ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 837/2008)
6 Οκτωβρίου, 2010
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Αιτητές.
Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι Aιτητές στρέφονται εναντίον της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, στο εξής «η Αρχή», ημερ. 26.3.2008, με την οποία τους επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο €5000 για παραβάσεις της παραγράφου Δ.10(ε) του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, στο εξής «ο Κώδικας», όπως εκτίθεται στο Παράρτημα IX των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) και κύρωση της προειδοποίησης για παραβάσεις της παραγράφου Δ.10(ιε) του Κώδικα.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Η Αρχή, εξέτασε αυτεπάγγελτα τις από μέρους του τηλεοπτικού σταθμού «ΑΝΤΕΝΝΑ» (Αιτητών) πιθανές παραβάσεις του Κώδικα. Οι παραβάσεις αφορούσαν τη μετάδοση σε 5 περιπτώσεις, διαφήμισης πώλησης κούκλας με το όνομα «My Scene Shopping», με την οποία γινόταν προώθηση της με τη μέθοδο διανομής δώρων, κατά παράβαση του Κώδικα. Η επίδικη διαφήμιση είχε το ακόλουθο περιεχόμενο:-
«Τώρα με κάθε κούκλα My Scene Shopping, παίρνεις και ένα διαφορετικό δώρο. Απίθανο τσαντάκι, σούπερ ζώνη και κάλτσες. Καπέλο κορυφή. Μοντέρνο τζάκετ. Φανταστικά δώρα για σένα. Με κάθε My Scene Shopping.»
Η Λειτουργός της Αρχής που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης, σε πόρισμάα της ημερ. 18.1.2005 διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις των παραγράφων Δ.10(ε) και Δ.10(ιε) του Κώδικα, οι οποίες προβλέπουν αντίστοιχα ότι:-
«Δ.10(ε) Δεν πρέπει να δίδεται σε δώρα τα οποία προσφέρονται δυσανάλογη έμφαση σε σχέση με το είδος που διαφημίζεται.
Δ.10(ιε) Δεν επιτρέπεται η προώθηση μέσω μετάδοσης διαφημίσεων πωλήσεων στα παιδιά ενός προϊόντος με τη μέθοδο διανομής δώρων ή τη μέθοδο της συμπλήρωσης «άλμπουμ» ή με άλλη μέθοδο που βασίζεται στην τύχη.»
Η Αρχή σε συνεδρία της στις 13.4.2005 εξέτασε το πόρισμα της Λειτουργού και αποφάσισε να ενημερώσει τους καταγγελλόμενους Αιτητές και να τους καλέσει να δηλώσουν κατά πόσο επιθυμούν να είναι παρόντες κατά την εξέταση της, ενώ σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρήσει στη λήψη απόφασης χωρίς την απάντηση τους.
Οι Αιτητές, με επιστολή τους ημερ. 10.5.2005, προέβαλαν διάφορους ισχυρισμούς και ζήτησαν την απόρριψη της καταγγελίας, ενώ ζήτησαν όπως τους επιτραπεί να επιθεωρήσουν τους φακέλους της υπόθεσης καθώς και αντίγραφο του πορίσματος της Ερευνώσας Λειτουργού. Στη συνέχεια η Αρχή τους ενημέρωσε ότι το αίτημα τους έγινε αποδεκτό, καθορίζοντας τους ως ημερομηνία επιθεώρησης την 15.2.2006. Στις 7.6.2007 η Αρχή ενημέρωσε τους Αιτητές ότι η ακρόαση της υπόθεσης τους ορίστηκε για τις 20.6.2007. Στο μεταξύ, οι Αιτητές με επιστολή τους ημερ. 9.6.2007 υπέβαλαν γραπτές παραστάσεις, ζητώντας παράλληλα διάφορες πληροφορίες για την υπόθεση. Οι Καθ' ων η αίτηση σε απάντησή τους, τους πληροφόρησαν ότι τα ζητήματα που εγείρουν θα εξεταστούν στο πλαίσιο της ακρόασης της υπόθεσης.
Ακολούθησε η ακρόαση της υπόθεσης στις 20.6.2007. Οι Αιτητές παρέστησαν και μέσω των δικηγόρων τους προέβαλαν διάφορες προδικαστικές ενστάσεις, σε σχέση με την πάροδο του χρόνου εξέτασης της υπόθεσης τους, παραθέτοντας σχετικές αποφάσεις. Η Αρχή αφού τις εξέτασε, με πολυσέλιδη ενδιάμεση απόφαση της, έκρινε ότι δεν ευσταθούσαν και τις απέρριψε, ενημερώνοντας σχετικά τους Αιτητές. Επίσης ορίστηκε νέα ημερομηνία εξέτασης της ουσίας της υπόθεσης, η 12.12.2007.
Οι Αιτητές με επιστολή τους ημερ. 5.12.2007 υπέβαλαν αίτημα για χορήγηση άρτιου πρακτικού της συνεδρίας 20.6.2007, εμμένοντας στο περιεχόμενο της επιστολής τους ημερ. 9.6.2007, με το οποίο ζητούσαν πληροφορίες και στοιχεία για τον φάκελο της υπόθεσης. Επίσης δήλωσαν ότι δεν θα παραστούν στην ακρόαση της υπόθεσης.
Η Αρχή σε συνεδρία της στις 12.12.2007, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία και περιστατικά συμπεριλαμβανομένων και των γραπτών εξηγήσεων των Αιτητών, έκρινε ότι υπάρχουν παραβάσεις του των παραγράφων Δ.10(ε) και Δ.10(ιε) του Κώδικα.
Στις 28.2.2008 απέστειλε στους Αιτητές την απόφαση της ημερ. 12.12.2007 και τους κάλεσε, εάν επιθυμούν, να υποβάλουν μέσα σε 14 μέρες από τη λήψη της επιστολής, τις απόψεις τους εγγράφως για σκοπούς επιβολής κυρώσεων. Στην ίδια επιστολή τους πληροφορεί επίσης ότι σε περίπτωση που δεν ληφθεί οποιαδήποτε απάντηση μέσα στην καθορισμένη προθεσμία, η Αρχή θα προχωρήσει στην απουσία τους για επιβολή κυρώσεων. Οι Αιτητές σε απάντηση τους ημερ. 1.3.2008, προέβαλαν διάφορα γεγονότα για να επικαλεστούν την επιείκεια της Αρχής και να εισηγηθούν την μη επιβολή ποινής. Η Αρχή, με επιστολή της, τους ενημέρωσε ότι θα συνεδριάσει στις 13.3.2008 για την επιβολή κυρώσεων. Η απάντηση των Αιτητών ημερ. 17.3.2008, ήταν η επαναφορά του περιεχομένου της επιστολής τους ημερ. 9.6.2007, με τους Καθ' ων η αίτηση να τους ενημερώνουν, με επιστολή τους ημερ. 21.3.2008, ότι τα ζητήματα που εγείρουν θα εξεταστούν στο πλαίσιο της συνεδρίας τους, κατά την οποία θα επιβληθεί ποινή.
Ακολούθως η Αρχή σε απάντηση προς τους Αιτητές, που ζητούσαν επίμονα να πληροφορηθούν εάν αυτά θα εξεταστούν σε συνεδρία που θα προηγηθεί αυτής για την επιβολή ποινής ή στην ίδια, τους πληροφόρησαν ότι δεν έχουν να προσθέσουν οτιδήποτε πέραν από το περιεχόμενο της επιστολής τους ημερ. 21.3.2008. Επίσης με την ίδια επιστολή κάλεσαν τους Αιτητές, εάν επιθυμούν, να παραστούν στη συνεδρία κατά την οποία επρόκειτο να τους επιβληθεί ποινή. Η απάντηση των Αιτητών, με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους, ήταν ότι επειδή δεν πρόκειται να έχουν δίκαιη δίκη, δεν θα παραστούν.
Έτσι στις 26.3.2008 η Αρχή με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων και των γραπτών εξηγήσεων των Αιτητών για σκοπούς επιβολής κύρωσης, αποφάσισε να επιβάλει στους Αιτητές το διοικητικό πρόστιμο των €5000, για τις παραβάσεις της παραγράφου Δ.10(ε) του Κώδικα. Η Αρχή με επιστολή της ημερ. 13.5.2008 απέστειλε στους Αιτητές την απόφαση της και ότι τους έχει επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ύψους €5000 το οποίο θα πρέπει να καταβάλουν μέχρι τις 26.6.2008.
Οι Αιτητές προσβάλλουν ως άκυρη την πιο πάνω απόφαση της Αρχής και μέσα από την αγόρευση του δικηγόρου τους, προωθούν 10 λόγους ακύρωσης ότι:- (1) είναι εσφαλμένη η ερμηνεία του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/98) (όπως αυτός τροποποιήθηκε), στο εξής «ο Νόμος», καθώς επίσης και ότι πάσχει από πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, (2) η απόφαση της Αρχής είναι αναιτιολόγητη αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως παράβαση, (3) δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά, (4) έπασχε η σύνθεση και η λειτουργία της Αρχής, (5) το διοικητικό όργανο δεν ήταν δεόντως συγκροτημένο, (6) δεν έγινε δέουσα έρευνα και το πόρισμα είναι ανύπαρκτο και πάσχον, (7) παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης, (8) το διοικητικό όργανο δεν ήταν δεόντως συγκροτημένο κατά παράβαση του Νόμου 7(Ι)/98 και της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, (9) παραβιάστηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης και γνώσης των διοικητικών φακέλων και (10) παραβιάστηκε η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης - Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
Στο στάδιο των διευκρινήσεων, η κα Ραφτοπούλου εκ μέρους των Καθ'ων η αίτηση, έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου διάφορες αποφάσεις Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε μονομελή σύνθεση και μια της Ολομέλειας, οι οποίες αφορούσαν άλλες προσφυγές των Αιτητών στις οποίες αποφασίστηκαν τα ίδια θέματα. Δύο από αυτές είναι του παρόντος Δικαστηρίου. Ενόψει του ότι δεσμεύομαι τόσο από τις δικές μου αποφάσεις, όσο και από αυτές του αναθεωρητικού Εφετείου, ερώτησα τον δικηγόρο των Αιτητών, κ. Βαλιαντή, κατά πόσον θα απέσυρε κάποιους λόγους ακύρωσης. Ο κ. Βαλιαντής πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι αδυνατεί να αποσύρει ή εγκαταλείψει οποιοδήποτε λόγο, εφόσον όλες οι αποφάσεις στις οποίες έκαμε αναφορά η αντίδικος του, έχουν εφεσιβληθεί.
Οι νομικοί ισχυρισμοί
Παρά την από μέρους των Αιτητών ιεράρχηση των πιο πάνω λόγων ακύρωσης, προτιμώ να εξετάσω πρώτα τους λόγους 4, 5, 8 και 9, η εξέταση των οποίων, κατά την άποψή μου, θα πρέπει να προηγηθεί, αφού στην ουσία πρόκειται για λόγους που άπτονται της σύνθεσης, συγκρότησης της Αρχής και του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης.
Κατά πόσον έπασχε η σύνθεση και η λειτουργία της Αρχής - Λόγος ακύρωσης 4
Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η σύνθεση της Αρχής πάσχει. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι από τον φάκελο της υπόθεσης, προκύπτει ότι η απουσία του μέλους της Αρχής κ. Άλεξ Ευθυβούλου κατά τη συνεδρία όπου οι Αιτητές κρίθηκαν εκ πρώτης όψεως ένοχοι, οφείλεται στη μη νομότυπη κλίση του. Το συγκεκριμένο μέρος του λόγου ακύρωσης έχει αποσυρθεί από το δικηγόρο των Αιτητών κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και επομένως δεν χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση.
Παρέμεινε όμως το δεύτερο σκέλος του λόγου ακύρωσης που αφορά στο παράπονο ότι το ίδιο μέλος ενώ ήταν παρόν κατά τη συνεδρία που λήφθηκε η καταδικαστική απόφαση, αυτό αποχώρησε παράνομα πριν από τη λήψη της.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Με βάση τα στοιχεία του φακέλου που επικαλείται και ο συνήγορος των Αιτητών, το μέλος κ. Ευθυβούλου κλήθηκε κανονικά για τη συνεδρία της Αρχής στις 13.4.2005, αλλά δεν παρέστη λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Κλήθηκε και στη συνεδρία στις 20.6.2007. Ενώ προσήλθε, κατά την εξέταση της παρούσας υπόθεσης ο κ. Ευθυβούλου απεχώρησε. Όπως αναφέρεται στα πρακτικά, αυτό οφείλεται στο ότι η Αρχή αδυνατούσε να τον ενημερώσει για τα όσα διαμείφθηκαν κατά τη συνεδρία της ημερ. 13.4.2005, κατά την οποία απουσίαζε. Κατά την άποψή μου, δεν υφίσταται καμία πλημμέλεια στη σύνθεση της Αρχής, αλλά αντιθέτως διαπιστώνω ότι έγιναν όλες οι απαραίτητες ενέργειες για συμμόρφωση με τις επιταγές της σχετικής νομοθεσίας. Στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για φθίνουσα σύνθεση. Ο κ. Α. Ευθυβούλου από την αρχή δεν έλαβε μέρος στη σύνθεση της Αρχής. Με δεδομένο ότι η σύνθεση της Αρχής πληρούσε την απαιτούμενη από τον σχετικό Νόμο ελάχιστη απαρτία, δεν προκύπτει οποιαδήποτε παρανομία. Η υποχρέωση της Αρχής, ήταν για τα μέλη της που αρχίζουν την εξέταση συγκεκριμένων θεμάτων θα πρέπει να συνεχίσουν μέχρι την τελική απόφαση εκτός και αν προκύπτει θέμα χηρείας θέσης ή άλλου ελαττώματος στο διορισμό, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 7(9) του Νόμου, δεν επιφέρουν ακυρότητα των διαδικασιών της Αρχής.
Κακή σύνθεση της Αρχής - Λόγος ακύρωσης 5
Ο συνήγορος των Αιτητών θέτει ζήτημα τόσο κακής συγκρότησης όσο και σύνθεσης λόγω της παρουσίας του μέλους κ. Ν. Παπαμιχαήλ στην αρχική σύνθεση της Αρχής και συγκεκριμένα σε δύο συνεδριάσεις, κατά την εξέταση της υπόθεσης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Μεσούσης της διαδικασίας, ο κ. Παπαμιχαήλ στις 28.9.2007 παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κ. Άντρο Μιχαηλίδη. Αυτό, κατά τον κ. Βαλιαντή, δημιουργεί μια νέα πράξη συγκρότησης. Έτσι με δεδομένο ότι κατά τις συνεδρίες της Αρχής στις 12.12.2007 και 26.3.2008 ο κ. Παπαμιχαήλ είχε ήδη παραιτηθεί και το νέο μέλος της κ. Άντρος Μιχαηλίδης δεν έλαβε μέρος στις συνεδρίες αυτές, ο δικηγόρος των Αιτητών εισηγείται ότι «η Αρχή με τον διορισμό του νέου μέλους αποτελούσε νέο, διαφορετικής σύνθεσης συλλογικό όργανο και επομένως δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος για συνέχιση της διαδικασίας. Το νέο όργανο», εισηγείται ο δικηγόρος των Αιτητών, «δεν μπορεί να λειτουργήσει σε ημιτελή υπόθεση». Σύμφωνα με τον κ. Βαλιαντή, η σύνθεση της Αρχής ήταν ημιτελής και το υλικό που έλαβε υπόψη για να κρίνει την εκ πρώτης όψεως ενοχή των Αιτητών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρχε πλέον ενώπιον της Αρχής μετά τη νέα συγκρότησή της.
Η δικηγόρος των Καθ'ων η αίτηση, αντικρούοντας τους ισχυρισμούς των Αιτητών, αναφέρει ότι δεν επηρεάστηκε η νόμιμη συγκρότηση και σύνθεση της Αρχής από τη μη συμμετοχή λόγω παραίτησης του κ. Παπαμιχαήλ. Περαιτέρω, στο πρακτικό ημερ. 12.12.2008, κρίθηκε ότι το νέο Μέλος της Αρχής, κ. Α. Μιχαηλίδης, δεν ήταν δυνατό να ενημερωθεί πλήρως για όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία για τη λήψη της απόφασης. Το άρθρο 4 του Νόμου 7(Ι)/98, προβλέπει ότι η χηρεία θέσης δεν επιφέρει ακυρότητα πράξεων ή διαδικασιών της Αρχής.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Το άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), προβλέπει ότι η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης από διοικητικό όργανο πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Το άρθρο 20(1) προβλέπει ότι ένα συλλογικό όργανο για να είναι νόμιμο, πρέπει να είναι συγκροτημένο από όλα τα πρόσωπα που καθορίζει ο Νόμος. Το εδάφιο 2 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι η ύπαρξη κενής θέσης λόγω παραίτησης ή θανάτου ενός μέλους δεν επιτρέπει τη νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου, εκτός αν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά.
Στην προκειμένη περίπτωση, όντως ο σχετικός Νόμος προβλέπει διαφορετικά. Το άρθρο 7(9) του Νόμου, ορίζει ότι «η χηρεία θέσης της Αρχής ή ελάττωμα στο διορισμό μέλους της δεν επιφέρει ακυρότητα των πράξεων ή των διαδικασιών της».
Κατά την άποψή μου, δεν μπορεί να ευσταθήσει η εισήγηση του δικηγόρου των Αιτητών ότι με την παραίτηση του κ. Ν. Παπαμιχαήλ και το διορισμό του κ. Α. Μιχαηλίδη, όλες οι διαδικασίες που εκκρεμούσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν άκυρες. Η πρόνοια του άρθρου 7(9) είναι σαφής.
Κακή συγκρότηση της Αρχής κατά παράβαση του Νόμου 7(Ι)/98 και της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης - Λόγος ακύρωσης 8
Με το λόγο αυτό ο συνήγορος των Αιτητών θέτει ένα άλλο θέμα που αφορά στη συγκρότηση της Αρχής. Συγκεκριμένα, προβάλλει ότι η συμμετοχή στη σύνθεση της Αρχής, αλλά και στην όλη διαδικασία μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, του μέλους κας Μαίρης Κουτσελίνη, συνιστά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας και των συναφών νομοθετικών διατάξεων. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Αιτητών, η κα Κουτσελίνη είναι αδελφή της συζύγου του κ. Κ. Αιμιλιανίδη, και άρα εξ αγχιστείας συγγενής του, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κάτοχος μετοχών της Lumiere TV Public Co. Ltd και, συναφώς, της ραδιοτηλεοπτικής επιχείρησης Multichoice (Cyprus) (Public) Co. Ltd. Έτσι προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση τόσο του άρθρου 4(3) του Νόμου που προβλέπει ότι:- «Κανένα πρόσωπο δε διορίζεται μέλος της Αρχής αν έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε οποιανδήποτε ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση ή στο Ραδιοτηλεοπτικό ίδρυμα Κύπρου», όσο και το άρθρο 7(6) του Νόμου το οποίο προνοεί ότι:- «μέλος που έχει προσωπικό συμφέρον σε υπό συζήτηση θέμα οφείλει να το γνωστοποιεί στην Αρχή και να απέχει της συζήτησης και της ψηφοφορίας που γίνεται γι' αυτό». Περαιτέρω, ότι η συμμετοχή της παραβιάζει το άρθρο 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99), το οποίο δεν επιτρέπει τη συμμετοχή σε διοικητικό όργανο, συγγενικού προσώπου εξ αγχιστείας.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Η συμμετοχή του μέλους, κας Μαίρης Κουτσελίνη, στη σύνθεση της Αρχής, τέθηκε πρόσφατα στο Δικαστήριο και σε άλλες υποθέσεις των Αιτητών. Αναφέρομαι στις υποθέσεις Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 572/07, ημερ. 18.12.2009 και Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 636/2008, ημερ. 14.4.2010. Στην πρώτη από τις πιο πάνω υποθέσεις, εξήγησα ότι δεν τίθεται θέμα αμεροληψίας ή παράβασης του άρθρου 4(3) του Νόμου. Υιοθετώ πλήρως το σκεπτικό μου όπως διατυπώθηκε στο πιο κάτω απόσπασμα, από τις σελ. 18-19 της απόφασης (572/07, ανωτέρω):-
«..η κατοχή και μόνο κάποιου αριθμού μετοχών από ένα πρόσωπο που τυγχάνει να είναι συγγενής εξ' αγχιστείας με ένα από τα μέλη της Αρχής δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θα επηρέαζε το τελευταίο μεροληπτικά σε βάρος των Αιτητών. Η κατοχή και μόνο 100 μετοχών, μέσα στις χιλιάδες που συνιστούν το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, θα ήταν υπερβολικό να λεχθεί ότι είναι λόγος έστω και έμμεσα να θεωρηθεί ότι έχει συμφέρον στο να καταδικαστούν οι Αιτητές και μάλιστα σε μια τέτοια υπόθεση με ιδιάζουσας σημασίας γεγονότα, που άπτονται του γενικότερου ενδιαφέροντος και της ευαισθησίας των πολιτών. [Βλ. επίσης Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Υπ. Αρ. 2295/06, ημερ. 20.10.2009 (Ναθαναήλ, Δ.) και Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπ. Αρ. 726/06, ημερ. 16.4.2008 (Kωνσταντινίδη, Δ.) και Αντέννα Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Υπ. Αρ. 170/2007, ημερ. 24.11.2009 (Παμπαλλής, Δ.)].»
Παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης και γνώσης των διοικητικών φακέλων - Λόγος ακύρωσης 9
Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει, ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης των Αιτητών, γιατί όπως ισχυρίζεται δεν τους δόθηκε η δυνατότητα πρόσβασης στους διοικητικούς φακέλους της υπόθεσης. Προς στήριξη του ισχυρισμού επικαλείται το άρθρο 43 του Νόμου 158(Ι)/99 και παραθέτει αποσπάσματα από σχετική νομολογία.
Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν και προβάλλουν ότι δόθηκε κάθε δυνατότητα στους Αιτητές να εκφράσουν τις θέσεις τους, γραπτώς και προφορικώς, καθώς επίσης τους διευκόλυναν στην πρόσβαση και επιθεώρηση των φακέλων, αποδεχόμενοι το αίτημα τους για αναβολή επιθεώρησης όταν αυτοί δεν μπορούσαν.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατά την άποψη μου οι Αιτητές δεν δικαιολογούνται να παραπονούνται, αφού όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης και συγκεκριμένα από τις επιστολές που αντάλλαξαν μεταξύ τους, είναι φανερό ότι δεν τους στερήθηκε ούτε πρόσβαση στους φακέλους, ούτε και το δικαίωμα ακρόασης. Ενδεικτική είναι η επιστολή της Αρχής ημερ. 6.2.2006 με την οποία πληροφορεί τους Αιτητές ότι «είχε κάνει δεχτό το αίτημα .. για επιθεώρηση των διοικητικών φακέλων» και τους καλούσε να τους επιθεωρήσουν στις 15.2.2006 στην παρουσία αρμόδιου υπαλλήλου της Αρχής. Επίσης από τα πρακτικά των συνεδριάσεων αλλά και το αντίγραφο του πορίσματος που τους χορηγήθηκε, προκύπτει ότι τους δόθηκε κάθε ενημέρωση για την πορεία της υπόθεσης και κάθε ευκαιρία να συμμετάσχουν σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Παρόμοιο λόγο ακύρωσης εξέτασα και στην υπόθεση Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. αρ. 572/07, ημερ. 18.12.2009 και υιοθετώ το εκεί σκεπτικό μου, αφού τα βασικά γεγονότα είναι όμοια.
Εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου 7(Ι)/98 / Πλάνη περί τα πράγματα και νομική πλάνη - Λόγος ακύρωσης 1
Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι οι επίδικες νομοθετικές διατάξεις περιέχουν στην αντικειμενική τους υπόσταση αόριστες αξιολογικές έννοιες, όπως η έννοια της «.. δυσανάλογης έμφασης», που εμφανίζεται στην παράγραφο Δ.10(ε) του Κώδικα. Γι' αυτές τις έννοιες οι Καθ' ων η αίτηση δεν προέβησαν σε καμία έρευνα, δεν προσκόμισαν καμία μαρτυρία για να αποδείξουν το περιεχόμενο τους, αλλά και ούτε εξέτασαν το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο έχουν προβληθεί. Επίσης το άρθρο 29 του ίδιου Νόμου αναφέρει ότι «Οι σταθμοί έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οι εκπομπές τους δεν περιλαμβάνουν προγράμματα τα οποία ενδέχεται να βλάψουν σοβαρά την σωματική, την πνευματική ή την ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων», ενώ η επίδικη διαφήμιση προβαλλόταν στις 22:00 το βράδυ, σε χρόνο δηλαδή που επιτρέπονται οι διαφημίσεις παιγνιδιών και άρα οι Αιτητές ενεργούσαν στα πλαίσια το Νόμου.
Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τον πιο πάνω ισχυρισμό και προβάλλουν ότι έγινε πλήρης και αιτιολογημένη έρευνα από το Λειτουργό της Αρχής που ετοίμασε σχετική έκθεση. Επίσης η απόφαση της, η οποία δόθηκε και στους Αιτητές, ήταν δεόντως αιτιολογημένη και αποτέλεσμα επαρκούς έρευνας εφαρμόζοντας την σχετική νομοθεσία. Ακόμη ότι δεν είχε υποχρέωση για λήψη μαρτυρίας από το κοινωνικό περιβάλλον που ήταν αποδέκτης της επίδικης εκπομπής, γιατί το περιεχόμενο των σχετικών νομοθετικών διατάξεων είναι ξεκάθαρο ως προς το ζήτημα και μπορεί να διαπιστωθεί από το εξειδικευμένο προσωπικό από το οποίο στελεχώνεται η Αρχή. Περαιτέρω, δεν μπορεί να υποδειχθεί στην Αρχή η μέθοδος και διαδικασία διεξαγωγής της σχετικής έρευνας. Επίσης η παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας προκύπτει και από το ίδιο το περιεχόμενο της επίδικης εκπομπής, παραθέτοντας και σχετικό απόσπασμα από αυτή.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατά την άποψη μου τόσο από την έκθεση της Ερευνώσας Λειτουργού της Αρχής, όσο και από την ίδια την απόφαση της Αρχής προκύπτει ότι ερευνήθηκαν και αξιολογήθηκαν τα γεγονότα της υπόθεσης, με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία και το σχετικό βίντεο της επίδικης μετάδοσης. Έτσι σωστά διαπιστώθηκε ότι η συμπεριφορά των Αιτητών ενέπιπτε στο πλαίσιο των πιο πάνω αξιολογικών εννοιών, ώστε αυτή να συνιστά παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας. Η ερμηνεία που έδωσαν οι Καθ'ων η αίτηση στις διάφορες αξιολογικές έννοιες είναι εύλογη και δεν ξεφεύγει των ακραίων νομίμων ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας. Δεν συμφωνώ ότι το όργανο όφειλε να δεχθεί μαρτυρία για θέματα όπως το επίπεδο ανωριμότητας και κρίσης ενός παιδιού, κατά πόσο ήταν «δυσανάλογη η έμφαση» στα δώρα και για άλλες έννοιες. Η συλλογική κρίση του οργάνου εκφράζεται μέσα από την ατομική κρίση εκάστου των μελών, τα οποία κατά κανόνα προέρχονταν από διαφορετικές ειδικότητες, ώστε να υποβοηθείται το έργο και ο σκοπός του διοικητικού οργάνου. Καμία πλάνη δεν διαπιστώνεται είτε ως προς τα γεγονότα, είτε ως προς το νόμο, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο δικηγόρος των Αιτητών. Απόλυτα σχετική με τον παρόντα λόγο ακύρωσης, είναι τα όσα αποφασίστηκαν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Α.Ε. 76/2007, ημερ. 8.2.2010.
Με τον ίδιο λόγο ακύρωσης, ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει επίσης ότι η Αρχή δεν αιτιολόγησε την απόφασή της για ενοχή τους γιατί, όπως ισχυρίζεται, παρέλειψε να υπαγάγει τα πραγματικά περιστατικά στα επιμέρους συστατικά του αδικήματος.
Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των Αιτητών, προβάλλουν ότι η Αρχή είχε ενώπιον της το πλήρες πόρισμα της Λειτουργού της στο οποίο παραθέτει τόσο την νομική όσο και την πραγματική βάση στην οποία στηρίχθηκε για να καταλήξει σ' αυτό. Έτσι αφού μελέτησε τόσο το πόρισμα, το οποίο ήταν πλήρως αιτιολογημένο, όσο και τις σχετικές θέσεις των Αιτητών κατέληξε στην πενηντασέλιδη απόφαση της, ενσωματώνοντας σ' αυτήν και το πόρισμα.
Ούτε αυτό το μέρος του λόγου ακύρωσης, ευσταθεί.
Η αιτιολογία μιας απόφασης δεν κρίνεται βέβαια από την έκτασή της, αλλά από το περιεχόμενό της. Θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τα πραγματικά περιστατικά όσο και τη νομική βάση στην οποία τα έχει υπαγάγει, έτσι ώστε η απόφαση στην οποία έχει καταλήξει να μπορεί να υπαχθεί στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Στην παρούσα περίπτωση η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, κατά την άποψή μου, καταγράφει πλήρως και λεπτομερώς την εικόνα των πραγματικών περιστατικών, αιτιολογώντας δεόντως πως κατέληξε στην ενοχή τους βάσει αυτών, χωρίς αοριστολογίες και ασάφειες. Περαιτέρω η αιτιολογία μιας απόφασης μπορεί να συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, μέρος του οποίου ήταν και το πόρισμα. Κατά την άποψή μου, ο δικαστικός έλεγχος είναι απόλυτα εφικτός εφόσον οι λόγοι για τους οποίους η Αρχή κατέληξε στην απόφασή της, είναι απόλυτα κατανοητοί από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, καμιά πλάνη δεν διαπιστώνεται.
Η απόφαση της Αρχής είναι αναιτιολόγητη αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως παράβαση - Λόγος ακύρωσης 2
Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η Αρχή δεν αιτιολόγησε την απόφασή της για ενοχή τους. Όπως ισχυρίζεται, το σημείωμα της Ερευνώσας Λειτουργού στο οποίο βασίστηκε η Αρχή, δεν αποτελεί ένα πλήρες πόρισμα. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό των Αιτητών, αυτό είναι αυθαίρετο αφού δεν καταγράφει ούτε τις νομοθετικές πρόνοιες και ούτε τα συμπεράσματα της και πού στηρίζονται αυτά.
Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των Αιτητών, προβάλλουν ότι η Αρχή είχε ενώπιον της το πόρισμα της Λειτουργού της, το οποίο ήταν πλήρες και αιτιολογημένο. Αυτό το πόρισμα με βάση την πάγια νομολογία, κάνοντας εκτενή αναφορά σ' αυτήν, είχε δικαίωμα υιοθέτησης του χωρίς περαιτέρω αιτιολογία.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατά την άποψή μου, το πόρισμα της Λειτουργού της Αρχής αλλά και η ίδια σχετική απόφαση της Αρχής καταγράφει τόσο τη νομική βάση όσο και την πλήρη εικόνα των πραγματικών περιστατικών, αιτιολογώντας δεόντως πως κατέληξε στην ενοχή των Αιτητών, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου. Κατά την άποψή μου, η αιτιολογία της απόφασης της Αρχής, όπως υπέδειξα και σε σχέση με τον λόγο ακύρωσης 1, πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις, αφού εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στη μετάδοση της επίδικης διαφήμισης, κατά παράβαση της παραγράφου Δ.10(ε) του Κανονισμού, δόθηκε «..σε δώρα τα οποία προσφέρονται δυσανάλογη έμφαση σε σχέση με το είδος που διαφημίζεται.». Σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται στη σελίδα 42 της προσβαλλόμενης απόφασης.
Δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά - Λόγος ακύρωσης 3
Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η Αρχή δεν τήρησε άρτια πρακτικά σε τέσσερις συνεδρίες της αφού, όπως ισχυρίζεται, δεν έχει καταγραφεί:- Η αιτιολογία των αποφάσεων των Καθ' ων η αίτηση, αν κατά τη λήψη τους υπήρχε μειοψηφία ή όχι, αν ήταν παρόντα μη μέλη της Αρχής και όλα τα λεχθέντα κατά τις ακροαματικές διαδικασίες ενώπιον της Αρχής, των παραστάσεων των δικηγόρων των Αιτητών και της υπέρ τους μαρτυρίας.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Εν μέρει, οι ισχυρισμοί έχουν ήδη απαντηθεί. Απλή εξέταση των φακέλων της υπόθεσης και μελέτη των σχετικών πρακτικών, αρκεί για να καταδείξει ότι οι ισχυρισμοί των Αιτητών δεν ευσταθούν. Κατά την άποψή μου, όχι μόνο τηρήθηκαν πρακτικά για την κάθε μια από τις επίδικες συνεδριάσεις, αλλά αυτά, κρίνοντας από το περιεχόμενό τους, ήταν άρτια αφού καταγράφουν με λεπτομέρεια τα όσα συζητήθηκαν στις επίδικες συνεδρίες, αναφέρουν ποια μέλη ήταν παρόντα και ποια απόντα. Κατά την άποψή μου, τα πρακτικά ήταν επαρκέστατα και δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για το τι διαμείφθηκε μεταξύ των μελών.
Μη δέουσα έρευνα και ανύπαρκτο και πάσχον πόρισμα - Λόγος ακύρωσης 6
Ο συνήγορος των Αιτητών για άλλη μια φορά επαναλαμβάνει τα περί μη εξέτασης και απόδειξης των αξιολογικών εννοιών οι οποίες περιέχονται στη σχετική νομοθεσία, καθώς καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε από αποδέκτες της επίδικης εκπομπής, προς απόδειξη τους. Επίσης προβάλλει ότι το πόρισμα της Ερευνώσας Λειτουργού είναι ανύπαρκτο, αφού δεν προηγήθηκε δέουσα έρευνα ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης, ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύει μια σειρά ενεργειών στις οποίες θα έπρεπε να προβεί για είναι πλήρης η έρευνά της.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Οι ισχυρισμοί για έλλειψη έρευνας συνδέονται άμεσα τόσο με ισχυρισμούς για πλάνη περί τα πράγματα, όσο και με τους ισχυρισμούς για έλλειψη αιτιολογίας που εξετάστηκαν στα πλαίσια άλλων λόγων ακύρωσης. Τα ζητήματα που τίθενται εδώ από το συνήγορο των Αιτητών, τα έχω ήδη εξετάσει διεξοδικά πιο πάνω και έχω ήδη αποφανθεί ότι η έρευνα τόσο από την Ερευνώσα Λειτουργό όσο και από την Αρχή ήταν πλήρης και εμπεριστατωμένη. Με βάση τα ενώπιον τους στοιχεία και το σχετικό βίντεο, τόσο η Λειτουργός όσο και η Αρχή, προέβησαν κατά την άποψή μου, σε πλήρη έρευνα όλων των ζητημάτων που είχαν εγερθεί. Αναφορικά με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς των Αιτητών, υιοθετώ το σκεπτικό μου στην Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 636/08, ημερ. 14.4.2010. Όπως ανέφερα εκεί, η Ερευνώσα Λειτουργός κατά την άσκηση της αρμοδιότητας της δεν έχει υποχρέωση, αλλά αρμοδιότητα να λάβει καταθέσεις, αφού σύμφωνα με το Καν. 42(4) των Κανονισμών:-
«42(4) Ο λειτουργός έχει αρμοδιότητα να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες και να πάρει γραπτές καταθέσεις από εμπλεκόμενα πρόσωπα τα οποία οφείλουν να δώσουν κάθε σχετική πληροφορία ή στοιχεία.»
Αλλά ακόμη και αν είχε τέτοια υποχρέωση δεν βλέπω το λόγο πως αυτή η παράλειψη της Ερευνώσας Λειτουργού, από μόνη της, θα καθιστούσε την έρευνα μη δέουσα (βλ. σχετικά Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α.Ε. 76/2007, ημερ. 8.2.2010).
Παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης - Λόγος ακύρωσης 7
Οι Αιτητές παραπονούνται ότι η Αρχή καθυστέρησε κατά 2 μήνες να τους κοινοποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η Αρχή απορρίπτει τον πιο πάνω ισχυρισμό, αφού όπως προβάλλει η δικηγόρος της, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον φόρτο εργασίας και όχι σε σκόπιμη παράλειψή της. Επίσης σχολιάζει το γεγονός ότι ενώ διαδικασία καθυστερούσε εξαιτίας των αναβολών που ζητούσαν οι Αιτητές, αυτοί δεν παραπονέθηκαν τότε για οποιανδήποτε ταλαιπωρία. Εν πάση περιπτώσει, οι Αιτητές με τα όσα αναφέρουν δεν απέδειξαν ότι έχουν υποστεί οποιανδήποτε ζημιά.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατά την άποψη μου η καθυστέρηση των 2 μηνών δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να θεωρηθεί υπερβολική και κακόπιστη, αν ληφθεί υπόψη. Πέραν τούτου, οι Αιτητές δεν έχουν αποδείξει ότι έχουν υποστεί οποιαδήποτε ζημιά εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης και ούτε έχει διαπιστωθεί ότι αποστερήθηκαν οποιοδήποτε από τα δικαιώματα τους για προβολή των θέσεων τους. Από τα στοιχεία ενώπιόν μου, δεν διαπιστώνω καμιά ασυνέπεια, αντιφατικότητα ή κακοπιστία που είτε να οδηγήσει σε ταλαιπωρία, είτε να εξαπατήσει τους Αιτητές, ώστε να δικαιολογείται ο ισχυρισμός τους περί έλλειψης καλής πίστης.
Παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης) - Λόγος ακύρωσης 10
Ο συνήγορος των Αιτητών ισχυρίζεται, όπως και σε προηγούμενες προσφυγές, ότι κατά παράβαση των πιο πάνω άρθρων η Αρχή διόρισε την Ερευνώσα Λειτουργό και στη συνέχεια ενήργησε ταυτόχρονα ως κατήγορος και δικαστής.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Όπως έχω επισημάνει και σε προηγούμενες προσφυγές των Αιτητών (βλ. ανωτέρω), το ζήτημα αυτό έχει κριθεί από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην SIGMA RADIO T.V. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 320/99 κ.α., ημερ. 14.2.2004, στην οποία αποφασίστηκε ότι:-
«Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι η προβλεπόμενη διαδικασία, την οποία η Αρχή ακολούθησε, βρίσκεται σε διάσταση με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης που απαιτούν (α) να είναι ο κριτής αμερόληπτος και (β) να παρέχεται στο υπό κρίση πρόσωπο η ευκαιρία να ακουστεί. Σημειώνουμε κατ΄ αρχάς την ενσωμάτωση τους στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία κυρώθηκε από την Κύπρο με τον Ν. 39/62, και την κατ΄ ουσίαν αντιγραφή αυτής της διάταξης στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Κατά τη συζήτηση των προσφυγών δεν απασχόλησε η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Η οποία εμφανίζει κάποια ρευστότητα. Εξηγείται ωστόσο από την εγγενή δυσκολία στάθμισης των παραγόντων στη βάση των οποίων γίνεται η κατάταξη, αφού στην ποικιλόμορφη σφαίρα της δραστηριότητας των διοικητικών οργάνων είναι κάποτε δύσκολο να αποφασιστεί πρώτο, το κατά πόσο η περίπτωση εμπίπτει στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και δεύτερο, αν εμπίπτει, κατά πόσο τηρήθηκαν οι όροι του. Ως προς το πρώτο, έχοντας υπόψη μας την τάση του ΕΔΑΔ για έμφαση σε ιδιωτικού δικαίου δικαιώματα έναντι παραγόντων δημοσίου δικαίου, που σημαίνει τη διασταλτική υπέρ του πολίτη ερμηνεία, θεωρούμε πως πρέπει να προσεγγίσουμε τις υπό κρίση προσφυγές στη βάσει του δικαιώματος για αμερόληπτη κρίση. Με αυτό ως δεδομένο, προχωρούμε να εξετάσουμε το κατά πόσο η προβλεπόμενη διαδικασία πληρούσε τα εχέγγυα αμεροληψίας. Δικαιολογείται, κατά τη γνώμη μας, η καταφατική απάντηση. Μας φαίνεται πως σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις υπήρξε ικανοποιητική διάκριση μεταξύ των διαφόρων σταδίων, τα οποία συνίσταντο στη συγκέντρωση των στοιχείων, στην προκαταρκτική θεώρηση τους, στην ενημέρωση των αιτητών ως προς αυτά, στην παροχή σ΄ αυτούς του δικαιώματος να ακουστούν, γραπτώς ή προφορικώς, και στην τελική κρίση. Το ότι, βάσει του άρθρου 38(1)(δ) του Νόμου, «..... έσοδα που προέρχονται από την επιβολή διοικητικού προστίμου στους σταθμούς .....» κατατίθενται στο ταμείο της Αρχής δεν είναι, κατά τη γνώμη μας, ασυμβίβαστο με την αμεροληψία. Δεν εμπλέκεται ιδιωτικό ή προσωπικό οικονομικό συμφέρον. Η Αρχή, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ενεργεί απρόσωπα για την προώθηση των σκοπών του Νόμου. Στο ταμείο της Αρχής κατατίθενται, βάσει της ίδιας διάταξης, και άλλα έσοδα που περιλαμβάνουν τέλη από την παραχώρηση αδειών, την εξέταση αιτήσεων κλπ, όπως και η κρατική χορηγία με την οποία εν πάση περιπτώσει διασφαλίζεται η οικονομική επάρκεια της Αρχής ώστε να μπορεί να επιτελέσει το ιδιαίτερα σημαντικό στη σύγχρονη κοινωνία έργο της.»
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νόμιμα και θα πρέπει να επικυρωθεί.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ σε βάρος των Αιτητών. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ