ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 ΑΑΔ 370
Kυπριακή Δημοκρατία ν. Nίκου Bρυωνίδη και Άλλου (2006) 3 ΑΑΔ 694
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 1/1990 - Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1400/2008 και 1401/2008)
22 Νοεμβρίου 2010
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1400/2008)
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄Ης η Αίτηση.
_________
(Υπόθεση Αρ. 1401/2008)
ΗΛΙΑΣ ΚΕΚΚΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄Ης η Αίτηση.
_________
Ρ. Καλλιγέρου, για τους αιτητές και στις δύο προσφυγές.
Ρ. Παπαέτη, Ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Σ. Ανδρέου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το ιστορικό των προσφυγών αυτών ανάγεται στο 1992. Η διαδικασία που προσβάλλεται με τις προσφυγές είναι η τελευταία μιας σειράς τεσσάρων ακυρωτικών αποφάσεων και αντίστοιχων επανεξετάσεων, απολήγοντας στους προσβαλλόμενους διορισμούς/ προαγωγές των τριών Ενδιαφερομένων Μερών (ΕΜ) και μίας άλλης (της Κλίππη) της οποίας ο διορισμός/προαγωγή δεν προσβάλλεται, στη θέση Λειτουργού Πληροφορικής (όπως μετονομάσθηκε), θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Κατά την τελευταία επανεξέταση, η ΕΔΥ παρέπεμψε κατ΄αρχή το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή (ΣΕ) με νέα συγκρότηση, ζητώντας της να διεξάγει νέα προφορική εξέταση και να συστήσει 16 υποψηφίους, λαμβάνοντας υπ΄όψη όλες τις ακυρωτικές αποφάσεις και ιδιαιτέρως την τελευταία (550/2003, 851/2003, 14.6.2005) που οδήγησε στην επανεξέταση. Η ΣΕ, αφού διεξήγαγε νέα προφορική εξέταση, σύστησε τους 11 υποψηφίους που κατά την κρίση της κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα και προσήλθαν στην προφορική εξέταση. Πρώτη με 86.91 βαθμούς ήταν η Κλίππη, δεύτερος με 80.46 ήταν το ΕΜ Παπαγαβριήλ, τρίτος με 76.63 βαθμούς ήταν το ΕΜ Ευθυμίου και τέταρτος με 75.09 βαθμούς ήταν το ΕΜ Περικλέους. Ο Αιτητής Σωκράτους ήταν πέμπτος με 73.54 βαθμούς και ο Αιτητής Κέκκος ήταν έκτος με 71.49 βαθμούς. Η ΣΕ έκρινε επίσης ότι μόνο το ΕΜ Παπαγαβριήλ διέθετε το πλεονέκτημα, άποψη την οποία υιοθέτησε η ΕΔΥ ως προκύπτουσα και από το δεδικασμένο της τρίτης σειράς των προσφυγών. Η ΕΔΥ αποφάσισε, στη βάση του άρθρου 34Α(4) του Ν. 1/1990, ότι θα έπρεπε και η ίδια, όπως είχε ζητήσει και από τη ΣΕ, να προβεί σε νέα προφορική εξέταση. Αφού διεξήχθη η προφορική εξέταση, ο Διευθυντής, ο οποίος συμμετείχε, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και σύστησε τα ΕΜ, τα οποία αξιολόγησε ως: Κλίππη «Εξαίρετη», Ευθυμίου «Εξαίρετος», Περικλέους «Εξαίρετος» και Παπαγαβριήλ «Σχεδόν Εξαίρετος». Το Αιτητή Σωκράτους τον αξιολόγησε «Σχεδόν Εξαίρετος» και τον Αιτητή Κέκκο ως «Πάρα Πολύ Καλός». Η ΕΔΥ βαθμολόγησε την Κλίππη και τα ΕΜ ως «Εξαίρετος» και τους Αιτητές ως «Σχεδόν Εξαίρετος» και, λαμβάνοντας υπ΄όψη όλα τα στοιχεία και τη σύσταση του Διευθυντή, επέλεξε την Κλίππη και τα ΕΜ. Το σκεπτικό για τα ΕΜ είχε ως εξής:
«Επιλέγοντας τον Ευθυμίου Κυριάκο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε σε ψηλότερο σημείο, από όσους δεν επιλέγηκαν, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αξιολογήθηκε στο ψηλότερο σημείο, ως Εξαίρετος, από την ίδια κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή. Περαιτέρω, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο Ευθυμίου Κυριάκος διαθέτει 51 μήνες πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, δηλαδή περισσότερη πείρα από όσους δεν επιλέγηκαν, με εξαίρεση του Κέκκου Ηλία, ο οποίος διαθέτει 14 μήνες περισσότερη πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά συνολικά υστερεί.
Επιλέγοντας τον Παπαγαβριήλ Άδωνι, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε σε ψηλότερο σημείο, από όσους δεν επιλέγηκαν, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αξιολογήθηκε στο ψηλότερο σημείο, ως Εξαίρετος, από την ίδια, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, είναι ο μοναδικός υποψήφιος που διαθέτει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή.
Επιλέγοντας τον Περικλέους Τάσσο, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτός αξιολογήθηκε σε ψηλότερο σημείο, από όσους δεν επιλέγηκαν, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αξιολογήθηκε στο ψηλότερο σημείο, ως Εξαίρετος, από την ίδια, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή. Περαιτέρω, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο Περικλέους Τάσσος δεν διαθέτει πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά σημείωσε ότι αυτός είναι ο μοναδικός υποψήφιος που διαθέτει διδακτορικό τίτλο, ο οποίος, αν και δεν αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικός με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, το προσόν αυτό αντισταθμίζει την έλλειψη πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης εκ μέρους του υποψηφίου, λαμβανομένου υπόψη του υψηλού επιπέδου του προσόντος αυτού.»
Η ΕΔΥ σημείωσε περαιτέρω τα ακόλουθα:
«Τέλος, η Επιτροπή, επιλέγοντας τους πιο πάνω, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι Πετρίδης Αγαθοκλής και Σωκράτους Σωκράτης, που δεν επιλέγηκαν, διαθέτουν μεταπτυχιακά προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της, ενώ τρεις εκ των επιλεγέντων, οι Ευθυμίου Κυριάκος, Κλίππη Νόρμα και Παπαγαβριήλ Άδωνις δεν διαθέτουν, αλλά παρατήρησε ότι οι επιλεγέντες αξιολογήθηκαν σε υψηλότερο σημείο τόσο από την ίδια, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, όσο και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ενώ τα προσόντα αυτά δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή προόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να προσδώσουν από μόνα τους συνολική υπεροχή στους κατόχους τους. Περαιτέρω, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο υποψήφιος Παπαγαβριήλ Άδωνις, που επιλέγηκε, ενώ δεν διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα, υπερέχει έναντι των πιο πάνω σε προσόντα, καθότι διαθέτει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, ενώ ο Περικλέους Τάσσος, που επίσης επιλέγηκε, διαθέτει διδακτορικό τίτλο σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Όσον αφορά τους υποψήφιους Ευθυμίου Κυριάκο και Παπαγαβριήλ Άδωνι, που επιλέγηκαν και δεν διαθέτουν μεταπτυχιακό τίτλο σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτοί διαθέτουν πολύμηνη πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, ενώ οι Σωκράτους Σωκράτης και Πετρίδης Αγαθοκλής δεν διαθέτουν και σε μια συνεκτίμηση όλων των ενώπιόν της στοιχείων κρίθηκε ότι τα μεταπτυχιακά προσόντα που διαθέτουν οι Σωκράτους και Πετρίδης δεν μπορούν να προσδώσουν από μόνα τους συνολική υπεροχή στους κατόχους τους.
Τέλος, προβαίνοντας σε ιδιαίτερη σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ήδη δημόσιοι υπάλληλοι, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ορισμένοι υποψήφιοι που δεν επιλέγηκαν υπερείχαν ελαφρά σε αρχαιότητα από ορισμένους υποψηφίους που επιλέγηκαν, αλλά παρατήρησε ότι πρόκειται για θέση Πρώτου Διορισμού και προαγωγής και, ως εκ τούτου, η αρχαιότητα δεν έχει καθοριστική βαρύτητα, ενώ οι επιλεγέντες συνολικά υπερείχαν.»
Οι εισησήσεις των Αιτητών αφορούν κατά κύριο λόγο τη ΣΕ.
Εισηγούνται κατά πρώτον οι Αιτητές παρανομία στη σύνθεση και λειτουργία της ΣΕ κατά το ότι παραβιάστηκε το άρθρο 22 του Ν. 158(Ι)/1999 το οποίο προνοεί:
«22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»
Η εισήγηση είναι ότι, ενώ στη συνεδρία της 21.9.2006 απουσίαζε το μέλος της ΣΕ κ. Αντωνίου, αυτός ήταν παρών στην επόμενη συνεδρία της 6.11.2006 αλλά χωρίς είτε να επαναληφθεί η διαδικασία είτε να ενημερωθεί και να υιοθετήσει τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί στη συνεδρία που απουσίαζε.
Η Δημοκρατία δέχεται ότι τα πρακτικά δεν αναφέρουν ρητώς ότι ο κ. Αντωνίου ενημερώθηκε, παραπέμπει όμως σε νομολογία για να εισηγηθεί ότι η απουσία ρητής αναφοράς στα πρακτικά ότι το απουσιάζον μέλος ενημερώθηκε δεν συνιστά λόγο ακύρωσης εφ΄όσον κατά τη συνεδρία της 6.11.2006 έγινε ρητή αναφορά στα πρακτικά της συνεδρία της 21.9.2006 αλλά και ειδική αναφορά στο θέμα της προφορικής εξέτασης ώστε να εξυπακούετο ότι ο κ. Αντωνίου ενημερώθηκε δεόντως.
Συμφωνώ με τη θέση της Δημοκρατίας, με ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 ΑΑΔ 370. Αυτό που πρέπει να εξετάζεται είναι όχι η φραστική αναφορά σε ενημέρωση για την προηγουμένως ληφθείσα απόφαση αλλά η ουσιαστική αντίληψη της ενημέρωσης του απουσιάζοντος μέλους ως θέμα που συνάγεται από το σύνολο των περιστάσεων που αφορούν τη συμμετοχή στη συνέχεια του απουσιάσαντος μέλους. Να παρατηρήσω μάλιστα ότι το άρθρο 22 δεν μιλά για ενημέρωση του απουσιάσαντος μέλους ειδικώς ως προς τα προηγουμένως αποφασισθέντα αλλά ότι «τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης». Εδώ, όχι μόνο η αναφορά στα πρακτικά της συνεδρίας της 21.9.2006 αλλά και η όλη περαιτέρω συμμετοχή του κ. Αντωνίου ήταν, όπως αναμφιβόλως συνάγεται με βάση την κοινή λογική, με αναφορά στην πλήρη ενημέρωση του για τα στοιχεία που αφορούσαν τη λήψη της τελικής απόφασης, περιλαμβανομένων των αφορώντων τα όσα είχαν αποφασισθεί στη συνεδρία της 21.9.2006. Ουσιαστικά, και η όλη διαδικασία μπορούσε να θεωρηθεί ως επαναληφθείσα.
Έπειτα, οι Αιτητές παραπονούνται ότι λείπουν τα πρακτικά των συνεδριών της ΣΕ της 11, 12, 13 και 14 Δεκεμβρίου 2006, που αφορούσαν τη διεξαγωγή των προφορικών εξετάσεων ώστε να υπήρχε παράβαση του άρθρου 24 του Ν. 158(Ι)/1999.
Η Δημοκρατία, με αναφορά και σε νομολογία, απαντά ότι τις εν λόγω ημερομηνίες δεν έγιναν συνεδρίες της ΣΕ, ώστε να απαιτείτο η τήρηση πρακτικών, παρά μόνο διεξήχθησαν οι προφορικές συνεντεύξεις. Όλα δε όσα αφορούν τις προφορικές συνεντεύξεις εν πάση περιπτώσει καταγράφησαν από τη ΣΕ στην έκθεσή της, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων Γ, Δ, Ε και ΣΤ που είναι, αντιστοίχως, ο κατάλογος των υποψηφίων που προσήλθαν στην προφορική εξέταση, ο κατάλογος των υποψηφίων που προσήλθαν στην προφορική εξέταση αλλά δεν πληρούσαν τα προσόντα, η βαθμολογία των υποψηφίων που προσήλθαν στην προφορική εξέταση και η βαθμολογία των υποψηφίων που προσήλθαν στην προφορική εξέταση και πληρούσαν τα προσόντα.
Και επ΄αυτού με βρίσκει σύμφωνο η θέση της Δημοκρατίας. Τα εν λόγω παραρτήματα υπέχουν τη θέση πρακτικών εφ΄όσον καταγράφουν το αποτέλεσμα των ήδη αποφασισθεισών προφορικών συνεντεύξεων. Η περαιτέρω τήρηση «πρακτικού» στο οποίο να αναφέρετο ότι κατά τις εν λόγω ημερομηνίες διεξήχθησαν οι προαποφασισθείσες προφορικές συνεντεύξεις, που είναι η συνήθης μορφή τέτοιων πρακτικών, δεν θα προσέθετε οτιδήποτε, δοθέντος μάλιστα ότι τέτοια απλή αναφορά, αν εγίνετο, θα ήταν επαρκής και δεν θα εχρειάζετο να γίνει αναφορά στο περιεχόμενο των προφορικών συνεντεύξεων. Το γεγονός της διεξαγωγής των προφορικών συνεντεύξεων είναι εν πάση περιπτώσει επαρκώς κατεγραμμένο.
Περαιτέρω τούτου, οι Αιτητές εισηγούνται ότι, ως και της ελλείψεως των εν λόγω πρακτικών της ΣΕ αλλά και ευρύτερα, δεν προκύπτει αιτιολόγηση της αξιολόγησης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αφού η ΣΕ δίδει μόνο τον τελικό βαθμό του κάθε υποψηφίου χωρίς να φαίνεται ο συλλογισμός που οδήγησε στη διαμόρφωση του για να μπορεί και να ελεγχθεί.
Και επ΄αυτού συμφωνώ με τη Δημοκρατία. Εδώ δεν εξετάζεται θέμα επιλογής ή σύστασης στη βάση των δεδομένων στοιχείων ώστε να απαιτείται αιτιολογία με αναφορά στα κριτήρια της επιλογής ή σύστασης. Εξετάζεται η αξιολόγηση απόδοσης σε προφορική συνέντευξη που περνά μέσα από την υποκειμενική αντίληψη εκάστου μέλους της ΣΕ απολήγουσα σε βαθμολόγηση. Παραπέμπω στην απόφαση της ΣΕ της 21.9.2006 να καθορίσει τα της προφορικής εξέτασης, ότι δηλαδή η προφορική εξέταση θα βαθμολογείτο με 35 μονάδες (μέγιστη βαθμολογία) και αναγωγή στις 100 μονάδες, θα είχε δε συνολική βαρύτητα 90% (το άλλο 10% αποδίδετο στο πλεονέκτημα). Τούτου δοθέντος, δεν μπορεί να ελέγχεται, ώστε να απαιτείτο και «αιτιολόγηση», η νομική διεργασία κάθε μέλους της Σε ως προς τη βαθμολογία που θα έκρινε ορθή για κάθε υποψήφιο.
Οι Αιτητές όμως εισηγούνται περαιτέρω ότι η ΣΕ, αποφασίζοντας να αξιολογήσει τους υποψηφίους μόνο βάσει της συνέντευξης (με βαρύτητα 90%) και του πλεονεκτήματος (με βαρύτητα 10%), υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας της ώστε να παρεβιάσθη το άρθρο 34(6) του Ν. 1/1990 που θέλει τη ΣΕ να λαμβάνει υπ΄όψη όλα τα δεδομένα των υποψηφίων.
Ορθώς όμως παρατηρεί η Δημοκρατία ότι η ΣΕ δεν παραγνώρισε τα όλα στοιχεία των υποψηφίων, αφού στην έκθεση της καταγράφει όλα τα σχετικά δεδομένα κάθε υποψηφίου. Εξ άλλου, πρωταρχική υποχρέωση της ΣΕ, σύμφωνα και με την απόφαση της ΕΔΥ (για την οποία δεν διατυπώνεται παράπονο), ήταν η διεξαγωγή νέας προφορικής εξέτασης. Αυτό ουσιαστικά έκανε και η ΣΕ, και δεν βλέπω πώς η βαθμολόγηση των υποψηφίων με βάση ουσιαστικά την προφορική εξέταση εξέφευγε των ορίων της ευχέρειας της. Το άρθρο 34(6) δεν απαιτεί οποιαδήποτε συνολική βαθμολόγηση των υποψηφίων με αναφορά σε όλα τα στοιχεία παρά μόνο η σύσταση της ΣΕ να βασίζεται σε όλα τα δεδομένα ώστε να είναι αιτιολογημένη. Εδώ η ΣΕ σύστησε και τους 11 υποψηφίους που κρίθησαν προσοντούχοι στη βάση του συνόλου των στοιχείων τους και δεν περιορίσθηκε στην προφορική εξέταση και το πλεονέκτημα, ούτε παρεγνωρίσθησαν τα πρόσθετα προσόντα και η πείρα των Αιτητών τα οποία και ανεφέρθησαν λεπτομερώς. Η ειδική αναφορά που γίνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο των Αιτητών στην πείρα του Αιτητή Κέκκου για να καταδειχθεί ότι η ΣΕ δεν την έλαβε υπ΄όψη αλλά τη μηδένισε είναι αβάσιμη, αφού αυτή όχι μόνο αναφέρεται ρητώς από τη ΣΕ αλλά και σχολιάζεται για να υποδειχθεί ότι δεν μπορεί να του δώσει το πλεονέκτημα αφού δεν αποκτήθηκε στη δημόσια υπηρεσία. Το ίδιο ισχύει για την αναφορά στα πρόσθετα προσόντα του Αιτητή Σωκράτους, τα οποία εξετέθησαν λεπτομερώς.
Γίνεται έπειτα μια ειδική εισήγηση ως προς την έλλειψη δέουσας έρευνας για να εξακριβωθεί αν το ΕΜ Παπαγαβριήλ ήταν προσοντούχος.
Όπως όμως παρατηρεί η Δημοκρατία, το ότι το ΕΜ Παπαγαβριήλ ήταν προσοντούχος αποτελεί δεδικασμένο, ούτε μάλιστα φαίνεται να ηγέρθη προηγουμένως από τους Αιτητές ως ΕΜ στις προηγούμενες διαδικασίες, αλλά ούτε και είχε λόγο η ΣΕ ή η ΕΔΥ να προβεί σε περαιτέρω έρευνα.
Η τελευταία εισήγηση των Αιτητών είναι ότι η ΕΔΥ επλανήθη ως προς την κατοχή διδακτορικού τίτλου από το ΕΜ Περικλέους, αφού, αν και τούτο, όπως η ΕΔΥ αναγνώρισε, απεκτήθη μετά από τον ουσιώδη χρόνο, το έλαβε υπ΄όψη της χωρίς να λάβει υπ΄όψη της μάλιστα τα πρόσθετα προσόντα του Αιτητή Σωκράτους και την πείρα του Αιτητή Κέκκου.
Ευστόχως, φρονώ, η Δημοκρατία παραπέμπει στην απόφαση Βρυωνίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 694, για να καταδειχθεί ότι πρόσθετα προσόντα που αποκτήθησαν μετά τον ουσιώδη χρόνο μπορούν να λαμβάνονται υπ΄όψη. Ούτε διαπιστώνω άνιση αντίκριση της ΕΔΥ. Στο σχετικό απόσπασμα, όπου η ΕΔΥ εξετάζει το θέμα των μεταπτυχιακών προσόντων, η ΕΔΥ απευθύνεται ευθέως στα μεταπτυχιακά προσόντα του Αιτητή Σωκράτους και αιτιολογεί δεόντως την κρίση της επ΄αυτής της παραμέτρου. Η δε πείρα του Αιτητή Κέκκου βεβαίως συνσταθμίσθηκε.
Οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Έκαστος θα καταβάλει €500 έξοδα στη Δημοκρατία.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
/ΚΧ"Π