ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 695/2007, 742/2007 και 1035/2007)
5 Οκτωβρίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 695/2007)
ΑΛΙΚΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
(Υπόθεση Αρ. 742/2007)
ΜΑΡΙΑ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
(Υπόθεση Αρ. 1035/2007)
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Α. Μ. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια στην προσφυγή υπ΄ αρ. 695/07.
Μ. Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια στην προσφυγή υπ΄αρ. 742/07.
Ντ. Πασπαλίδης, για τον Αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1035/07.
Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Σεραφείμ, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Μαρία Κλεάνθους και Μαρία Αλεξάνδρου.
Λ. Ιωαννίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Πατρίνα Ταραμίδου.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Με τις παρούσες προσφυγές οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α΄, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, από 1.5.2007, αντί αυτών.
Επειδή σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας η θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α΄, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), στις 22.10.2004 αποφάσισε τη δημοσίευση των πιο πάνω θέσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Ανταποκρίθηκαν 105 υποψήφιοι και μετά τη σχετική διαδικασία η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, στις 14.4.2006, υπέβαλε στην Επιτροπή την έκθεσή της.
΄Υστερα από αίτημα της Επιτροπής, στις 31.10.2006 η Συμβουλευτική Επιτροπή υπέβαλε με συγκεκριμένους στόχους που είχαν οριστεί, συμπληρωματική έκθεση. Στη συνέχεια η Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Μεταξύ των συστηνομένων περιλαμβάνονταν τα ενδιαφερόμενα μέρη, καθώς και η αιτήτρια στην προσφυγή υπ΄ αρ. 742/07 και ο αιτητής στην υπ΄ αρ. 1035/07. Η αιτήτρια στην προσφυγή υπ΄ αρ. 695/07 δεν περιλήφθηκε.
Η αιτήτρια αντέδρασε αποστέλλοντας σχετικές βεβαιώσεις, με αποτέλεσμα η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερομηνίας 29.1.2007 να αποφασίσει όπως η ίδια και δύο άλλοι υποψήφιοι κληθούν επίσης στην ενώπιόν της προφορική εξέταση.
Στη συνεδρία της Επιτροπής στις 4.4.2007, στην παρουσία του Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, πραγματοποιήθηκε η προφορική εξέταση των υποψηφίων. Ο Διευθυντής σύστησε τα ενδιαφερόμενα μέρη και στη συνέχεια η Επιτροπή αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων.
Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού εξέτασε το ενώπιόν της υλικό, έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη και ένας ακόμα υποψήφιος υπερείχαν γενικά των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους καταλληλότερους.
Προσφυγή υπ΄ αρ. 695/07.
Η αιτήτρια, μεταξύ άλλων υποστηρίζει ότι η παράγραφος 3(6) του σχεδίου υπηρεσίας, σε σχέση με το πλεονέκτημα, είναι καθ΄ υπέρβαση εξουσίας (ultra vires) και άκυρη γιατί παραβιάζει το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος και την αρχή της ισότητας. Κατά συνέπεια η επιλογή των ενδιαφερομένων μερών Μαρίας Αλεξάνδρου και Πατρίνας Ταραμίδου που κρίθηκαν ότι κατέχουν το πλεονέκτημα, είναι άκυρη.
Στο σχέδιο υπηρεσίας στην παράγραφο 3(6) αναφέρεται ότι ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό θα αποτελεί πλεονέκτημα.
Η αιτήτρια, η οποία δεν κατέχει το συγκεκριμένο προσόν, υποστηρίζει ότι η πρόνοια αυτή παραβιάζει την αρχή της ισότητας, γιατί η πείρα από την κατοχή θέσης στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό ορίστηκε να είναι υπέρτερης βαρύτητας από την όποια άλλη πείρα. Το σχέδιο υπηρεσίας παράτυπα και αντισυνταγματικά αναγνώρισε έτσι προβάδισμα των δύο πιο πάνω ενδιαφερομένων μερών, αλλά και γενικότερα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό και παράτυπα δημιούργησε ιδιαίτερη κατηγορία υποψηφίων.
Όσον αφορά το πλεονέκτημα οι υποψήφιοι που υπέβαλαν αίτηση για τις επίδικες θέσεις μπορούσαν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες:
(α) Οι προερχόμενοι από τον ιδιωτικό τομέα, αφού η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, που δεν μπορούσαν βέβαια να έχουν το πλεονέκτημα αφού δεν υπηρετούσαν στη Δημόσια Υπηρεσία και ασφαλώς δεν ανήκαν στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό. (β) Οι δημόσιοι υπάλληλοι που δεν υπηρετούσαν στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό και συνεπώς δεν μπορούσαν επίσης να έχουν το πλεονέκτημα και (γ) οι δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι υπηρετούσαν στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό και έτσι κατείχαν το πλεονέκτημα.
Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Με προαγωγή θα μπορούσαν να την διεκδικήσουν όσοι δημόσιοι υπάλληλοι κατείχαν την αμέσως κατώτερη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, όπως το ενδιαφερόμενο μέρος Μαρία Αλεξάνδρου που προήχθη στη θέση, ενώ με πρώτο διορισμό θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τη θέση, τόσο υποψήφιοι από τον ιδιωτικό τομέα, όσο και υποψήφιοι δημόσιοι υπάλληλοι που δεν κατείχαν τη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αλλά κατείχαν άλλες θέσεις στη δημόσια υπηρεσία, όπως είναι η αιτήτρια και τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη.
Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας ότι η ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό αποτελεί πλεονέκτημα, δεν έχει τεθεί καθ΄ υπέρβαση εξουσίας. Οι καθ΄ ων η αίτηση, αλλά και ο ευπαίδευτος συνήγορος των ενδιαφερομένων μερών Μαρίας Κλεάνθους και Μαρίας Αλεξάνδρου, κάνουν αναφορά στην υπόθεση Ε.Δ.Υ. ν. Ιακώβου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 35, όπου δεκαετής τουλάχιστον πείρα στην επίβλεψη και εκτέλεση κατασκευαστικών έργων οδοποιίας και κτιρίου, από την οποία δεκαετής τουλάχιστον υπηρεσία στον προγραμματισμό, οργάνωση και έλεγχο εργασιών και προσωπικού στην Επαρχιακή Διοίκηση, κρίθηκε ότι δεν είχε τεθεί καθ΄ υπέρβαση εξουσίας.
Είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν επιλέγηκαν αποκλειστικά και μόνο επειδή διέθεταν το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Εξηγούν ότι η αιτήτρια αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «πολύ καλή», ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη Ταραμίδου και Αλεξάνδρου ως «εξαίρετες». Τις ίδιες αξιολογήσεις έτυχαν επίσης, τόσο από το Διευθυντή, όσο και από την Επιτροπή. Από τα πιο πάνω, καταλήγουν οι καθ΄ ων η αίτηση, διαπιστώνεται ότι η πίστωση του πλεονεκτήματος στα δύο ενδιαφερόμενα μέρη δεν τους έδωσε οποιοδήποτε προβάδισμα.
Με όλο το σεβασμό δεν θα συμφωνήσω με τους καθ΄ ων η αίτηση. Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να πω ότι το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν αφορά τη Μαρία Κλεάνθους γιατί αυτή δεν κατείχε το πλεονέκτημα, αλλά μόνο τις Ταραμίδου και Αλεξάνδρου. Περαιτέρω συμφωνώ με τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας ότι η υπόθεση Δημοκρατίας ν. Ιακώβου, ανωτέρω, δεν προωθεί τα επιχειρήματα των καθ΄ ων η αίτηση γιατί στην υπόθεση εκείνη η επίδικη παράγραφος του σχεδίου υπηρεσίας αφορούσε απαιτούμενο προσόν, ενώ στην παρούσα υπόθεση πλεονέκτημα. Στην υπόθεση Ιακώβου, κρίθηκε ότι η σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας ήταν νόμιμη γιατί άφηνε ανοικτή τη δυνατότητα υποβολής υποψηφιότητας και στους εσωτερικούς υποψήφιους που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και κατείχαν την αμέσως κατώτερη θέση, αλλά και στους δημόσιους υπαλλήλους που δεν κατείχαν την κατώτερη θέση, αλλά προέρχονταν από άλλους κλάδους ή υπηρεσίες, αλλά και από υποψήφιους από τον ιδιωτικό τομέα. Στην Ιακώβου, με τη συγκεκριμένη πρόνοια δινόταν συνεπώς η ευκαιρία σε περισσότερους να είναι υποψήφιοι, ενώ στην παρούσα υπόθεση με την πρόνοια για πλεονέκτημα ουσιαστικά περιορίζονται οι δυνατότητες των υποψηφίων που δεν το κατείχαν. Η πρόνοια για το πλεονέκτημα επηρεάζει αρνητικά τόσο τους δημόσιους υπαλλήλους που δεν διέθεταν ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, αλλά και τους υποψήφιους που προέρχονταν από τον ιδιωτικό τομέα. Η πρόνοια εισάγει κατά τη γνώμη μου άνιση μεταχείριση και δίδεται απαράδεκτο προβάδισμα υπέρ ορισμένων μόνο δημοσίων υπαλλήλων.
Η παρούσα υπόθεση είναι παρόμοια με την υπόθεση Φελλά ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού, Υποθ. Αρ. 603/02, ημερ. 22.10.2004, όπου και εκεί το σχέδιο υπηρεσίας παράτυπα και αντισυνταγματικά αναγνώριζε ότι η πείρα από την κατοχή θέσης στην Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού, ορίστηκε να είναι υπέρτερης βαρύτητας από την όποια άλλη πείρα και έδιδε προβάδισμα στον κάτοχό της, δημιουργώντας ιδιαίτερη κατηγορία υποψηφίων εις βάρος της αιτήτριας.
Το επιχείρημα της αιτήτριας ευσταθεί και συνεπώς η προαγωγή της Μαρίας Αλεξάνδρου και ο διορισμός της Πατρίνας Ταραμίδου θα πρέπει να ακυρωθούν.
Η αιτήτρια υποστηρίζει περαιτέρω ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι άκυρη και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Προσπαθώντας να ενισχύσει το επιχείρημά της η αιτήτρια υποστηρίζει ότι έχει τις ίδιες βαθμολογίες στις ετήσιες εκθέσεις των τελευταίων ετών με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, υπερέχει των ενδιαφερομένων μερών σε πείρα, ενώ υπερέχει και σε αρχαιότητα. Όσον αφορά τα προσόντα υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος Μαρία Κλεάνθους, η ίδια διαθέτει μεταπτυχιακό προσόν επιπέδου Master. Το επιχείρημα της αιτήτριας εστιάζεται κυρίως εναντίον του ενδιαφερομένου μέρους Μαρίας Κλεάνθους και σε μικρότερο μέρος σε σχέση με τα άλλα τρία.
Η σύσταση του Διευθυντή αποτελεί ένα ξεχωριστό, πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσης (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485 και Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422).
Δεν συμφωνώ με την αιτήτρια στο επιχείρημα αυτό. Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και συνεπώς η σύσταση δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένη. Ο Διευθυντής, όπως είχε κάθε δικαίωμα, απλώς σύστησε τα ενδιαφερόμενα μέρη, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε αιτιολογία. Από την όλη ενώπιόν μου εικόνα δεν φαίνεται ότι η σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Ο Διευθυντής συνυπολόγισε όλα τα στοιχεία. Οι φάκελοι δείχνουν, λίγο πολύ, ισότιμους υποψήφιους και ο Διευθυντής απλώς επέλεξε εκείνους που θεωρούσε ως καταλληλότερους. Η αιτήτρια δυνατόν να υπερέχει ελαφρά, έως οριακά, θα έλεγα στα επιμέρους κριτήρια, αλλά από την άλλη, κατά τη γενική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχε χαμηλότερη αξιολόγηση από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Αξιολογήθηκε ως «πολύ καλή», ενώ τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν «εξαίρετα» και τα άλλα δύο «σχεδόν εξαίρετος» έως «πάρα πολύ καλός».
Σύμφωνα με τη νομολογία ο Διευθυντής βρίσκεται σε μοναδική θέση να προκρίνει τον καταλληλότερο για την υπό πλήρωση θέση. Δεν συμφωνώ, όμως, με το επιχείρημα των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο Διευθυντής είχε την ευκαιρία να σχηματίσει και εντύπωση από την προφορική εξέταση των υποψηφίων. Όπως έχει αποφασιστεί (Καφά ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 103/05, ημερ. 1.2.2010) η προφορική εξέταση γίνεται επ΄ ωφελεία της Επιτροπής, η οποία είναι και το μόνο όργανο το οποίο έχει δικαίωμα, σύμφωνα με το Νόμο, να βασιστεί στην προφορική εξέταση και να αξιολογήσει τους υποψήφιους ανάλογα. Η τυχόν παρουσία του προϊσταμένου στην εξέταση σκοπό έχει να βοηθηθεί η Επιτροπή στην αξιολόγησή της. Δεν επιτρέπεται στον προϊστάμενο να χρησιμοποιεί τη συνέντευξη για να αξιολογήσει τους υποψήφιους και να καταλήξει στη σύστασή του. Η σύσταση θα πρέπει να στηρίζεται στις προηγούμενες του εμπειρίες για τον συγκεκριμένο υποψήφιο, τις συστάσεις των άμεσων προϊσταμένων του και την εξέταση των υπηρεσιακών φακέλων. Η εντύπωση από τη συνέντευξη συνιστά εξωγενή παράγοντα.
Τέλος, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε ως προς τη διαφορά στην προφορική εξέταση. Η Επιτροπή έδωσε στην προφορική εξέταση μεγαλύτερη ή ουσιώδη βαρύτητα παρ΄ όλο που η διαφορά στην απόδοση της αιτήτριας από την απόδοση των ενδιαφερομένων μερών ήταν οριακή. Η αιτήτρια αξιολογήθηκε από την Επιτροπή για την απόδοσή της στην προφορική εξέταση ως «πολύ καλή», ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη ως «εξαίρετα».
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η διαφορά αυτή κρίθηκε από την Επιτροπή ως πολύ σημαντική ή ουσιώδης και βασικά έκρινε ουσιαστικά και καίρια την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Δεν φαίνεται ότι η Επιτροπή έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη. Αντίθετα, φαίνεται ότι έλαβε υπ΄ όψιν όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, όπως την αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τη σύσταση του Διευθυντή, αλλά και το περιεχόμενο των φακέλων.
Ακυρώνεται, όπως είδαμε πιο πάνω, ο διορισμός της Πατρίνας Ταραμίδου και η προαγωγή της Μαρίας Αλεξάνδρου, λόγω της χρήσης του πλεονεκτήματος το οποίο κρίθηκε ως αντισυνταγματικό, αλλά η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί όσον αφορά τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη, που δεν είχαν το πλεονέκτημα.
Προσφύγη υπ΄αρ. 742/07.
Η προσφυγή εναντίον των ενδιαφερομένων μερών Χρίστου Χρυσοστομίδη και Πατρίνας Ταραμίδου αποσύρθηκε και ως αποτέλεσμα παραμένει εναντίον των ενδιαφερομένων μερών Γεώργιου Γεωργίου, Μαρίας Κλεάνθους και Μαρίας Αλεξάνδρου της οποίας η προαγωγή έχει ήδη ακυρωθεί ως αποτέλεσμα της προσφυγής υπ΄ αρ. 695/07.
Η αιτήτρια κατ΄ αρχάς στρέφεται εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους 5 Μαρίας Αλεξάνδρου και ισχυρίζεται ότι δεν συνάγεται από το διοικητικό φάκελο πώς και γιατί η Αλεξάνδρου κατέχει το απαραίτητο προσόν και το πλεονέκτημα μαζί. Όπως είπαμε πιο πάνω η προαγωγή της Αλεξάνδρου έχει ακυρωθεί λόγω της αντισυνταγματικότητας του όρου του σχεδίου υπηρεσίας για το πλεονέκτημα και συνεπώς τα όποια επιχειρήματα εναντίον της προαγωγής της δεν πρόκειται να μας απασχολήσουν.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι ο εκ των υστέρων, δηλαδή μετά την υποβολή των αιτήσεων, καθορισμός των απαιτούμενων ετών πείρας για να θεωρείται επαρκής «σε θέματα διοίκησης προσωπικού κατά προτίμηση στη δημόσια υπηρεσία», καθώς και των απαιτούμενων ετών πείρας ως Γενικό Διοικητικό Προσωπικό για την πλήρωση του πλεονεκτήματος ήταν καταχρηστικός. Νοουμένου, συνεχίζει η αιτήτρια, ότι οι πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας δεν προσδιορίζουν την «επαρκή» και την «ευδόκιμη πείρα», η Επιτροπή θα έπρεπε να συγκεκριμενοποιήσει την κατά την κρίση της χρονική διάρκεια της πείρας αυτής. Αντ΄ αυτού, η Συμβουλευτική Επιτροπή υποκατάστησε αναρμοδίως και κατά παράβαση του νόμου, την Επιτροπή στο έργο της. Ακόμα η Επιτροπή όφειλε να ερμηνεύσει το σχέδιο υπηρεσίας πριν την έναρξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, δηλαδή πριν την προκήρυξη της θέσης και όχι μετά από αυτήν.
Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί γιατί οι απαιτήσεις των πιο πάνω δύο παραγράφων του σχεδίου υπηρεσίας αποτελούν βέβαια μέρος των απαιτούμενων προσόντων και η διαπίστωση της κατοχής των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου (Σελεάρης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 602).
Στις περιπτώσεις όπου σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί πείρα ή υπηρεσία χωρίς να καθορίζεται η διάρκειά της, είναι επιτρεπτό για το διορίζον όργανο να καθορίζει μια λογική διάρκεια. Και ο καθορισμός του εύρους της πείρας, μπορεί να καθορίζεται μετά την υποβολή των υποψηφιοτήτων γιατί αποτελεί άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου.
Στην υπόθεση Μουσιούττα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 339/03, ημερ. 24.3.2004 σε παρόμοιο λόγο ακύρωσης ότι δηλαδή η Συμβουλευτική Επιτροπή αναρμοδίως και αναιτιολόγητα καθόρισε τη χρονική διάρκεια της επαρκούς ευδόκιμης διοικητικής πείρας κάποιου σχεδίου υπηρεσίας, αλλά και εκείνη της ευδόκιμης πείρας του Γενικού Διοικητικού Προσωπικού, όπως στην παρούσα υπόθεση, κρίθηκε ότι όπου σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί πείρα ή υπηρεσία χωρίς να καθορίζει τη διάρκειά της είναι επιτρεπτό για το διορίζον όργανο να καθορίζει μια λογική χρονική διάρκεια. Ο καθορισμός βέβαια του χρόνου θα πρέπει να αιτιολογείται (Αυγερινού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 702).
Και στην παρούσα υπόθεση φαίνεται ότι ο καθορισμός του χρόνου αιτιολογείται. Επίσης είναι θεμιτός ο καθορισμός της πείρας μετά την υποβολή των υποψηφιοτήτων γιατί συνιστά καθήκον, αλλά και άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου, που πρέπει βέβαια να γίνεται μέσα σε εύλογα πλαίσια.
Στην παρούσα υπόθεση η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καταδεικνύει ότι αυτή είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη. Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 10.7.2006 υιοθέτησε την έκθεση και τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε ό,τι αφορά την κατοχή των προσόντων που προβλέπονται από τις παραγράφους 3(2) και 3(6) του σχεδίου υπηρεσίας ασκώντας διακριτική ευχέρεια επί του θέματος (Φεττάς κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 394).
Περαιτέρω η αιτήτρια προβάλλει ότι είναι κάτοχος του πλεονεκτήματος σε αντίθεση με τους Γεωργίου και Κλεάνθους, με την Επιτροπή να μην παρέχει ειδική αιτιολογία για την επιλογή τους παραγνωρίζοντας την ίδια. Εν όψει του γεγονότος ότι το πλεονέκτημα έχει ήδη θεωρηθεί ως αντισυνταγματικό δεν υπάρχει λόγος να εξετάσουμε το συγκεκριμένο ισχυρισμό.
Τέλος, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι υπήρξε παραγνώριση της υπεροχής της, καθ΄ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής. Αφού παραθέτει τα προσόντα, τη συνολική της πείρα και τις αξιολογήσεις της και αφού υπερείχε καταφανώς σε αρχαιότητα θα έπρεπε, σύμφωνα πάντα με την ίδια, να επιλεγεί.
Ως προς τα υπόλοιπα δεν θα συμφωνούσα γιατί απ΄ όλα τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία η επιλογή στην οποία προέβη ήταν εντός των εύλογων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν υπέρ τους όχι μόνο τη σύσταση του Διευθυντή, αλλά και την καλύτερη αξιολόγησή τους κατά την διάρκεια των προφορικών συνεντεύξεων. Ως προς δε τα υπόλοιπα μπορεί η αιτήτρια να υπερτερεί σε αρχαιότητα, αλλά η επιλογή έγινε αφού λήφθηκαν υπ΄ όψιν όλα τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία.
Εν όψει των ανωτέρω όπως προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή υπ΄ αρ. 742/07, θα πρέπει να απορριφθεί.
Προσφυγή υπ΄ αρ. 1035/07.
Η προσφυγή στρέφεται εναντίον των ενδιαφερομένων μερών Πατρίνας Ταραμίδου, Γεώργιου Γεωργίου, Μαρίας Κλεάνθους και Μαρίας Αλεξάνδρου. Ο διορισμός της Ταραμίδου και η προαγωγή της Αλεξάνδρου έχει, όπως είδαμε προηγουμένως ακυρωθεί και συνεπώς θα μείνει για εξέταση το θέμα της ακύρωσης του διορισμού του Γεώργιου Γεωργίου και της Μαρίας Κλεάνθους. Ο αιτητής υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να είχε επιλεγεί λόγω της αρχαιότητάς του, αλλά και των εξαίρετων αξιολογήσεων που τον έκαναν να μην υστερεί έναντι ουδενός από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Υποστηρίζει την έλλειψη δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας, αλλά και παραγνώριση του πλεονεκτήματος το οποίο κατείχε και την παράλειψη να δοθεί ειδική αιτιολογία γι΄ αυτή την παραγνώριση.
Όσον αφορά το πλεονέκτημα είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να το λάβουμε υπ΄ όψιν. Τελικά ο αιτητής υποστηρίζει ότι συνολικά υπερείχε έκδηλα όλων των ενδιαφερόμενων μερών, ενώ υπερείχε σημαντικά και εμφανώς στο κριτήριο «αρχαιότητα».
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι το δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου (Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 789 κ.α., ημερ. 30.5. 1989).
Εξετάζοντας τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία δεν έχω πεισθεί ότι τα παράπονα του αιτητή ευσταθούν. Η Επιτροπή κρίνοντας το ενώπιόν της υλικό, στο σύνολό του, και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπ΄ όψιν ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη διέθεταν τη σύσταση του Διευθυντή, αλλά και πολύ καλύτερη αξιολόγηση στην προφορική εξέταση, επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη μέσα στα εύλογα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας.
Δεν συμφωνώ ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα ούτε και ότι η απόφασή της δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Ανάμεσα σε ισότιμους, όπως παρουσιάζονται, υποψήφιους, η Επιτροπή επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη που είχαν τη σύσταση του Διευθυντή, αλλά και καλύτερη αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση. Υπό τις συνθήκες η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Εν κατακλείδι οι προσφυγές υπ΄ αρ. 695/07 και 1035/07 επιτυγχάνουν εναντίον των ενδιαφερομένων μερών Πατρίνας Ταραμίδου και Μαρίας Αλεξάνδρου, των οποίων ο διορισμός και η προαγωγή αντιστοίχως ακυρώνονται. Κατ΄ ανάλογο τρόπο επιτυγχάνει και η προσφυγή υπ΄ αρ. 742/07 εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Μαρίας Αλεξάνδρου, αλλά απορρίπτονται και οι τρεις προσφυγές ως προς τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη Γεωργίου και Κλεάνθους.
Τα έξοδα και των τριών προσφυγών θα βαρύνουν τους καθ΄ ων η αίτηση. Υπολογίζονται στα €1.400, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, για κάθε προσφυγή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ