ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 2/2008)

 

12 Οκτωβρίου, 2010

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 12.10.2007, με την οποία προάχθηκαν εκ νέου, μετά από επανεξέταση, τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη Χριστόδουλος Φωτίου, Τάκης Αντωνίου και Κυριάκος Χαραλάμπους, στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας, Τμήμα Γεωργίας αναδρομικά από την 1.4.2003.  Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση προέκυψε ύστερα από επανεξέταση η οποία κατέστη αναγκαία μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική ΄Εφεση υπ΄ αρ. 3871, ημερομηνίας 4.7.2007 (Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 373), την οποία είχε επίσης καταχωρήσει ο αιτητής.  Η πρωτόδικη απόφαση στην προσφυγή του υπ΄ αρ. 397/03 ανατράπηκε, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερομηνίας 24.2.2003 με την οποία είχαν προαχθεί τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 3871 έκρινε ότι η αναδρομική προαγωγή του εφεσείοντα (αιτητή στην παρούσα υπόθεση) στην προηγούμενη της επίδικης θέσης το 1998, αντί στις 15.11.2001 που θεώρησε η Επιτροπή, οδήγησε σε πλάνη περί την αρχαιότητα του αιτητή και γενικά της επακόλουθης αρχαιότητας μεταξύ των υποψηφίων.  Όπως τονίστηκε, το δικαστήριο δεν μπορούσε να γνωρίζει ποια θα ήταν η άποψη της Επιτροπής αν είχε υπ΄ όψιν της τα σωστά δεδομένα.

 

Εν όψει της πιο πάνω απόφασης της ολομέλειας, η Επιτροπή αποφάσισε στη συνεδρία της ημερομηνίας 20.7.2007, όπως η πλήρωση της θέσης επανεξεταστεί από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία θα ελάμβανε υπ΄όψιν τα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο και την ορθή αρχαιότητα των υποψηφίων.  Επισημάνθηκε επίσης ότι η αρχική προφορική εξέταση που είχε διεξαχθεί ενώπιόν της παρέμεινε ως πραγματικό στοιχείο κρίσης.

 

Στις 20.8.2007 συνήλθε η Συμβουλευτική Επιτροπή υπό νέα σύνθεση για την επανεξέταση της πλήρωσης των τριών θέσεων η οποία αφού έλαβε υπ΄ όψιν την τελική αξιολόγηση και όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει εννιά υποψήφιους,  μεταξύ των οποίων ο αιτητής και τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Η Επιτροπή στις 12.10.2007 επανεξέτασε την όλη κατάσταση, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και υπό το φως της δικαστικής απόφασης.  Κατά τη συνεδρία παρευρέθηκε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ο οποίος  σύστησε για προαγωγή τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη.  Τελικά η Επιτροπή επέλεξε ως καταλληλότερους τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη και τους πρόσφερε αναδρομική προαγωγή από 1.4.2003.

 

Ο αιτητής επικαλείται μεγάλο αριθμό νομικών λόγων για να επιτύχει ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή παραβίασαν το δεδικασμένο και τις αρχές της επανεξέτασης.  Ισχυρίζεται ότι κατά παράβαση του δεδικασμένου λήφθηκαν υπ΄ όψιν, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και από την Επιτροπή, οι «μολυσμένες» όπως τις αποκαλεί συνεντεύξεις των τότε Επιτροπών.

 

Θα πρέπει να πω κατ΄ αρχάς ότι ο ισχυρισμός αυτός τίθεται κατ΄ αόριστο και γενικό τρόπο και ουσιαστικά καταλήγει στο επιχείρημα ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η Επιτροπή που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, επαναπροήγαγαν τα ίδια άτομα, παράνομα και χωρίς ουσιαστική αιτιολογία, χωρίς δε να διορθώσουν την πλάνη που είχε επισημανθεί από την Ολομέλεια.

 

Ο πιο πάνω ισχυρισμός του αιτητή θα πρέπει να απορριφθεί.  Όπως προκύπτει καθαρά από την απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 3871, με βάση την οποία έγινε η επανεξέταση πλήρωσης των θέσεων, ο μοναδικός λόγος ακύρωσης της προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής ήταν ότι κατά την πλήρωση των θέσεων δεν είχε ληφθεί υπ΄ όψιν η πραγματική αρχαιότητα του αιτητή.  Συγκεκριμένα κατά την ημερομηνία πλήρωσης των θέσεων που ακυρώθηκαν, ο αιτητής κατείχε την προηγούμενη της επίδικης θέσης Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού από 15.11.2001.  Ωστόσο στη συνέχεια και μετά την πλήρωση της θέσης που ακυρώθηκε, με απόφαση της Επιτροπής σε άλλη επανεξέταση, ο αιτητής προήχθη στην ίδια θέση αναδρομικά από 1.2.1998.  Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι παρ΄ όλον ότι η αναδρομική προαγωγή του αιτητή έλαβε χώρα μετά τη συνεδρία κατά την οποία ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έπαυε να καθιστά την απόφαση της Επιτροπής πλημμελή.  Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην ουσία η Επιτροπή καταλήγοντας στην απόφασή της βασίστηκε, έστω και εν αγνοία της, σε ανακριβή στοιχεία, ενεργώντας έτσι υπό πλάνη ως προς την αρχαιότητα του αιτητή.

 

Στο πρακτικό της πρώτης συνεδρίας της Επιτροπής κατά την επανεξέταση επισημαίνεται ο πιο πάνω λόγος, ως ο μόνος λόγος ακύρωσης της απόφασης της  Επιτροπής.  Γίνονται συστάσεις στη Συμβουλευτική Επιτροπή να επανεξετάσει την πλήρωση των θέσεων με βάση την ορθή αρχαιότητα των υποψηφίων.  Είναι φανερό δε από τα πρακτικά που τηρήθηκαν τόσο των συνεδριάσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και της Επιτροπής, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη νομίμως, χωρίς την κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του δεδικασμένου.  Σε όλα τα πρακτικά καταγράφεται η σωστή αρχαιότητα του αιτητή.

 

Εξ άλλου, στην απόφασή της η Ολομέλεια δεν έκρινε ούτε τις προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ούτε  και τις ενώπιον της Επιτροπής ως μεμπτές και συνεπώς, ορθώς λήφθηκαν υπ΄ όψιν κατά τη διαδικασία επανεξέτασης και λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η Επιτροπή έλαβαν υπ΄ όψιν μόνο την αξιολόγηση των υποψηφίων κατά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης ενώπιόν τους, ενώ η γενική αξιολόγηση των υποψηφίων από μέρους τους διαμορφώθηκε με βάση τα ενώπιόν τους στοιχεία κατά τον ουσιώδη χρόνο και φυσικά και της σωστής αρχαιότητας του αιτητή, όπως αυτή κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Εξ  άλλου το άρθρο 34Α (3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Νόμος 1/1990, όπως τροποποιήθηκε, ξεκάθαρα προβλέπει ότι κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπ΄ όψιν η κρίση που αποκόμισαν η Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση που τυχόν έγινε πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφασή τους, ανεξαρτήτως αν, στο μεταξύ, έχει αλλάξει η σύνθεσή τους.  Η εν λόγω κρίση δεν λαμβάνεται υπ΄ όψιν αν ο λόγος της ακύρωσης αφορά προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας της προφορικής εξέτασης, είτε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, είτε ενώπιον της Επιτροπής, κατά τρόπο που επηρεάζει την κρίση που αποκόμισαν η Συμβουλευτική Επιτροπή ή η Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση.

 

Στην παρούσα περίπτωση άλλαξε η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώ ο λόγος ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο της προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής δεν αφορούσε προηγούμενο της προφορικής εξέτασης στάδιο της διαδικασίας.  Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα πλάνης, ούτε της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ούτε και της Επιτροπής, ως προς την αρχαιότητα του αιτητή, αφού κατά την επανεξέταση λήφθηκαν υπ΄ όψιν, εκτός της σωστής του αρχαιότητας και οι αξιολογήσεις των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις.

 

Ίσως θα ήταν χρήσιμο στο σημείο αυτό να εξετάσουμε τα επί μέρους στοιχεία τα οποία συνθέτουν τη συνολική εικόνα του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών, κριτήρια στα οποία ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπερέχει.  Ο αιτητής, με επίκεντρο την κατ΄ ισχυρισμόν υπεροχή του, ισχυρίζεται ότι πάσχει τόσο η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής υπέρ των ενδιαφερομένων μερών, όσο και η απόφαση της Επιτροπής για προαγωγή τους.  Εξ ίσου πάσχει και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ενώ σε καμιά έρευνα δεν προέβη η Επιτροπή σχετικά με τα πιο πάνω στοιχεία, περιοριζόμενη μόνο να υιοθετήσει την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να καταστεί αναιτιολόγητη.

 

Οι αξιολογήσεις για τα έτη 1997, 1998, 1999, 2000 και 2001 φέρουν τα ενδιαφερόμενα μέρη να προηγούνται σε αξία, έστω και οριακά, του αιτητή.  Τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερίσχυσαν του αιτητή και στις προφορικές εξετάσεις, τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και της Επιτροπής.

 

Ως προς τα προσόντα, το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης δεν καθορίζει την κατοχή οποιουδήποτε προσόντος ως πλεονεκτήματος και συνεπώς ο ισχυρισμός του αιτητή ότι παραγνωρίστηκε τόσο από τη Συμβουλευτική, όσο και από την Επιτροπή το γεγονός ότι είναι κάτοχος πλεονεκτήματος ή και πρόσθετου προσόντος και γι΄ αυτό θα έπρεπε να δοθεί ειδική αιτιολογία, είναι τουλάχιστον ατυχής.

 

Καταγράφτηκε στα πρακτικά ότι τα επιπρόσθετα προσόντα που κατείχαν οι υποψήφιοι λήφθηκαν υπ΄ όψιν ως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.  Τόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη, όσο και ο αιτητής είναι κάτοχοι τέτοιων προσόντων, πλην του ενδιαφερόμενου μέρους Αντωνίου του οποίου ο αιτητής ενδεχομένως υπερέχει στον τομέα αυτό.

 

Ως προς την αρχαιότητα είδαμε ότι ο αιτητής υπερέχει, γεγονός που καταγράφτηκε στα πρακτικά, τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και της Επιτροπής  Συγκεκριμένα προήχθη στην προηγούμενη της επίδικης θέση «Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού» την 1.2.1998, ενώ οι Χαραλάμπους και Αντωνίου την 1.11.1999 και ο Φωτίου στις 15.6.2002.

 

Επίσης ατυχώς ως προς την πείρα ο αιτητής υποστηρίζει κατά πολύ γενικό τρόπο ότι υπερέχει των ενδιαφερομένων μερών, παραπέμποντας στο διορισμό του στη Δημόσια Υπηρεσία το 1971.  Είναι όμως γνωστό ότι δεν υπολογίζεται με αυτό τον τρόπο η πείρα. Εξ  άλλου η πείρα σε υπεύθυνη θέση είναι απαιτούμενο προσόν σύμφωνα με την παράγραφο 3 του σχεδίου υπηρεσίας, προσόν το οποίο και οι τέσσερις υποψήφιοι κατείχαν.

 

Τα ενδιαφερόμενα μέρη και ο αιτητής φαίνεται να είναι ισοδύναμοι σε προσόντα με τον αιτητή να προηγείται σε αρχαιότητα, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη σε αξία.  Περαιτέρω, είχαν υπέρ τους την καλύτερη απόδοση στις συνεντεύξεις, τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και ενώπιον της Επιτροπής, αλλά και τη σύσταση του Διευθυντή.  Συνεπώς, εν όψει όλων των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί του ότι πάσχει η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής, αλλά και η σύσταση του Διευθυντή κρίνονται ως ανεδαφικοί και απορρίπτονται.  Για τους ίδιους λόγους εξ ίσου απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ακόμα ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει (άρθρο 32(1) (β) του Νόμου 1/1990), επειδή ο οικείος προϊστάμενος δεν κλήθηκε να λάβει μέρος στη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Αν η συμμετοχή του δημιουργούσε κώλυμα, υποστηρίζει, αντί να διοριστεί άλλο άτομο στη θέση του θα έπρεπε να είχε αποχωρήσει, με τα άλλα τέσσερα άτομα της Συμβουλευτικής Επιτροπής να συνεχίζουν, αφού αποτελούσαν απαρτία.

 

Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί.  Όπως φαίνεται στο σχετικό απόσπασμα από το πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ημερομηνίας 20.8.2007, όπου καταγράφεται η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, πήραν στη συνεδρία μέρος οι Πανίκος Πούρος, Γενικός Διευθυντής Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Πάνος Ιωαννίδης, Διευθυντής Τμήματος Αναδασμού, Πόλυς Μιχαηλίδης, Διευθυντής Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης, Γεώργιος Γεωργίου, Διευθυντής Τμήματος Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών και Αντώνης Αντωνίου, Διευθυντής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος.  Περαιτέρω επεξηγείται ότι επειδή ο πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που είχε συσταθεί το Νοέμβριο του 2002 για την πλήρωση των τριών κενών θέσεων, Μάκης Κωνσταντινίδης, Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, είχε μετακινηθεί στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και ΄Εργων και επειδή τα μέλη Αντώνης Κωνσταντίνου, Διευθυντής Τμήματος Γεωργίας και Γεώργιος Πετρίδης, Διευθυντής Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης είχαν αφυπηρετήσει, κατέστη αναγκαία η συγκρότηση νέας Συμβουλευτικής Επιτροπής για την επανεξέταση της πλήρωσης των θέσεων.

 

Η σύνθεση νέας Συμβουλευτικής Επιτροπής κατέστη αναγκαία σύμφωνα με την πιο πάνω μετακίνηση και τις αφυπηρετήσεις κατά το άρθρο 32 (1) (β) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι κάθε φορά που πρόκειται για πλήρωση θέσεων οι κάτοχοι των οποίων είναι ιεραρχικά αμέσως υφιστάμενοι του προϊσταμένου του οικείου τμήματος, ως πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενεργεί ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου και τα υπόλοιπα μέλη αυτής, από τα οποία το ένα θα είναι ο οικείος προϊστάμενος, θα επιλέγονται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου και θα εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση.

 

Ο οικείος προϊστάμενος του Τμήματος Γεωργίας στο οποίο και οι επίδικες θέσεις ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστόδουλος Φωτίου, ο οποίος διορίστηκε ως Αναπληρωτής Διευθυντής από 19.5.2006.  Συνεπώς είναι εμφανής ο λόγος της μη συμμετοχής του στη σύνθεση της νέας Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Τυχόν συμμετοχή του θα καθιστούσε τη σύνθεση παράνομη.  Κατ΄ ακολουθία ορθώς ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας που ήταν πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής επέλεξε και ενέκρινε τα τέσσερα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως ανωτέρω.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει περαιτέρω προκατάληψη ή έχθρα από την πλευρά του Διευθυντή Γεωργίας εναντίον του, ισχυρισμός ο οποίος καταλήγει στο ότι ο συγκεκριμένος λειτουργός δεν έπρεπε να είναι μέλος της  Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Μεταξύ άλλων, παραπέμπει σε αντιδικίες τους σε προηγούμενες προσφυγές και μείωση των υπηρεσιακών του εκθέσεων για το έτος 1999.

 

Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί.  Προφανώς ο αιτητής έχει παρεξηγήσει την όλη διαδικασία εφ΄ όσον ο Διευθυντής Γεωργίας, όπως φαίνεται από τη σύνθεση της νέας Συμβουλευτικής Επιτροπής, νόμιμα δεν συμμετείχε στην παρούσα διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης, αφού είναι ενδιαφερόμενο μέρος.  Γι΄ αυτό εξ  άλλου και τη σύσταση έκανε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.

 

Ο αιτητής προσπαθεί να συνδέσει τη συμμετοχή του Διευθυντή Γεωργίας στην προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή αναφορικά με την προφορική συνέντευξη που διεξήχθη ενώπιόν της και τα αποτελέσματα της οποίας νομίμως λήφθηκαν υπ΄ όψιν κατά την επανεξέταση, αφού αυτή δεν κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι έπασχε.

 

Και ο τελευταίος ισχυρισμός του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης στο ξεκαθάρισμα της υπόθεσης, θα πρέπει να απορριφθεί.  Υποστηρίζει ότι οι θέσεις προκηρύχθηκαν στις 2.8.2002, οι προαγωγές είχαν ισχύ από 1.4.2003 και μέχρι σήμερα το θέμα δεν έχει ξεκαθαρίσει, με αποτέλεσμα να παρατηρείται, ως ισχυρίζεται, υπέρμετρη καθυστέρηση.  Αρκεί  εις απάντηση του πιο πάνω ισχυρισμού να επισημανθεί ότι η πρωτόδικη απόφαση η οποία επικύρωσε την προηγούμενη απόφαση της Ε.Δ.Υ, εκδόθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο στις 29.7.2004, ενώ η απόφαση στην Α.Ε. 3871 που ο αιτητής καταχώρησε  εναντίον της πρωτόδικης απόφασης εκδόθηκε στις 4.7.2007.  Όπως φαίνεται από το πρακτικό της επανεξέτασης από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στις 20.7.2007, η Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος σχεδόν αμέσως, δηλαδή μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης της Ολομέλειας, στην πραγματικότητα 15 μέρες αργότερα.  Συνεπώς δεν παρατηρήθηκε καμιά καθυστέρηση, πολύ δε περισσότερο υπέρμετρη καθυστέρηση στο ξεκαθάρισμά της.

 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται, με €1.400 έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο