ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1679/2007)
30 Νοεμβρίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SIROCCO FASHION CENTER LTD,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
Ε. Οικονόμου (κα) για Παπαλλή & Σωτηρίου ΔΕΠΕ,
για την Αιτήτρια.
Α. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές ως εισαγωγείς προϊόντων ένδυσης από διάφορες χώρες, εισήγαγαν από το Μπαγκλαντές διάφορα είδη ένδυσης όπως περιγράφονται σε τιμολόγιο ημερ. 19.8.2006 και σε δασμολογική κατάταξη του Ευρωπαϊκού Δασμολογίου «Taric» τα οποία καταχωρήθηκαν στο σχετικό ηλεκτρονικό πεδίο από τους αιτητές σε καθεστώς προτιμησιακής μεταχείρισης, με αποτέλεσμα να βεβαιωθεί αυτόματα από το λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων ότι υπήρχε μηδενικός συντελεστής εισαγωγικού δασμού, ο δε Φ.Π.Α. αναλογούσε μόνο στην αξία των εμπορευμάτων.
Οι καθ΄ ων στα πλαίσια μετελέγχου ως προς τη διαπίστωση της γνησιότητας και εγκυρότητας των πιστοποιητικών που αφορούσαν τα εισαχθέντα και εκτελωνισθέντα είδη ένδυσης, απέστειλαν στις 7.2.2007 στις αρμόδιες αρχές του Μπαγκλαντές σχετική επιστολή δυνάμει του άρθρου 94 του Κανονισμού (Ε.Ο.Κ.) αρ. 2454/93, με αίτημα όπως ελεγχθεί η γνησιότητα και εγκυρότητα των πιστοποιητικών, ενημερώνοντας προς τούτο και τους αιτητές. Στις 12.7.2007 οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές του Μπαγκλατές απάντησαν ότι τα υπό διερεύνηση τρία πιστοποιητικά δεν είχαν εκδοθεί από το Export Promotion Bureau Dhaka Bangladesh προς όφελος της Bichitra Garments Ltd και ως εκ τούτου τα πιστοποιητικά GSP Form A που εκδόθηκαν προς όφελος της προαναφερθείσας εταιρείας, έπρεπε να θεωρηθούν ως ψευδή και άκυρα.
Οι καθ΄ ων διά του Τμήματος Τελωνείων ενεργώντας κατά δέσμια αρμοδιότητα απέστειλαν εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής για £11.013, βεβαιώνοντας έτσι ανείσπρακτους εισαγωγικούς δασμούς ύψους £8.706 δυνάμει των άρθρων 46, 48, 49 και 53 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004, Φ.Π.Α. για το ποσό των £1.306, δυνάμει των άρθρων 5(1)(γ) και 13(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 95(Ι)/2000, χρηματική επιβάρυνση £1.001, δυνάμει του άρθρου 52(1) του προαναφερθέντος Νόμου αρ. 94(Ι)/2004, πλέον τόκους 8% δυνάμει του άρθρου 52(2) του ιδίου Νόμου από την ημερομηνία γένεσης της οφειλής, δηλαδή, από τις 4.10.2006, ημερομηνία αποδοχής της διασάφησης με την οποία τα εμπορεύματα τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία σε Ευρωπαϊκό έδαφος.
Οι αιτητές προβάλλουν ως λανθασμένη την ερμηνεία που δόθηκε από πλευράς των καθ΄ ων, του άρθρου 869 του Κανονισμού (Ε.Ο.Κ.) 2454/93 της 2.7.1993, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (Ε.Κ.) 214/2007 ημερ. 28.2.2007. Αυτά, σε συνάρτηση με την εφαρμογή του άρθρου 220 παρ. (2) στοιχείο (β) του Κανονισμού (Ε.Ο.Κ.) 2913/92 της 12.10.1992. Είναι η εισήγηση των αιτητών ότι οι ίδιοι ενήργησαν καλόπιστα στην εισαγωγή των προϊόντων αυτών, ορθά δε με βάση τα στοιχεία από τον εξαγωγέα προέβηκαν στις ανάλογες ηλεκτρονικές καταχωρήσεις και οι καθ΄ ων όφειλαν να τους έδιναν δικαίωμα να επικαλεστούν και να αποδείξουν τις προϋποθέσεις που ο Κοινοτικός Κανονισμός προδιαγράφει ώστε να αποδείξουν ότι κατά την εισαγωγή κατέβαλαν κάθε επιμέλεια ώστε να εξακριβωθεί ότι τηρούνταν όλες οι προϋποθέσεις για την προτιμησιακή μεταχείριση.
Τίθεται, επομένως, παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, απόρροια των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, ενώ πρόσθετα οι καθ΄ ων με την προσβαλλόμενη πράξη, παραβίασαν τα Άρθρα 1(Α), 169.4 και 179 του Συντάγματος, εφόσον η απόφαση τους είναι αντίθετη με τους προαναφερθέντες Κοινοτικούς Κανονισμούς. Πέραν τούτου, η απόφαση πάσχει ως αναιτιολόγητη εφόσον έπρεπε να εξηγηθεί σε αυτούς γιατί έγινε η συγκεκριμένη κρίση και η βεβαίωση οφειλής χωρίς προηγουμένως να τους δοθεί το δικαίωμα παραστάσεων.
Οι καθ΄ ων, αντίθετα, διατείνονται ότι οι αιτητές με την καταχώρηση των συγκεκριμένων στοιχείων στο λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων «ΘΗΣΕΑΣ» πέτυχαν μηδενικό συντελεστή εισαγωγικού δασμού, αντί του 12% που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο για τα εμπορεύματα που καλύπτονταν από τρία πιστοποιητικά προτιμησιακής μεταχείρισης «Genaralized System of Preferences Certificate of Origin (Combined declaration and certificate) FORM A». Εξ αυτής της διασάφησης στη βάση των καταχωρηθέντων ηλεκτρονικών στοιχείων οι αιτητές δεν κατέβαλαν εισαγωγικούς δασμούς, ούτε βέβαια τον αναλογούντα Φ.Π.Α. Η μεταγενέστερη όμως διαπίστωση του προβληματικού των πιστοποιητικών έθεσε σε κίνηση το μηχανισμό εκ των υστέρων βεβαίωσης από το Τμήμα Τελωνείων ως θέμα δεσμίας αρμοδιότητας, η δε Κοινοτική Νομοθεσία στην οποία βασίζονται οι αιτητές δεν εφαρμόζεται στα υπό κρίση γεγονότα εφόσον η μη αναζήτηση των σχετικών εισαγωγικών δασμών δεν οφειλόταν σε λάθος των ιδίων των τελωνειακών αρχών της Κύπρου.
Από την άλλη τα πιστοποιητικά που είχαν οι αιτητές και τα οποία εκ των υστέρων βεβαιώθηκαν από τις τελωνειακές αρχές του Μπαγκλαντές να είναι ψεύτικα, εικονικά και άκυρα, δεν εκδόθηκαν με τη συμμετοχή των αρχών του Μπαγκλαντές και, επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για λάθος αυτών των αρχών. Απορρέει από τα πιο πάνω ότι το Τμήμα Τελωνείων δεν είχε υποχρέωση να παράσχει δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης εφόσον για την επιτυχή διεκδίκηση της προτιμησιακής μεταχείρισης είναι αναγκαία η ύπαρξη εγκύρου και αυθεντικού πιστοποιητικού κινήσεως. Έπεται ότι οι καθ΄ ων ενήργησαν δεόντως και νομίμως, η δε απόφαση είναι αιτιολογημένη, δεν ήταν δε αναγκαία η ιδιαίτερη αιτιολόγηση με οποιονδήποτε τρόπο της μη παροχής δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.
Να λεχθεί ότι ηγέρθηκε από τους καθ΄ ων και προδικαστική ένσταση σε σχέση με την εκτελεστότητα της επίδικης πράξης μόνο σε ό,τι αφορά τη βεβαίωση του εισαγωγικού δασμού και του Φ.Π.Α., ενώ η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου είναι παρεπόμενα ώστε να μην εμπίπτει στην έννοια της εκτελεστής διοικητικής πράξης. Οι αιτητές συμφωνούν με τη θέση αυτή και έτσι δηλώθηκε και κατά τις διευκρινίσεις, δεχόμενοι ότι σε περίπτωση που η προσφυγή τους απορριφθεί, θα καταβάλουν αυτόματα και τα σχετικά παρεπόμενα ποσά της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου. Το ζήτημα επομένως δεν χρειάζεται να απασχολήσει περαιτέρω το Δικαστήριο.
Όπως προαναφέρθηκε η ουσιαστική εισήγηση των αιτητών διασυνδέει τη δυνατότητα που θα έπρεπε να τους δώσουν οι καθ΄ ων να προβούν σε παραστάσεις ώστε να αποδείξουν την καλή τους πίστη, με το προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης. Είναι σημαντικό επομένως να δοθεί με ακρίβεια το λεκτικό του σχετικού Κανονισμού που σε ό,τι ενδιαφέρει, εξαντλείται στο άρθρο 220(β).
Είναι αναγκαίο να καταγραφεί το λεκτικό του σχετικού άρθρου τόσο στα Ελληνικά, όσο και στα Αγγλικά ενόψει του ότι το Αγγλικό κείμενο είναι πλέον διαυγές ως προς τις σχετικές πρόνοιες, εφόσον χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις και το ίδιο λεκτικό για να αποδώσει τις ίδιες έννοιες, σε αντίθεση με το Ελληνικό κείμενο που χρησιμοποιεί διαφορετικές φράσεις και λέξεις.
«Άρθρο 220
2. Εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 217 παράγραφος 1 δεύτερο και τρίτο εδάφιο, δεν επιτρέπεται εκ των υστέρων καταλογισμός όταν:
α) [...]
β) το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, το οποίο λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενήργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση.
Όταν το προτιμησιακό καθεστώς ενός εμπορεύματος θεσπίζεται βάσει συστήματος διοικητικής συνεργασίας με τη συμμετοχή των αρχών τρίτης χώρας, η χορήγηση πιστοποιητικού από τις εν λόγω αρχές, εφόσον αυτό αποδειχθεί ανακριβές, συνιστά σφάλμα το οποίο δεν όφειλε ευλόγως να έχει γίνει αντιληπτό κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου.
Η έκδοση ανακριβούς πιστοποιητικού, ωστόσο, δεν συνιστά σφάλμα εάν το πιστοποιητικό βασίζεται σε ανακριβή έκθεση των γεγονότων εκ μέρους του εξαγωγέα, εκτός εάν, ιδίως, είναι προφανές ότι οι αρμόδιες για την έκδοσή του αρχές γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούν τους απαιτούμενους όρους προκειμένου να επωφεληθούν προτιμησιακής μεταχείρισης.
Ο υπόχρεος μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι, κατά την περίοδο των συγκεκριμένων εμπορικών πράξεων, κατέβαλε κάθε επιμέλεια ώστε να εξακριβωθεί ότι τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την προτιμησιακή μεταχείριση.
Ο υπόχρεος δεν μπορεί, ωστόσο, να επικαλεστεί την καλή του πίστη εάν η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος από τη δικαιούχο χώρα.
Article 220
2. Except in the cases referred to in the second and third subparagraphs of Article 217 (1), subsequent entry in the accounts shall not occur where:
(a) .......
(b) the amount of duty legally owed was not entered in the accounts as a result of an error on the part of the customs authorities which could not reasonably have been detected by the person liable for payment, the latter for his part having acted in good faith and complied with all the provisions laid down by the legislation in force as regards the customs declaration.
Where the preferential status of the goods is established on the basis of a system of administrative cooperation involving the authorities of a third country, the issue of a certificate by those authorities, should it prove to be incorrect, shall constitute an error which could not reasonably have been detected within the meaning of the first subparagraph.
The issue of an incorrect certificate shall not, however, constitute an error where the certificate is based on an incorrect account of the facts provided by the exporter, except where, in particular, it is evident that the issuing authorities were aware or should have been aware that the goods did not satisfy the conditions laid down for entitlement to the preferential treatment.
The person liable may plead good faith when he can demonstrate that, during the period of the trading operations concerned, he has taken due care to ensure that all the conditions for the preferential treatment have been fulfilled.
The person liable may not, however, plead good faith if the European Commission has published a notice in the Official Journal of the European Communities, starting that there are grounds for doubt concerning the proper application of the preferential arrangements by the beneficiary country;»
Ο Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 («Council Regulation (EEC) No 2913/92 of 12 October 1992 establishing the Community Customs Code»), καθορίζει τις προϋποθέσεις στο άρθρο 220 της δυνατότητας οι τελωνειακές αρχές να μην ζητήσουν εκ των υστέρων βεβαίωση δασμών ή φορολογίας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν την ύπαρξη λάθους από τις ίδιες τις τελωνειακές αρχές, λάθος που δεν θα μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον εισαγωγέα-οφειλέτη, ως τέτοιο δε λάθος λογίζεται και η χορήγηση πιστοποιητικού από τις αρχές τρίτης χώρας όταν αυτό αποδειχθεί εκ των υστέρων ανακριβές. Παρά ταύτα, η έκδοση τέτοιου ανακριβούς πιστοποιητικού δεν συγκαταλέγεται στα σφάλματα που καθιστούν μη επιτρεπτό τον εκ των υστέρων καταλογισμό δασμών όταν το ίδιο το πιστοποιητικό βασίζεται σε ανακριβή έκθεση γεγονότων από μέρους του εξαγωγέα των εμπορευμάτων, με την εξαίρεση της περίπτωσης που οι αρμόδιες για την έκδοση του πιστοποιητικού αρχές, γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούν τους απαιτούμενους όρους προτιμησιακής μεταχείρισης.
Η τέταρτη υποπαράγραφος της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 220, αναφέρεται στην επίκληση από τον οφειλέτη της καλής του πίστης με την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδείξει ότι κατά την περίοδο των συγκεκριμένων πράξεων κατέβαλε κάθε δυνατή επιμέλεια προς εξακρίβωση της τήρησης όλων των προϋποθέσεων για την προτιμησιακή μεταχείριση.
Σε αυτό το τελευταίο είναι που βασίζονται οι αιτητές για να εισηγηθούν ότι εφόσον παρέχεται η δυνατότητα για την εισήγηση ότι καλοπίστως ενήργησαν, είναι προς τις ίδιες τις τελωνειακές αρχές που θα έπρεπε να είχαν το δικαίωμα να απευθυνθούν σε πρώτη φάση, δικαίωμα που δεν δόθηκε όμως από τους καθ΄ ων, εφόσον απλώς λήφθηκε η προσβαλλόμενη πράξη με την οποία αναζητούνταν τα κατά τη θέση των καθ΄ ων οφειλόμενα ποσά.
Είναι πρόδηλο από το λεκτικό του άρθρου 220(2)(β), ότι για να υφίσταται καν ζήτημα εισήγησης για καλή πίστη εκ μέρους του εισαγωγέα-οφειλέτη, θα πρέπει η χορήγηση του πιστοποιητικού το οποίο εκ των υστέρων αποδεικνύεται ανακριβές, να έχει εκδοθεί από ή με τη συμμετοχή «των αρχών» («authorities») τρίτης χώρας. Με αυτή βέβαια τη λέξη νοούνται οι αρμόδιες κρατικές και επίσημες αρχές του κράτους εκείνου. Μόνο σε περίπτωση που το πιστοποιητικό που εκδόθηκε προερχόταν όντως από τις αρχές της τρίτης χώρας λογίζεται ως σφάλμα που δεν ήταν εύλογα ενδεχομένως αντιληπτό στην έννοια της πρώτης υποπαραγράφου της παραγράφου (β). Όπου λοιπόν η έκδοση ανακριβούς πιστοποιητικού δεν συνιστά λάθος («error») των τελωνειακών αρχών, διότι βασίζεται σε ανακριβή έκθεση γεγονότων εκ μέρους του εξαγωγέα, τότε ο μη καταλογισμός των δασμών δεν λογίζεται ως λάθος των τελωνειακών αρχών της χώρας εισαγωγής, με αποτέλεσμα να μπορούν αυτές να προβούν σε εκ των υστέρων βεβαίωση φόρου.
Υπάρχει εδώ ως αναντίλεκτο δεδομένο από το Export Promotion Bureau του Μπαγκλαντές (Παράρτημα 16 στην ένσταση), ότι τα επίδικα πιστοποιητικά τα οποία και αποτέλεσαν τη βάση εκ μέρους των αιτητών για την καταχώρηση των ηλεκτρονικών διασαφήσεων με αποτέλεσμα την παραχώρηση μηδενικού συντελεστή δασμών και φόρων δεν είχαν εκδοθεί αρμοδίως από το Export Promotion Bureau προς τη μεσάζουσα εταιρεία Bichitra Garments Ltd και επομένως τα πιστοποιητικά αυτά «... should be treated as false and invalid.». Και περαιτέρω, το Export Promotion Bureau απαντώντας στους καθ΄ ων στις 12.7.2007 πρόσθεσε: «You are requested to take necessary action so that the consignments are not cleared against the forged Certificates.». Είναι επομένως σαφές ότι οι καθ΄ ων, ως τελωνειακές αρχές, δεν αναζήτησαν εξ αρχής τους φόρους λόγω δικού τους λάθους στην έννοια του εν λόγω Κανονισμού, ώστε να μην παρεχόταν η δυνατότητα σ΄ αυτές να αναζητήσουν εκ των υστέρων τα οφειλόμενα. Υπήρχαν στην περίπτωση ψευδή και πλαστογραφημένα πιστοποιητικά από τον εξαγωγέα, ενώ οι αρμόδιες αρχές του κράτους εξαγωγής, δηλαδή του Μπαγκλαντές, δεν είχαν καθόλου συμμετοχή στη μεταφορά των εμπορευμάτων ή στα όσα ο Κανονισμός καθορίζει ως σύστημα διοικητικής συνεργασίας ώστε τα εμπορεύματα να τύχουν προτιμησιακού καθεστώτος. Με αυτά τα δεδομένα εύλογα και νόμιμα οι καθ΄ ων προέβηκαν στην εκ των υστέρων βεβαίωση.
Είναι πρόδηλο ότι οι καθ΄ ων, όπως ορθά αναφέρει και η κα Ζερβού στην ένσταση, αλλά και στην αγόρευση της, ενήργησαν κατά δέσμια αρμοδιότητα στην επιβολή των εισαγωγικών δασμών εφόσον το υπόβαθρο για την εξαίρεση και την απαλλαγή των εμπορευμάτων λόγω προτιμησιακής μεταχείρισης, κατέρρευσε. Δεν τίθετο, επομένως, δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης ενόψει του ότι, όπως αναγνωρίζουν και οι αιτητές στη δική τους γραπτή αγόρευση, όταν η διοικητική πράξη προέρχεται απευθείας από το νόμο ως αυτόματη συνέπεια, ως αποτέλεσμα, δηλαδή, δεσμίας εξουσίας και όχι ως αποτέλεσμα διακριτικής ευχέρειας, είναι άσκοπη η προηγούμενη ακρόαση. Όπως λέχθηκε και στην απόφαση της Ολομέλειας Framesbex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7, με αναφορά στα εκεί δεδομένα για προτιμησιακή μεταχείριση στη διακίνηση εμπορευμάτων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εγκυρότητα και αυθεντικότητα των πιστοποιητικών κινήσεως από τη χώρα εξαγωγής αποτελούν το αναγκαίο υπόβαθρο για την επιτυχή επίκληση του μηδενικού συντελεστή. Τυχόν απόσυρση του πιστοποιητικού προέλευσης από τη χώρα εξαγωγής ή τυχόν μη επαλήθευση της αυθεντικότητας και εγκυρότητας των εγγράφων, καθιστά αναπόφευκτη συνέπεια την εκ των υστέρων επιβολή δασμών, οι δε τελωνειακές αρχές της Κύπρου δεν έχουν υποχρέωση να στραφούν προς τους εισαγωγείς των προϊόντων ώστε να εξασφαλιστούν πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία. Την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως φέρει ο εξαγωγέας με αποτέλεσμα οι ενέργειες του τελευταίου ή οι παραλείψεις αυτού, ακόμη και σκόπιμες, να αντανακλούν άμεσα επί του εισαγωγέα των εμπορευμάτων και να τον δεσμεύουν αναλόγως. (δέστε και την υπόθεση Class Collection Trading Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, υπόθ. αρ. 895/04, ημερ. 25.11.2005, (Νικολάτος, Δ.)).
Όπως αναγνωρίστηκε και στην απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Τρίτο Τμήμα) Unifrigo Gadus Srl και CPL Imperial 2 SpA ν. Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συνεκδ. υποθ. Τ-10/97 και Τ-11/97, ημερ. 9.6.1998, στις σκέψεις 62-63, η δυνατότητα ελέγχου πιστοποιητικών μετά από την εισαγωγή (εκεί πρόκειτο για EUR 1), χωρίς ο εισαγωγέας να έχει προηγουμένως ενημερωθεί, μπορεί να προκαλεί δυσχέρειες σ΄ αυτόν, αλλά «... η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είναι υποχρεωμένη να υφίσταται τις επιβλαβείς συνέπειες της παράτυπης συμπεριφοράς των προμηθευτών των εισαγωγέων ..» ενώ εν πάση περιπτώσει «. ο εισαγωγέας μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως κατά του πλαστογράφου ...» και όλα αυτά στα πλαίσια του δεδομένου ότι «... ένας συνετός επιχειρηματίας που γνωρίζει την ισχύουσα ρύθμιση πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμά τους κινδύνους της αγοράς στην οποία σκοπεύει να κινηθεί ...».
Παρόμοια στην ουσία περίπτωση προέκυψε με βάση τα γεγονότα στα οποία αφορά η εντελώς πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Fournaris M & J Imports & Exports Ltd ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 189/2007, ημερ. 11.10.20110, όπου έγινε εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής για προϊόντα που είχαν εισαχθεί από το Βέλγιο με βάση το EUR 1 και τα οποία προϊόντα οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές του Βελγίου πληροφόρησαν τις τελωνειακές αρχές της Κύπρου, μετά την αναζήτηση βεβαίωσης για την αυθεντικότητα και εγκυρότητα του πιστοποιητικού, ότι ο εξαγωγέας από το Βέλγιο αδυνατούσε να αποδείξει την κοινοτική προέλευση των εμπορευμάτων. Αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι Κυπριακές τελωνειακές αρχές ορθά εξέλαβαν την απάντηση ως απολήγουσα στη μη δυνατότητα επαλήθευσης και δεν προέκυπτε ζήτημα έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, ούτε αναμενόταν να έλεγχαν περαιτέρω την ορθότητα των ενεργειών των Βελγικών διοικητικών αρχών. Το σύστημα όσον αφορά το άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου ημερ. 15.9.1977 που αποτελεί Παράρτημα του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Σύνδεσης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαπνέεται από την ίδια φιλοσοφία της εκ των υστέρων δυνατότητας δασμολόγησης, όταν δεν πιστοποιείται η αυθεντικότητα των εγγράφων κινήσεως με αναφορά και στην ορθή προέλευση των εμπορευμάτων.
Όσον αφορά, τέλος, την κατ΄ ισχυρισμόν έλλειψη αιτιολογίας διαπιστώνεται ότι κάτι τέτοιο δεν συντρέχει εφόσον οι καθ΄ ων στην προσβαλλόμενη πράξη ρητά κατέγραψαν τους λόγους επιβολής εκ των υστέρων των εισαγωγικών δασμών, πιθανότητα για την οποία πολύ ορθά και στα πλαίσια και της προαναφερθείσας απόφασης του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είχαν εγκαίρως ενημερώσει τους αιτητές διά της επιστολής τους ημερ. 7.2.2007 (Παράρτημα 15 στην ένσταση), ότι θα αποτείνονταν στις αρμόδιες αρχές του Μπαγκλαντές για έλεγχο της εγκυρότητας των πιστοποιητικών, σε περίπτωση δε που αυτά θα αποδεικνύονταν άκυρα, οι αιτητές θα καλούνταν να καταβάλουν όλους τους αναλογούντες δασμούς και φόρους.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ