11  -  Καλλισθένη Λεωνίδου - Ευλαβή

 

 

Υπόθεση Αρ. 2383/2006:

 

Μαρίνος Χαραλάμπους, για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για την Αιτήτρια.

 

Δένα Μαρία Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Λουκάς Διομήδους, για Καλλή, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

        3  -  Λουκία Κάττου

        4  -  Μαρία Κίτσιου

        6  -  Θεοδώρα Χρ. Λοΐζου

        8  -  Κίκη Α. Οδυσσέως

        9  -  Φεβρωνία Παπαγεωργίου

      16  -  Μαρία Λ. Χατζημιχαήλ

 

 

Υπόθεση Αρ. 2418/2006:

 

Μαρίνος Χαραλάμπους, για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για την Αιτήτρια.

 

Δένα Μαρία Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Χάρης Τσίγκης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 - ΄Ελενα Τσίγγη.

 

Λουκάς Διομήδους, για Καλλή, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

        5  -  Λένια Κιτή

        8  -  Μαρία Ν. Αναστασίου

      10  -  ΄Αννα Γεωργίου

      11  -  Παναγιώτα Νικολέττη - Δημητρίου

      12  -  Καλλισθένη Λεωνίδου - Ευλαβή

      17  -  Λουκία Κάττου

      20  -  Θεοδώρα Χρ. Λοΐζου

      22  -  Κίκη Α. Οδυσσέως

      23  -  Φεβρωνία Παπαγεωργίου

      26  -  Φάνη Συμεού

      29  -  Νικολέττα Τσώνου

      30  -  Μαρία Λ. Χατζημιχαήλ

 

Καραπατάκης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

        7  -  Χρυστάλλω (Στάλω) Παπαγεώργη

        9  -  Νίκη Αντωνίου

      15  -  ΄Αντρη  Ιωάννου

    16  -  Μαρία Ιωάννου

      25  -  Δέσπω Σοφοκλέους

      28  -  Ελένη Κωνσταντίνου - Τσολάκη

 

Αγνή Ευσταθίου Νικολετοπούλου (κα), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

      13  -  Στέφανο Ευσταθίου

      14  -  Κωνσταντίνα Ηλία

      27  -  ΄Ελενα Τσικκουρή

 

Υπόθεση Αρ. 255/07:

 

Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια.

 

Δένα Μαρία Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Αγνή Ευσταθίου Νικολετοπούλου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 27 - ΄Ελενα Τσικκουρή.

 

Υπόθεση Αρ. 270/07:

 

Θεογνωσία Κουσπή (κα), για Ιωνά Νικολάου, για την Αιτήτρια.

 

Δένα Μαρία Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Λουκάς Διομήδους, για Καλλή, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

        5  -  Λένια Κιτή

      23  -  Φεβρωνία Παπαγεωργίου

 

Καραπατάκης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

        7  -  Χρυστάλλω (Στάλω) Παπαγεώργη

      16  -  Μαρία Ιωάννου

      25  -  Δέσπω Σοφοκλέους

 

Αγνή Ευσταθίου Νικολετοπούλου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος:

      27  -  ΄Ελενα Τσικκουρή

 

Υπόθεση Αρ. 280/07:

 

Μαρίνος Χαραλάμπους, για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για τους Αιτητές.

 

Δένα Μαρία Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Χάρης Τσίγκης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 - ΄Ελενα Τσίγγη.

 

Λουκάς Διομήδους, για Καλλή, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

        5  -  Λένια Κιτή

        8  -  Μαρία Ν. Αναστασίου

      10  -  ΄Αννα Γεωργίου

      11  -  Παναγιώτα Νικολέττη - Δημητρίου

      12  -  Καλλισθένη Λεωνίδου - Ευλαβή

      17  -  Λουκία Κάττου

      18  -  Μαρία Κίτσιου

      20  -  Θεοδώρα Χρ. Λοΐζου

      22  -  Κίκη Οδυσσέως

      23  -  Φεβρωνία Παπαγεωργίου

      26  -  Φάνη Συμεού

      29  -  Νικολέτα Τσώνου

      30  -  Μαρία Λ. Χατζημιχαήλ

 

Καραπατάκης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

        7  -  Χρυστάλλω (Στάλω) Παπαγεώργη

        9  -  Νίκη Αντωνίου

      15  -  ΄Αντρη Ιωάννου

      16  -  Μαρία Ιωάννου

      25  -  Δέσπω Σοφοκλέους

      28  -  Ελένη Κωνσταντίνου - Τσολάκη

 

Αγνή Ευσταθίου Νικολετοπούλου (κα), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:

      13  -  Στέφανο Ευσταθίου

      14  -  Κωνσταντίνα Ηλία

    27  -  ΄Ελενα Τσικκουρή

 

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Αντικείμενο των έξι πιο πάνω προσφυγών,  που συνεκδικάστηκαν, είναι η νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), ημερομηνίας 29/9/2006, με την οποία διορίστηκαν στη μόνιμη θέση Κτηματολογικού Γραφέα, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, (θέση Πρώτου Διορισμού), τριάντα δύο πρόσωπα. 

 

Μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας για την πλήρωση των πιο πάνω θέσεων, η Ε.Δ.Υ. διαβίβασε στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή 1092 αιτήσεις υποψηφίων.  Η τελευταία αποφάσισε τη διεξαγωγή γραπτής και προφορικής εξέτασης, ορίζοντας ως θέματα για τη γραπτή εξέταση τα Μαθηματικά και τις Γενικές Γνώσεις.  Καθόρισε τη βαθμολογία για τη γραπτή εξέταση στις 50 μονάδες για το κάθε θέμα και για την προφορική εξέταση στις 100 μονάδες, ενώ, για σκοπούς υπολογισμού της τελικής βαθμολογίας - γραπτής και προφορικής - αποφάσισε όπως η βαρύτητά της είναι με αναλογία 60:40, αντίστοιχα.  Από τους 264 υποψήφιους που παρακάθισαν και στα δύο θέματα της γραπτής εξέτασης και κλήθηκαν σε προφορική εξέταση προσήλθαν μόνο 210 υποψήφιοι.  Σ' αυτούς υποβλήθηκαν ερωτήσεις αναφορικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης, με σκοπό τη διαπίστωση των προσόντων τους, συμπεριλαμβανομένου του προβλεπόμενου στο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος της τριετούς συνεχούς πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, το οποίο, τελικά, πιστώθηκε σε δώδεκα υποψήφιους, με την προσθήκη πέντε επιπλέον μονάδων στην τελική αξιολόγηση.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, μετά το πέρας των συνεντεύξεων, κατέγραψε τη γενική εντύπωσή της για την απόδοση του κάθε υποψήφιου χωριστά, καθώς και φραστική αξιολόγηση για τον καθένα, ανάλογα με τη βαθμολογία που ο κάθε υποψήφιος συγκέντρωσε.  Με βάση τις βαθμολογίες των υποψηφίων στη γραπτή και την προφορική εξέταση, ετοίμασε καταλόγους κατά αύξοντα αριθμό και κατά σειρά επιτυχίας των υποψηφίων, με αναγωγή βαθμολογίας, σύμφωνα με την προκαθορισμένη βαρύτητα των εξετάσεων.  Ακολούθως, αφού έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα τόσο της γραπτής όσο και της προφορικής εξέτασης, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το πλεονέκτημα και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και των Προσωπικών Φακέλων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και τις πρόνοιες του περί Παροχής Ίσων Ευκαιριών για την Επαγγελματική Αποκατάσταση των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμου του 2004, (Ν. 87(Ι)/2004), προχώρησε σε τελική αξιολόγηση των υποψηφίων.

 

Η επί μέρους και η συνολική βαθμολογία, καθώς και η τελική αξιολόγηση ενός εκάστου των υποψηφίων καταγράφηκαν σε δύο χωριστούς καταλόγους - κατά αλφαβητική σειρά και κατά σειρά επιτυχίας.  Οι πρώτοι είκοσι στη σειρά επιτυχίας περιλήφθηκαν στον «Προκαταρκτικό Κατάλογο» και συστήθηκαν για διορισμό στην επίδικη θέση.  Μεταξύ αυτών, ήταν τα ενδιαφερόμενα μέρη Φ. Συμεού, Ν. Τσώνου, Α. Ταμπουτσιάρη, Α.  Γεωργίου, Ε. Κωνσταντίνου - Τσολάκη, Μ. Αναστασίου, Μ. Κίτσιου, Ν. Αντωνίου, Α. Παπαχαραλάμπους, Α. Ιωάννου, Ε. Μαρώνου, Μ. Χατζημιχαήλ, Θ. Λοΐζου, Κ. Οδυσσέως και Π. Νικολέττη - Δημητρίου.

 

Η Ε.Δ.Υ., ενώπιον της οποίας τέθηκε η ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού υιοθέτησε τα πορίσματά της αναφορικά με την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων και του πλεονεκτήματος, έλεγξε τον Προκαταρκτικό Κατάλογο σε συνάρτηση με την τελική αξιολόγηση και αποφάσισε να συμπεριλάβει σ' αυτόν και άλλους είκοσι δύο υποψήφιους που είχαν αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την τελική αξιολόγηση, ως «πάρα πολύ καλοί» ή «σχεδόν πάρα πολύ καλοί».  Στον Τελικό Κατάλογο συμπεριλήφθηκαν και τα ενδιαφερόμενα μέρη Κ. Ευλαβή, Σ. Ευσταθίου, Κ. Ηλία, Ε. Ιωαννίδου, Μ. Ιωάννου, Λ. Κάττου, Λ. Κιτή, Μ. Κουλουμή, Φ. Παπαγεωργίου, Δ. Σοφοκλέους, Μ. Τσιάρτας, Ε. Τσίγγη, Ε. Τσικκουρή και η αιτήτρια Μ. Κουρουκλάρη.

 

Στη συνέχεια και ενώ η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους σαράντα δύο υποψήφιους του Τελικού Καταλόγου, οι αιτήτριες Β. Αυγουστή, Μ. Αχιλλέως, και Π. Χατζηχριστοδούλου, το ενδιαφερόμενο μέρος Χ. Παπαγεώργη και δύο άλλες υποψήφιες, που δεν ενδιαφέρουν τη διαδικασία εδώ, ζήτησαν από την Ε.Δ.Υ. όπως κληθούν στην προφορική εξέταση.

 

Η Ε.Δ.Υ., αφού  έλαβε υπόψη τα προταθέντα από τους πιο πάνω και την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφάσισε, για σκοπούς ίσης μεταχείρισης, να συμπεριλάβει στον Τελικό Κατάλογο και να καλέσει σε προφορική εξέταση τόσο τις Β. Αυγουστή, Μ. Αχιλλέως και Χ. Παπαγεώργη, που αξιολογήθηκαν ως «πολύ καλές» από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την τελική αξιολόγηση, όσο και άλλους εννέα υποψήφιους, μεταξύ των οποίων και το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Λοΐζου, που είχαν, επίσης, αξιολογηθεί ως «πολύ καλοί».  Δεν αποδέχτηκε το αίτημα της αιτήτριας Π. Χατζηχριστοδούλου, με το αιτιολογικό ότι η βαθμολογία της κατά την τελική αξιολόγηση ήταν χαμηλότερη από εκείνην των υποψηφίων που θα καλούνταν στην προφορική εξέταση.

 

Η προφορική εξέταση έγινε στην παρουσία του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, (ο «Διευθυντής»), και σε αυτήν προσήλθαν και εξετάστηκαν, κατά ομάδες, σαράντα οχτώ από τους πενήντα τέσσερις υποψήφιους του Τελικού Καταλόγου που είχαν προσκληθεί.  Αυτοί κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις που άπτονταν των καθηκόντων και των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης.  Μετά το πέρας της εξέτασης, ο Διευθυντής προέβη σε φραστική αξιολόγηση της απόδοσής τους και αποχώρησε.

 

Σε επόμενη συνεδρία της, η Ε.Δ.Υ. προέβη στη δική της αξιολόγηση, αιτιολογώντας την κρίση της.  Ακολούθως, αφού προέβη σε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αφού έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής και της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Υπηρεσιακών Φακέλων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και την προφορική εξέταση ενώπιόν της, κατέληξε στο διορισμό στην επίδικη θέση των ενδιαφερομένων μερών και ακόμη ενός προσώπου, ο διορισμός του οποίου δεν προσβάλλεται, καταγράφοντας στα πρακτικά τους λόγους της απόφασής της.

 

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΑΡ. 2418/2006 ΚΑΙ 280/2007:

Με τις πιο πάνω προσφυγές, όπως, τελικά, διαμορφώθηκαν, αμφισβητείται ο διορισμός τριάντα ενδιαφερομένων μερών.  Οι προσφυγές εναντίον του ενδιαφερομένου μέρους Μαρίας Χιώτη αποσύρθηκαν.  Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι:-

 

 (α) Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και παραβιάστηκε η έννοια «επιτυχών στη γραπτή εξέταση», κατά παράβαση των προνοιών του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998, (Ν. 6(Ι)/98), (όπως έχει τροποποιηθεί).

 

 (β)    Η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη, βασίστηκε σε ασαφή κριτήρια και λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα.

 

 (γ) Η σύσταση του Διευθυντή είναι γενική, αόριστη και μη αντικειμενική.

 

 (δ)   Η σύνθεση της Ε.Δ.Υ. δεν ήταν νόμιμη.

 

 (ε) Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. είναι αναιτιολόγητη, μεροληπτική, αντισυνταγματική και στερείται δέουσας έρευνας· και ότι

 

(στ)  Κακώς  λήφθηκε υπόψη ο Ν. 87(Ι)/2004, ο οποίος κρίθηκε ως αντισυνταγματικός από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κιτής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734.

 

Προέχει η εξέταση του ισχυρισμού για πάσχουσα σύνθεση της Ε.Δ.Υ.  Σύμφωνα με την εισήγηση του συνηγόρου της αιτήτριας στην Προσφυγή Αρ. 2418/06, υπήρξε παραβίαση του ΄Αρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), επειδή, κατά τις διαδοχικές συνεδρίες της Ε.Δ.Υ., στις οποίες οι υποψήφιοι υποβάλλονταν σε προφορική εξέταση, μέλη της απουσίαζαν και δεν ήταν δυνατή είτε η επανάληψη από την αρχή της διαδικασίας είτε η ενημέρωσή τους.

 

Ο πιο πάνω ισχυρισμός, ο οποίος προβάλλεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο, δεν μπορεί να εξεταστεί.  Γίνεται αναφορά σε μεγάλο αριθμό συνεδριάσεων, μεγάλης διάρκειας, από τις οποίες απουσίαζαν μέλη της Ε.Δ.Υ., χωρίς να προσδιορίζεται ποιες ήταν αυτές οι συνεδρίες και ποια μέλη απουσίαζαν.  ΄Οπως προκύπτει από τα πρακτικά, η Ε.Δ.Υ. δέχθηκε σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους, κατά ομάδες, σε μία μόνο συνεδρία της, στις 27/9/2006, κατά την οποία αναφέρονται ως παρόντες τόσο ο Πρόεδρός της όσο και τα τέσσερα μέλη της.

 

Εγείρεται και στις δύο προσφυγές ο ισχυρισμός ότι δόθηκε υπερβολική βαρύτητα στην προφορική εξέταση, κατά παράβαση των προνοιών του Ν. 6(Ι)/98, ο οποίος, κατά την εισήγηση του συνηγόρου των αιτητών, διέπει την περίπτωση και περιορίζει τη βαρύτητα των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης από 1 έως 10 μονάδες, ενώ, παράλληλα, καθορίζει ως ανώτατο όριο βαθμολογίας για τη γραπτή εξέταση τις 100 μονάδες.

 

Επιπρόσθετα, εγείρεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να καθορίσει την έννοια «επιτυχών στη γραπτή εξέταση», σύμφωνα με την ερμηνεία που αποδίδει στη συγκεκριμένη φράση το ΄Αρθρο 2 του Ν. 6(Ι)/98, με αποτέλεσμα υποψήφιοι που απέτυχαν στις γραπτές εξετάσεις να συμπεριληφθούν στον Τελικό Κατάλογο και μερικοί από αυτούς να διοριστούν, αφού παράνομα τους αποδόθηκε αυξημένη βαθμολογία στην προφορική εξέταση.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν ευσταθούν.  Παρόμοια επιχειρήματα εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν στη Μαρία Δημητρίου κ.ά. ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.ά., Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1216/04, 1220/04, 22/05 και 26/05, 11/6/10, όπου, για το ζήτημα της εγκυρότητας της διαδικασίας για πλήρωση άλλων όμοιων κενών θέσεων Κτηματολογικών Γραφέων, επισημάνθηκε ότι η περίπτωση διεπόταν από τις διατάξεις του ΄Αρθρου 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), (ως ίσχυε τότε), οι οποίες δεν περιόριζαν την ευχέρεια της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με τη βαρύτητα γραπτής και προφορικής εξέτασης.  Τα ίδια ισχύουν και στην παρούσα.  Η διαδικασία διεξήχθη με βάση όχι τις πρόνοιες του Ν. 6(Ι)/98 αλλά σύμφωνα με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 33 του Ν. 1/90, (ως ίσχυε τότε).  Αυτό επιβεβαιώνεται και από διάφορα υπηρεσιακά έγγραφα - η εμπιστευτική επιστολή της Ε.Δ.Υ. προς τον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ημερομηνίας 28/9/2004 και η ίδια την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής - όπου υπάρχουν σαφείς αναφορές στο ΄Αρθρο 33 του Ν. 1/90.  Σημειώνεται ότι η τροποποίηση του ΄Αρθρου 33(4) του Ν. 1/90 με το Ν. 96(Ι)/2006, με βάση την οποία επιβάλλεται η απόδοση βαρύτητας όχι μικρότερης του 80% στη γραπτή εξέταση, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα, αφού αυτός τέθηκε σε ισχύ στις 28/4/2006, ενώ η ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαβιβάστηκε στην Ε.Δ.Υ. στις 30/1/2006. 

 

Οι αιτητές και στις δύο προσφυγές ισχυρίζονται ότι η ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής  είναι αναιτιολόγητη, στηριγμένη σε ασαφή κριτήρια και χωρίς δέουσα έρευνα.  Επιπρόσθετα, στην Προσφυγή Αρ. 280/2007, γίνεται εισήγηση ότι ο αποκλεισμός των αιτητών από τον Προκαταρκτικό Κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι αναιτιολόγητος.

 

Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 33(6) του Ν. 1/90, (όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο), η Συμβουλευτική  Επιτροπή, αφού λάμβανε υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής και της προφορικής εξέτασης, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως, επίσης, και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, κατάρτιζε και απέστελλε στην Ε.Δ.Υ. αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψήφιους, καθώς και Προκαταρκτικό Κατάλογο, που περιείχε με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των, κατά την κρίση της, καταλληλότερων υποψηφίων.

 

Η ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην παρούσα περίπτωση, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της πιο πάνω πρόνοιας.  Συμπεριλαμβάνει αιτιολογημένη αξιολόγηση για όλους τους υποψήφιους, με αναφορά στα προσόντα και στις βαθμολογίες τους στη γραπτή και στην προφορική εξέταση, καθώς και στο πλεονέκτημα, στις περιπτώσεις όπου είχε διαπιστωθεί η κατοχή του μέσω της προφορικής εξέτασης, των Υπηρεσιακών Φακέλων ή των υπολοίπων στοιχείων των αιτήσεων.  Περιλαμβάνει, επίσης, Προκαταρκτικό Κατάλογο με τους πρώτους είκοσι κατά σειρά επιτυχίας υποψήφιους, οι οποίοι θεωρήθηκαν ως οι καταλληλότεροι και συστήθηκαν για επιλογή.  ΄Οσοι συστήθηκαν τοποθετήθηκαν και σε κατάλογο κατ' αλφαβητική σειρά.  Στον κατάλογο των συστηθέντων περιλαμβάνονταν υποψήφιοι που είχαν, με βάση το σύνολο των βαθμολογιών που καθόρισε η Συμβουλευτική Επιτροπή, αξιολογηθεί από «Σχεδόν Εξαίρετοι» έως «Πάρα Πολύ Καλοί».  Η αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 2418/06 και οι αιτητές στην Προσφυγή Αρ. 280/07 υστερούσαν αισθητά έναντι των υποψηφίων που συστήθηκαν και εύλογα δε συμπεριλήφθηκαν μεταξύ αυτών.  Σημειώνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Κ. Χαραλάμπους, 20ό κατά σειρά επιτυχίας στον κατάλογο των συστηθέντων, συγκέντρωσε συνολικά 71,4 μονάδες με τελική αξιολόγηση «Πάρα Πολύ Καλή», ενώ η αιτήτρια Α. Παναγιώτου - (Προσφυγή Αρ. 2418/06) - με 60 συνολικά μονάδες, κατετάγη 52η, με τελική αξιολόγηση «Πολύ Καλή».  Στη δε Προσφυγή Αρ. 280/07, οι αιτήτριες Ε. Βρούντου (55,8 μονάδες - 62η), Π. Χατζηχριστοδούλου (52,2 μονάδες - 74η), Σ. Σοφοκλέους (51 μονάδες - 81η) και ο αιτητής Α. Αθανασιάδης (51,4 μονάδες - 77ος) είχαν τελική αξιολόγηση σε ακόμη χαμηλότερο επίπεδο («Καλή»), γεγονός που καθιστούσε τον αποκλεισμό τους από τον Προκαταρκτικό Κατάλογο εύλογα επιτρεπτό.  Συνεπώς, οι ισχυρισμοί σε σχέση με την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν ευσταθούν.

 

Η αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 2418/06 ισχυρίζεται ότι ο Διευθυντής, με προειλημμένη απόφαση και χωρίς να μελετήσει τους φακέλους των προσοντούχων και τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων, σύστησε, σχεδόν πανομοιότυπα, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, αξιολογώντας τα σε ψηλότερο επίπεδο από την ίδια, με αποτέλεσμα η σύστασή του να είναι αυθαίρετη, μη αντικειμενική και μηδενικής αξίας. 

 

Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί.  Η εμπλοκή του Διευθυντή, στα πλαίσια του ΄Αρθρου 33(10) του Ν. 1/90, για θέσεις πρώτου διορισμού, όπως οι επίδικες, σκοπό έχει να βοηθήσει την Ε.Δ.Υ. στο έργο της αξιολόγησης των υποψηφίων.  Η κρίση που αυτός εκφράζει για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση δεν εξομοιώνονται με σύσταση, δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη και δεν αποτελεί χωριστό στοιχείο - (βλ. Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 28 και Δημοκρατία ν. Παπασωζομένου (2005) 3 Α.Α.Δ. 532).

 

Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της Ε.Δ.Υ.  της 27/9/2006, ο Διευθυντής, πριν την έναρξη της προφορικής εξέτασης, ενημερώθηκε για τις αποφάσεις της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, την οποία ο ίδιος υπέγραψε ως Πρόεδρός της.  Η ιδιότητά του αυτή καθιστά ανεδαφικό το επιχείρημα ότι ο ίδιος προσήλθε ενώπιον της Ε.Δ.Υ. χωρίς να λάβει γνώση είτε των φακέλων των υποψηφίων είτε των αποτελεσμάτων της γραπτής  εξέτασης.  Οι ισχυρισμοί για προειλημμένη απόφαση και έλλειψη αντικειμενικότητας είναι τόσο γενικοί και αόριστοι, ώστε δεν οδηγούν πουθενά.  Είναι νομολογημένο ότι τέτοιοι ισχυρισμοί πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από τον αιτητή, ή να τίθενται έγκαιρα ενώπιον του διοικητικού οργάνου - (βλ. Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 8· Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 116 και Μαρία Δημητρίου κ.ά. ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.ά., (πιο πάνω)).

 

Η αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 2418/06 επικρίνει την απόφαση της Ε.Δ.Υ. ως αναιτιολόγητη και μεροληπτική.  Ισχυρίζεται ότι, ενώ αυτή είχε αξιολογηθεί «Πολύ Καλή» από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και από το Διευθυντή και υπερείχε «πολλών υποψηφίων» τόσο στη γραπτή όσο και στις προφορικές εξετάσεις, δεν επιλέγηκε, γιατί, μεταξύ άλλων, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές εξετάσεις, κατά παράβαση του Ν. 6(Ι)/98.  Επιπρόσθετα, εισηγείται ότι η Ε.Δ.Υ., χωρίς δική της έρευνα, οδηγήθηκε σε μια προειλημμένη και τυποποιημένη αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, πανομοιότυπη με εκείνην του Διευθυντή και, στη συνέχεια, κατέληξε στην επιλογή των ενδιαφερομένων μερών, χωρίς οποιαδήποτε διευκρίνιση σε σχέση με τον τρόπο στάθμισης των προσόντων τους και του περιεχομένου των φακέλων και των αιτήσεών τους και χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στην ίδια. 

 

Παρόμοια επιχειρήματα προβάλλονται και στην Προσφυγή Αρ. 280/07, με το επιπρόσθετο παράπονο ότι η Ε.Δ.Υ. απέρριψε αναιτιολόγητα τις ενστάσεις τους, χωρίς να λάβει υπόψη ότι αυτοί είχαν ευδόκιμη υπηρεσία πέραν των 22 ετών στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν ευσταθούν.  Το θέμα της υπέρμετρης βαρύτητας της προφορικής εξέτασης, κατά παράβαση του Ν. 6(Ι)/98, έχει, ήδη, εξεταστεί και απορριφθεί.  Η αόριστη αναφορά της αιτήτριας Α. Παναγιώτου περί υπεροχής της έναντι «πολλών υποψηφίων», οι οποίοι δεν κατονομάζονται, δε διαφοροποιεί τα δεδομένα.  Με βάση την κατάταξή της - (52η) - στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εμφανίζεται ως ισοδύναμη μόνο σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Λοΐζου, που κατετάγη με τον ίδιο συνολικό αριθμό μονάδων - (60) - στην 51η θέση.  Η Α. Λοΐζου, όμως, σε αντίθεση με την αιτήτρια, διέθετε το πλεονέκτημα και, επιπρόσθετα, υπερείχε, όπως και όλα τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη, έναντί της, στην αξιολόγηση της απόδοσης κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ.  Επρόκειτο, μάλιστα, για αισθητή διαφορά, αφού τα ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν «εξαίρετα» ενώ η ίδια «πολύ καλή».

 

Σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο διορισμών και προαγωγών, επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όπου αυτό ικανοποιείται ότι ο αιτητής υπερέχει έκδηλα του υποψήφιου που έχει επιλεγεί.  Το βάρος της απόδειξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή.  Στην παρούσα υπόθεση, η αιτήτρια Α. Παναγιώτου δεν έχει επιτύχει να αποδείξει έκδηλη υπεροχή, ούτε καν απλή υπεροχή - (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329).

 

Αναφορικά με τις εισηγήσεις ότι υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους της Ε.Δ.Υ., επειδή δε λήφθηκαν υπόψη διάφορα προσόντα, ή δε διευκρινίστηκε ο τρόπος στάθμισής τους, ανάγνωση των πρακτικών της συνεδρίας της ημερομηνίας 29/9/2006 τις ανατρέπει.  Αυτή κατέληξε στην επίδικη απόφαση, αφού προηγουμένως συνυπολόγισε όλα τα στοιχεία και δεδομένα και αιτιολόγησε τις επιλογές της.  Με βάση αυτά τα στοιχεία, η επιλογή των ενδιαφερομένων μερών ήταν εύλογη.

 

Το επιχείρημα της αιτήτριας Α. Παναγιώτου ότι η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να αναφερθεί στην ίδια, επίσης, δεν ευσταθεί, αφού το διορίζον όργανο δεν είναι υποχρεωμένο, κάθε φορά, να αναφέρεται ονομαστικά στους υποψήφιους που δεν επιλέγει - (βλ. Omeros Nissiotis v. Republic (Public Service Commission) (1977) 3 C.L.R. 388).

 

Αβάσιμη είναι και η εισήγηση που τέθηκε στην Προσφυγή Αρ. 280/07 ότι η Ε.Δ.Υ. απέρριψε αναιτιολόγητα τις ενστάσεις τους.  ΄Οπως αποκαλύπτουν τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου και, πιο συγκεκριμένα, τα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 1/9/2006, έξι υποψήφιες, μεταξύ των οποίων η Π. Χατζηχριστοδούλου, υπέβαλαν γραπτό αίτημα για να κληθούν στην προφορική εξέταση.  Η Ε.Δ.Υ. εξέτασε όλες τις περιπτώσεις και αποφάσισε, αναφορικά με την αιτήτρια Π. Χατζηχριστοδούλου, να μην αποδεχτεί το αίτημά της, για το λόγο ότι αυτή υστερούσε στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έναντι των υποψηφίων που επρόκειτο να κληθούν στην προφορική εξέταση.  Οι δε ισχυρισμοί για προειλημμένη και μεροληπτική απόφαση της Ε.Δ.Υ. παρέμειναν ατεκμηρίωτοι, όπως ακριβώς και οι ισχυρισμοί για μεροληπτική απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Οι ισχυρισμοί ότι οι αποφάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. υπόκεινται σε ακύρωση, γιατί, κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων, λήφθηκε υπόψη ο Ν. 87(Ι)/2004, ο οποίος κρίθηκε αντισυνταγματικός από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν ευσταθούν.  Σημειώνεται ότι είχαν θεωρηθεί ως εμπίπτουσες στις πρόνοιες του Ν. 87(Ι)/2004 - («παθούσες») - οι Ε. Βρούντου, Σ. Σοφοκλέους (αιτήτριες στην Προσφυγή Αρ. 280/07) και οι Α. Λοΐζου και Π. Δημητρίου - Νικολέττη (ενδιαφερόμενα μέρη).  Τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της επίδικης απόφασης, επελέγησαν όχι με βάση τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου αλλά λόγω της υψηλής βαθμολογίας που αποκόμισαν κατά τις αξιολογήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ., ενώ, για την Α. Λοΐζου, συνεκτιμήθηκε και η κατοχή από αυτήν του πλεονεκτήματος.  Εντύπωση προκαλεί η θέση της αιτήτριας Α. Παναγιώτου, η οποία, ενώ, από τη μια, θεωρεί αντισυνταγματικό το διορισμό παθόντων, από την άλλη, αναφέρει ότι, επειδή η ίδια «Πάσχει από ευγενή επαιτική δεξιά ημιπληγία ... είναι ορθό να τύχει ειδικής μεταχείρισης».

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι Προσφυγές Αρ. 2418/06 και 280/07 απορρίπτονται.

 

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΑΡ. 2351/2006 ΚΑΙ 2383/2006:

Η αιτήτρια στις πιο πάνω προσφυγές, με επιστολή του συνηγόρου της, ημερομηνίας 21/9/2010, μετά την επιφύλαξη της απόφασης, απέσυρε τις προσφυγές της εναντίον των ενδιαφερομένων μερών: Στέφανου Ευσταθίου, Κωνσταντίνας Ηλία, ΄Ελενας Τσικκουρή[1], ΄Ελενας Τσίγγη, Χρυστάλλως (Στάλως) Παπαγεώργη, Νίκης Αντωνίου, ΄Αντρης Ιωάννου, Μαρίας Ιωάννου, Δέσπως Σοφοκλέους και Ελένης Κωνσταντίνου-Τσολάκη[2], και, ως εκ τούτου, οι προσφυγές απορρίπτονται σε σχέση με αυτά.  Συνεχίζει να αμφισβητεί τη νομιμότητα του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών:  Α. Ταμπουτσιάρη, Ε. Ιωαννίδου, Μ. Τσιάρτα, Λ. Κιτή, Α. Λοΐζου, Μ. Αναστασίου, Π. Νικολέττη - Δημητρίου και Κ. Λεωνίδου Ευλαβή - (Προσφυγή Αρ. 2351/06) - και Λ. Κάττου, Μ. Κίτσιου, Μ. Κουλουμή, Θ. Λοΐζου, Κ. Οδυσσέως, Φ. Παπαγεωργίου και Μ. Χατζημιχαήλ - (Προσφυγή Αρ. 2383/06).

 

Η αιτήτρια, με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, που είναι κοινή και για τις δύο προσφυγές και, σε πολλά σημεία, όμοια με την αγόρευση της αιτήτριας στην Προσφυγή Αρ. 2418/06, προβάλλει ότι, κατά τη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έχει δοθεί, κατά παράβαση των προνοιών του Ν. 6(1)/98, υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, η παραχώρηση πέντε μονάδων και η ερμηνεία του προσόντος - πλεονεκτήματος είναι αναιτιολόγητες και έχει παραβιαστεί ο όρος «επιτυχών στη γραπτή εξέταση», όπως αυτός καθορίζεται στις ερμηνευτικές διατάξεις του Ν. 6(Ι)/98, με αποτέλεσμα υποψήφιοι που έχουν αποτύχει στη γραπτή εξέταση να συμπεριληφθούν στον Προκαταρκτικό Κατάλογο και, στη συνέχεια, να διοριστούν.  Εισηγείται, επίσης, ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη, περιλαμβάνει ασαφή κριτήρια και στερείται δέουσας έρευνας.  Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν είναι αντικειμενική αλλά γενική και αόριστη, η σύνθεση της Ε.Δ.Υ. δεν είναι νόμιμη και, τέλος, η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, μεροληπτική, έχει ληφθεί χωρίς δέουσα έρευνα και είναι παράνομη, λόγω του ότι έχουν ληφθεί υπόψη οι πρόνοιες του Ν. 87(Ι)/2004, ο οποίος έχει κριθεί αντισυνταγματικός.

 

Σχεδόν όλα τα πιο πάνω επιχειρήματα εξετάστηκαν στα πλαίσια των Προσφυγών Αρ. 2418/06 και 280/07 και απορρίφθηκαν.  Είναι αρκετό να λεχθεί ότι η γραπτή εξέταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως επισημάνθηκε στην Μαρία Δημητρίου κ.ά. ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.ά., δεν είχε ανταγωνιστικό αλλά συναγωνιστικό χαρακτήρα, χωρίς όριο επιτυχίας και ότι, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η Συμβουλευτική Επιτροπή, καθοδηγούμενη από σχετική Γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, εκ των προτέρων, αποφάσισε ότι όλοι οι υποψήφιοι που θα παρακάθονταν στη γραπτή εξέταση θα καλούνταν, στη συνέχεια, σε προφορική εξέταση.  Αναφορικά με τον καθορισμό πέντε επιπρόσθετων μονάδων για το πλεονέκτημα και την επάρκεια της έρευνας και της αιτιολογίας για την κατοχή του, οι ενέργειες της Συμβουλευτικής Επιτροπής βρίσκονται εντός των πλαισίων του ΄Αρθρου 33 του Ν. 1/90 και η, εκ μέρους της, διερεύνηση του θέματος, είναι, όπως προκύπτει από την ΄Εκθεσή της, ικανοποιητική.

 

Η αιτήτρια, για την ύπαρξη προοπτικής επιτυχίας των δύο προσφυγών της, θα έπρεπε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή της έναντι των ενδιαφερομένων μερών των οποίων αμφισβητεί το διορισμό - (βλ. Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728).  Καίτοι δεν έχει υποβληθεί ευθέως τέτοιος ισχυρισμός εκ μέρους της, εξέταση των δεδομένων που οδήγησαν την Ε.Δ.Υ. στην προτίμηση των ενδιαφερομένων μερών δεν καταδεικνύει υπεροχή της έναντί τους.  Αυτή δε διέθετε το πλεονέκτημα, το οποίο κατείχαν οι Α. Ταμπουτσιάρη, Ε. Ιωαννίδου, Μ. Τσιάρτας, Λ. Κιτή και Α. Λοΐζου - (ενδιαφερόμενα μέρη στην Προσφυγή Αρ. 2351/06).  Με βάση την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η αιτήτρια, με σύνολο 63,2 μονάδων, κρίθηκε «Πολύ Καλή» και κατέλαβε την 46η θέση κατά σειρά επιτυχίας.  Η Ε.Δ.Υ. την αξιολόγησε «Πολύ Καλή», με βάση την απόδοσή της στην προφορική εξέταση.  Συγκριτικά, προκύπτει ότι αυτή υστέρησε έναντι του συνόλου των ενδιαφερομένων μερών, τόσο σε επίπεδο Συμβουλευτικής Επιτροπής (εκτός της περίπτωσης της Α. Λοΐζου - 60 μονάδες - «Πολύ Καλή» - 51η στη σειρά επιτυχίας, η οποία, όμως, όπως επισημάνθηκε, διέθετε το πλεονέκτημα) όσο και στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση, όπου όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη αξιολογήθηκαν «Εξαίρετα».

 

Με βάση τα πιο πάνω, δεν προκύπτει έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας έναντι οποιουδήποτε των ενδιαφερομένων μερών.  Το μόνο στοιχείο, στο οποίο η αιτήτρια υπερείχε οριακά του ενδιαφερομένου μέρους Α. Λοΐζου, ήταν, όπως έχει ήδη αναφερθεί, διαφορά μερικών μονάδων, που επηρέαζε μεν τη σειρά κατάταξης, δε διαφοροποιούσε, όμως, την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Το οριακό προβάδισμα σε μονάδες της αιτήτριας εξουδετέρωσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, η κατοχή του πλεονεκτήματος και η ψηλότερη απόδοση του συγκεκριμένου ενδιαφερομένου μέρους στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, οι Προσφυγές Αρ.  2351/06 και 2383/06 απορρίπτονται.

 

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 255/2007:

Με την πιο πάνω προσφυγή, η αιτήτρια, η οποία προσβάλλει το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους Έλενας Τσικκουρή, ισχυρίζεται, ότι:-

 

(α) Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να εντάξει στην αρχική διαδικασία πλήρωσης πέντε θέσεων, που είχαν δημοσιευθεί στις 27/2/2004, και άλλες επιπρόσθετες θέσεις, χωρίς δημοσίευση, παραβιάζει τα ΄Αρθρα 33(1) και 33(9) του Ν. 1/90.

 

(β)  Σε αντίθετη περίπτωση - («διαφορετικής ερμηνείας») - το ΄Αρθρο 33(9) του Ν. 1/90 είναι αντισυνταγματικό· και

 

(γ)  ΄Εχει παραγνωριστεί το πλεονέκτημά της, χωρίς ειδική αιτιολογία.

 

Η αιτήτρια εισηγείται ότι η ένταξη και άλλων επιπρόσθετων κενών θέσεων στην υπό εξέλιξη διαδικασία, χωρίς νέα δημοσίευση, παραβιάζει το ΄Αρθρο 33(1) του Ν. 1/90, το οποίο απαιτεί θέσεις πρώτου διορισμού, που είναι κενές ή που προβλέπεται ότι θα κενωθούν μέχρι το τέλος του έτους, να δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, μέσα στο πρώτο τετράμηνο κάθε έτους.  Την υποχρέωση δημοσίευσης κάθε κενής θέσης πρώτου διορισμού, επιβάλλει, κατά την αιτήτρια, και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (βλ. Κοφτερός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171 και Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου κ.ά. (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 861).

 

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Οι πιο πάνω αποφάσεις ορθά, όπως επισημάνθηκε από τη συνήγορο των καθ' ων η αίτηση, αφορούν τη διαδικασία του ΄Αρθρου 34 του Ν. 1/90 και τις πρόνοιες του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1995 (Ν. 107(Ι)/95), οι οποίες δεν εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση, αφού αυτή διέπεται από την παράγραφο (9) του ΄Αρθρου 33 του Ν. 1/90, η οποία προβλέπει ότι:-

 

«(9) Μετά τον καταρτισμό του τελικού καταλόγου όλες οι θέσεις που έχουν δημοσιευτεί ή οποιεσδήποτε άλλες θέσεις με τον ίδιο τίτλο οι οποίες θα κενωθούν ή θα δημιουργηθούν μέχρι το τέλος του έτους θα πληρούνται από αυτόν.»

 

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, η αρχική προκήρυξη των θέσεων, που δημοσιεύτηκε στις 27/2/2004, αφορούσε πέντε κενές θέσεις.  Στις 12/3/2004 λήφθηκε από την Ε.Δ.Υ. επιστολή του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών αναφορικά με διάφορες θέσεις Πρώτου Διορισμού, οι οποίες ήταν κενές ή αναμενόταν να κενωθούν μέχρι το τέλος του έτους, μεταξύ των οποίων σαράντα τέσσερις θέσεις Κτηματολογικού Γραφέα.  Η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε, στις 31/3/2004, με ρητή αναφορά στο ΄Αρθρο 33(9) του Ν.1/90, (ως ίσχυε τότε), να εντάξει είκοσι από αυτές (οι δεκαεννέα θα κενώνονταν από 1/4/2004 και μία θα κενωνόταν από 1/7/2004) στην υπό εξέλιξη διαδικασία.  Ακολούθησαν άλλες δύο επιστολές του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, με ημερομηνίες 15/6/2004 και 22/6/2004, με τις οποίες η Ε.Δ.Υ. πληροφορήθηκε ότι στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας υπήρχαν, για διάφορους λόγους, είκοσι τρεις κενές θέσεις Κτηματολογικού Γραφέα.  Η Ε.Δ.Υ., κατόπιν ελέγχου των αρχείων της, αποφάσισε, στις 9/7/2004, ότι οι είκοσι μία από αυτές συμπεριλαμβάνονταν, ήδη, στη διαδικασία που βρισκόταν σε εξέλιξη, στην οποία ενέταξε και τις εναπομείνασες δύο, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των υπό πλήρωση θέσεων να ανέλθει στις είκοσι επτά.  Οι δύο θέσεις παρέμεναν κενές από 1/4/2004 και 1/6/2004, λόγω πρόωρης αφυπηρέτησης και προαγωγής των κατόχων τους.  Με νέες επιστολές του ιδίου αξιωματούχου, με ημερομηνίες 16/7/2004 και 9/9/2004, υποβλήθηκαν στην Ε.Δ.Υ. προτάσεις για πλήρωση άλλων τριών όμοιων θέσεων, που είχαν κενωθεί - οι δύο από 3/6/2002 και 2/4/1996, λόγω προαγωγής και αναδρομικής προαγωγής, αντίστοιχα, των κατόχων τους και η μία από 10/8/2004, λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της για λόγους υγείας.  Η Ε.Δ.Υ., με δύο ξεχωριστές αποφάσεις της, ενέκρινε, στις 2/9/2004 και στις 27/9/2004, την ένταξη και των πιο πάνω θέσεων στην υπό πλήρωση διαδικασία.

 

Στη συνέχεια και αφού η Ε.Δ.Υ. παρέπεμψε τις αιτήσεις των υποψηφίων στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, ζητήθηκε, στις 25/11/2004 και στις 31/1/2005, από το Υπουργείο Εσωτερικών η πλήρωση άλλων δύο θέσεων, που είχαν κενωθεί από 1/11/2004 λόγω προαγωγών, και μίας θέσης, που παρέμενε κενή από 18/10/2004 λόγω παραίτησης του κατόχου της.  Η Ε.Δ.Υ., η οποία εξέτασε τις προτάσεις, στις 13/12/2004 και στις 15/2/2005, αποφάσισε να εντάξει δύο από τις τρεις θέσεις που ζητήθηκαν στην υπό εξέλιξη διαδικασία, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των υπό πλήρωση θέσεων να ανέλθει στις τριάντα δύο.  Ακολούθως, αφού έλεγξε τον Προκαταρκτικό Κατάλογο, προχώρησε στον καταρτισμό του Τελικού Καταλόγου και, τελικά, στην επιλογή τριάντα δύο υποψηφίων από τον Τελικό Κατάλογο.

 

Οι πιο πάνω ενέργειες της Ε.Δ.Υ. δεν αντιστρατεύονται τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 33 του Ν. 1/90, που ρυθμίζει την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και, ειδικότερα, την παράγραφο (9) αυτού, η οποία προβλέπει την πλήρωση όλων των θέσεων με τον ίδιο τίτλο, οι οποίες είτε δημοσιεύονται, είτε κενώνονται, είτε δημιουργούνται μέχρι το τέλος του έτους μέσα στο οποίο οριστικοποιείται ο τελικός κατάλογος, από υποψήφιους που συμπεριλαμβάνονται σ' αυτόν.

 

Σημειώνεται, τέλος, ότι η προδικαστική ένσταση, που προτάθηκε από τη συνήγορο του ενδιαφερομένου μέρους, περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας να αμφισβητήσει τη διαδικασία επειδή η ίδια συμμετείχε σε αυτήν, δεν είναι βάσιμη, γιατί, σε περίπτωση δημοσίευσης των επιπρόσθετων θέσεων, αυτή θα είχε να συναγωνισθεί με άλλους υποψήφιους, που, πιθανόν, να εκδήλωναν ενδιαφέρον, έναντι των οποίων, ενδεχομένως, να υπερείχε - (βλ. Κοφτερός κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω)).

 

Με άλλο λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το ΄Αρθρο 33(9) του Ν. 1/90 είναι αντισυνταγματικό, γιατί παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης του ΄Αρθρου 28.1 του Συντάγματος.  Το επιχείρημα βασίζεται στο σκεπτικό ότι η πλήρωση των θέσεων που προκύπτουν μέσα στο ίδιο έτος μόνο από υποψήφιους που συμπεριλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο της υπό εξέλιξη αρχικής διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων αποστερεί από άλλους προσοντούχους υποψήφιους της δυνατότητας συμμετοχής στη διαδικασία και από υποψήφιους που, ήδη, έχουν υποβάλει αίτηση της δυνατότητας να την διεκδικήσουν εκ νέου, με συνυπολογισμό των νέων προσόντων τους, της νέας πείρας τους και της νέας αρχαιότητάς τους.

 

Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν περιλαμβάνεται στα 15 νομικά σημεία της αίτησης.  Πρόκειται για πρόσθετο νομικό λόγο, ο οποίος προβάλλεται για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας και δεν είμαι διατεθειμένη να τον εξετάσω.  Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται από τη δικογραφία.  Η γραπτή αγόρευση συνηγόρου δεν αποτελεί δικόγραφο.  Απλά, αναπτύσσει τα επιχειρήματα του διαδίκου, προς το σκοπό υποστήριξης των θέσεων που προβάλλονται στη δικογραφία - (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Κούρτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 407).

 

Στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η αιτήτρια κρίθηκε «Πολύ Καλή», με σύνολο 59,8 μονάδων κατετάγη 54η κατά σειρά επιτυχίας.  Το ενδιαφερόμενο μέρος συγκέντρωσε 66,6 μονάδες, τοποθετήθηκε στην 37η θέση και αξιολογήθηκε ως «Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλή».  Στις μονάδες που αποδόθηκαν στην αιτήτρια περιλαμβάνονται και οι πέντε μονάδες για το πλεονέκτημα, που της πιστώθηκε και το οποίο δε διέθετε το ενδιαφερόμενο μέρος.  Η Ε.Δ.Υ., αφού αξιολόγησε την απόδοση της αιτήτριας στην προφορική εξέταση «Πολύ Καλή» και του ενδιαφερόμενου μέρους «Εξαίρετη», προέβη σε συνεκτίμηση όλων των στοιχείων και επέλεξε για διορισμό, μεταξύ άλλων, το ενδιαφερόμενο μέρος.  Η αιτήτρια παραπονείται ότι η Ε.Δ.Υ. δε διατύπωσε την απαραίτητη ειδική αιτιολογία, που θα υποστήριζε τη μη επιλογή της, δεδομένου ότι αυτή κατέχει το προβλεπόμενο πλεονέκτημα.

 

Η εισήγηση είναι αβάσιμη.  Η Ε.Δ.Υ., στα πρακτικά της, αιτιολογεί το σκεπτικό της, με ρητή, μάλιστα, αναφορά στο πλεονέκτημα της αιτήτριας, όπως απαιτεί η νομολογία.  Μεταξύ άλλων, σημείωσε και τα ακόλουθα:-

 

«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν παραβλέπει το γεγονός ότι οι υποψήφιες Αχιλλέως Μαρία και Λιασή Κωνσταντία, που διαθέτουν το προβλεπόμενο από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, δεν έχουν επιλεγεί ενώ οι υποψήφιοι/ες ..., Τσικκουρή Έλενα, ..., που δεν διαθέτουν το προβλεπόμενο από το οικείο σχετικό πλεονέκτημα, έχουν επιλεγεί.  Συγκρίνοντας η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας τις μη επιλεγείσες υποψήφιες που διαθέτουν το προβλεπόμενο από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα με τους επιλεγέντες υποψηφίους που δεν το διαθέτουν διαπιστώνει τα ακόλουθα:  Η Αχιλλέως Μαρία έχει αξιολογηθεί τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την τελική της αξιολόγηση όσο και από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση ως Πολύ καλή, σε χαμηλότερο δηλαδή από όλους τους πιο πάνω επιλεγέντες, επίπεδο.  Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας θεωρεί ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος από μόνη της δεν μπορεί να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή των επιλεγέντων, που συνίσταται στην υψηλότερή τους αξιολόγηση τόσο από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας όσο και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, και να καταστήσει το πλεονέκτημα ως το μοναδικό κριτήριο επιλογής.  ...»

 

 

 

Είναι προφανές ότι η απόφαση παραγνώρισης του πλεονεκτήματος της αιτήτριας έχει αιτιολογηθεί επαρκώς - (βλ. Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).

 

Η Προσφυγή Αρ. 255/07 απορρίπτεται.

 

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 270/2007:

Με την πιο πάνω προσφυγή, η αιτήτρια αμφισβητεί το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών Ελισάβετ Ιωαννίδου, Μιχάλη Τσιάρτα, Λένιας Κιτή, Χρυστάλλως (Στάλως) Παπαγεώργη, Μαρίας Ιωάννου, Φεβρωνίας Παπαγεωργίου, Δέσπως Σοφοκλέους και Έλενας Τσικκουρή, προβάλλοντας ότι:-

 

 (α)  Η ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση είναι αναιτιολόγητες.

 

 (β)  Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση.

 

 (γ)  Η Ε.Δ.Υ., κατά παράβαση του ΄Αρθρου 33(11) του Ν. 1/90, δεν έλαβε υπόψη της τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης.

 

 (δ)  Δε δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα της και παραγνωρίστηκε η έκδηλη υπεροχή της σ' αυτά.

 

 (ε)  Η Ε.Δ.Υ. δεν αιτιολόγησε την απόφασή της να συμπεριλάβει στον Τελικό Κατάλογο υποψήφιους που δε συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.

 

(στ)   Υπήρξε παρανομία στη σύνθεση της Ε.Δ.Υ.

 

 (ζ)  Η Ε.Δ.Υ. απέτυχε στο καθήκον επιλογής του καταλληλότερου υποψήφιου.

 

 (η)  Λανθασμένα δεν εφαρμόστηκε ο Ν. 6(Ι)/98· και

 

 (θ) Κακώς κλήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όλοι οι υποψήφιοι σε προφορική εξέταση και δεν τέθηκε μέσος όρος επιτυχίας στις γραπτές εξετάσεις.

 

Προέχει η εξέταση του ισχυρισμού αναφορικά με τη σύνθεση της Ε.Δ.Υ.  Η θέση της αιτήτριας είναι ότι παραβιάστηκε το ΄Αρθρο 22 του Ν. 158(Ι)/99, που διέπει το θέμα της αλλαγής στη σύνθεση των συλλογικών διοικητικών οργάνων, γιατί, κατά τη συνεδρία της 1/9/2006, απουσίαζε (με άδεια απουσίας) το μέλος Π. Παπαγεωργίου, ο οποίος συμμετείχε στην επόμενη συνεδρία της 27/9/2006, χωρίς να φαίνεται, από τα πρακτικά, αν είχε ενημερωθεί για τα διαδραματισθέντα στην απουσία του κατά τη συνεδρία της 1/9/2006.

 

Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί.  Το ΄Αρθρο 22 του Ν. 158(Ι)/99 προβλέπει ότι, όταν «... η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε.».  Διευκρινίζεται, όμως, στο ίδιο ΄Αρθρο, ότι αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα, ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη της.

 

Από το περιεχόμενο των πρακτικών της συνεδρίας 1/9/2006, σε συνάρτηση με τα πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 31/5/2006, που προηγήθηκε, και της συνεδρίας ημερομηνίας 27/9/2006, που ακολούθησε, προκύπτει ότι η απουσία του μέλους Π. Παπαγεωργίου σημειώθηκε σε συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά ζητήματα και, συγκεκριμένα, με την εξέταση αιτημάτων κάποιων υποψηφίων να κληθούν σε προφορική εξέταση.  Αποφασίστηκε δε όπως, για σκοπούς ίσης μεταχείρισης, συμπεριληφθούν στον Τελικό Κατάλογο οι τέσσερεις από τους έξι αιτητές που είχαν υποβάλει το αίτημα και είχαν αξιολογηθεί ως «Πολύ Καλοί» από τη Συμβουλευτική, όπως και όλοι οι υπόλοιποι υποψήφιοι που είχαν αξιολογηθεί στο ίδιο επίπεδο.  Επομένως, το προκαταρκτικής φύσεως ζήτημα που εξετάστηκε στην απουσία του πιο πάνω μέλους δεν καθιστούσε αναγκαία είτε την επανάληψη της μέχρι τότε διαδικασίας είτε ρητή αναφορά στα πρακτικά της 27/9/2006 ότι αυτό είχε ενημερωθεί για τα όσα έλαβαν χώρα στην απουσία του.

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, στην ΄Εκθεσή της, όσο και η Ε.Δ.Υ., κατά τη λήψη της επίδικης απόφασής της, απέτυχαν να αιτιολογήσουν επαρκώς, όπως επιβάλλεται από το ΄Αρθρο 33(14) του Ν. 1/90, την απόδοση των υποψηφίων κατά τις ενώπιόν τους προφορικές εξετάσεις.  Οι καταγραφείσες εντυπώσεις τους σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη αποτελούν «παρόμοιες φράσεις και λέξεις κλισέ», χωρίς συγκεκριμενοποίηση και χωρίς αποκάλυψη των σκέψεων και των συλλογισμών τους, αναφορικά με τα κριτήρια και την επίδραση των εντυπώσεων που αυτές αποκόμισαν.

 

Το επιχείρημα είναι αβάσιμο.  Κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η αιτήτρια βαθμολογήθηκε με 75 μονάδες από τις 100.  Αιτιολογώντας τη γενική εντύπωσή της γι' αυτή, η Συμβουλευτική Επιτροπή σημείωσε στην ΄Εκθεσή της ότι:-

 

«Απάντησε σωστά και τεκμηριωμένα στην πλειοψηφία των ερωτήσεων που της υποβλήθηκαν.  Έδειξε να 'χει πάρα πολύ καλό γνωσιολογικό υπόβαθρο και συγκροτημένη σκέψη.  Σε ορισμένες ερωτήσεις δεν εμβάθυνε, έδειξε όμως να διαθέτει ωριμότητα και ανεξαρτησία σκέψης σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό».

 

 

 

Οι αντίστοιχες κρίσεις της Ε.Δ.Υ., η οποία αξιολόγησε την απόδοση της αιτήτριας ως  «Πολύ Καλή», είχαν ως εξής:-

 

«Έχει αρκετά καλή γνώση του αντικειμένου, αντιδρούσε, όμως, με βραδύτητα στα ερωτήματα και ενίοτε παρουσίαζε ελλείψεις στην αιτιολόγηση και ολοκλήρωση των απόψεών της.»

 

 

 

Με παρόμοιο τρόπο αιτιολογήθηκαν οι κρίσεις τους για την απόδοση των ενδιαφερομένων μερών, τα οποία, με εξαίρεση την Ε. Τσικκουρή που ισοβάθμισε με την αιτήτρια στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αξιολογήθηκαν σε ανώτερο επίπεδο, αποκομίζοντας περισσότερες  μονάδες από τη Συμβουλευτική  και «Εξαίρετη» αξιολόγηση από την Ε.Δ.Υ.  Το γεγονός ότι παρουσιάζονται, σε κάποιες περιπτώσεις, ομοιότητες στους χαρακτηρισμούς και στα αιτιολογικά σχόλια είναι αναμενόμενο, ενόψει του μεγάλου αριθμού υποψηφίων που υποβλήθηκαν σε προφορική εξέταση.

 

Υπό τις περιστάσεις, η αιτιολογία που καταγράφηκε σε σχέση με τις  εντυπώσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων βρίσκεται εντός των πλαισίων της νομολογίας, η οποία απαιτεί να δίδονται οι λόγοι για τη γενική εντύπωση - (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).

 

Ως προς τις σκέψεις των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ., που, όπως εισηγείται η αιτήτρια, θα έπρεπε να καταγράφονταν, η νομολογία δεν απαιτεί την καταγραφή των νοητικών διεργασιών των μελών για τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων - (βλ. Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 1121 και Ρωμανού κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3183).

 

Με άλλο λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές εξετάσεις, αρχικά, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία, καθορίζοντας τη βαρύτητα βαθμολογίας γραπτής και προφορικής εξέτασης σε αναλογία 60:40, αντίστοιχα, παραβίασε το Ν. 6(Ι)/98 και το ΄Αρθρο 33(4) του Ν. 1/90, και, στη συνέχεια, από την Ε.Δ.Υ., η οποία έλαβε υπόψη τις βαθμολογίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί έχουν, ήδη, εξεταστεί και απορριφθεί στα πλαίσια των Προσφυγών Αρ. 2418/06 και 280/07.  Η Ε.Δ.Υ. δεν ήταν υποχρεωμένη να αναφέρει στα πρακτικά της, όπως εισηγείται ο συνήγορος της αιτήτριας, γιατί δεν εφάρμοσε το Ν. 6(Ι)/98, ούτε τέθηκε ζήτημα συγκρουόμενων διατάξεων των δύο νόμων, ούτως ώστε να υπερισχύσει ο ειδικότερος του γενικού.

 

Η επίδικη απόφαση αμφισβητείται και με τον ισχυρισμό ότι η Ε.Δ.Υ. δεν έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, αφού αρκέστηκε σε φραστική και μόνο μνεία τους, χωρίς να καταγράψει στο αιτιολογικό της τα συγκριτικά αποτελέσματα των υποψηφίων, παραβιάζοντας, ουσιαστικά, το ΄Αρθρο 33(11) του Ν. 1/90.

 

Το επιχείρημα δεν ευσταθεί.  Στο πρακτικό της επίδικης απόφασης, ρητά αναφέρεται ότι λήφθηκαν δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης που διεξήχθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Αιτιολογώντας την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών, η Ε.Δ.Υ. αναφέρεται, επίσης, στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην οποία ενσωματώθηκαν τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης.  Δεν υπήρχε υποχρέωση ονομαστικής αναφοράς στην αιτήτρια.  ΄Οπως έχει νομολογηθεί, αναγνωρίζεται στη διοίκηση η δυνατότητα αποτίμησης της βαρύτητας των στοιχείων κρίσης με γνώμονα το εύλογα επιτρεπτό, στο πλαίσιο των δεδομένων της κάθε περίπτωσης - (βλ. Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275).

 

Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι διέθετε πρόσθετα, μη προβλεπόμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας, προσόντα, απολύτως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, τα οποία, παρόλο που της προσέδιδαν έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών στο συγκεκριμένο κριτήριο, αγνοήθηκαν κατά την τελική επιλογή, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 33(11) του Ν. 1/90.  Επίσης, ισχυρίζεται, αγνοήθηκε η ενός έτους πείρα της ως έκτακτη γραφέας, η οποία δε συνιστούσε μεν πλεονέκτημα, την καθιστούσε, όμως, αποτελεσματικότερη στην άσκηση των καθηκόντων της, σε σύγκριση με τα ενδιαφερόμενα μέρη Μ. Ιωάννου, Δ. Σοφοκλέους και Ε. Τσικκουρή.

 

Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί.  Στο Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης καθορίζονται τα ακόλουθα προσόντα:-

 

«Α π α ι τ ο ύ μ ε ν α  π ρ ο σ ό ν τ α :

 

(1)  (α)  Δίπλωμα αναγνωρισμένης σχολής τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών στη Διαχείριση Ακινήτων ή στις Εκτιμήσεις ή στην Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών ή σε θέμα σχετικό με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης (L.I.S./Legal/Fiscal)·

 

ή

 

            (β)  απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης.

 

     (2) Ακεραιότητα χαρακτήρα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία, ευθυκρισία και προσαρμοστικότητα στη ζωή της υπαίθρου.

 

(3)   Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

 

Σημ.:   Αναφορικά με τους υποψηφίους -

 

 (ι)  Των οποίων η μητρική γλώσσα δεν είναι η Ελληνική και δεν έχουν απολυτήριο Ελληνικού Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης· και

 

(ιι) οι οποίοι, δυνάμει του ΄Αρθρου 2.3 του Συντάγματος, επέλεξαν να ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα,

 

απαιτείται μόνο καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας, νοουμένου ότι θα έχουν άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

 

(4)   Τριετής συνεχής πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

 

 

 

΄Οπως προκύπτει από τον Κατάλογο Προσόντων των υποψηφίων, η αιτήτρια κατείχε Απολυτήριο Λυκείου Μακαρίου Γ΄ Λευκωσίας και τον τίτλο Bachelor of Science in Computer Science - Frederick Institute of Technology, τα οποία ήταν βασικά προσόντα και στα οποία αναφέρθηκε ρητά η Συμβουλευτική Επιτροπή στην ΄Εκθεσή της.  Κατείχε, επίσης, διάφορα πιστοποιητικά μαθημάτων στους Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές και το προσόν LCCI στη Λογιστική, που δεν απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε συνιστούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν.  Δε διέθετε το πλεονέκτημα.

 

Τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης και, επί πλέον, πρόσθετα προσόντα παρόμοια με εκείνα της αιτήτριας, άλλοι λιγότερα, άλλοι περισσότερα, εκτός του Μ. Τσιάρτα, ο οποίος δεν παρουσίασε πιστοποιητικά, αλλά διέθετε το πλεονέκτημα.

 

΄Οπως έχει νομολογηθεί, υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα που δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας συνιστούν παράγοντα οριακής σημασίας, ο οποίος δε μεταβάλλει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου για διορισμό - (βλ. Papadopoullos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 405· Papamichael v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1357 και Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 3186).  Απλά πιστοποιητικά παρακολούθησης μαθημάτων που δεν έχουν ακαδημαϊκό χαρακτήρα έχουν περιορισμένη σημασία και δεν αποδεικνύουν, από μόνα τους, έκδηλη υπεροχή.

 

΄Οσον αφορά τη μη ρητή μνεία των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την Ε.Δ.Υ., δεν έχει τεθεί ο,τιδήποτε ενώπιόν μου, που να δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την επάρκεια της έρευνας που έγινε.  Τόσο στην ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και στο πρακτικό της Ε.Δ.Υ. σημειώνεται ότι λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα διάφορα πιστοποιητικά και η πείρα.

 

Συνεπώς, το τεκμήριο της νομιμότητας ως προς τα πλαίσια έρευνας και δέουσας αξιολόγησης των προσόντων της αιτήτριας δεν έχει κλονισθεί.

 

Υποβάλλεται, εκ μέρους της αιτήτριας, ότι η Ε.Δ.Υ., κατά παράβαση του ΄Αρθρου 33(8) του Ν. 1/90, συμπεριέλαβε στον Τελικό Κατάλογο, χωρίς αιτιολογία, υποψήφιους που δεν περιλαμβάνονταν στον Προκαταρκτικό Κατάλογο, μεταξύ των οποίων και το ενδιαφερόμενο μέρος Χ. Παπαγεώργη.

 

Ο ισχυρισμός είναι ανεδαφικός.  Η Ε.Δ.Υ., όπως φαίνεται στα πρακτικά της συνεδρίας της ημερομηνίας 1/9/2006, αφού μελέτησε τα αιτήματα κάποιων υποψηφίων να κληθούν στην προφορική εξέταση, αποφάσισε να περιλάβει τέσσερεις από αυτούς, μεταξύ των οποίων τη Χ. Παπαγεώργη, οι οποίοι είχαν εξασφαλίσει «Πολύ Καλή» βαθμολογία στην τελική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως και όλους τους υπόλοιπους υποψήφιους που είχαν βαθμολογηθεί στο ίδιο επίπεδο, γιατί θεώρησε ότι το επίπεδο αξιολόγησης «Πολύ Καλή» ήταν περίπου ισοδύναμο με αυτό της «Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλής», με βάση το οποίο άλλοι υποψήφιοι είχαν, ήδη, συμπεριληφθεί στον Τελικό Κατάλογο.  Αυτό, άλλωστε, συνάδει με την αρχή της ίσης μεταχείρισης.  Το ΄Αρθρο 33(8) του Ν. 1/90 παρέχει στην Ε.Δ.Υ. τη δυνατότητα, με «αιτιολογημένη απόφασή της», να περιλάβει στον τελικό κατάλογο και υποψήφιους που δεν περιλαμβάνονται στον προκαταρκτικό κατάλογο.

 

Η αιτήτρια εισηγείται ότι η Ε.Δ.Υ. απέτυχε να επιλέξει - (΄Αρθρο 33(11) του Ν. 1/90) - τους καλύτερους υποψήφιους.  Επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί της ιδίας, που συγκέντρωσε ψηλότερη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση και ήταν κάτοχος πρόσθετων προσόντων σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Η εισήγηση δεν ευσταθεί.  ΄Οπως έχει προαναφερθεί, τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων ενσωματώθηκαν στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τέθηκαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ., η οποία τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα.  Το ίδιο ισχύει και για τα πρόσθετα προσόντα.  Θεωρώ την επίδικη απόφαση επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον σ' αυτήν εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους τα ενδιαφερόμενα μέρη προτιμήθηκαν.  Η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει την απαιτούμενη έκδηλη υπεροχή της, ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου.  ΄Οπως έχει, κατ' επανάληψη, τονιστεί, το δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση με εκείνην του διορίζοντος οργάνου, όταν η απόφαση του τελευταίου είναι εύλογα επιτρεπτή - (βλ. Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 1318).

 

Η αιτήτρια, τέλος, με μία αόριστη αναφορά στο «γράμμα του ΄Αρθρου 33» του Ν. 1/90, ισχυρίζεται ότι η γραπτή εξέταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής θα έπρεπε να έχει ανταγωνιστικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, πεπλανημένα αυτή δεν καθόρισε όριο επιτυχίας τουλάχιστον 50% του συνόλου των μονάδων και κάλεσε στην προφορική εξέταση το σύνολο των υποψηφίων που συμμετείχαν στη γραπτή εξέταση, ανεξάρτητα από τη βαθμολογία τους.

 

Το ζήτημα έχει ήδη εξεταστεί στις Προσφυγές Αρ. 2418/06, 280/07, 2351/06 και 2383/06.  Σημειώνεται, απλά, ότι το ΄Αρθρο 33(4) του Ν. 1/90 παρέχει στη Συμβουλευτική Επιτροπή τη δυνατότητα να υποβάλει τους υποψήφιους σε γραπτή ή/και σε προφορική εξέταση, προς το σκοπό ετοιμασίας «αιτιολογημένης έκθεσης για όλους τους υποψηφίους», όπως απαιτεί το ΄Αρθρο 33(6) του Ν. 1/90.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως ήδη επισημάνθηκε, είχε προαποφασίσει ότι όσοι υποψήφιοι προσέρχονταν στη γραπτή εξέταση θα καλούνταν, στη συνέχεια, και στην προφορική εξέταση - (βλ. Μαρία Δημητρίου κ.ά. ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.ά.).

 

Ενόψει των πιο πάνω, και η Προσφυγή Αρ. 270/07 απορρίπτεται.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

Τα έξοδα, σε όλες τις προσφυγές, επιδικάζονται υπέρ των καθ' ων η αίτηση και να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

                                                               Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                            Δ.

/Χ.Π., ΜΠ  



[1] Είχε, ήδη, αποσυρθεί εναντίον της στις 10/4/08.

[2] Είχε, ήδη, αποσυρθεί εναντίον της στις 10/4/08.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο