ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1147/2008)
12 Οκτωβρίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ
2. ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,
Αιτητές,
ν.
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Κ. Καλλής και Δ. Καλλής, για τους Αιτητές.
Γ. Χατζηχάννα-Ευαγόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες τεμαχίου στον ΄Αγιο Δομέτιο. Εντός του τεμαχίου υφίσταται αδειούχα διώροφη οικοδομή αποτελούμενη από δύο καταστήματα στο ισόγειο και δύο διαμερίσματα στον όροφο.
Στις 10.7.2006 υπέβαλαν στην πολεοδομική αρχή, τον Επαρχιακό Λειτουργό Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λευκωσίας, αίτηση που αφορούσε τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας για προσθήκες και μετατροπές στο υφιστάμενο κατάστημα και αλλαγή της χρήσης του σε κατάστημα πώλησης ετοίμων φαγητών. Η αίτηση απορρίφθηκε επειδή η προτεινόμενη νέα χρήση δεν θεωρήθηκε ως περισσότερο επιθυμητή από την υφιστάμενη, λόγω ενδεχόμενου επηρεασμού των ανέσεων της οικιστικής περιοχής, της μη διασφάλισης των απαιτούμενων χώρων στάθμευσης και της ύπαρξης αυθαίρετου υποστατικού από ευτελή υλικά επί του οδικού συνόρου του τεμαχίου της ανάπτυξης, προς όφελος περιπτέρου που λειτουργεί στο νότιο κατάστημα.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης υποβλήθηκε στις 12.1.2007 ιεραρχική προσφυγή. Το Υπουργείο Εσωτερικών αφού ζήτησε και εξασφάλισε τις απόψεις αρμοδίων τμημάτων υπέβαλε σημείωμα στα μέλη της εξ υπουργών επιτροπής για μελέτη της υποβληθείσας ιεραρχικής προσφυγής.
Η αρμόδια εξ υπουργών επιτροπή, στη συνεδρία της ημερομηνίας 3.4.2008, αφού εξέτασε τα ενώπιόν της στοιχεία απέρριψε την προσφυγή κρίνοντας ότι η απόφαση της πολεοδομικής αρχής ήταν ορθή. Παράλληλα εξουσιοδότησε την πολεοδομική αρχή να αναδιατυπώσει τους λόγους άρνησης χορήγησης της άδειας.
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της απόρριψης της ιεραρχικής τους προσφυγής. Υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές του διοικητικού δικαίου οι οποίες σχετίζονται με την εξέταση ιεραρχικών προσφυγών.
Ισχυρίζονται ότι ο ίδιος λειτουργός ο οποίος είχε υπογράψει την απόφαση της πολεοδομικής αρχής υπέγραψε και την επιστολή ημερομηνίας 26.7.2007 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών η οποία περιείχε τα σχόλια της πολεοδομικής αρχής επί της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών. Στην επιστολή αυτή η πολεοδομική αρχή εισηγείται την απόρριψη της προσφυγής, αλλά και αναδιατύπωση των λόγων άρνησης. Η εν λόγω επιστολή τέθηκε ενώπιον της εξ υπουργών επιτροπής για τους σκοπούς εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής. Σημείωμα του Υπουργού Εσωτερικών και οι απόψεις της πολεοδομικής αρχής επί της ιεραρχικής προσφυγής λήφθηκαν υπ΄ όψιν από την εξ υπουργών επιτροπή κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής.
Οι αιτητές αναφέρθηκαν στην υπόθεση Aspis Holdings Public Co Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1173/2007, ημερ. 11.1.2008, όπου το δικαστήριο κατέληξε ότι η όποια συνεννόηση μεταξύ του εκδικάζοντος ιεραρχική προσφυγή οργάνου και του οργάνου που εξέδωσε την υπό εξέταση απόφαση είναι αντινομική και απαράδεκτη και οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης.
Αντίθετα οι καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι η λήψη απόψεων για υποβοήθηση του έργου της εξ υπουργών επιτροπής δεν αντίκειται πουθενά και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί.
Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Η όλη φιλοσοφία της απόφασης Aspis Holdings Public Co Ltd v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, είναι ότι στην περίπτωση εκείνη ο Υπουργός απευθύνθηκε στην ΄Εφορο Ασφαλίσεων και ζήτησε τη γνώμη της για τον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμένο έγγραφο επηρέαζε το όλο θέμα. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι όποιες απόψεις που πιθανόν να δόθηκαν, ύστερα από το ερώτημα του Υπουργού, δεν θα επαναλάμβαναν απλώς τις απόψεις της Εφόρου Ασφαλίσεων, αλλά θα περιλάμβαναν και τις απόψεις της επί της συγκεκριμένης επιστολής. Το δικαστήριο προχώρησε για να καταλήξει ότι η όποια συνεννόηση μεταξύ του εκδικάζοντος την ιεραρχική προσφυγή οργάνου και του οργάνου που εξέδωσε την υπό εξέταση απόφαση είναι αντινομική και απαράδεκτη.
Στην κατ΄ έφεση απόφαση Δημοκρατία ν. Aspis Holdings Public Co Ltd (2008) 3 Α.Α.Δ. 478, έγινε αναφορά και στην υπόθεση Mobil Ltd κ.α. ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λάρνακας κ.α. (1991) 4 Α.Α.Δ. 3270, 3277, στην οποία ελέχθη ότι οι απόψεις που εξέφρασαν σε απάντηση οι τοπικές αρχές συνιστούσαν επανάληψη των θέσεών τους και συνεπώς η εκτροπή δεν είχε οποιαδήποτε επενέργεια και δεν εισήγαγε οποιοδήποτε απαράδεκτο στοιχείο στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του Υπουργού. Η Ολομέλεια κατέληξε ότι οι πιο πάνω αρχές την εύρισκαν απόλυτα σύμφωνη και προχώρησε να επιβεβαιώσει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η υπόθεση Aspis διαφοροποιείτο. Το κύριο σημείο της υπόθεσης, ήταν ότι δεν είναι δυνατόν το δικαστήριο να γνωρίζει ποια συνεννόηση υπήρξε μεταξύ του Υπουργού και της Εφόρου Ασφαλίσεων, για να αποφασιστεί σε ποιο βαθμό επηρεάστηκε η επίδικη απόφαση.
Στην παρούσα υπόθεση η πολεοδομική αρχή δίδοντας τη γνώμη της στον Υπουργό, απλώς επανέλαβε τη θέση που είχε κρατήσει αρχικά. Υπό τις περιστάσεις δεν βλέπω οτιδήποτε μεμπτό στη λήψη της γνώμης αυτής από τον Υπουργό.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και την αρχή της απαιτούμενης προηγούμενης ακρόασης των αιτητών. Επικαλούνται το άρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/1999, το οποίο προβλέπει ότι το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης. Το δικαίωμα ακρόασης αναγνωρίζεται και στην περίπτωση άσκησης ιεραρχικής προσφυγής, εκτός αν η νομοθετική διάταξη που προβλέπει την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής ρητά επιτρέπει στο αρμόδιο όργανο τη μη παροχή τέτοιου δικαιώματος ακρόασης.
Ο κανονισμός 7(4) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 55/90, προβλέπει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο κατά την εξέταση ιεραρχικής προσφυγής, αν το κρίνει σκόπιμο, ακούει ή δίδει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι το Υπουργικό Συμβούλιο έχει, σύμφωνα με τον πιο πάνω κανονισμό, διακριτική ευχέρεια να παράσχει την ευκαιρία στους αιτητές να ακουστούν, ευχέρεια την οποία άσκησε εσφαλμένα επειδή ενώπιον της εξ υπουργών επιτροπής είχε τεθεί εισήγηση της πολεοδομικής αρχής για αναδιατύπωση των λόγων άρνησης χορήγησης της πολεοδομικής άδειας.
Το δικαίωμα του διοικούμενου να ακουστεί σε περιπτώσεις όπου εξετάζονται θέματα που τον ενδιαφέρουν δεν είναι απόλυτο. Ο σχετικός κανονισμός δίδει την ευχέρεια στην εξ υπουργών επιτροπή να καλέσει τους αιτητές σε ακρόαση μόνο αν η ίδια κρίνει σκόπιμο. Όπως πολύ σωστά τονίζεται στην υπόθεση Mobil Ltd κ.α. ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λάρνακας κ.α., ανωτέρω, η εξ υπουργών επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να καλέσει τους αιτητές σε ακρόαση. Το έργο της διοικητικής αρχής είναι εξεταστικό η δε εκπλήρωσή του συναρτάται με την επάρκεια της έρευνας η οποία διενεργείται και την αιτιολογία που υποστηρίζει την απόφαση που λαμβάνεται. (βλέπε ακόμα Σταυρίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303).
Υπό το φως των ανωτέρω καταλήγω ότι η εξ υπουργών επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να καλέσει τους αιτητές σε ακρόαση, εκτός αν η ίδια έκρινε σκόπιμο, κάτι που δεν έκανε στην παρούσα υπόθεση.
Οι αιτητές υποστηρίζουν περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Αναφέρονται ειδικά σε ένα από τους λόγους άρνησης, ιδιαίτερα στη διαπίστωση από την πολεοδομική αρχή ότι στο υπό ανάπτυξη τεμάχιο υπάρχει μη εξουσιοδοτημένο υποστατικό από ευτελή υλικά. Υποστηρίζουν ότι η διοίκηση έπρεπε να καταλήξει στην ευμενέστερη για το διοικούμενο λύση και να χορηγήσει την άδεια, επιβάλλοντας όρους και συγκεκριμένα τον όρο για κατεδάφιση του παράνομου υποστατικού.
Και ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Η απόρριψη τόσο της αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, όσο και της ιεραρχικής προσφυγής δεν στηρίζονταν μόνο στο λόγο ότι υπήρχε αυθαίρετη προσθήκη στην οικοδομή. Υπήρχαν τέσσερις, ουσιαστικά, λόγοι.
Δεν αντιλαμβάνομαι που θεμελιούται ο ισχυρισμός ότι η διοίκηση ουσιαστικά ενήργησε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας. Όπως είπαμε και πιο πάνω εκτός από την ύπαρξη αυθαίρετης οικοδομής, η πολεοδομική άδεια απορρίφθηκε, όπως και η ιεραρχική προσφυγή, λόγω έλλειψης ικανοποιητικών χώρων στάθμευσης, της επιβάρυνσης των ανέσεων της περιοχής από τις οσμές και τους θορύβους από την προτεινόμενη χρήση, αλλά και λόγω του ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη συγκρούεται με τις πρόνοιες της παραγράφου 10.1(ε)(2) του Παραρτήματος Β του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, γιατί εφάπτεται του οδικού συνόρου, αντί να απέχει 3 μέτρα από αυτό, όπως καθορίζεται στην πιο πάνω παράγραφο.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη από αναρμόδιο όργανο γιατί, ενώ ο κανονισμός 7(5) της Κ.Δ.Π. 55/90 προβλέπει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει σε υπουργό ή επιτροπή από υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή και να αναμένει το πόρισμά τους πριν εκδώσει το πόρισμά του για την προσφυγή, η λήψη της απόφασης ανατέθηκε σε εξ υπουργών επιτροπή, ενώ το θέμα δεν τέθηκε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου. Ως αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη από αναρμόδιο όργανο.
Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε η εξ υπουργών επιτροπή η οποία είναι αρμόδια για εξέταση ιεραρχικών προσφυγών με βάση τα άρθρα 31 και 32 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου. Το Υπουργικό Συμβούλιο με την υπ΄ αρ. 39.590 απόφασή του διόρισε την εξ υπουργών επιτροπή για την εξέταση των ιεραρχικών προσφυγών και σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 3 του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962, Ν.23/62, αποφάσισε να εκχωρήσει στην πιο πάνω εξ υπουργών επιτροπή, διευρυνόμενη με τη συμπερίληψη και του Υπουργού Συγκοινωνιών και ΄Εργων, την άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων που του χορηγούνται και περιγράφονται στη Γνωστοποίηση. Τα πιο πάνω επιβεβαιώνονται και από το Παράρτημα 10 της γραπτής αγόρευσης των καθ΄ ων η αίτηση, όπου στην πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 1.7.1993, στην παράγραφο 5, αναφέρεται ρητά ότι με την εκχώρηση των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου στην υπουργική επιτροπή, η τελευταία θα αποφασίζει για όλες τις περιπτώσεις χωρίς επαναφορά στο Υπουργικό Συμβούλιο, εκτός αν η ίδια κρίνει ότι σε συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να υποβληθεί το θέμα στην ολομέλεια του Υπουργικού Συμβουλίου για απόφαση.
Είναι προφανές ότι το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εκχωρήσει τις εξουσίες του προς την εξ υπουργών επιτροπή η οποία και αποφάσισε οριστικά, χωρίς δηλαδή την ανάγκη επαναφοράς στο Υπουργικό Συμβούλιο. Η απόφαση ελήφθη νομίμως και η εξ υπουργών επιτροπή ήταν το αρμόδιο όργανο για να αποφασίσει επί της ιεραρχικής προσφυγής.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, αφού το Δημοτικό Συμβούλιο συνηγορούσε στη χορήγηση της πολεοδομικής άδειας νοουμένου ότι θα τακτοποιηθεί το πρόβλημα με τους απαιτούμενους χώρους στάθμευσης. Προκύπτει, επομένως, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, κραυγαλέα, όπως την χαρακτηρίζουν, αντίφαση, ανάμεσα στη θέση του Δημοτικού Συμβουλίου Αγίου Δομετίου και της προσβαλλόμενης απόφασης.
Το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Επαναλαμβάνω ότι η ιεραρχική προσφυγή των αιτητών απορρίφθηκε για πληθώρα λόγων και όχι μόνο γι΄ αυτό στο οποίο αναφέρεται η επιστολή του Δημοτικού Συμβουλίου. Εν πάση περιπτώσει, ενώ ο Δήμος Αγίου Δομετίου θεωρούσε ότι δεν προκαλείται οχληρία, η εξ υπουργών επιτροπή είχε την αντίθετη γνώμη. Η τελική απόφαση ανήκει βεβαίως στην εξ υπουργών επιτροπή η οποία, αφού έλαβε υπ΄ όψιν τις εισηγήσεις και τα επιχειρήματα όλων των εμπλεκομένων, αποφάσισε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Θεωρώ την αιτιολογία που δόθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση ως επαρκή.
Περαιτέρω οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της παραγράφου 6.1. (β) του Παραρτήματος Β του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας και ως εκ τούτου αποτέλεσμα ουσιώδους πλάνης. Ισχυρίζονται ότι η παράγραφος 6.1. (β) προβλέπει ότι η πολεοδομική αρχή μπορεί να επιτρέψει αλλαγή χρήσης οποιασδήποτε οικοδομής ή άλλης ακίνητης ιδιοκτησίας νοουμένου ότι τηρούνται οι πρόνοιες, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις της αντίστοιχης πολιτικής του σχεδίου για τη νέα χρήση, που αφορούν την κάλυψη, το ύψος, τον αριθμό των ορόφων και την απόσταση της οικοδομής από τα σύνορα. Σε περίπτωση που αυτά δεν είναι δυνατό να τηρηθούν, η πολεοδομική αρχή θα εξετάζει γενικά κατά πόσο η νέα χρήση είναι πιο επιθυμητή από την προηγούμενη και δυνατό να τα αναπροσαρμόζει, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν τον επηρεασμό των ανέσεων της περιοχής.
Στην παρούσα υπόθεση η παράγραφος 500 της απόφασης της πολεοδομικής αρχής αναφέρει ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν θεωρείται ως περισσότερο επιθυμητή από την υφιστάμενη χρήση γιατί ενδέχεται να επηρεαστούν ανέσεις της οικιστικής περιοχής. Με την ιεραρχική τους προσφυγή οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι το ζήτημα κατά πόσο είναι πιο επιθυμητή η νέα χρήση από την προηγούμενη, εξετάζεται μόνο εφ΄ όσον δεν τηρούνται οι πρόνοιες, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις της αντίστοιχης πολιτικής του σχεδίου. Αφού στην παρούσα υπόθεση τα κριτήρια τηρούνται, η πολεοδομική αρχή δεν είχε, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, τη δικαιοδοσία να εξετάσει κατά πόσο η νέα χρήση είναι πιο επιθυμητή από την προηγούμενη.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Στην ιεραρχική προσφυγή οι αιτητές ήγειραν θέμα λανθασμένης ερμηνείας της παραγράφου 6.1. (β) του Παραρτήματος Β του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας. Η πολεοδομική αρχή μελετώντας την ιεραρχική προσφυγή ανέφερε ότι εφαρμόζεται στην περίπτωσή τους η παράγραφος 6.2. του Παραρτήματος Β του Τοπικού Σχεδίου, εισήγηση η οποία υιοθετήθηκε και στο Σημείωμα για την εξ υπουργών επιτροπή. Στο Παράρτημα 3 αναφέρεται ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν περιλαμβάνεται στις χρήσεις που μπορούν να επιτραπούν σε οικιστική περιοχή όπως αυτές αναφέρονται στις παραγράφους 9.6.2 και 9.6.3 του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας. Επειδή όμως στο τεμάχιο υφίστανται εγκεκριμένα καταστήματα τυγχάνουν εφαρμογής και οι πρόνοιες της παραγράφου 6.2 του Παραρτήματος Β του Τοπικού Σχεδίου. Σύμφωνα με τις πρόνοιες αυτές σε περίπτωση αίτησης για αλλαγή χρήσης όπου τόσο η υφιστάμενη εγκεκριμένη χρήση, όσο και η προτεινόμενη νέα χρήση, δεν επιτρέπονται με βάση τις ισχύουσες πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου, η πολεοδομική αρχή είναι δυνατόν να επιτρέψει τη νέα χρήση αν η τελευταία είναι περισσότερο επιθυμητή από την υφιστάμενη χρήση, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν και τον παράγοντα περιορισμού των επιπτώσεων στις ανέσεις της περιοχής.
Είναι προφανές και από την επιστολή απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής ότι το επιθυμητό της χρήσης εξετάστηκε με βάση την παράγραφο 6.2., οι πρόνοιες της οποίας δεν ικανοποιούνται γιατί η προτεινόμενη χρήση δεν θεωρείται περισσότερο επιθυμητή από την υφιστάμενη, δεδομένου ότι δεν συμβάλλει στον περιορισμό των επιπτώσεων στις ανέσεις της περιοχής, αλλά στην επαύξησή τους.
Όσον αφορά την παράγραφο 500 που ισχυρίζεται ο αιτητής ότι πραγματεύεται το επιθυμητό, αυτή εξετάζει τη συμβατότητα με την επικρατούσα οικιστική χρήση και όχι το επιθυμητό της αλλαγής χρήσης.
Επομένως, με την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής η εξ υπουργών επιτροπή ξεκαθάρισε τους λόγους άρνησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας και αναδιατύπωσε τους λόγους άρνησης για να είναι πιο σαφείς και ξεκάθαροι. Συνεπώς, όπως προκύπτει, η εξ υπουργών επιτροπή ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου και ιδιαιτέρως τις παραγράφους 9.6(2) και 9.6(3) του Παραρτήματος Β.
Οι αιτητές περαιτέρω ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν παράβασης βασικών αρχών του διοικητικού δικαίου οι οποίες διέπουν τις ιεραρχικές προσφυγές. Υποστηρίζουν ότι η εξ υπουργών επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει το επιχείρημά τους ότι εν όψει συμμόρφωσης με το θέμα της κάλυψης του ύψους κλπ, η πολεοδομική αρχή δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το θέμα του επιθυμητού. ΄Ετσι, είναι πρόδηλο, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, ότι η εξ υπουργών επιτροπή δεν έχει αποφανθεί επί του πιο πάνω νομικού ισχυρισμού και συνεπώς η απόφασή της είναι αναιτιολόγητη.
Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Όπως είδαμε πιο πάνω δεν υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη στο συλλογισμό της εξ υπουργών επιτροπής γιατί εφαρμόστηκε η πρόνοια της παραγράφου 6.2 που αφορά το επιθυμητό και όχι η πρόνοια της παραγράφου 6.1. Η εξ υπουργών επιτροπή εξέτασε τα επιχειρήματα των αιτητών σε συνάρτηση με τη θέση της πολεοδομικής αρχής. Στα επιχειρήματα της πολεοδομικής αρχής τονίζεται ότι στη γνωστοποίηση άρνησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας δεν αναφέρεται ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη συγκρούεται με το ποσοστό κάλυψης, το ύψος, τον αριθμό ορόφων και την απόσταση της οικοδομής από τα σύνορα του τεμαχίου. Η προτεινόμενη νέα χρήση χωροθετείται σε περιοχή αμιγώς οικιστική, όπου δεν επιτρέπονται τέτοιου είδους αναπτύξεις και με τη λειτουργία της ενδέχεται να επηρεαστούν οι ανέσεις της οικιστικής περιοχής και να αυξηθεί η τροχαία κίνηση. Γι΄ αυτό το λόγο η νέα χρήση δεν είναι πλέον επιθυμητή από την αρχικά εγκεκριμένη.
Ένα ακόμα επιχείρημα των αιτητών είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας. Οι αιτητές στην παράγραφο 3 της ιεραρχικής προσφυγής τους, πρότειναν συγκεκριμένο τεμάχιο ως χώρο στάθμευσης. Η επί του προκειμένου θέση της πολεοδομικής αρχής ήταν ότι οι αιτητές έπρεπε να είχαν προτείνει τον εν λόγω χώρο στάθμευσης κατά την υποβολή της αίτησής τους για πολεοδομική άδεια. Εφ΄ όσον έχει εξετασθεί εκ νέου η αίτηση έπρεπε να είχε διερευνηθεί δεόντως το θέμα του προταθέντος χώρου στάθμευσης και η παράλειψη διεξαγωγής τέτοιας έρευνας οδηγεί σε πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας.
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι κατά πόσο έρευνα είναι επαρκής, εξαρτάται από τα συγκεκριμένα περιστατικά της υπόθεσης. Εναπόκειται στη διοίκηση να καταλήξει ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος εκπλήρωσης της πιο πάνω υποχρέωσής της σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης συνιστά καθήκον του αρμόδιου οργάνου (Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).
Η πολεοδομική αρχή απαντώντας στο σχετικό ισχυρισμό των αιτητών αναφέρει ότι ο ένας από τους δύο αιτητές είναι ιδιοκτήτης γειτονικού τεμαχίου, το οποίο ήταν διατεθημένος να χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της προτεινόμενης ανάπτυξης για σκοπούς χώρους στάθμευσης. Η πολεοδομική αρχή έλαβε υπ΄ όψιν ότι το συγκεκριμένο τεμάχιο δεν περιλαμβανόταν στην αίτηση, ούτε και είχε δηλωθεί στην παράγραφο 3(α) του Εντύπου ΕΑ1 της πολεοδομικής αίτησης ότι ανήκε σ΄ ένα από τους δύο αιτητές. Περαιτέρω, το συγκεκριμένο τεμάχιο απέχει 120 μέτρα από την προτεινόμενη ανάπτυξη. Υπενθυμίζεται ότι για την υφιστάμενη οικοδομή υπήρχαν 4 εγκεκριμένοι χώροι στάθμευσης και για την προτεινόμενη χρήση απαιτούνταν 4 επιπρόσθετοι. Στα υποβληθέντα σχέδια προτείνονταν μόνο 2 χώροι στάθμευσης, κατά παράβαση των προνοιών της παραγράφου 17 του Παραρτήματος Γ του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.
Τέλος οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της συνεπούς και μη αντιφατικής συμπεριφοράς. Υποστηρίζουν ότι οι μετατροπές στο κατάστημα και η υποβολή αίτησης για πολεοδομική άδεια έγινε ύστερα από ενθάρρυνση και παρότρυνση της πολεοδομικής αρχής. Συνεπώς η άρνηση της διοίκησης να χορηγήσει την πολεοδομική άδεια συνιστά παράβαση των πιο πάνω αρχών, όπως έχουν κωδικοποιηθεί στα άρθρα 50 και 51 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/1999.
Ο ισχυρισμός ότι η πολεοδομική αρχή παρότρυνε τους αιτητές να υποβάλουν αίτηση για πολεοδομική άδεια δεν τεκμηριώνεται πουθενά. Η αίτηση των αιτητών εξετάστηκε με βάση τη Δήλωση Πολιτικής, αλλά και την υφιστάμενη νομοθεσία και ουδόλως φαίνεται ότι υπήρξε οποιαδήποτε αντιφατική συμπεριφορά ή επίδειξη κακής πίστης.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.400 έξοδα εναντίον των αιτητών.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ