ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 726/2008 και 727/2008]
13 Σεπτεμβρίου 2010
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
[Υπόθεση Αρ. 726/2008]
ΙΒΑ DEVELOPMENT LIMITED
Αιτητές
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
------------------
[Υπόθεση Αρ. 727/2008)
CBM ENTERPRISES LIMITED
Αιτητές
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Αλέξανδρος Γαβριηλίδης για τους αιτητές και στις δυο προσφυγές.
Ελένη Συμεωνίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: H CBM Enterprises Ltd (στο εξής CBM) και η ΙΒΑ Development Ltd (στο εξής ΙΒΑ) είναι κοινών ιδιοκτησιακών συμφερόντων και συστάθηκαν ως «υπεράκτιες» εταιρείες. Στις 27.5.04 εγγράφηκαν στο Μητρώο ΦΠΑ και από τότε καταβαλλόταν, από την CBM, ΦΠΑ. Αυτός ο φόρος, όπως ρητά δέχονται και οι καθ' ων η αίτηση, ήταν επιστρεπτέος ολόκληρος εξ αιτίας της φύσης των δηλωθεισών ως συναλλαγών μεταξύ των δυο, κοινών ιδιοκτησιακών συμφερόντων, εταιρειών. Θα εισπραττόταν από την CBM φόρος εκροών για ό,τι εμφανιζόταν ως παροχή υπηρεσιών προς την ΙΒΑ και αυτός θα επιστρεφόταν ολόκληρος προς την ΙΒΑ ως φόρος εισροών. Αυτό το χαρακτηριστικό βρίσκεται στη βάση των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν σε σχέση με την ιδιότυπη εξέλιξη του ζητήματος των φορολογικών υποχρεώσεων των δυο εταιρειών. Για τη Δημοκρατία, όπως απεριφράστως αναγνώρισαν οι καθ' ων η αίτηση, από την άποψη του ΦΠΑ, το αποτέλεσμα είναι μηδενικό.
Πράγματι ζητήθηκε η επιστροφή του ποσού που καταβλήθηκε, ύψους £710.245,02 αλλά οι καθ' ων η αίτηση επέστρεψαν προς την ΙΒΑ μόνο το ποσό των £47.287,22. Προέβησαν σε έρευνα, έκριναν πως οι συναλλαγές μεταξύ των δυο εταιρειών, οι οποίες θεωρήθηκε ότι συνεπάγονταν παροχή υπηρεσιών εντός της Δημοκρατίας, άρχισαν από το 2002, και κατέληξαν σε σχετικές αποφάσεις, όπως τις γνωστοποίησαν με τις δυο επιστολές τους ημερομηνίας 14.3.06. Ως ακολούθως: Ως ημερομηνία εγγραφής της CBM στο Μητρώο θα ήταν, αντί η 27.5.04, η 1.2.02. Συναφώς επιβλήθηκε χρηματική επιβάρυνση για την καθυστέρηση γνωστοποίησης της υποχρέωσης που θεωρήθηκε ότι υπήρχε για εγγραφή στο Μητρώο.
Βεβαιώθηκε ΦΠΑ σε βάρος της CBM για την περίοδο μεταξύ της 1.2.02 μέχρι 26.5.04, ύψους £670.489,12 χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η χρηματική επιβάρυνση που θα της επιβαλλόταν.
Ακολούθησαν συναντήσεις, οι δυο εταιρείες εξήγησαν τις θέσεις τους και, στις 24.3.06, υπέβαλαν ένσταση. Ιδρύθηκαν ως «υπεράκτιες» το 1998 και το 2000, με σκοπό το συντονισμό των εργασιών ανάπτυξης εξειδικευμένου λογισμικού και ήταν όρος της άδειας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, την οποία επισύναψαν, πως καμιά από τις δυο δεν θα αποκόμιζε εισόδημα που θα πήγαζε εντός της Δημοκρατίας. Η δραστηριότητά τους περιορίστηκε, πράγματι, στην ανάληψη τέτοιων έργων από εταιρείες-εντολείς του εξωτερικού και η ανάθεση του έργου αυτού (σε υπεργολαβική βάση) σε εξειδικευμένες εταιρείες ανάπτυξης λογισμικού, εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες. Η ίδρυσή τους στην Κύπρο έγινε αποκλειστικά για σκοπούς αξιοποίησης των δυνατοτήτων φορολογικού σχεδιασμού που παρείχε η κυπριακή νομοθεσία και που λειτούργησε ως πόλος έλξης πολλών «υπεράκτιων» εταιρειών. Ο ρόλος τους στην Κύπρο ήταν καθαρά επιτελικός και συντονιστικός και δεν ανέπτυξαν εδώ οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα. Άλλωστε, η ΙΒΑ εργοδοτούσε μόνο ολιγομελή ομάδα και η CBM δεν εργοδότησε ποτέ οποιοδήποτε πρόσωπο στην Κύπρο. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε παράδοση αγαθών ή υπηρεσιών στην Κύπρο και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού, σε τέτοια περίπτωση, η άδειά τους θα έπρεπε να είχε ανακληθεί από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Ούτως ή άλλως, και αντικείμενο ΦΠΑ να υπήρχε, ο καταβαλλόμενος ΦΠΑ θα επιστραφόταν ολόκληρος και δεν υπήρχε νόημα στην εμμονή σε τέτοια θέση. Ακριβώς δε, αυτή η βέβαιη προοπτική της επιστροφής του φόρου οδήγησε τις δυο εταιρείες στην εγγραφή τους στο Μητρώο μετά πλέον την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνακόλουθη καταβολή φόρου από τη μια, για να ακολουθήσει η επιστροφή του από την άλλη. Με τη διαφορά ότι, σ' αυτή την περίπτωση, ενώ το αποτέλεσμα από την άποψη του ΦΠΑ θα ήταν μηδενικό, η Δημοκρατία θα αποκόμιζε το όφελος των προσαυξήσεων και των προστίμων εξ αιτίας της αναδρομικότητας της απόφασης, τα οποία δεν επιστρέφονται.
Οι ενστάσεις εξετάστηκαν από το λειτουργό Α. Κούτρα ο οποίος, με το σημείωμά του ημερομηνίας 19.10.06, εισηγήθηκε αποδοχή τους, στη βάση πως οι συναλλαγές που εμφανίζονταν να έγιναν εντός της Δημοκρατίας, εκ πρώτης όψεως φαίνονταν «εικονικές» που δεν σχετίζονταν με την παροχή οποιωνδήποτε υπηρεσιών από τη μια εταιρεία προς την άλλη. Έγινε συναφώς αναφορά σε αγγλική νομολογία σύμφωνα με την οποία, στις περιπτώσεις εικονικών συναλλαγών, δεν θεωρείται ότι πραγματοποιείται παράδοση αγαθών ή υπηρεσιών. Η εισήγηση του Α. Κούτρα έγινε ιδιοχείρως δεκτή από την Έφορο ΦΠΑ και ακολούθησαν οι αποφάσεις που γνωστοποιήθηκαν με τις δυο επιστολές ημερομηνίας 24.11.06 και εκείνη της 27.12.06 που ακολούθησε. Οι πρώτες δυο υπογράφονταν από τον Α. Κούτρα και η τρίτη από τη λειτουργό Ε. Ιωάννου εκ μέρους της Εφόρου. Παραθέτω τις αποφάσεις που λήφθηκαν και γνωστοποιήθηκαν:
1. Η βεβαίωση φόρου ημερομηνίας 14.3.06 για την περίοδο 1.2.02 μέχρι 26.5.04, ύψους £670.489,12 αποσυρόταν.
2. Το ποσό που είχε καταβληθεί ως φόρος, εννοείται για την περίοδο μετά το 2004, θα επιστρεφόταν ως αχρεώστητη καταβολή. Αυτά στη βάση της πιο κάτω διαπίστωσης, όπως την καταγράφει η επιστολή ημερομηνίας 24.11.06 προς την CBM:
«Έχει διαπιστωθεί ότι οι καταχωρήσεις στα βιβλία και αρχεία σας και η έκδοση τιμολογίων για συναλλαγές που έχετε πραγματοποιήσει προς την εταιρεία ΙΒΑ Development Ltd, αφορούν εικονικές συναλλαγές και δεν έχετε πραγματοποιήσει οποιεσδήποτε παραδόσεις αγαθών ή υπηρεσιών προς την εν λόγω εταιρεία».
3. Η διεκδίκηση της ΙΒΑ για επιστροφή στην ίδια του ΦΠΑ που είχε καταβάλει η CBM απορριπτόταν, στην ίδια βάση. Αυτό το ποσό, σημειώνει, θα επιστρεφόταν στην CBM ως αχρεωστήτως καταβληθέν και στην ίδια λογική κινήθηκε και η απόφαση της 27.12.06 που αφορούσε στην ΙΒΑ. Το ποσό των £707.626,32 που είχε διεκδικήσει ως φόρο εισροών που θα έπρεπε να επιστραφεί, αφορούσε σε εικονικές συναλλαγές και βεβαιώθηκε ισόποσος φόρος γι' αυτό. Συναφώς, το ποσό των £47.287.22 που της είχε επιστραφεί, λανθασμένα της επιστράφηκε «ωσάν να ήταν φόρος εισροών».
Συνοψίζω ότι το αποτέλεσμα, χωρίς να είναι ανάγκη να επεκταθώ σε αριθμούς, για την εταιρεία ήταν μηδενικό. Δεν θα υπήρχε φόρος για την περίοδο μετά το 2004 και το όποιο ποσό είχε καταβληθεί θα επιστραφόταν ως αχρεώστητο. Επίσης δεν θα υπήρχε υποχρέωση καταβολής φόρου για την περίοδο από την 1.2.02 μέχρι την 26.5.04. Συνακολούθως, δεν ετίθετο θέμα προσαυξήσεων, τόκων, επιβαρύνσεων συναφώς, αφού δεν υπήρχε, στη βάση των αποφάσεων που λήφθηκαν, υποχρέωση καταβολής φόρου.
Η ΙΒΑ πράγματι επέστρεψε το ποσό που αναφερόταν στην απόφαση που της γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 27.12.06 (ή το ποσό των £44.668.50 όπως αναφέρουν οι καθ' ων η αίτηση) και η CBM ζήτησε επιστροφή των άλλων ποσών, ως αχρεωστήτως καταβληθέντων, όπως είχε αποφασιστεί. Επιστροφή, όμως, που δεν ακολούθησε. Οι καθ' ων η αίτηση επανεξέτασαν το θέμα, η λειτουργός Ε. Ιωάννου υπέβαλε το σημείωμα ημερομηνίας 11.9.07 και, στη βάση του, με τις επιστολές ημερομηνίας 5.3.08, γνωστοποιήθηκαν νέες αποφάσεις. Συγκεκριμένα:
1. Με τις δυο επιστολές προς την CBM ανακλήθηκε η απόφαση για αποδοχή της ένστασης κατά της βεβαίωσης φόρου ημερομηνίας 14.3.06 και αποφασίστηκε πως εκείνη η βεβαίωση εξακολουθούσε να ισχύει. Αυτές οι αποφάσεις αποτελούν το αντικείμενο της προσφυγής 727/08.
2. Με την επιστολή προς την ΙΒΑ ανακλήθηκε η απόφαση της 27.12.06 για βεβαίωση φόρου που είχε ληφθεί προς συμπλήρωση της ρύθμισης στη βάση της «εικονικότητας». Οπότε, πράγματι, όπως ορίστηκε, θα της επιστραφόταν ποσό ύψους €1.206.283,40, (δηλαδή £706.006,31) που εδημιουργείτο ως πιστωτικό υπόλοιπο λόγω της ανάκλησης της βεβαίωσης φόρου, λαμβανομένων υπόψη χρηματικών επιβαρύνσεων. Αυτή η απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής 726/08. Οι δυο προσφυγές, συνεκδικάστηκαν.
Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, κατά αναίρεση των προηγούμενων, στηρίχτηκαν στη θεώρηση πως, στην πραγματικότητα, οι συναλλαγές μεταξύ των δυο εταιρειών ενέπιπταν στο Νόμο και, εφόσον ο λήπτης των υπηρεσιών (η ΙΒΑ) και η πάροχος τους (η CBM) ανήκουν στη Δημοκρατία, η παροχή θεωρείται ότι πραγματοποιείται στη Δημοκρατία. Οπότε οι συναλλαγές είναι φορολογητέες.
Συνοψίζω και εν προκειμένω το τελικό αποτέλεσμα. Όπως, επαναλαμβάνω, ρητά δέχονται και οι καθ' ων η αίτηση, ο βεβαιωθείς ως φόρος οφειλόμενος, εν τέλει, θα επιστρεφόταν ολόκληρος. Ως προς το φόρο, το αποτέλεσμα ήταν μηδενικό. Όμως, πλέον, θα παρέμεναν σε βάρος των αιτητών, ειδικά της CBM, οι επιβαρύνσεις, τόκοι και προσαυξήσεις που προέκυπταν από την καθυστέρηση και σ' αυτά επικεντρώνεται και η οικονομική παράμετρος των αποφάσεων που λήφθηκαν. Αν γινόταν εγκαίρως εγγραφή και καταβαλλόταν φόρος από το 2002, αυτός θα επιστρεφόταν και, βεβαίως, δεν θα ετίθετο θέμα τέτοιων τόκων, προσαυξήσεων ή επιβαρύνσεων. Παρήλθε όμως χρόνος και το γεγονός ότι ο φόρος που δεν καταβλήθηκε εγκαίρως θα επιστρεφόταν, δεν επηρέαζε την υποχρέωση για τόκους, επιβαρύνσεις και προσαυξήσεις, που οι αιτητές υπολογίζουν στο ποσό των €615.155,16.
Οι αιτητές ανέπτυξαν επιχειρήματα σε τέσσερα επίπεδα. Κατά το πρώτο, η ανάκληση των αποφάσεων της 24.11.06 και 27.12.06 ήταν, κατά τις πάγιες αρχές του διοικητικού δικαίου σε σχέση με την ανάκληση νόμιμων διοικητικών πράξεων, ανεπίτρεπτη. Τα άλλα, ήταν εναλλακτικά.
Κατά το δεύτερο, και παράνομες να ήταν οι πράξεις που ανακλήθηκαν, κατά τις πάγιες αρχές, παρήλθε χρόνος πέραν του ευλόγου και, επομένως, ούτε και σ' αυτή την υποθετική περίπτωση θα ήταν επιτρεπτή η ανάκληση.
Κατά το τρίτο, ούτως ή άλλως, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Παρέπεμψαν συναφώς οι αιτητές στα άρθρα 50 και 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), σε νομολογία αναφορικά με τις αρχές και αναφέρθηκαν σε ό,τι χαρακτηρίζουν ως κλασσικό παράδειγμα αντιφατικής, αυθαίρετης και κακόπιστης συμπεριφοράς που προσβάλλει την εμπιστοσύνη του ιδιώτη έναντι της διοίκησης. Τονίζοντας ιδιαίτερα και το γεγονός ότι οι ίδιοι, στηριγμένοι στις αποφάσεις που εν τέλει ανακλήθηκαν, επέστρεψαν σημαντικό ποσό και, στη βάση τους, προέβησαν σε οικονομικό προγραμματισμό. Σ' αυτό το πλαίσιο, επικαλέστηκαν και την απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8.5.08, στις Συνενωνείθες Υποθέσεις C-95/07 και C-96/07, Εcotrade SpΑ v. Agenzia delle Entrate-Ufficio di Genova 3, ως υιοθετούσα την αρχή πως δεν είναι επιτρεπτό για τη διοίκηση να επικαλείται παραλείψεις των διοικουμένων να συμμορφωθούν με τυπικές λογιστικές υποχρεώσεις οι οποίες έγιναν καλόπιστα και οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, δεν απολήγουν σε απώλεια οποιωνδήποτε κρατικών εσόδων ή στην αποκόμιση από το φορολογούμενο οποιωνδήποτε ωφελημάτων πέραν των προβλεπομένων από το Νόμο.
Κατά το τελευταίο επιχείρημα, ούτως ή άλλως, η εκτίμηση πως υπήρχε πραγματική παροχή υπηρεσιών στην Κύπρο είναι λανθασμένη ως συγκρουόμενη προς τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία του φακέλου, όπως ανέπτυξαν σε έκταση, εξηγώντας τη δραστηριότητά τους στην Κύπρο.
Έχω σημειώσει τον παραδεκτό όρο στην άδεια των δυο εταιρειών πως θα αποκόμιζαν έσοδα μόνο από το εξωτερικό. Δεν έχει όμως συζητηθεί το θέμα από την άποψη του κατά πόσο ήταν νοητό, με δοσμένο τέτοιο όρο, να επέρχεται νόμιμο αποτέλεσμα δια της παράβασής του, ώστε για εκείνο που απαγορεύεται να επιβάλλεται ΦΠΑ.
Είναι πάγια νομολογημένο και δεν το αντιμάχονται, βεβαίως, οι καθ' ων η αίτηση, πως νόμιμη, ευμενής για το διοικούμενο, διοικητική πράξη, δεν είναι δυνατό να ανακληθεί παρά μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η βασική αντίδραση των καθ' ων η αίτηση συνίσταται στο ότι, τελικά, όπως διαπιστώθηκε, οι αποφάσεις που ανακλήθηκαν ήταν παράνομες. Έναντι αυτής της τοποθέτησης που διατρέχει το σκεπτικό των προσβαλλόμενων αποφάσεων αλλά και τα επιχειρήματα των καθ' ων η αίτηση ενώπιόν μου, οι αιτητές, στο πλαίσιο του πρώτου επιπέδου της επιχειρηματολογίας τους, υποστήριξαν πως, στη βάση περαιτέρω αρχών, όπως τις παρέθεσαν, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι οι ανακληθείσες αποφάσεις ήταν παράνομες.
Κεντρικό στοιχείο αυτής της εισήγησης αποτέλεσε ο λόγος της ανάκλησης, όπως αυτός καθορίστηκε. Δεν τέθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση οτιδήποτε πέραν της νέας εκτίμησης πως οι συναλλαγές δεν ήταν εικονικές αλλά ήταν πραγματικές, με ουσιαστικό περιεχόμενο. Όμως, αυτό, όχι κατ' επίκληση λανθασμένης εφαρμογής κάποιας νομοθετικής πρόνοιας που θα καθιστούσε τις ανακληθείσες ως παράνομες για πλάνη περί το Νόμο. Ούτε κατά εξειδίκευση κάποιου γεγονότος σε σχέση με το οποίο εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λήφθηκαν στη βάση των ίδιων δεδομένων, όπως και οι ανακληθείσες. Επομένως, στην πραγματικότητα, έχουμε νέα εκτίμηση των ίδιων δεδομένων και αυτό, κατά την βιβλιογραφία και τη νομολογία που επικαλέστηκαν, δεν σημαίνει πως οι ανακληθείσες ταξινομούνται ως παράνομες.
Οι καθ' ων η αίτηση δεν διαφώνησαν ως προς τις πιο πάνω αρχές. Θεωρούν όμως πως, δεν έχουμε νέα εκτίμηση των ίδιων δεδομένων. Έχουμε, λέγουν, νομική πλάνη πραγμάτων, όρος, όπως ορθά επισημαίνουν οι αιτητές, άγνωστος στο διοικητικό δίκαιο. Υποστήριξαν, περαιτέρω, με την αγόρευσή τους πως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν λήφθηκαν στη βάση των ίδιων στοιχείων αλλά στη βάση στοιχείων που προσκομίστηκαν κατά/ή περί την 16.8.07. Εν τούτοις, το ίδιο το σημείωμα της 11.9.07 της Ε. Ιωάννου, στο οποίο στηρίχθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, (σελ. 13 § 3.1) αναφέρει πως «Τα γεγονότα (συμβόλαια, λογιστικές και ταμειακές πράξεις) δεν είναι διαφορετικά από εκείνα που διαπιστώθηκαν στις 20.12.2005 (εισήγηση Επαρχιακού Γραφείου για επιστροφή φόρου στην ΙΒΑ)». Και, εν τέλει, οι καθ' ων η αίτηση, κατά τις διευκρινίσεις, ρητά εγκατέλειψαν τον προηγούμενο ισχυρισμό. Όπως δηλώθηκε, «τα γεγονότα που οδήγησαν στην απόφαση της 5.3.2008 προϋπήρχαν και ήταν εκείνα που βρίσκονταν ενώπιον της διοίκησης και κατά την απόφαση της ημερομηνίας 24.11.06.»
Επομένως, έχουμε σταθερό και αναντίλεκτο υπόβαθρο. Στην πραγματικότητα έχουμε, πράγματι, όπως ορθά εισηγούνται οι αιτητές, νέα εκτίμηση των ίδιων δεδομένων. Κατά την άποψη των καθ' ων η αίτηση η πρώτη εκτίμηση δεν ήταν το αποτέλεσμα σε βάθος εξέτασης των δεδομένων αλλά, βεβαίως, αυτό δεν αποχαρακτηρίζει τις δυο θέσεις ως εκτιμήσεις των ίδιων δεδομένων. Και αυτό ανεξάρτητα από τα επιχειρήματα ουσίας ως προς την, εν πάση περιπτώσει, ορθότητα της πρώτης εκτίμησης. Σημειώνει, συναφώς ο Ε. Σπηλιωτόπουλος Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 11η Έκδοση, σ. 188-190 που επικαλούνται οι αιτητές πως «η ανάκληση των ατομικών επωφελών διοικητικών πράξεων αποκλείεται λόγω μεταγενέστερης διαφορετικής εκτίμησης (επειδή η Διοίκηση μετέβαλε αντιλήψεις) των δεδομένων που υπήρχαν κατά την έκδοση της πράξης και στα οποία η πράξη στηρίζεται (ΣΕ 4045/1976, 4412/1987), καθώς και για λόγους σκοπιμότητας (ΣΕ 1317/76, 3376/1982)». Και ενώ ασφαλώς η πλάνη περί τα πράγματα καθιστά παράνομη την πράξη, «η ανάκληση χωρεί μόνο για λόγους νομιμότητας και όχι για διαφορετική εκτίμηση των ίδιων πραγματικών περιστατικών» (Βλ. και Δήμητρα Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Το Δημόσιον Συμφέρον και η Ανάκλησις των Διοικητικών Πράξεων, Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1979, ΙΙ, σελ. 382) όπως ακριβώς επιβεβαιώθηκε και από τη νομολογία μας που επίσης επικαλέστηκαν οι αιτητές. Στη Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1996) 3 ΑΑΔ 27, όπου εξηγήθηκε η διαφορά μεταξύ της πλάνης περί τα πράγματα και της εκτίμησης της αποδεικτικής αξίας των ίδιων γεγονότων, που δεν ταξινομείται ως πλάνη. (Βλ. και την πρωτόδικη απόφαση στη Χ»Παναγή ν. Δημοκρατίας κ.α. (1989) 3 ΑΑΔ 1079). Στη V. HadjiPanayis Ltd v. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 688, όπου ακριβώς κατ' εφαρμογή αυτής της αρχής ακυρώθηκε η ανάκληση απόφασης σε σχέση με δασμούς επειδή η αλλαγή αντίληψης πως το προϊόν δεν ήταν φάρμακο, όπως ταξινομήθηκε αρχικώς, αλλά σαμπουάν, δεν καθιστούσε παράνομη την αρχική ταξινόμηση. Αυτό, με παραπομπή στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929 - 1959) σ. 201 στη βάση της αρχής πως δεν χαρακτηρίζονται ως παράνομοι «εκείναι δι' άς η Διοίκησις διεπίστωσεν απλώς εσφαλμένην εκτίμησιν περί του πράγματι υποστατού των πραγματικών προϋποθέσεων της εκδόσεως των». Στη βάση των πιο πάνω, ασφαλώς εδώ έχουμε απλή εκτίμηση των ίδιων δεδομένων που δεν είναι δυνατό να απολήξει σε κρίση πως οι αρχικές αποφάσεις ήταν παράνομες. Ήταν νόμιμες, ευνοϊκές για τους αιτητές και μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος θα ήταν δυνατή η ανάκλησή τους.
Οι καθ' ων η αίτηση επικαλέστηκαν νομολογία σύμφωνα με την οποία η ex tunc ανάκληση παράνομων διοικητικών πράξεων μπορεί να είναι επιτρεπτή και μετά την πάροδο εύλογου χρόνου, για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Και, σ' αυτό το πλαίσιο, επικαλέστηκαν περαιτέρω νομολογία πως η ορθή είσπραξη δασμών υπαγορεύεται από λόγους δημόσιου συμφέροντος. Αυτό, όμως, χωρίς να αναφέρονται και στο ότι το φορολογικό αποτέλεσμα στην παρούσα υπόθεση θα ήταν μηδενικό. Αλλά δεν χρειάζεται να σταθώ σ' αυτό ούτε και να επεκταθώ με εξειδικευμένη αναφορά στην πιο πάνω νομολογία. Εκεί βρίσκεται στο κέντρο του συλλογισμού το γεγονός ότι η πράξη είναι παράνομη. Εδώ οι αρχικές αποφάσεις ήταν νόμιμες και για να ετίθετο θέμα δημοσίου συμφέροντος ως νομιμοποιητικού της ανάκλησής τους, που εν πάση περιπτώσει, κατά τις αρχές είναι ex nunc, αυτή θα πρέπει να είχε στη βάση της την ανάγκη ανάκλησης παρά το ότι η ανακαλούμενη είναι νόμιμη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Παραδείγματα τέτοιας ανάκλησης παρέχουν οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Κυνηγού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 472, Ζίττης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 198 και Aντέννα ΤV Λτδ v. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 747. (Βλ. και Δήμητρα Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου (ανωτέρω) στις σελ. 379-380). Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ανακάλεσαν τις προηγούμενες ως παράνομες και ούτε υπήρξε επίκληση δημόσιου συμφέροντος ούτε μπορώ να δω πώς θα ήταν δυνατό οι καθ' ων η αίτηση να επικαλεστούν δημόσιο συμφέρον για ανάκληση νόμιμων αποφάσεων, σε σχέση με φόρο. Σημειώνω συναφώς πως, και πάλιν κατά τη Δήμητρα Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου σελ. 377 «κλασσικόν παράδειγμα τοιαύτης μη ανακλητής εκ μέρους της Διοικήσεως πράξεως αυστηρώς δεσμίας αρμοδιότητος είναι η πράξις επιβολής φόρου, η οποία άπαξ και εκδοθή δεν ημπορεί να ανακληθή από την Δημοσιονομικήν Διοίκησιν», εννοείται εφ' όσο ήταν νόμιμη.
Καταλήγω πως σαφώς στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας στη βάση του πρώτου επιχειρήματος των αιτητών. Δεν παρεχόταν δυνατότητα ανάκλησης στην περίπτωση. Τα άλλα συζητήθηκαν εναλλακτικά και δεν νομίζω πως δικαιολογείται να επεκταθώ.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με €1.300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, για την κάθε μια. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά