ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1812/2008)
6 Σεπτεμβρίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΛΕΛΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Αχ. Δημητριάδης, για τον Αιτητή.
Α. Ζερβού, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: O αιτητής ως διαχειριστής της περιουσίας του τέως Κώστα Πική από Λευκωσία, υπέβαλε στις 24.9.99 στον καθ' ου η αίτηση δήλωση περιουσίας. Στις 31.8.04 ο καθ' ου η αίτηση αφού μελέτησε τα σχετικά στοιχεία, απέστειλε ειδοποίηση επιβολής φορολογίας Φόρου Κληρονομίας ύψους ΛΚ31.422. Στις 7.9.04 ο αιτητής μέσω των λογιστών συμβούλων του υπέβαλε ένσταση κατά της πιο πάνω φορολογίας με τον ισχυρισμό ότι η εκτίμηση των δυο καταστημάτων επί της οδού Λήδρας ήταν υπερβολική και ότι λανθασμένα δεν αφαιρέθηκε ολόκληρο το ποσό των χρεών του αποβιώσαντος παρόλο που υποστηριζόταν πλήρως με αποδεικτικά στοιχεία.
Ζητήθηκαν στοιχεία που να δικαιολογούν την ένσταση και διευθετήθηκε συνάντηση για συζήτηση της υπόθεσης. Κατόπιν συμφωνίας, εκδόθηκε τροποποιημένη φορολογία για ποσό ΛΚ3.971 το οποίο εξοφλήθηκε στις 12.11.04 και η υπόθεση έκλεισε.
Στις 8.3.07 υποβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή, γραπτό αίτημα για την αποδέσμευση ενός ημιτελούς υπογείου καταστήματος εγγεγραμμένου στο όνομα του αποβιώσαντα προκειμένου να μεταβιβαστεί τούτο στην εταιρεία «Ακίνητα Πίκης Λτδ» και το οποίο, κατ΄ ισχυρισμό ανήκε σ΄ αυτήν από το 1979 ως αποκτηθέν δια δωρεάς από τον αποβιώσαντα Κώστα Πική. Ωστόσο, σύμφωνα με τον τίτλο ιδιοκτησίας, το ακίνητο είχε εγγραφεί επ' ονόματι του αποβιώσαντα στις 18.12.06, δηλαδή έντεκα χρόνια μετά τον θάνατο του, βάσει αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Ο καθ' ου η αίτηση βασιζόμενος στον εν λόγω τίτλο θεώρησε ότι το ακίνητο αποτελούσε περιουσία του αποβιώσαντα και στις 10.5.07, επέβαλε πρόσθετη φορολογία με αποτέλεσμα ο οφειλόμενος φόρος να ανέλθει στις ΛΚ 79.621, πλέον τόκους.
Στις 6.6.07 ο αιτητής υπέβαλε ένσταση ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι το ακίνητο που δηλώθηκε ως περιπλέον περιουσιακό στοιχείο δεν ενέπιπτε στον όρο «περιουσία» του άρθρου 2(1) του περί Φορολογίας των Κληρονομιών Νόμου του 1962 η οποία υπόκειται σε φόρο κληρονομιάς, γιατί δεν αφορά «περιουσία περιερχομένη εις άλλους επί τω θανάτω» (του αποθανόντος προσώπου) καθότι το ακίνητο δωρίστηκε από τον αποβιώσαντα πολύ πριν από το θάνατο του οπότε δεν υπόκειται σε φόρο κληρονομιάς.
Στις 14.6.07 ο καθ' ου η αίτηση ζήτησε από τον αιτητή αποδεικτικά στοιχεία που να στηρίζουν τους ισχυρισμούς του και τον καλούσε σε συνάντηση. Ο αιτητής απέστειλε στις 3.7.07 τα σχετικά στοιχεία προς υποστήριξη της ένστασης του. Πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις και μελέτη των νέων στοιχείων, χωρίς όμως να επέλθει συμφωνία. Στις 8.9.08 ο καθ' ου η αίτηση απέστειλε ειδοποίηση τροποποιημένης φορολογίας και επιστολή ημερ. 9.9.08 στην οποία εξηγούσε τους λόγους της απόφασης του να εμμείνει στην επιβληθείσα φορολογία, η οποία υιοθετούσε ως καθαρή αξία περιουσίας το ποσό των ΛΚ161,570 και πληρωτέο φόρο κληρονομιάς ΛΚ79.621 Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Β) Ο ισχυρισμός σας 2, ότι το υπό φορολόγηση ακίνητο δεν ανήκει στον αποβιώσαντα, αλλά δωρήθηκε στην εταιρεία Κώστας Πικής Λτδ, πριν από το θάνατο του, καταρρίπτεται από τα πιο κάτω γεγονότα:
&n bsp; i. Αγοραστής του ακινήτου ήταν ο αποβιώσας ο οποίος το απέκτησε με συμβόλαιο το 1966.
&n bsp; ii. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου δεν αλλοιώθηκε μέχρι και το θάνατο του αποβιώσαντα, αφού καμία πράξη μεταβίβασης δεν έγινε μέσω του αρμοδίου Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
iii. Όταν μετά το θάνατο του κ. Κώστα Πική και συγκεκριμένα το 2006 χρειάστηκε η τιτλοποίηση του ακινήτου, αυτή έγινε επ΄ ονόματι του αποβιώσαντα και όχι της εταιρείας.
Με βάση τα πιο πάνω διαπιστώνεται ότι το ακίνητο ουδέποτε έπαυσε να τελεί υπό την κυριότητα του αποβιώσαντος και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το ακίνητο δωρήθηκε στην εταιρεία, με την έννοια που ο Νόμος Φόρου Κληρονομιών αποδίδει.
Ανεξάρτητα με τα πιο πάνω, το άρθρο 7(2) των περί Φορολογίας των Κληρονομιών Νόμων 1962 - 1997, το οποίο προσδιορίζει τη φορολόγηση ή όχι δωρεών γενομένων από μέρους αποβιωσάντων προσώπων, δεν μπορεί να τυγχάνει εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού η ισχυριζόμενη πράξη δωρεάς ουδέποτε έγινε.»
Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του, προβάλλοντας το γεγονός ότι το ακίνητο ήταν δωρεά προς την εταιρεία πριν αποβιώσει ο δωρητής. Επικαλείται την καταβολή των φόρων εισοδήματος και άμυνας επί σειρά ετών από την εταιρεία και την επίσημη βεβαίωση του κτηματολογίου που φέρουν την ακίνητη περιουσία ως κατεχόμενη από την εταιρεία δυνάμει δωρεάς. Ο αιτητής επιχειρηματολογεί ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε διπλή φορολόγηση αφού το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων εισέπραξε φόρο εισοδήματος και φόρο για σκοπούς άμυνας επί του· κέρδους των ενοικίων τα οποία καταβάλλονταν από την Εταιρεία Ακίνητα Πικής Λτδ επί σειρά ετών, ενώ ταυτόχρονα, επιζητείται και η είσπραξη φόρου κληρονομιάς θεωρώντας τον αποβιώσαντα ως ιδιοκτήτη. Ο αιτητής ισχυρίζεται ακόμη ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και η επιμονή των καθ' ων η αίτηση στην αυστηρή απόδειξη της δωρεάς παραβιάζει τις αρχές χρηστής διοίκησης και ότι αδικαιολόγητα του αποστερεί μέρος της περιουσίας του.
Οι καθ' ων η αίτηση στα πλαίσια της γραπτής τους αγόρευσης εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής, άσκησε την προσφυγή, όπως φαίνεται στον τίτλο της, προσωπικά και όχι ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Κώστα Πική, με αποτέλεσμα να στερείται του εννόμου συμφέροντος στην προώθηση της. Η ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει καθότι με βάση τους περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικούς Κανονισμούς δεν απαιτείται να αναγράφεται η ακριβής ιδιότητα του αιτητή στον τίτλο της προσφυγής, όταν αυτή εξειδικεύεται από το περιεχόμενο της αίτησης. Εδώ με σαφήνεια προκύπτει τόσο στην παρ.1 των γεγονότων στην αίτηση όσο και από το περιεχόμενο των αγορεύσεων, ότι ο αιτητής εγείρει την παρούσα ως διαχειριστής αλλά και ως μοναδικός κληρονόμος της περιουσίας του αποβιώσαντος, ώστε να μην προκύπτει θέμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος.
Εχει νομολογιακά καθιερωθεί σε φορολογικές υποθέσεις ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κρίση του διοικητικού οργάνου εκφράζοντας τις δικές του απόψεις ως προς την ορθότητα της διοικητικής πράξης. (Βλ. Rallis Makrides v. Republic (Minister of Finance) [1967] 3 C.L.R. 147, Georghiades v. Republic [1982] 3 C.L.R. 659, Mangli v. Republic [1983] 3 C.L.R. 52, Hjieraclis and another v. Republic [1984] 3 C.L.R. 604).
Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει μόνο αν ικανοποιηθεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή και όταν η διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. (Βλ. Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις ΟΚΑΠΙ Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 48, Republic v. Lefkos Georghiades [1972] 3 C.L.R. 594). Σαν θέμα γενικής αρχής η εκτίμηση των γεγονότων από τον ΄Εφορο δεν ανατρέπεται, σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκονται στα όρια του λογικά εφικτού (Βλ. Λ. Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 106).
Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής είχε το βάρος να αποδείξει ότι η σχετική απόφαση του Εφόρου είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης ή ότι η διοίκηση υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας με την έννοια ότι η διαπίστωση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του ακινήτου δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί δεν έχω πειστεί ότι ο αιτητής έχει αποσείσει το σχετικό βάρος.
Όλα τα έγγραφα που παρουσίασε ο αιτητής για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του περί κυριότητας του ακινήτου από την οικογενειακή εταιρεία δυνάμει δωρεάς, ήταν ενώπιον του Εφόρου και ερευνήθηκαν. Τόσο η βεβαίωση του Γραφείου Φόρου Εισοδήματος (Κυανούν 125 στο τεκ.1) όσο και οι λογαριασμοί της εταιρείας Ακίνητα Πικής Λτδ για τα έτη 1989-2004 παρουσιάζουν το ακίνητο ως περιουσιακό στοιχείο της εταιρείας, αφού η εταιρεία εισέπραττε τα ενοίκια από το ακίνητο (αίθουσα θεάτρου) και κατέβαλλε την έκτακτη εισφορά άμυνας για αυτά. Ο Έφορος λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω αποδεικτικά καθώς και την κατάσταση ενοικίων (που επισυνάφθηκε αργότερα) αποδέχεται το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εταιρεία φορολογείτο από την είσπραξη ενοικίων του ακινήτου, πλην όμως δεν θεώρησε ότι αυτό το γεγονός αποδείκνυε δίχως άλλο και την κυριότητα του ακινήτου από την εταιρεία, διότι:
1. Η εταιρεία δεν το δήλωνε ως περιουσιακό της στοιχείο για σκοπούς Φόρου Ακινήτου Ιδιοκτησίας και δεν κατέβαλλε η ίδια φόρο ακινήτου ιδιοκτησίας. (Βλ. σχετικά (Παράρτημα στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση και παραρτήματα Α(α) έως Α(δ) στην απαντητική αγόρευση αιτητή, που σύμφωνα με την παραδοχή του αιτητή αφορούν στους καταβαλλόμενους από την Εταιρεία Ακίνητα Σιαντεκλαίρ Λτδ φόρους για το ακίνητο, τους οποίους στη συνέχεια χρέωνε στον αποβιώσαντα προσωπικά.)
2. Το ότι το ακίνητο δηλωνόταν στους λογαριασμούς ως περιουσιακό στοιχείο της Εταιρείας για σκοπούς φόρου εισοδήματος δεν διαφοροποιεί το δεδομένο ότι στο Κτηματολόγιο δεν υπάρχει τέτοια μεταβίβαση.
Στην απουσία απολύτου δωρεάς ή οποιουδήποτε εγγράφου δωρεάς ή πράξης μεταβίβασης εγγεγραμμένης στο Κτηματολόγιο και στην βάση του πρόσφατου τίτλου ιδιοκτησίας (εγγραφή στον αποβιώσαντα από 18.12.06) καθώς και της όλης προϊστορίας του ακινήτου όπως αυτή εμφαίνεται στις συμφωνίες μεταξύ της εταιρείας Ακίνητα Σιαντεκλαίρ Λτδ και αγοραστή αποβιώσαντα από το 1966 (παράρτημα Δ(α) - Δ(γ) στην αίτηση), το συμπέρασμα του Εφόρου ότι ιδιοκτήτης κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν ο αποβιώσας και ότι το ακίνητο ενέπιπτε στην φορολογητέα από άποψη κληρονομιάς περιουσία του, καθίσταται εύλογο.
Το σημείωμα του ανώτερου λειτουργού του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων κ. Κων. Λοϊζου (Κυανούν 143-145 στο φάκελο Τεκ.Α(1)) αποκαλύπτει επιπρόσθετα δεδομένα που λήφθηκαν υπόψη και συμπληρώνει την αιτιολογία της απόφασης. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα:
«Από τη μελέτη της όλης υπόθεσης σημειώνω:
(α) Η δήλωση από την εν λόγω εταιρεία, ότι το εν λόγω υπόγειο προήλθε από δωρεά του αποβ. Κώστα Πική έγινε για πρώτη φορά στους εξηλεγμένους λογ/σμούς της εν λόγω εταιρείας για το 1996 που υποβλήθηκαν στις 13/12/2006. Μαζί με τους λ/σμούς του 1996 υποβλήθηκαν και οι λ/σμοί για τα χρόνια 1997 μέχρι και το 2004. Στους εν λόγω λογ/σμούς αναφέρεται ότι η δωρεά του υπογείου / αίθουσα θεάτρου στο Σιαντεκλαίρ - από τον αποβ. προς την εταιρεία έγινε πριν το 1972. Μέχρι και στους λ/σμούς για το 1995 (βλέπε σελίδα 13 των εν λόγω λ/σμών) εσημειώνετο απλώς ότι η Αίθουσα θεάτρου δεν ήταν στο όνομα της εταιρείας.
(β) Από τη στιγμή που θα θεωρηθεί ότι το εν λόγω υπόγειο δεν ανήκει στην εν λόγω εταιρεία αλλά αποτελεί περιουσία του αποβ. ότι φόρους πλήρωσε η εν λόγω εταιρεία πρέπει να επιστραφούν.
(γ) Αν θεωρηθεί περιουσία του αποβ. τότε το εισόδημα (ενοίκιο) από το εν λόγω υπόγειο θα πρέπει να θεωρηθεί ως εισόδημα του κ. Λέλλου Δημητριάδη που είναι και ο μοναδικός κληρονόμος του αποβ.
(δ) Την εν λόγω αίθουσα θεάτρου η εν λόγω εταιρεία δεν τη δήλωνε ως περιουσιακό της στοιχείο για σκοπούς Φόρου Ακίνητης Ιδιοκτησίας.»
Αναφορικά με το δικαίωμα του Εφόρου να επιβάλλει πρόσθετο φόρο κληρονομιάς μετά την έκδοση του Πιστοποιητικού Απαλλαγής και Πληρωμής, το οποίο αμφισβητείται από τον αιτητή, αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 36(1)(β) των περί Φορολογίας Κληρονομιών Νόμων (Ν.67/1962) όπως τροποποιήθηκε, σε συνδυασμό με το άρθρο 48(4), τα οποία προνοούν τα ακόλουθα:
«36.-(1) Οσάκις ο Εφορος νομίση ότι το ποσόν ο πρόσωπόν τι υποχρεούται να καταβάλη ως φόρον κληρονομίας έχει εκτιμηθή εις έλασσον του δέοντος, ούτος δύναται, καθ΄ οιονδήποτε χρόνον εντός τριών ετών από της ημερομηνίας της αρχικής βεβαιώσεως, να προβή εις συμπληρωματικήν βεβαίωσιν του ποσού ο το τοιούτον πρόσωπον, κατά την γνώμην του οφείλει να καταβάλη:
Νοείται ότι-
(α) ...................................
(β) ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η προμνησθείσα περίοδος των τριών ετών εξέπνευσεν, ο Εφορος δύναται να βεβαιώση καθ΄ οιονδήποτε χρόνον υποχρέωσιν εις συμπληρωματικήν φορολογίαν ήτις δυνατόν να αχθή εις γνώσιν του υπό του εκτελεστού ή υφ΄ οιουδήπότε ετέρου προσώπου υποχρέου εις την καταβολήν φόρου κληρονομίας βάσει του παρόντος νόμου.»
«48.-(4) Πιστοποιητικόν του Εφόρου εκδιδόμενον δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν θα απαλλάττη του φόρου κληρονομίας πρόσωπον ή περιουσιακά στοιχεία εν περιπτώσει απάτης ή παραλείψεως δηλώσεως ουσιωδών γεγονότων, και δεν θα επηρεάζη τον συντελεστήν βάσει του οποίου δέον να πληρωθή φόρος αναφορικώς προς περιουσιακά στοιχεία άτινα μεταγενεστέρως αποδεικνύονται ότι περιήλθον επί τω θανάτω, και ο επί των τοιούτων περιουσιακών στοιχείων επιβαλλόμενος φόρος θα είναι κατά τον συντελεστήν όστις θα εφηρμόζετο εάν η αξία τούτων προσετίθετο εις την αξίαν των στοιχείων αναφορικώς προς τα οποία κατεβλήθη ήδη φόρος:»
Εφόσον η ύπαρξη του ακινήτου περιήλθε σε γνώση των καθ' ων η αίτηση με την πρόσθετη δήλωση μόλις τον Μάρτιο του 2007 και εν πάση περιπτώσει μετά παρέλευση 2 1/2 και πλέον χρόνων από το 2004 που επιβλήθηκε ο αρχικός φόρος κληρονομιάς, ορθά ενεργοποιήθηκαν οι πιο πάνω πρόνοιες.
Αναφορικά επίσης με την ισχυριζόμενη παραβίαση του κανόνα απαγόρευσης διπλής φορολόγησης, το εισόδημα από το ακίνητο φορολογήθηκε για σκοπούς φόρου εισοδήματος εις βάρος της εταιρείας ενώ με την προσβαλλομένη απόφαση θεωρήθηκε περιουσία του αποβιώσαντος για σκοπούς επιβολής φόρου κληρονομιάς. Η υποχρέωση επιστροφής των εισπραχθέντων φόρων στην εταιρεία (σύμφωνα με την παραδοχή του ίδιου του καθ' ου η αίτηση στο σημείωμα ημερ. 2.6.08 πιο πάνω), ωστόσο δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα λήψης της επίδικης απόφασης ούτε μπορεί να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο. Ο αιτητής και/ή εταιρεία μπορούν να προσφύγουν στα δέοντα νομικά μέτρα για να επανακτήσουν τον φόρο εισοδήματος.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1200 έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.