ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1549/2008)

 

12  Οκτωβρίου, 2010

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΧΑΡΗΣ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Χρ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.

Καλ. Στιβαρού (κα) για Ιωαννίδη, Δημητρίου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Μιχάλη Τσιάτταλου, στη θέση Βοηθού Επιστάτη Βοηθητικών Υπηρεσιών Σταθμού, Κλίμακα Α8, Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής, Ηλεκτροπαραγωγός Σταθμός Βασιλικού, αντί του αιτητή.

 

Μετά την κυκλοφορία της γνωστοποίησης κενών θέσεων στις 28.11.2005, συνήλθε η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού, η οποία και επιλήφθηκε των αιτήσεων των υπαλλήλων για προαγωγή και επέλεξε τρεις υποψήφιους.  Η εισήγηση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής για Προαγωγές Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού υποβλήθηκε στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή των καθ΄ων η αίτηση για Θέματα Προσωπικού, η οποία στις 31.3.2006 αποφάσισε να εισηγηθεί την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση.

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ΄ ων η αίτηση κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 2.5.2006, αφού αξιολόγησε τα ενώπιόν του στοιχεία αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.  Εναντίον της απόφασης ο αιτητής καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την προσφυγή υπ΄ αρ. 1180/06.  Το δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή στις 12.2.2008, με αποτέλεσμα οι καθ΄ ων η αίτηση κατά τη συνεδρίαση ημερομηνίας 6.5.2008, να αποφασίσει να παραπέμψει το όλο θέμα για επανεξέταση ενώπιον της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής για Προαγωγές Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού.

 

Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή κατά τη συνεδρία της στις 14.5.2008, επανεξέτασε το θέμα και επέλεξε τρεις υποψήφιους.  Η εισήγηση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής υποβλήθηκε στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή των καθ΄ ων η αίτηση για Θέματα Προσωπικού, η οποία στις 20.6.2008, αποφάσισε να εισηγηθεί την αναδρομική προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 22.7.2008, αφού αξιολόγησαν όλα τα ενώπιόν τους στοιχεία αποφάσισαν την αναδρομική προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει ότι τα προσόντα του και η υπεροχή του σε αρχαιότητα παραγνωρίστηκαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης με ανεπαρκή αιτιολογία και χωρίς τη δέουσα έρευνα.  Υποστηρίζει ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει αφού στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, μια και η αόριστη αναφορά οποιωνδήποτε στοιχείων δεν συνιστά δέουσα έρευνα, πολλώ δε μάλλον όταν ο συστηνόμενος δεν υπερτερεί σε προσόντα και αρχαιότητα του μη συστηθέντος.  Σύμφωνα πάντα με τον αιτητή ο Διευθυντής όφειλε να προβεί σε συγκρίσεις των υποψηφίων και να αναφέρει ποια στοιχεία ο ίδιος θεωρούσε ότι έκαναν το ενδιαφερόμενο μέρος να υπερτερεί.

 

Δεν μπορώ να δεκτώ τον πιο πάνω ισχυρισμό για έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας στη σύσταση του Διευθυντή.  Αντίθετα, στη σύσταση ο Διευθυντής προβαίνει σε σύγκριση του αιτητή με το ενδιαφερόμενο μέρος αναφορικά με κάθε ένα από τα κριτήρια που θέτει ο κανονισμός 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86, όπως έχουν τροποποιηθεί.

 

Ο κανονισμός 23(2) προβλέπει ότι οι προαγωγές αποφασίζονται βάσει της πείρας, της αξίας της ικανότητας, της αρχαιότητας στην Αρχή, των προσόντων σε συσχετισμό προς το εκάστοτε ισχύον για τη θέση σχέδιο υπηρεσίας και της εν τη υπηρεσία επιδόσεως εκάστου υποψηφίου.  Νοείται ότι η σειρά με την οποία τα πιο πάνω κριτήρια αναφέρονται, δεν καθορίζει ή υποδηλοί ιεράρχηση ή υπέρτερη βαρύτητα οποιουδήποτε των πιο πάνω κριτηρίων.

 

Στη σύστασή του ο Διευθυντής συγκρίνοντας την αξία των δύο υποψηφίων με βάση τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις, παρατηρεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος παρουσιάζει σημαντική υπεροχή έναντι του αιτητή αφού για τα τελευταία εφτά χρόνια έχει βαθμολογηθεί με 17Α, 37Β+ και 7Β έναντι 12Α και 35Β+ και 13Β του αιτητή.  Σημειώνει επίσης ότι ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα κατά 22 μήνες, ενώ ως προς την ικανότητα αναφέρει ότι λόγω της αντίστοιχης υπεροχής του στη βαθμολογία, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει του Θεοχαρίδη.  Ως προς την επίδοση, που αποτελεί ξεχωριστό θεσμοθετημένο στοιχείο κρίσης, το οποίο εξάγεται από τα επί μέρους κριτήρια «ποσότητα εργασίας» «ποιότητα εργασίας» και «ζήλος για εργασία», παρατηρεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε έναντι του αιτητή, αφού βαθμολογείται με 7Α και 14Β, έναντι 4Α και 14Β του αιτητή.  Ως προς το κριτήριο «πείρα», ο Διευθυντής διαχωρίζει την πείρα από την αρχαιότητα και προσμετρά το συγκεκριμένο τεκμήριο έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους με την αιτιολογία ότι η πείρα δεν συναρτάται μόνο με τη διάρκεια της υπηρεσίας, αλλά και με το αποτέλεσμα της εργασίας και στο αποτέλεσμα αυτό όπως αντικατοπτρίζεται από τις εκθέσεις αξιολόγησης, αλλά και τις συστάσεις του άμεσα προϊσταμένου των υποψηφίων.

 

Δεν συμφωνώ με τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι ο Διευθυντής προβαίνει σε αόριστη αναφορά στοιχείων η οποία δεν παραπέμπει σε δέουσα έρευνα.  Αντίθετα, στη σύστασή του ο Διευθυντής συγκρίνει τους δύο υποψήφιους σε κάθε ένα από τα κριτήρια, αιτιολογώντας την απόφασή του.  Κατέληξε να επιλέξει προς σύσταση το ενδιαφερόμενο μέρος εξηγώντας γιατί, μη παραλείποντας ταυτόχρονα να σημειώσει ότι ο αιτητής υπερτερούσε σε προσόντα και αρχαιότητα.

 

Ως προς τα προσόντα, τόσο ο αιτητής, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, πληρούν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας το οποίο δεν προνοεί ως απαιτούμενα οποιαδήποτε ακαδημαϊκά προσόντα.  Ως βασικό προσόν κρίνεται η προηγούμενη υπηρεσία.  Συνεπώς, το γεγονός ότι ο αιτητής κατέχει τα πιστοποιητικά τα οποία αναφέρει δεν σημαίνει πράγματι ότι του προσδίδουν την, κατ΄ ισχυρισμόν, εμφανή υπεροχή.

 

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι δεν συμφωνώ με την ευπαίδευτο συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση ότι το κριτήριο της αξίας έχει βαρύνουσα σημασία.  Οι αυθεντίες στις οποίες αναφέρεται για να στηρίξει τη θέση της είναι από υποθέσεις της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας όπου πράγματι το Ανώτατο Δικαστήριο στήριξε τη θέση ότι η αξία έχει μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί ο υποψήφιος με υψηλότερη αξία εκτελεί αποτελεσματικότερα τα καθήκοντα της θέσης.  Στην παρούσα υπόθεση τυγχάνει εφαρμογής ο κανονισμός 23(2) της Κ.Δ.Π. 291/86, όπου σαφώς αναφέρεται ότι η σειρά με την οποία τα κριτήρια αναφέρονται στον κανονισμό δεν καθορίζει ή υποδηλοί ιεράρχηση ή υπέρτερη βαρύτητα οποιουδήποτε των πιο πάνω κριτηρίων έναντι άλλου.

 

Η «επίδοση» σύμφωνα με τον προαναφερόμενο κανονισμό αποτελεί ξεχωριστό θεσμοθετημένο στοιχείο κρίσης και αναφέρεται βασικά στην ποιότητα και ποσότητα εργασίας.  Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Κωνσταντινίδης ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 509/99, ημερ. 6.6.2000, νομολογιακά έχει κριθεί ότι η επίδοση και απόδοση αναφέρονται βασικά στην ποσότητα και ποιότητα εργασίας.  Μπορούν να αποτιμηθούν και με το κριτήριο «ζήλος για εργασία», ενώ η απόδοση πέραν τούτου και με τα κριτήρια της «αξιοπιστίας» και «πρωτοβουλίας» (βλέπε ακόμα Πετρίδης κ.α. ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 321/98 κ.α., ημερ. 17.3.1999, Θεοδώρου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 319/98, ημερ. 30.7.1999).

 

Ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής πάσχει.  Ισχυρίζεται ότι εγείρεται, κατ΄ αρχάς, ζήτημα νομιμότητας της σύνθεσης της Υπεπιτροπής, αφού τα σχετικά πρακτικά δεν υπεγράφησαν από δύο μέλη της.

 

Σύμφωνα με τον κανονισμό 19 η πιο πάνω Υπεπιτροπή απαρτίζεται από τρία μέλη της Αρχής στα οποία συμπεριλαμβάνεται ο εκάστοτε πρόεδρος ή ελλείψει προέδρου ή κωλυόμενου αυτού, ο αντιπρόεδρος της Αρχής.  Τα δύο άλλα μέλη καθορίζονται από την ολομέλεια της Αρχής.

 

Στην παρούσα περίπτωση της συνεδρίας προήδρευσε ο αντιπρόεδρος λόγω κωλύματος του προέδρου, όπως καταγράφεται στο σχετικό πρακτικό.  Ως προς τον ισχυρισμό ότι τα δύο μέλη δεν υπέγραψαν το σχετικό πρακτικό, αρκεί να γίνει αναφορά στον Κανόνα 3(1) του Δεύτερου Πίνακα, Μέρος ΙΙ (Κανονισμός 19) των Κανονισμών, ο οποίος προνοεί ότι τα συνοπτικά πρακτικά των συζητήσεων ετοιμάζονται εντός 7 ημερών από της συνεδρίας και εν συνεχεία συμφωνούνται και υπογράφονται, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση από τον προεδρεύσαντα της συνεδρίας.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ισχυρισμός είχε προβληθεί και στα πλαίσια της προσφυγής υπ΄αρ. 1180/2006 Θεοχαρίδης ν. Α.Η.Κ., ημερ. 12.2.2008, όπου επίσης είχε απορριφθεί.

 

Ως προς την έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, αρκεί να γίνει αναφορά στο πρακτικό ημερομηνίας 20.6.2008 (Παράρτημα 11 στην ένσταση) όπου φαίνεται η σύγκριση, λεπτομερής θα έλεγα, των δύο υποψηφίων και η αιτιολογία της απόφασης της Υπεπιτροπής. Εξ  άλλου η τελική εισήγηση της Υπεπιτροπής  κρίθηκε στην υπόθεση Δημητρίου ν. Α.Η.Κ.,  Υποθ. Αρ. 548/01, ημερ. 19.9.2002, ως απλή γνωμοδότηση.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης παραβίαση της αρχής «nemo judex in causa sua», λόγω της συμμετοχής των τριών μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου, με αποτέλεσμα τα τρία αυτά μέλη ουσιαστικά να εγκρίνουν τις δικές τους αποφάσεις.

 

Ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.  Όπως προβλέπεται από τον κανονισμό 19 (4), η Αρχή ουδόλως δεσμεύεται από οποιαδήποτε σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, τα δε μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όταν παρακάθονται στην ολομέλεια της Αρχής, ουδόλως δεσμεύονται από οποιανδήποτε απόφαση που έχει ληφθεί από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, έστω κι΄ αν αυτά είχαν συμμετάσχει στη λήψη της απόφασης αυτής.  Η Αρχή εν ολομελεία έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα και εξουσία να λαμβάνει τελικές και δεσμευτικές αποφάσεις επί πάντων των θεμάτων προσωπικού.

 

Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή δεν αποτελεί ανεξάρτητο συλλογικό όργανο, ξεχωριστό από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής. Αποτελεί μέρος του Διοικητικού Συμβουλίου, με καθαρά διερευνητικό και συμβουλευτικό ρόλο, κατά τρόπο  ώστε να μην αποκλείεται η συμμετοχή των μελών της στην ολομέλεια, όπου λαμβάνεται η τελική απόφαση (βλέπε σχετικά Evripides v. Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 850, 857-858).  Περαιτέρω θα πρέπει να σημειωθεί ότι και αυτός ο ισχυρισμός προβλήθηκε στα πλαίσια της προσφυγής υπ΄ αρ. 1180/06 και απορρίφθηκε ως αβάσιμος.

 

Απορριπτέοι είναι επίσης οι ισχυρισμοί που προβάλλονται από τον αιτητή για έλλειψη έρευνας και αιτιολογίας της τελικής προσβαλλόμενης απόφασης.  Στην παρούσα υπόθεση υπάρχει σαφής αναφορά στα πρακτικά της διαδικασίας, αλλά και η σύγκριση των υποψηφίων και στο τι ελήφθη υπ΄ όψιν, ενώ καταγράφονται με σαφήνεια οι λόγοι επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους σε σύγκριση με τον αιτητή.

 

Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί η αιτιολόγηση μπορεί επίσης να συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων.  Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει την υπεροχή του και τα στοιχεία τα οποία έχει παραθέσει δεν θεμελιώνουν απλή καν υπεροχή του έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.  Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει έναντι του αιτητή σε αξία, ικανότητα, επίδοση και πείρα, ίσως ο αιτητής να υπερέχει κάπως σε προσόντα, ενώ υπερέχει μόνο σε αρχαιότητα κατά 22 μήνες.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.400 έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

/ΜΔ         

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο