ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1953/2008)
15 Νοεμβρίου, 2010
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΚΙΑ ΠΑΤΣΑΛΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η Αίτηση.
_________________________
΄Αντης Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.
΄Αννα Χρίστου (κα), για Ιωαννίδη Δημητρίου, για την Καθ' ης η Αίτηση.
Τσάρκατζης, για Χρίστο Πατσαλίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια, η οποία κατέχει τη θέση Βοηθού Υποτομεάρχη στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, («η Αρχή»), με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητεί τη νομιμότητα του διορισμού της Μαρίας Χαραλάμπους - (ενδιαφερόμενο μέρος) - στη μόνιμη Θέση Υποτομεάρχη (Γενική Γραμματεία) Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών - Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου - Λάρνακας, από 1/1/2009, αντί της ιδίας.
Στις 21/5/2008, η Αρχή κυκλοφόρησε τη Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων, Αρ. 11/2008, η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, και την επίδικη θέση. Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού, (η «Επιτροπή Επιλογής»), η οποία επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης της εν λόγω θέσης, περιέλαβε μεταξύ των τριών υποψηφίων που εισηγήθηκε ως πρόσωπα κατάλληλα για προαγωγή τόσο την αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, (η «Συμβουλευτική Υπεπιτροπή»), σε συνεδρία της, αφού εξέτασε το θέμα, αποφάσισε ομόφωνα, παρά τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής, (ο «Διευθυντής»), υπέρ της αιτήτριας, και σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο Διευθυντής ανέφερε ότι, για τη σύστασή του, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος και άλλες υποψήφιες «... υπερέχουν σε αρχαιότητα έναντι της Κάκιας Πάτσαλου, υστερούν όμως έναντι της σε βαθμολογημένη αξία, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις στο σύνολο τους». Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, καταλήγοντας στη σύσταση του ενδιαφερομένου μέρους, ανέφερε τα εξής:-
«Καταλήγοντας τα Μέλη να παρεκκλίνουν από τη σύσταση του Διευθυντή και υποστηρίζοντας τη θέση τους με βάση όλα τα ενώπιον τους στοιχεία, επεσήμαναν ότι εξετάζοντας τους υπηρεσιακούς φακέλους των υποψηφίων, έκριναν ότι η Μαρία Χαραλάμπους ήταν κατά τη γνώμη τους η καλύτερη υποψήφια για προαγωγή λόγω αρχαιότητας έναντι όλων των άλλων υποψηφίων και κατά συνέπεια και υπεροχή της σε πείρα.
Τα μέλη συγκρίνοντας τη Μαρία Χαραλάμπους με την Κάκια Πάτσαλου ανέφεραν ότι είναι περίπου ισότιμες σε βαθμολογημένη αξία, αφού η διαφορά τους είναι μόνο 1Α κατά το 2003, όπως προκύπτει από τους υπηρεσιακούς τους φακέλους και η Μαρία Χαραλάμπους υπερέχει έναντι της Κάκιας Πάτσαλου σε αρχαιότητα και κατά συνέπεια σε πείρα.»
Η Αρχή επιλήφθηκε του θέματος σε συνεδρία της ημερομηνίας 16/12/2008, στην οποία παρέστη και ο Διευθυντής. Ο τελευταίος, στη διάθεση του οποίου τέθηκαν οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι Εμπιστευτικές Εκθέσεις/Φύλλα Αξιολόγησης όλων των υποψηφίων, αφού προηγουμένως επανέλαβε τα όσα εξέφρασε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, πρότεινε για προαγωγή την αιτήτρια και αποχώρησε. Μετά την αποχώρησή του, η Αρχή προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Αφού έλαβε δεόντως υπόψη, μεταξύ άλλων, τις συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων Διευθυντών των υποψηφίων, όπως αυτές είναι καταγραμμένες στα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Επιλογής, καθώς και την εισήγησή της, τα πρακτικά και τις εισηγήσεις των μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής υπέρ της προαγωγής στη θέση του ενδιαφερομένου μέρους, τη σύσταση του Διευθυντή και αφού μελέτησε προσεκτικά και αξιολόγησε τις Εμπιστευτικές Εκθέσεις/Φύλλα Αξιολόγησης των υποψηφίων, προχώρησε στη δική της έρευνα, αξιολόγηση και σύγκρισή τους. Επειδή μέλος της Αρχής πρότεινε όπως μη γίνει αποδεκτή η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής υπέρ της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους, την οποία υποστήριξε ακόμη ένα μέλος, ο Πρόεδρος έθεσε το όλο ζήτημα σε ψηφοφορία. Με πέντε ψήφους υπέρ και τέσσερις εναντίον, η Αρχή κατέληξε στην προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, κατά παρέκκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή, επισημαίνοντας τα πιο κάτω:-
«.με βάση όλα τα ενώπιον τους στοιχεία και εξετάζοντας προσεκτικά τους υπηρεσιακούς φακέλους των υποψηφίων, κρίνουν ότι η Μαρία Χαραλάμπους είναι κατά τη γνώμη τους η καλύτερη υποψήφια έναντι όλων των άλλων υποψηφίων και κατά συνέπεια υπερέχει έναντι τους και σε πείρα. Τα Μέλη ανέφεραν ότι η Μαρία Χαραλάμπους υπερτερεί σε αρχαιότητα στην Αρχή.
Τα Μέλη συγκρίνοντας τη Μαρία Χαραλάμπους με την Κάκια Πάτσαλου ανέφεραν ότι είναι περίπου ισοδύναμες σε βαθμολογημένη αξία, αφού η διαφορά τους είναι μόνο κατά 1Α το έτος 2003, όπως προκύπτει από τους υπηρεσιακούς τους φακέλους τα τελευταία πέντε έτη. Τα Μέλη τόνισαν ότι η διαφορά τους αυτή είναι οριακή και αντισταθμίζεται από την αισθητή υπεροχή της Μαρίας Χαραλάμπους σε αρχαιότητα στην Αρχή, έναντι της Κάκιας Πάτσαλου, κριτήριο το οποίο συνεπάγεται και κατά τεκμήριο και υπεροχή της Μαρίας Χαραλάμπους έναντι της Κάκιας Πάτσαλου σε πείρα.
΄Οσον αφορά τα προσόντα, τα Μέλη παρατήρησαν ότι όλοι οι υποψήφιοι που παρουσιάζονται στον κατάλογο χρώματος λευκού, πληρούν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα. ΄Ελαβαν επίσης υπόψη τους τα πρόσθετα προσόντα που κατέχουν οι εν λόγω υποψήφιοι και τους έδωσαν τη δέουσα βαρύτητα.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις υποψήφιες Μαρία Χαραλάμπους και Κάκια Πάτσαλου, τα Μέλη έλαβαν υπόψη τους ότι και οι δύο τους κατέχουν πρόσθετα προσόντα που δεν προνοούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Ειδικότερα, σε σχέση με την Μαρία Χαραλάμπους, τα Μέλη παρατήρησαν ότι πέραν του απολυτηρίου της Αμερικανικής Ακαδημίας Λευκωσίας, διαθέτει GCE "A" Level: Modern Greek, GCE "O" Level: English Language, Economics, Principles of Accounts, Religious Studies και δίπλωμα του London Chamber of Commerce and Industry: Intermediate Typewriting.
Σε ό,τι αφορά την Κάκια Πάτσαλου, τα Μέλη παρατήρησαν ότι πέραν του απολυτηρίου του Στ΄ Γυμνασίου Λεμεσού, διαθέτει GCE "O" Level: Modern Greek, δίπλωμα του London Chamber of Commerce and Industry: Accounting Higher και Advanced Business Calculations Higher, καθώς και Higher Diploma in Business Administration (Nothern Council of further education/Intercollege).
Τα Μέλη σημείωσαν ότι παρόλο που τα εν λόγω πρόσθετα προσόντα των εν λόγω υποψηφίων δεν προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, εντούτοις τα λαμβάνουν υπόψη τους και τους προσδίδουν τη δέουσα βαρύτητα.»
Η αιτήτρια, για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, όπως με την απαντητική αγόρευση του συνηγόρου της διευκρινίζει, δεν ισχυρίζεται έκδηλη υπεροχή της έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, αλλά εισηγείται ότι η κρίση της Αρχής είναι αποτέλεσμα πλάνης, που άρχισε από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, η οποία, όταν εξέταζε, στις 14/11/2008, τις ετήσιες αξιολογήσεις των υποψηφίων, σημείωσε ότι η υπεροχή της ιδίας έναντι του ενδιαφερομένου μέρους ήταν μόνο 1Α το 2003 αντί 2Α, που ήταν η διαφορά τους τα τελευταία πέντε χρόνια, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Πεπλανημένα, ισχυρίζεται η αιτήτρια, θεωρήθηκε ότι αυτή ήταν ισοδύναμη με το ενδιαφερόμενο μέρος. Με αναφορά στην Παπαϊωάννου & άλλοι (Αρ.2) ν. Δημοκρατ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, όπου, για λανθασμένη καταγραφή στη βαθμολογία της αιτήτριας 37 αντί 38, η απόφαση ακυρώθηκε, εισηγήθηκε ανάλογο αποτέλεσμα και στην παρούσα. Περαιτέρω, για ακύρωση της απόφασης, προβάλλει ότι πεπλανημένα η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και η Αρχή παραγνώρισαν τη νόμιμη και έγκυρη σύσταση του Διευθυντή, χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, όπως και ότι πεπλανημένα δόθηκε αποφασιστική σημασία στην αρχαιότητα και πείρα του ενδιαφερομένου μέρους σε θέσεις προηγούμενες της τελευταίας που κατείχε. Τέλος, προβάλλει ότι τα πρόσθετα προσόντα της, αν και ήταν σχετικά, δεν αξιολογήθηκαν και ούτε καθορίστηκε η βαρύτητα που δόθηκε σ' αυτά.
Η συνήγορος της Αρχής απορρίπτει, με αναφορά σε νομολογία, όλους τους λόγους ακυρότητας που προβάλλονται. Η ισχυριζόμενη πλάνη αναφορικά με τη βαθμολογημένη αξία, υπέβαλε, κι αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι υπάρχει, δεν είναι ουσιώδης, ώστε να οδηγήσει σε ακυρότητα. Η καταγραφή στα πρακτικά της υπεροχής της αιτήτριας κατά 1Α λιγότερο δε μεταβάλλει τη βαθμολογημένη ισοδυναμία τους, σε βαθμό που να επηρεάζει το κύρος της σύστασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και την απόφαση της Αρχής. Ως προς τη σύσταση του Διευθυντή, ορθά υπέβαλε, αυτή δεν ακολουθήθηκε, εφόσον δεν ανταποκρινόταν στο περιεχόμενο των φακέλων. Οι διαφορές στη βαθμολογημένη αξία της αιτήτριας και του ενδιαφερομένου μέρους δεν προσέδιδαν στην πρώτη την υπεροχή που ο Διευθυντής της προσέδωσε. Σ' ό,τι αφορά τα πρόσθετα μη προβλεπόμενα προσόντα της αιτήτριας, αυτά, υπέβαλε, όπως προκύπτει από το πρακτικό, εξετάστηκαν, κρίθηκαν σχετικά και τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.
Η αιτήτρια, σε σχέση με τα όσα η συνήγορός της Αρχής υπέβαλε για τη σύσταση του Διευθυντή, απαντά ότι η Αρχή, εφόσον την έλαβε υπόψη της και δεν την έκρινε νομικά εσφαλμένη ή άκυρη, δε νομιμοποιείται, εκ των υστέρων, να εγείρει θέμα νομιμότητάς της.
Θεωρώ τη θέση της συνηγόρου της Αρχής ως προς τη σύσταση του Διευθυντή, δεδομένου ότι η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος, από άποψης βαθμολογημένης αξίας, τα τελευταία πέντε χρόνια ήταν ισοδύναμα, ορθή. Η σύσταση του Διευθυντή είναι νομικά εσφαλμένη. Η διαφορά στη βαθμολογημένη αξία που υπάρχει υπέρ της αιτήτριας τα τελευταία πέντε χρόνια, με δεδομένο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος στα στοιχεία της υπεροχής της αιτήτριας δεν υστερούσε ουσιαστικά, αφού είχε Β+, δεν επιτρέπει την αξιοκρατική διαφοροποίηση που περιέγραψε ο Διευθυντής, δηλαδή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος και άλλοι υποψήφιοι, που δε συστήθηκαν, «υστερούν» έναντι της αιτήτριας. Είναι νομολογημένο ότι διακυμάνσεις σε ένα ή δύο βαθμολογημένα στοιχεία δεν έχουν ουσιαστική σημασία - (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).
Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό για πλάνη, όπως τονίστηκε στην Παπαϊωάννου & άλλοι (Αρ.2) ν. Δημοκρατ. (1991), (πιο πάνω), η διαπίστωση πλάνης ως προς ορισμένο πραγματικό γεγονός δε συνεπάγεται αυτόματα ακυρότητα. Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή να προκύπτει ότι έχει επιδράσει στην τελική κρίση του οργάνου. Το πότε η πλάνη επιδρά κρίνεται από το σύνολο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης και τη συνεκτίμησή τους - (βλ. Γαλανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43). ΄Οπως τονίστηκε στην Παπαϊωάννου & άλλοι (Αρ.2) ν. Δημοκρατ.:- (σελ. 723-724)
«Το ζητούμενο, επομένως, δεν είναι το κατά πόσο βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων, δικαιολογούμαστε να σχηματίσουμε τη μια ή την άλλη γνώμη ως προς την αξία των υποψηφίων. Είναι το κατά πόσο το βάθρο της κρίσης του προάγοντος οργάνου ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος, αφαιρείται εξαιτίας της πλάνης. ...
... Στο έργο της αποτίμησης της σημασίας της πλάνης το κριτήριο δεν είναι το κατά πόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το διοικητικό όργανο θα αποφάσιζε έτσι ή διαφορετικά αν είχε ενώπιον του την πραγματική και όχι τη λανθασμένη εικόνα των πραγμάτων. ΄Ενα τέτοιο εγχείρημα, πέρα από το ότι θα ήταν εντελώς υποθετικό, θα σήμαινε και σχηματισμό πρωτογενούς κρίσης από το Δικαστήριο ως προς το ποιος μεταξύ των υποψηφίων ήταν ή θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ο καταλληλότερος για προαγωγή, που δεν είναι έργο δικό του.
Το ορθό κριτήριο είναι άλλο και είναι εντελώς σταθερό. Τίθεται θέμα τέτοιας παρανομίας όταν η πλάνη επηρέασε την απόφαση του οργάνου. (Β. Στασινόπουλος (ανωτέρω) σελ. 300 και Republic v. Argyrides (1987) 3 C.L.R. 1092, Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136, αναφορικά με το ανάλογο θέμα του πότε η διαπίστωση παρατυπίας οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης.»
Στην παρούσα περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαφορά στη βαθμολογημένη αξία των μερών δεν είναι αυτή που καταγράφηκε στα πρακτικά και είχε υπόψη της η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και, στη συνέχεια, η Αρχή. Η διαφορά, η οποία δεν ήταν 1Α αλλά 2Α υπέρ της αιτήτριας - (την περίοδο 2002 - 2007 η αιτήτρια είχε 39Α και 21Β+, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 37Α και 23Β+), καίτοι δε μεταβάλλει την ισοδυναμία τους σε βαθμολογημένη αξία - (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά., (πιο πάνω)), από τη στιγμή που συσχετίστηκε με την αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους πριν την κατάληξη ότι αυτή δεν εξουδετερώνει την τελευταία, είναι φανερό ότι επέδρασε στην τελική κρίση της Αρχής. Εφόσον η Αρχή, όπως η ίδια καταγράφει, έλαβε υπόψη της τη βαθμολογημένη αξία των υποψηφίων, η πλάνη της είναι ουσιώδης και, αναπόφευκτα, οδηγεί σε ακύρωση της απόφασής της.
Υποστηρίζει, περαιτέρω, η αιτήτρια ότι και στο θέμα της αρχαιότητας υπάρχει πλάνη, επειδή η Αρχή έλαβε υπόψη της όχι την αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους στην προηγούμενη θέση, όπως προβλέπεται από τον Κ. 25(1) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86, (όπως τροποποιήθηκαν), (οι «Κανονισμοί»), αλλά τη συνολική αρχαιότητα του στην Αρχή, εξ ου και κατέγραψε ότι αυτό έχει «αισθητή υπεροχή στην Αρχή».
Με τη θέση αυτή της αιτήτριας δε συμφωνώ. Δεν υπάρχει ένδειξη στο πρακτικό, που να δικαιολογεί τον ισχυρισμό της. Το γεγονός της καταγραφής στα πρακτικά «αρχαιότητα στην Αρχή», φράση που χρησιμοποιείται στον Κ. 23(2) των Κανονισμών, δεν οδηγεί στη διαπίστωση ότι η Αρχή πεπλανημένα έλαβε υπόψη της αρχαιότητα προηγούμενη της θέσης που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος και η οποία ήταν οκτάμηνη. Ούτε η χρησιμοποίηση της φράσης «αισθητή υπεροχή ... σε αρχαιότητα» οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Αρχή ανέτρεξε στην ημερομηνία διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους. Η χρησιμοποίηση της φράσης «αισθητή υπεροχή» δεν υποδηλοί οτιδήποτε άλλο από το ότι η οκτάμηνη αρχαιότητα της αιτήτριας δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. ΄Ηταν τέτοιας διάρκειας, που δεν μπορούσε να παραβλεφθεί. Περαιτέρω, η διάρκεια της υπηρεσίας, όχι, βέβαια, από μόνη της αλλά σε συνάρτηση με την αξία του κάθε υποψηφίου, είναι παράγοντες σημαντικοί της πείρας - (βλ. Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112).
Ούτε ο ισχυρισμός για μη αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας ευσταθεί. Μελέτη του πρακτικού της Αρχής ημερομηνίας 16/12/08 αποκαλύπτει ότι αυτή κατέγραψε ένα προς ένα τα προσόντα της αιτήτριας, όπως και εκείνα του ενδιαφερομένου μέρους και τα διερεύνησε, ως όφειλε, δίδοντας σ' αυτά τη δέουσα βαρύτητα. ΄Εχει νομολογηθεί ότι προσόντα που δεν προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν προσδίδουν έκδηλη υπεροχή στον κάτοχό τους, η σημασία τους, όμως, δεν είναι εντελώς οριακή, ως αυτά να μην ήταν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης - (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά.).
Θεωρώ ότι η Αρχή, καταγράφοντας τα πρόσθετα μη προβλεπόμενα προσόντα και δίδοντάς τους την ανάλογη βαρύτητα, κινήθηκε μέσα στα πλαίσια που καθορίζει η νομολογία.
Η προσφυγή, ενόψει όσων προσπάθησα να εξηγήσω σε σχέση με την πλάνη, επιτυγχάνει, με €1.200,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ της αιτήτριας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ